Οι Ελληνες στην Οκτωβριανη Σοσιαλιστικη Επανασταση (ii)

(Β' μέρος: Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης)
Στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) τα κανόνια του καταδρομικού «Αβρόρα» σάλπισαν την έγερση του επαναστατημένου λαού και στρατού, σηματοδοτώντας την έναρξη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης . Ακολούθησε ένας σφοδρότατος εμφύλιος ταξικός πόλεμος μεταξύ των εκμεταλλευομένων και των εκμεταλλευτών, μεταξύ του νέου κόσμου που γεννιόταν και του παλιού που προσπαθούσε με λύσσα να τον καταπνίξει εν τη γενέσει του. Σε αυτόν τον ταξικό πόλεμο, που διήρκεσε κοντά 5 χρόνια, έλαβαν μέρος όλες οι εθνότητες που συναπάρτιζαν το πολυεθνικό μωσαϊκό της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας. Ακολούθως, «στις διαφορετικές φάσεις που πήρε ο εμφύλιος πόλεμος στη νότια Ρωσία... [και] οι Ελληνες πήραν ενεργό μέρος κατά την τάξη που ανήκαν».1
Η ελληνική αστική τάξη απέναντι στην Επανάσταση
Στη σφοδρή ταξική πάλη οι Έλληνες πήραν μέρος
ανάλογα με την τάξη που ανήκαν
(Φωτ. από κοκκινοφρουρούς σε εργοστάσιο
της Μόσχας)
Η ελληνική αστική τάξη της ρωσικής αυτοκρατορίας (όπως και οι Ρώσοι, Ουκρανοί κ.ο.κ. ομόλογοί τους) αντιμετώπισε την Επανάσταση με απέχθεια και τρόμο. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έγραψε ένας αστός - αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων - ο Ε. Παυλίδης σχετικά με τον «επαναστατημένο όχλο»: «Κατέλαβαν τα κυβερνητικά ιδρύματα, τα ανάκτορα, όλα τα μέγαρα και τας οικίας των πλουσίων. Υπό τας οδηγίας των κομμουνιστών εσχημάτισαν διαφόρους διοικητικούς συνδέσμους, τοπικούς, επαρχιακούς και ευρύτερους, εις την εξουσίαν των οποίων περιελαμβάνοντο πολλαί ιδιοικητικαί περιφέριαι. Ιδρύθησαν πανταχού έκτακτα Επαναστατικά Δικαστήρια, εις τα οποία προήδρευαν ως επί τω πλείστον αγράμματοι και άξεστοι χωρικοί, στρατιώται, ναύται ή εργάται».2
Αλλοι απλά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως οι ομοεθνείς τους μπορούσαν «να λάβωσιν ανά χείρας την ερυθράν σημαίαν» και να στρέψουν τα όπλα - με ταξικά κριτήρια - εναντίον των «συμπατριωτών» εκμεταλλευτών τους, αποδίδοντας ακολούθως τα κίνητρά τους σε «τυχαίους λόγους και ελατήρια» ή σε «κακή πίστη» και ανηθικότητα.3
Η στάση των Ελλήνων αστών απέναντι στην Επανάσταση ήταν βεβαίως απολύτως δικαιολογημένη. Το ισχυρό ελληνικό κεφάλαιο της Ρωσίας είχε πολλά να χάσει με την ανατροπή της αστικής εξουσίας από τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες: για την ακρίβεια κινδύνευε να χάσει τα πάντα.
Ωστόσο, ακόμα και στο πλαίσιο του εμφύλιου ταξικού πολέμου, της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και των εθνικών αστικών συγκρούσεων - ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες - μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης βρήκε τον τρόπο να βγει κερδισμένη. Ετσι, σύμφωνα με τον συνταγματάρχη Ι. Σταυριδάκη (που τότε βρισκόταν στη Σεβαστούπολη), η γενικότερη «οικονομική κατάπτωσις της Ρωσίας» μπορεί μεν να «επηρέασε κατά πολύ» και «την περιουσιακήν κατάστασιν των Ελλήνων » αστών, «ηυνόησεν όμως και τινάς εξ αυτών εις το να εξασκήσωσι μονοπωλιακόν εμπόριον, καθ' ήν στιγμήν άπαντες οι άλλης εθνικότητος έμποροι κατεδιώκοντο, να κερδίσωσι δ' ούτω σημαντικά ποσά».4
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αστική τάξη της Ρωσίας πολέμησε λυσσασμένα και με όλα τα μέσα την Επανάσταση . Το αντεπαναστατικό στρατόπεδο δεν υπήρξε ομοιογενές: Εκτείνονταν από τους οπαδούς του τσαρικού καθεστώτος, τους βασιλόφρονες κωνσταντινικούς έως τους φιλελεύθερους βενιζελικούς και τους μενσεβίκους σοσιαλδημοκράτες. Από την παπαδοκρατία έως τους αναρχικούς του Ν. Μαχνό. Από τους αστούς εθνικιστές όλων των εθνοτήτων έως τους ξένους ιμπεριαλιστές. Παρά τη μεγάλη του ανομοιογένεια, όμως, συνέκλινε ως προς τον «κοινό εχθρό»: τους Μπολσεβίκους.
Η συνδρομή της αστικής τάξης της Ελλάδας στην αντεπανάσταση υπήρξε ποικιλόμορφη. Επενέβη στρατιωτικά, μετέχοντας στην επέμβαση 14 συνολικά καπιταλιστικών κρατών κατά των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας. Επενέβη επίσης μέσω των κατά τόπους προξενικών αρχών της, αλλά και μέσω «ειδικών» της «απεσταλμένων» (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ν. Καζαντζάκη και του συνταγματάρχη Η. Πολεμαρχάκη, που το 1919-1920 στάλθηκαν μαζί με άλλους στον Καύκασο «με εντολή ν' αποτραβήξουν τους Ελληνες της Γεωργίας από το σοσιαλισμό»5). Επενέβη τέλος ιδεολογικοπολιτικά, υποδαυλίζοντας, καλλιεργώντας και εξάπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερο (σε συνεργασία πάντοτε και με τις κατά τόπους δομές - διαύλους της αστικής ιδεολογίας, σχολεία, εκκλησίες κ.λπ.) τον αστικό εθνικισμό. Οπως χαρακτηριστικά τονιζόταν σε έκθεση του ελληνικούυπουργείου Εξωτερικών «για την κατάσταση στην Ρωσία» (30 Νοέμβρη 1918), «το μόνο αντίδοτο στον μπολσεβικισμό είναι ο εθνικισμός».6
«Η σοσιαλιστική σοβιετική κυβέρνησις της Ουκρανίας», ανέφερε ο πρόεδρός της Κ. Ρακόφσκι σε τηλεγράφημά του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (26 Φλεβάρη 1919), «τυγχάνει ενήμερος της εθνικιστικής και θρησκευτικής εκστρατείας, ην διεξάγει η ελληνική κυβέρνησις χάριν της δυσφημήσεως της σοβιετικής εξουσίας, ως δήθεν καταδιωκούσης της θρησκείας και το ελληνικόν στοιχείον εν τη νοτίω Ουκρανία. Εάν εννοεί τους Ελληνας κερδοσκόπους και τους τραπεζίτας του χρηματιστηρίου, των οποίων η συστηματική εκμετάλλευσις και κερδοσκοπία περιλαμβάνει την παραλίαν της Μαύρης Θάλασσας... ο πόλεμος εναντίον αυτών καθώς και εναντίον παντός άλλου αισχροκερδούς επιχειρηματίου της Ουκρανίας άνευ διακρίσεως εθνικότητος αποτελεί εκ των πρωτίστων, κεφαλαίων και τον κυριότερον σκοπόν πάσης σοσιαλιστικήςκυβερνήσεως... Αι ελληνικαί λαϊκαί τάξεις των παραλίων της Κριμαίας και Ουκρανίας ως και οι 150.000 φτωχοί Ελληνες της Υπερκαυκασίας δεν έχουν κανένα παράπονον κατά της σοβιετικής εξουσίας και οσοδήποτε και αν δράσει η προπαγάνδα δεν θα δυνηθεί να εξεγείρει τους πληθυσμούς τούτους εναντίον των σοβιετικών αρχών και να αποσπάσει την προσοχήν αυτών από την πάλη των τάξεων».7
Οι Ελληνες και οι "λευκοί"
Οσον αφορά τη συμμετοχή Ελλήνων στους «λευκούς» αντεπαναστατικούς στρατούς (των Ντενίκιν, Βράγκελ, Κολτσάκ κ.λπ.), δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, παρότι δεν αποκλείονται μεμονωμένα περιστατικά μεταξύ των όσων είχαν διατελέσει στελέχη του τσαρικού στρατού. Αλλωστε, οι «λευκοί» αποτελούνταν «μόνον από αξιωματικούς, από του στρατηγού μέχρι του ανθυπολοχαγού», που ο απλός λαός κατανοούσε ότι, αν νικούσαν, «ο στρατός ούτος θα γινόταν... όργανον τυραννίας και εκδικήσεως κατά των εργατών».8Από την άλλη μεριά, υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά άρνησης των Ελλήνων στη «βίαιη στρατολογία» τους από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του Ντενίκιν στην Ουκρανία, η οποία μάλιστα επέφερε αντίποινα, μέχρι και σφαγές.9
Ούτε όμως οι προσπάθειες των Ελλήνων αστών της Ρωσίας να συγκροτήσουν «εθνικά» ένοπλα σώματα είχαν ιδιαίτερη απήχηση στους ελληνικούς εργατοαγροτικούς πληθυσμούς. Η δημιουργία «ελληνικής μεραρχίας» στον Καύκασο, π.χ., ελάχιστα προχώρησε ελλείψει προθύμων να στρατευτούν σε αυτή. Κάποιες ελάχιστες ένοπλες ομάδες που εμφανίστηκαν, περιορίστηκαν κυρίως στην προστασία των χωριών τους από τις ενδοαστικές εθνικιστικές συγκρούσεις.
Η «σημαντικότερη» αστική «ένοπλη ομάδα» που έδρασε στην περιοχή του Σοχούμ (στην Αμπχαζία της Γεωργίας) ήταν εκείνη του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, που αριθμούσε περίπου 200 άνδρες. Ο Χ. Παπαδόπουλος, «που διακρίνονταν για τον εθνικισμό του... συνεργάστηκε με τους μενσεβίκους και ενισχύθηκε από τους εύπορους Ελληνες του Σοχούμ. Οι πλούσιοι Ελληνεςκαπνέμποροι της πόλης (Λαζαρίδης, Στεφανίδης, Μοσκώφ, Χατζηγιάννης) και οι πλοιοκτήτες (Αδαμίδης, Χειμλιάδης) ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον Χάμπο. Ο εξοπλισμός του από τους μενσεβίκους οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική διαμεσολάβηση του Γιάννη Πασαλίδη» (βλ. παρακάτω). Το ένοπλο σώμα του Χ. Παπαδόπουλου «αξιοποιήθηκε», μεταξύ άλλων, και στην καταστολή της επανάστασης που ξέσπασε στο Σοχούμ (8 Απρίλη - 17 Μάη 1918) και στην οποία «συμμετείχαν μπολσεβίκοι απ' όλες τις εθνότητες: Αμπχάζιοι, Αρμένιοι, Ελληνες και Μιγγρέλοι».10
Ανάλογες προσπάθειες των αστών σε άλλες περιοχές δεν τελεσφόρησαν. Οταν οι Ελληνες «κουλάκοι και τσιφλικάδες π.χ. της Μαριούπολης πήραν τα όπλα κατά των κόκκινων» και επιχείρησαν «να οργανώνουν ένα μυστικό "ελληνικόεθνικό τάγμα" για να χτυπήσουν τους μπολσεβίκους... τους πρόδωσαν και τους ξεπάστρεψαν οι ίδιοι οι Γραικοί χωριάτες της περιοχής τους».11
Το αντεπαναστατικό "προπύργιο" της Γεωργίας
Η Γεωργία αποτέλεσε το τελευταίο «προπύργιο» των αστών στον Καύκασο, όπου οι μενσεβίκοι (με τη στήριξη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και των κανονιών των Βρετανών ιμπεριαλιστών) κατάφεραν προσωρινά να επικρατήσουν.
Στους μενσεβίκους της Γεωργίας υπήρχε οργανωμένη ελληνική παρουσία, το Ελληνικό Τμήμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γεωργίας, με όργανο τη «Νέα Ζωή» και βασικότερο εκπρόσωπο τον Γιάννη Πασαλίδη, ο οποίος μάλιστα διετέλεσε και υφυπουργός Εξωτερικών της μενσεβικικής γεωργιανής κυβέρνησης. Από άλλη ιδεολογική αφετηρία ανέπτυξε πολιτική δράση «ο επίσης γιατρός Κοσμάς Σπυράντης, επίλεκτος εκπρόσωπος της ελληνικής κοινότητας, υποπρόξενος της Ελλάδας στο Σοχούμ και ένθερμος θιασώτης της ελληνικής εθνικής πολιτικής της εποχής... Παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές, οι δύο γιατροί [Πασαλίδης και Σπυράντης] (...) συνέκλιναν στην κοινή αντιπαλότητά τους προς τους μπολσεβίκους».12
Ωστόσο, παρά τη γενική συστράτευση όλων των αστικών αντεπαναστατικών δυνάμεων, ντόπιων και ξένων, η Επανάσταση νίκησε σε όλο τον Καύκασο. Στις 25 Φλεβάρη 1921 η κόκκινη σημαία κυμάτισε και στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. «Δύει και το άστρο της μπουρζουαζίας της Γρουζίας [Γεωργίας], των μενσεβίκων, των σοσιαλ-ιδιοκτητών και του ελεύθερου εμπορίου του συναγωνισμού», έγραφε πανηγυρικά η εφημερίδα των Ελλήνων κομμουνιστών «Σπάρτακος». «Τα επαναστατικά κομιτάτα προσκαλούν τους εργατοχωρικούς, οι οποίοι κατατάσσονται ομαδικώς και επιτιθέμενοι νικούν, προχωρούν και σοβιετοποιούν. Οι καπιταλισταί αποστέλλουν στρατεύματα, αλλά δυστυχώς γι' αυτούς κι αυτά είναι από εργάτας»!13
Αναφερόμενος ειδικά στην Αμπχαζία, ο Ν. Α. Λακόμπα, στέλεχος των Μπολσεβίκων, που είχε μετάσχει και ο ίδιος στα επαναστατικά γεγονότα της περιοχής, έγραψε σχετικά: «Για να συντρίψουμε την τυχοδιωκτική περιπέτεια των μενσεβίκων, για να υπερασπίσουμε την σοβιετική εξουσία, όλος ο πληθυσμός της Αμπχαζίας, κυριολεκτικά όλος, σηκώθηκε στο πόδι χωρίς διάκριση εθνότητας. Εδώ ήλθε και ο Αμπχάζιος, εδώ και ο Ελληνας και ο Αρμένιος, εδώ και ο Ρώσος, εδώ και ο Εσθονός, και ούτω καθεξής».14

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Οι Ελληνεςστη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2007.
1. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.
2. Ελευθέριος Παυλίδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων , Αθήνα, 1953, σελ. 49-50.
3. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82
4. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82
5. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82
6. Note sur la situation en Russie, 30/11/1918, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελος 173/15 (Μουσείο Μπενάκη).
7. «Ριζοσπάστης», 2/2/1920.
8. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη, ό.π., σελ. 10.
9. «Ριζοσπάστης», 3/1/1920
10. Βλάσης Αγτζίδης, «Παρευξείνιος Διασπορά», εκδ. «Αφοί Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 133-134.
11. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.
12. Ιωάννης Χασιώτης, «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», εκδ. University Studio Press, 1997, σελ. 240-241.
13. Βλάσης Αγτζίδης, ό.π., σελ. 199.
14. Ινστιτούτο Ιστορίας της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γεωργίας, Ν. Α. Λακόμπα, Ομιλίες και άρθρα, εκδ. Αλασάρα, Σοχούμ, 1987, σελ. 145-147.

Α. Γ.
*Το πρώτο μέρος εδώ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις