Η καταγωγη και οι παραλλαγες του φασισμου
Kurt Gossweiler
Η καταγωγή και οι παραλλαγές του φασισμού
Από το Δοκίμια για τον φασισμό
1.Η μετάβαση στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ως προϋπόθεση της ανάπτυξης του φασισμού
Πολύ πριν καταστεί εφικτό να γίνει λόγος περί φασισμού, οι Μαρξιστές στοχάστηκαν για το ερώτημα τού ποια νέα πολιτικά χαρακτηριστικά θα συνδεόταν με την μετάβαση από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό. Το ερώτημα ήταν: ποιες πολιτικές αλλαγές θα ανέκυπταν όταν η οικονομική βάση της αστικής κοινωνίας άλλαζε;
Πριν δημοσιευτεί το Ο Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού του Λένιν, το πιο αξιόλογο μαρξιστικό έργο πάνω στο θέμα αυτό ήταν η ανάλυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, που δημοσιεύτηκε το 1910.
Αυτό που ανακάλυψε ο Χίλφερντινγκ σχετικά με τις νέες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις στην ανάπτυξη του καπιταλισμού (και σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα γίνει ο θεωρητικός της ρεβιζιονιστικής θεωρίας περί «οργανωμένου καπιταλισμού» αλλά ήταν ακόμα Μαρξιστής), ενσωματώθηκε — απελευθερωμένο από λάθη και σφάλματα — στην θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν. Ο Χίλφερντινγκ αναγνώρισε αναδυόμενες τάσεις των οποίων το πλήρες εύρος ήρθε στην επιφάνεια μόνο κάτω από τον φασισμό.
Σήμερα, είναι διπλά σημαντικό να θυμηθούμε όσα έγραφε ο Χίλφερντινγκ εκείνο τον καιρό. Πρώτον, αποδεικνύουν εμφατικά την αξεδιάλυτη σύνδεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον φασισμό· δεύτερον, η σύγκριση μεταξύ του Μαρξιστή Χίλφερντινγκ και του ρεβιζιονιστή που δημιούργησε τη θεωρία του «οργανωμένου καπιταλισμού» που είναι απρόσβλητος στις κρίσεις, δείχνει πως η μετάβαση από τον Μαρξισμό στον ρεβιζιονισμό συμπίπτει με την ανικανότητα ανάπτυξης μιας επιστημονικής ανάλυσης της κοινωνίας και επιστημονικής προεικόνισης των μελλοντικών εξελίξεων.
Στην παρούσα συζήτηση σχετικά με την καταγωγή του φασισμού οι ακόλουθες παρατηρήσεις του Χίλφερντινγκ είναι ιδιαίτερα σημαντικές, διότι διαψεύδουν όλα τα επιχειρήματα που αρνούνται την ιμπεριαλιστική καταγωγή της φασιστικής ιδεολογίας και αντ’ αυτού την θεωρούν δημιούργημα της μικροαστικής τάξης.
Ο Χίλφερντινγκ έγραψε:
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν επιθυμεί ελευθερία αλλά κυριαρχία, για τον σκοπό της αντιμετώπισης του ανταγωνισμού από ένα ψηλότερο σκαλί της ιεραρχίας. Αλλά για να το κατορθώσει τούτο, για να διατηρήσει την συντριπτική του δύναμη και να την επεκτείνει περαιτέρω, [το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο] χρειάζεται το κράτος, το οποίο εξασφαλίζει τον έλεγχό του πάνω στην ντόπια αγορά μέσω δασμών στις εισαγωγές και πολιτικών επιπρόσθετων φόρων.
Σε τελική ανάλυση, χρειάζεται ένα ισχυρό κράτος το οποίο να είναι σε θέση να προάγει τα οικονομικά του συμφέροντα στο εξωτερικό και να χρησιμοποιήσει την πολιτική του δύναμη…ένα κράτος το οποίο να μπορεί να παρεμβεί οπουδήποτε στον κόσμο για να μετατρέψει τον κόσμο όλο σε μια σφαίρα επενδύσεων για το χρηματοπιστωτικό του κεφάλαιο.
Τέλος, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο χρειάζεται ένα κράτος το οποίο να είναι αρκετά ισχυρό ώστε να ακολουθήσει επεκτατική πολιτική και να αποκτήσει νέες αποικίες…με τον τρόπο αυτό η ανεξέλεγκτη πολιτική της ισχύος γίνεται προϋπόθεση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Ο Χίλφερντινγκ δείχνει επίσης πώς οι οικονομικά κινούμενες πολιτικές του επεκτατισμού ριζοσπαστικοποίησαν την κοσμοαντίληψη της μπουρζουαζίας:
Το ιδανικό της ειρήνης εξαφανίζεται. Αντί για το ανθρωπιστικό ιδεώδες εμφανίζονται τα ιδεώδη του μεγέθους και της ισχύος του κράτους…στόχος τώρα είναι να εξασφαλιστεί για το έθνος του καθενός η κυριαρχία πάνω στον κόσμο — στόχος που αποδεικνύεται το ίδιο άνευ ορίων όπως και η αναζήτηση του κέρδους από το κεφάλαιο, που ήταν η πηγή του…
Ο στόχος αυτός γίνεται τώρα οικονομική αναγκαιότητα, γιατί κάθε υστέρηση μειώνει το κέρδος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και συρρικνώνει την ανταγωνιστική του ικανότητα, και στο τέλος μετατρέπει την μικρότερη οικονομική επικράτεια σε εξαρτώμενη της μεγαλύτερης…
…
…
Η φυλετική ιδεολογία, κρυμένη κάτω απ’ τον μανδύα της επιστήμης, νομιμοποιεί την αναζήτηση της ισχύος από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Μια ολιγαρχική αντίληψη της κυριαρχίας αντικαθιστά το δημοκρατικό ιδεώδες της ισότητας … Την ίδια στιγμή, η αυξανόμενη δύναμη των εργατών ενισχύει την αποφασιστικότητα του κεφαλαίου να ενισχύσει τις εξουσίες του κράτους ως εξασφάλιση ενάντια στα αιτήματα του προλεταριάτου. Έτσι, η ιδεολογία του ιμπεριαλισμού αναδύεται νικήτρια πάνω στα παλιά φιλελεύθερα ιδεώδη.
Ο Λένιν, που θεωρούσε το έργο του Χίλφερντινγκ μια «υπερπολίτιμη μελέτη» ανεξάρτητα από κάποιες αδυναμίες της, εμβάθυνε την κατανόηση των πολιτικών χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού.
Στο βασικό του έργο ο Λένιν έγραψε ότι «η αντίδραση παντού, και η επιδείνωση της εθνικής καταπίεσης είναι μέρος των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού», επειδή, είπε, «ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων που αναζητούν την κυριαρχία και όχι την ελευθερία…»
Την ίδια χρονιά, το 1916, και σε άλλα έργα, ο Λένιν ήταν ακόμα πιο εμφατικός: «Το πολιτικό εποικοδόμημα της νέας οικονομίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού … συνιστά στροφή από την δημοκρατία προς την πολιτική αντίδραση. Τα μονοπώλια ισούνται πολιτική αντίδραση.»
Όταν αναπτυχθούν τα μονοπώλια, αναζητούν αποκλειστική εξουσία όχι μονάχα οικονομικά αλλά και πολιτικά. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αντικειμενικής αναγκαιότητας της εξασφάλισης της συσσώρευσης, ως προϋπόπεσης για την επιβίωση των γιγάντιων μονοπωλίων στην πάλη του ανταγωνισμού. Δεν είναι απλώς ζήτημα της επίτευξης «φυσιολογικών», μεσαίου ύψους κερδών, αλλά υπερκερδών, μονοπωλιακών κερδών.
Το μονοπωλιακό κέρδος επιτυγχάνεται με κόστος ολάκερη την κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, η αστική δημοκρατία και ο αστικός κοινοβουλευτισμός εξακολουθούν να επιτρέπουν στις μη μονοπωλιακές τάξεις και στρώματα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους —αν και με περιορισμένο τρόπο— ενάντια στην αυξανόμενη εκμετάλλευση και ληστεία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των συμμάχων του, των μεγαλογαιοκτημόνων.
Υπάρχει κατά συνέπεια μια τάση να εξαληφθούν αυτά τα εμπόδια μέσω της εγκατάλειψης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της θεμελίωσης της δικής τους, ανεμπόδιστης και ανοιχτής δικτατορίας, ό,τι όνομα κι αν έχει αυτή.
Σύμφωνα με τον Παλμίρο Τολιάτι, «Είναι αδύνατο να καθοριστεί η ουσία του φασισμού χωρίς την γνώση του ιμπεριαλισμού…ο Λένιν θα σας δώσει την απάντηση, σκιαγραφείται στα έργα του για τον ιμπεριαλισμό.»1
Η σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τον φασισμό δείχνει πως η Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία του φασισμού πρέπει να είναι μέρος της Μαρξιστικής-Λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Η ανάλυση του φασισμού προαπαιτεί τη διερεύνηση της σύνδεσης μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής του ιμπεριαλισμού και των συνεπειών τους πάνω στην καπιταλιστική κοινωνία κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπως θα αναλύσουμε. Η ορθότητα αυτής της προσέγγισης καθίσταται σαφής από το γεγονός ότι η περιγραφή των πολιτικών χαρακτηριστικών του μονοπωλιακού κεφαλαίου από τον Λένιν επιβεβαιώθηκε από την άνοδο του φασισμού και ολόκληρης της ιστορίας του.
Ο φασισμός ως πολιτικό κίνημα, και ιδιαίτερα ο φασισμός ως πολιτική εξουσία, αποδείχθηκε το αποκορύφωμα της ιμπεριαλιστικής πάλης για εξουσία και ισχύ, για αντίδραση πέρα ως πέρα. Ενώ η υποτιθέμενα μικροαστική ιδεολογία του φασισμού και η ψευδοεπαναστατική της στάση αποδείχθηκε απλή φάρσα, με στόχο να εξαπατηθούν τα μικροαστικά και προλεταριακά θύματα της φασιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.
Έτσι, η μετάφαση από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό δημιούργησε τα οικονομικά θεμέλια και κατά συνέπεια την πρώτη και πιο σημαντική προϋπόθεση για την ανάδυση του φασισμού.
Η συνεπαγόμενη τάση της οικονομικής ολιγαρχίας για βία και αντίδραση, η εχθρότητά της προς την δημοκρατία (που είναι ενδογενής στον ιμπεριαλισμό), και η επιθετική αναζήτηση εξουσίας χωρίς όρια ήταν τα πρώτα σπέρματα του φασισμού. Παρ’ όλα αυτά, μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης απέκτησαν αυτοί οι ιμπεριαλιστικοί στόχοι φασιστικό πρόσωπο — αφού δηλαδή ο καπιταλισμός εισήλθε στο στάδιο της γενικής του κρίσης.
Όπως είναι λοιπόν επόμενο, δίπλα στην μετάβαση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, η έλευση της γενικής κρίσης ήταν η προϋπόθεση για την άνοδο του φασισμού. Με αυτή την έννοια ο φασισμός μπορεί να περιγραφεί ως «προϊόν του καπιταλισμού σε περίοδο κρίσης.»
2.Η γενική κρίση του καπιταλισμού ως άμεση προϋπόθεση της ανάδυσης του φασισμού
Η γενική κρίση του καπιταλισμού, η οποία αναδύθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων, είναι κρίση ολόκληρου του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος.[2]
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία τον Οκτώβρη (Νοέμβρη) του 1917 επιβεβαίωσε αλλά και βάθυνε την καπιταλιστική κρίση. Η νίκη αυτή έδειξε πως ο καπιταλισμός είχε μπει στο τελευταίο του στάδιο, το οποίο περικλείει μια μεγάλη ιστορική περίοδο, αλλά το οποίο παρά τις όποιες παρακάμψεις του φέρει το ίχνος της ήττας του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό στην πορεία μιας λυσσαλέας, παγκόσμιας ταξικής πάλης.
Η πτώση της ρωσικής αστικής τάξης έδειξε στην αστική τάξη όλου του κόσμου πως η εργατική τάξη είναι ικανή να νικήσει τον καπιταλισμό και να εδραιώσει μια νέα τάξη. Η αντίδραση του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην ιστορική αυτή εμπειρία ήταν, και παραμένει, αντιφατική.
Αφενός, ο μέχρι τότε περιφρονημένος σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός, ο οποίος δια της βίας θεωρούνταν ικανός να κυβερνήσει προϋπαντιζόταν τώρα ως ευπρόσδεκτο ανάχωμα ενάντια στην επανάσταση. Είχε γίνει πλέον μέρος του καπιταλιστικού μηχανισμού κυριαρχίας και καταπίεσης.
Αφετέρου, ο φόβος της επανάστασης δημιούργησε την αποφασιστικότητα όχι απλώς να κατασταλεί το εργατικό κίνημα, αλλά να καταστραφεί. Η συστημική εχθρότητα προς την δημοκρατία αυξήθηκε.
Έτσι, τα επαναστατικά γεγονότα που ήρθαν στο κατόπι της νίκης της Οκτωβριανής επανάστασης σε πολλές χώρες έδειξαν πως τα οπλοστάσια για την πάλη ενάντια στην εργατική τάξη ήταν ανεπαρκή σε ένα χρονικό σημείο στο οποίο η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία απειλούνταν άμεσα και αντιμετώπιζε μια εντελώς νέα κατάσταση.
‘Ετσι, ξεκίνησε η αναζήτηση για ένα νέο είδος οργάνωσης, ένα νέο είδος όπλου, το οποίο να εξυπηρετεί την στρατιωτική αλλά και την πολιτική πάλη ενάντια στην επαναστατική εργατική τάξη.
Η απάντηση σε αυτή την σφοδρή ανάγκη της άρχουσας τάξης ήταν ο φασισμός. Έτσι, ο Τολιάτι περιέγραψε το φασιστικό κόμμα ως «αστικό κόμμα ειδικού είδους…ένα ‘νέου τύπου’ κόμμα, το οποίο ανταποκρίνεται στις συνθήκες καπιταλιστικής αποσύνθεσης καθώς και στην εποχή της προλεταριακής επανάστασης.»[3]
Η κύρια λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος και των μεθόδων πάλης του καθορίστηκαν από τις ανάγκες της άρχουσας τάξης, πολύ καιρό πριν αναδυθεί το ίδιο στην πραγματικότητα, και πολύ καιρό πριν εννοιολογηθεί και ονομαστεί. Η βασική του λειτουργία ήταν να δράσει ως μια στρατευμένη προστατευτική δύναμη του κεφαλαίου στην εποχή της παγκόσμιας πάλης ζωής και θανάτου ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό.
Η βασική προσέγγιση στην πάλη ήταν ένας συνδυασμός εμφυλιοπολεμικής τρομοκρατίας ενάντια στο εργατικό κίνημα και εξασφάλισης μαζικής στήριξης μέσω της δημαγωγικής προπαγάνδας και της αγκιτάτσιας.
Έτσι, ο φασισμός ήταν η απάντηση στην ανάγκη της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας για μια πολιτική δύναμη η οποία θα την έφερνε σε θέση να βγει από την ιστορικά αμυντική της θέση στην πάλη ενάντια στον σοσιαλισμό και να ανακτήσει τη θέση του επιτιθέμενου.
Ο στόχος ήταν να «ξαναγίνει ολόκληρος ο κόσμος» μέσω της επαναθεμελίωσης της ανεξέλεγκτης και αδιαμφισβήτητης εξουσίας του ιμπεριαλισμού σε όλο τον πλανήτη μετά την εξάλειψη των κομμουνιστικών κομμάτων και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι συνθήκες όμως για την άνοδο του φασισμού δεν καθορίστηκαν απλά από τις ανάγκες τις ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας για ένα όπλο ενάντια στο προλεταριάτο, αλλά και σε απάντηση στην ανάγκη της για μια οργάνωση που θα μπορούσε να σύρει ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης από το μαρξιστικού προσανατολισμού, διεθνές εργατικό κίνημα, και να το συνδέσει μόνιμα στην δική της ιμπεριαλιστική πολιτική.
Το πρόβλημα της «εθνικοποίησης της εργατικής τάξης» έγινε καθοριστικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη στις χώρες εκείνες όπου η ιδέα της προλεταριακής επανάστασης είχε βρει την δυνατότερή της απήχηση — και αυτές, ανάμεσα στις μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές χώρες, ήταν η Γερμανία και η Ιταλία.
Συμπερασματικά, μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάδυση του φασισμού ως νέου πολιτικού όπλου της αστικής τάξης στην πάλη της ενάντια στην εργατική:
1.Η μετάβαση από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και η συνεπαγόμενη προσπάθεια της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας να μονοπωλήσει το ίδιο και την πολιτική εξουσία. Αυτό προϋπέθεσε την παρακμή της αστικής δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από μια μορφή διακυβέρνησης η οποία θα εξασφάλιζε αναντίρρητο έλεγχο πάνω στον πολιτικό μηχανισμό της κρατικής ισχύος.
2.Η αρχή της γενικής κρίσης του καπιταλισμού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, η παγκόσμια ανάδυση του προλεταριακού και αντι-ιμπεριαλιστικού επαναστατικού κινήματος, προκάλεσαν την αναζήτηση από τους πιο αντιδραστικούς κύκλους της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας για νέα εργαλεία που να εγγυώνται την ασφάλεια και σταθερότητα της εξουσίας τους. Ήταν απαραίτητο να κατασταλεί και να καταστραφεί το επαναστατικό κίνημα και να εξαλειφθεί η πηγή της παγκόσμιας επανάστασης — η Σοβιετική Ένωση.
3.Η νίκη της αντεπανάστασης σε βάρος των προλεταριακών-επανασταστικών και των επαναστατικών-δημοκρατικών κινημάτων έξω από την ΕΣΣΔ επετεύχθη με την βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας, όπως και η σταθεροποίηση της δύναμης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Κατά συνέπεια, ο φασισμός περιλαμβάνει τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά στοιχεία τα οποία αντανακλούν τις φιλοδοξίες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης.
Θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί ο φασισμός απλώς ως σημάδι της καπιταλιστικής αδυναμίας, όπως θα ήταν αδικαιολόγητο λάθος να ιδωθεί απλώς ως σημάδι της καπιταλιστικής συναίσθησης δύναμης και εξουσίας.
Ο φασισμός περιέχει πάντοτε και τα δύο στοιχεία, αλλά σε μια ποικιλία από «μίξεις» και συνεπώς, κάθε ατομική περίπτωση πρέπει να αναλύεται πολύ προσεκτικά με όρους των σχετικών ταξικών σχέσεων για να μπορέσει να υπάρξει αποτελεσματική αμφισβήτηση του φασισμού.
Από το Kurt Gossweiler 1988, Aufsaetze zum Faschismus τομ. I & II Cologne: Paul Rugenstein Publishers.
[1] Togliatti, Palmiro, Lectures on Fascism, Frankfurt, 1973, σ.9.
[2] Galkin, A A The Ideology of Fascism and Neo-Fascism, in Sowjetwissenschaft. Gesellschaftwissenschafitliche Beitraege, 12/1975, σ. 1269.
[3] Togliatti, ό.π., σ. 126.
Μτφρ. από τα αγγλικά: Lenin Reloaded
Οι κύριοι τύποι φασιστικών δικτατοριών
[Κουρτ Γκόσβαϊλερ, «Αφετηρίες και Παραλλαγές τού Φασισμού: Φασισμός, Δικτατορία και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» (Hitler, l’irrésistible ascension? σελ. 195-210· αρχ. δημοσίευση Jahrbuch für Geschichte der sozialistischen Länder Europas, τόμ.24/1, Berlin 1980, σελ.7-36)]
Στις χώρες, λοιπόν, τής περιοχής αυτής[i] και στο διάστημα μεταξύ 1919 και 1923, εγκαθιδρύθηκαν (λιγότερο ή περισσότερο) περιορισμένα αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα και δύο ανοιχτά δικτατορικά καθεστώτα.
Έχουν διατυπωθεί — και εξακολουθούν να διατυπώνονται — διάφορες απόψεις σε σχέση με τον χαρακτήρα των δύο αυτών δικτατορικών καθεστώτων, όπως και σε σχέση με τον χαρακτήρα παρόμοιων καθεστώτων που θα διαμορφωθούν αργότερα (για παράδειγμα, στην Πολωνία μετά το πραξικόπημα τού Ιωσήφ Πιλσούντσκι τον Μάιο τού 1926). Σε κείμενό του τού 1928, ο Γκεόργκι Δημητρόφ τα χαρακτηρίζει ως καθεστώτα δικτατορικού τύπου με ορισμένες ιδιομορφίες: «Οι ειδικές συνθήκες των χωρών τής νοτιοανατολικής Ευρώπης προσδίδουν στον φασισμό έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία, ο φασισμός δεν αναπτύσσεται από τα κάτω ως μαζικό κίνημα που στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, αλλά προωθείται και αναπτύσσεται από τα πάνω, έως ότου επιτευχθεί ο στόχος τής εγκαθίδρυσής του ως μορφή κρατικής διακυβέρνησης. Μέσω τού σφετερισμού τής κρατικής εξουσίας και κάνοντας χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων τής αστικής τάξης και τής οικονομικής ισχύος τού τραπεζιτικού κεφαλαίου, ο φασισμός επιχειρεί, εν προκειμένω, να διεισδύσει στις μάζες, αναζητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ερείσματα».[43]
Το 7ο συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς επιβεβαίωσε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία οι δικτατορίες αυτές αποτελούν «μορφές φασισμού». Η άποψη αυτή γίνεται ευρέως αποδεκτή ακόμα και σήμερα.[44] Ορισμένοι όμως θεωρούν ότι τα δικτατορικά αυτά καθεστώτα θα πρέπει να διακρίνονται από τις φασιστικές δικτατορίες, διότι δεν εμφανίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων. Υποστηρίζουν, έτσι, ότι οι εν λόγω χώρες χαρακτηρίζονταν από την απουσία ανάπτυξης ή την περιορισμένη ανάπτυξη τού χρηματιστικού κεφαλαίου· ότι, εν προκειμένω, η ανάληψη τής εξουσίας όχι μόνο δεν συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, αλλά, αντίθετα, η εγκαθίδρυση των δικτατορικών αυτών καθεστώτων συνέβαλε στο να αποτραπεί η εμφάνιση τέτοιων κινημάτων·[45] ότι η τρομοκρατική εκστρατεία δεν πήρε την έκταση και τις διαστάσεις των τρομοκρατικών διώξεων που εξαπολύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία· ότι, επιπλέον, παρέμενε νόμιμη η λειτουργία των συνδικάτων αλλά και των ίδιων των κομμουνιστικών κομμάτων· και ότι, τέλος, οι δικτατορικές κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν είχαν τη δύναμη και τη σταθερότητα που διέθεταν τα «γνήσια» φασιστικά καθεστώτα.
Είναι προφανές ότι, αν συγκρίναμε τις δικτατορίες τού Χόρτι και τού Ζάνκοφ με τον γερμανικό φασισμό, δεν θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε τις σημαντικές αυτές διαφορές. Ωστόσο, όπως είναι λάθος να κατατάσσουμε στην κατηγορία των «φασιστικών δικτατοριών» όλες εκείνες τις εκφάνσεις τής πολιτικής πραγματικότητας που συνδέονται με την άσκηση τής καπιταλιστικής εξουσίας και οι οποίες δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά τής αστικής δημοκρατίας, εξίσου λάθος είναι να θεωρούνται ως γνήσια φασιστικά καθεστώτα αποκλειστικά και μόνο τα καθεστώτα εκείνα που εγκαθιδρύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία.
Το πρόβλημα τού ορισμού τής έννοιας τού φασισμού δεν θα μπορούσε να επιλυθεί με τη σύνταξη ενός καταλόγου χαρακτηριστικών τού φαινόμενου, με τη συγκρότηση ενός σαφώς καθορισμένου μοντέλου το οποίο, σε αντιπαραβολή με το εναλλακτικό μοντέλο τού αστικού καθεστώτος, θα μας επέτρεπε αμέσως να αποφανθούμε εάν πρόκειται για φασιστικό καθεστώς ή όχι. Κι αυτό γιατί η πραγματικότητα, πλούσια σε παραλλαγές και ενδιάμεσες μορφές, αρνείται να εγκλωβιστεί σε σχήματα. Στην κατακλείδα τής ομιλίας του στο 7ο συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Δημητρόφ προειδοποιεί ότι «[θ]α ήταν μεγάλο λάθος, να θέλαμε να κατασκευάσουμε ένα οποιοδήποτε γενικό σχήμα ανάπτυξης τού φασισμού για όλες τις χώρες και όλους τους λαούς».[46] Και συνεχίζοντας επισημαίνει: «Κανένα γενικό χαρακτηριστικό τού φασισμού, όσο σωστό κι αν είναι, δε μας απαλλάσσει από το καθήκον να μελετάμε συγκεκριμένα και να παίρνουμε υπόψη μας την ιδιομορφία τής ανάπτυξης τού φασισμού και των διάφορων μορφών φασιστικής δικτατορίας στις διάφορες χώρες και στις διάφορες φάσεις. Είναι απαραίτητο να ερευνάμε, να μελετάμε και να ανακαλύπτουμε σε κάθε χώρα το εθνικά ιδιαίτερο, το εθνικά ειδικό στο φασισμό, και ανάλογα να καθορίζουμε αποτελεσματικές μέθοδες και μορφές πάλης ενάντια στο φασισμό».[47]
Επομένως, όπως επισημαίνει ο Δημητρόφ, πρέπει να λάβουμε ως αφετηρία την άποψη ότι, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό φαινόμενο, έτσι και ο φασισμός εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές και μορφές και, συνεπώς, ότι θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι μία εξ αυτών — ο γερμανικός φασισμός, για παράδειγμα — συνιστά το μοναδικό σημείο αναφοράς για τη μελέτη τού φαινομένου. Φυσικά, μεταξύ αυτών, πάντα θα υπάρχουν κάποιες που θα πληρούν όλες τις προδιαγραφές τού είδους, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την «κλασσική» του ενσάρκωση, πράγμα που ισχύει, βεβαίως, και για την γερμανική παραλλαγή τού φαινομένου τού φασισμού.
Ωστόσο, οι υπόλοιπες παραλλαγές δεν παύουν να είναι μέλη τής ίδιας κατηγορίας εκ μόνου τού λόγου ότι εκδηλώνουν σε μικρότερο βαθμό ορισμένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τού είδους. Η «κλασική» μορφή τού φασισμού νοείται ως τέτοια επειδή ακριβώς είναι μοναδική, επειδή σ’ αυτή εκδηλώνονται με μοναδικό τρόπο τα στοιχεία τα οποία είναι κοινά σ’ όλα τα είδη, επειδή αυτή αποτελεί το παράδειγμα προς το οποίο κατευθύνονται όλες οι επιμέρους μορφές τού φαινομένου, ακόμη και αν αυτές δεν παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό ωριμότητας και ανάπτυξης με την κλασική του μορφή.
Πράγματι, η ωριμότητα αυτή απαιτεί προϋποθέσεις οι οποίες δεν συντρέχουν σε κάθε περίπτωση. Οι κύριες προϋποθέσεις βάσει των οποίων το ναζιστικό καθεστώς θεωρείται ως «κλασική» περίπτωση τού φαινομένου τού φασισμού είναι οι εξής: κατ’ αρχάς ήταν όργανο μιας πολύ ισχυρής δύναμης, τής δεύτερης ισχυρότερης ιμπεριαλιστικής δύναμης τού πλανήτη, τού πιο επιθετικού, αχόρταγου και άπληστου από τα ιμπεριαλιστικά αρπακτικά· στη συνέχεια, στο εσωτερικό τής χώρας, είχε να αντιμετωπίσει μια εργατική τάξη τής οποίας η επαναστατική εμπροσθοφυλακή αποτελούσε ένα από τα δυναμικότερα τμήματα τού διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Από την άλλη πλευρά, τα δικτατορικά καθεστώτα που επιβλήθηκαν στην Ουγγαρία και στη Βουλγαρία — όπως αργότερα και στην Πολωνία, την Πορτογαλία, την Λιθουανία, κ.λπ. — αποτελούν παραλλαγές φασιστικών καθεστώτων που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε συνθήκες οι οποίες είτε δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εκδήλωση όλων των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων τού φασισμού, είτε απέκλειαν πλήρως την πιθανότητα εμφάνισης ορισμένων εξ αυτών. Όμως, τότε, εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς σε τι διαφέρουν αυτές οι δικτατορίες από τα συνήθη στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα. Μια τέτοια αντίληψη για τη φασιστική δικτατορία δεν διευρύνει τόσο πολύ την έννοιά της, έτσι ώστε αυτή να περιλαμβάνει τα πάντα και τίποτα; Δεν καθίσταται έτσι άχρηστη η έννοια τού φασισμού;
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές προτείνεται να περιοριστεί η χρήση τού όρου στις περιπτώσεις των δικτατορικών καθεστώτων που ανταποκρίνονται στον ακόλουθο ορισμό: «Οι δικτατορικές-φασιστικές κυβερνήσεις ανέρχονται στην εξουσία με την υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος, συνδυάζοντας στη συνέχεια τη χρήση τής τρομοκρατίας με την επιδίωξη ιδεολογικής και οργανωτικής ενσωμάτωσης και επιτήρησης τού συνόλου τής κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η ενεργός υποστήριξη, εκ μέρους ενός τμήματος των μαζών, τού εγκαθιδρυθέντος συστήματος, ενώ συγχρόνως επιτυγχάνεται η ιδεολογική απομόνωση και ο αφοπλισμός τής λαϊκής αντίστασης».[48] Ο Κινλ δικαιολογεί ως εξής την διατυπωθείσα πρότασή του: «Οι δύο τύποι αντιδραστικών δικτατοριών [δηλαδή αφενός η αστυνομικο-στρατιωτική δικτατορία και αφετέρου η φασιστική δικτατορία – Κ.Γκ.] είναι μεν όμοιες από πλευράς κοινωνικής λειτουργίας, διαφέρουν όμως ως προς τον τρόπο εμφάνισης, τις συνθήκες επιτυχίας και τη δομή τής εξουσίας τους. Επομένως, για λόγους εννοιολογικής σαφήνειας και ευκρίνειας, δεν φαίνεται να ενδείκνυται η χρήση τού ίδιου όρου για την περιγραφή των δύο αυτών τύπων καθεστώτων. Ο όρος “φασισμός” θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνον για τον δεύτερο τύπο, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά κατά τον 20ό αιώνα και που προϋποθέτει την εμφάνιση των οργανωμένων μαζών στη σκηνή τής ιστορίας. Η χρήση αυτή ανταποκρίνεται άλλωστε στην πραγματική ιστορική πορεία, δεδομένου ότι ο όρος δεν απαντά πριν από τον 20ό αιώνα».[49]
Βεβαίως πολύ σωστά επιχειρείται να συνδεθεί το φαινόμενο τού φασισμού με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Παρά ταύτα όμως, η χρονολόγηση που προτείνεται δεν είναι απόλυτα ακριβής. Ορθότερο θα ήταν το φαινόμενο να τοποθετηθεί στην εποχή που ακολουθεί την πρώτη νίκη τής προλεταριακής επανάστασης, στην εποχή τής γενικής κρίσης τού καπιταλισμού.
Η εποχή που εγκαινιάστηκε με τον τρόπο αυτό θα αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα της σε όλες τις μορφές τής αστικής κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων τόσο των κοινοβουλευτικών αστικών καθεστώτων όσο και των κάθε είδους στρατιωτικών δικτατοριών. Θα πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι ο όρος «στρατιωτική δικτατορία» χρησιμοποιείται τόσο για αντιδραστικά όσο και για προοδευτικά καθεστώτα, χωρίς να γίνεται, επομένως, διάκριση ως προς το κοινωνικοπολιτικό τους περιεχόμενο. Όπως εξάλλου μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ακόμα και μεταξύ των αντιδραστικών στρατιωτικών δικτατοριών, παρατηρούνται διαβαθμίσεις και παραλλαγές, ξεκινώντας από τα σχετικά μετριοπαθή καθεστώτα, όπως για παράδειγμα αυτό τού στρατηγού φον Σέεκτ στη Γερμανία το 1923, και φτάνοντας στα αμιγώς φασιστικά καθεστώτα, όπως ήταν κυρίως η δικτατορία τού Πινοσέ στη Χιλή ή, στην Ελλάδα, η χούντα των συνταγματαρχών.
Επομένως, η διάκριση που γίνεται μεταξύ στρατιωτικών και φασιστικών δικτατοριών ελάχιστα βοηθάει στην επίλυση τού προβλήματος. Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: η αντίληψη ότι υπάρχει μια ουσιαστική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις στρατιωτικές δικτατορίες και στα καθεστώτα που επιβλήθηκαν από τα φασιστικά κόμματα όσον αφορά τις «συνθήκες επιτυχίας» και τις «εξουσιαστικές δομές» τους στηρίζεται μεν στην εμπειρία και, ειδικότερα, στην ιστορική εμπειρία τού γερμανικού φασισμού, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το γεγονός ότι οι όροι επιτυχίας τού τελευταίου εξηρτώντο από ένα σύνολο ιδιαίτερων και ιστορικά ανεπανάληπτων παραγόντων, ούτε το γεγονός ότι η αυξανόμενη επιρροή του στις μάζες κάθε άλλο παρά αποτελεί υποχρεωτικό χαρακτηριστικό τής μορφής αυτής τού φασισμού.
Ωστόσο, όμως, τόσο η περίπτωση τής Ιταλίας (κρίση Ματεότι) όσο και η γερμανική περίπτωση (τα γεγονότα τής 30ής Ιουνίου 1934) δείχνουν ότι την άνοδο στην εξουσία των μαζικών φασιστικών κομμάτων διαδέχτηκε η ραγδαία διάψευση των αρχικών προσδοκιών των υποστηρικτών τους, με παρεπόμενο την αποδυνάμωση τής μαζικής βάσης των νεοπαγών καθεστώτων. Αυτή η τάση βέβαια δεν διήρκεσε πολύ. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν οφειλόταν σε ειδικούς παράγοντες εγγενείς στον φασισμό, αλλά στην αλλαγή τής καπιταλιστικής συγκυρίας και, πιο συγκεκριμένα, στην έναρξη μιας φάσης σχετικής σταθεροποίησης τής οικονομικής κατάστασης κατά τα έτη 1924-1925, στον τερματισμό τής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και στην εκκίνηση τής κούρσας των εξοπλισμών μετά από τη διετία 1934-1935.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, μετά το 1933, ο ιταλικός φασισμός, που στάθηκε ανίκανος να αποτρέψει την εμφάνιση τής κρίσης στην Ιταλία, έπαψε πλέον να χαίρει τής ίδιας υποστήριξης μεταξύ των μαζών. Αυτό, άλλωστε, κατέστη σαφές και από τις στρατιωτικές αποτυχίες στην εκστρατεία τής Αβησσυνίας το 1936, στην Ισπανία το 1937 (όπου οι ιταλοί αντιφασίστες τού τάγματος Γκαριμπάλντι, στο πλευρό άλλων εθελοντών-μελών των διεθνών ταξιαρχιών, έτρεψαν σε φυγή τις στρατιωτικές δυνάμεις των μελανοχιτώνων τού Μουσολίνι)[50] και στην Ελλάδα το 1940, όπως αργότερα και από τον αγώνα των ιταλών παρτιζάνων κατά τού φασισμού.
Παρά την λανθασμένη αντίληψη που συνήθως επικρατεί, ότι δηλαδή η ιστορία τού γερμανικού φασισμού αποτυπώνει τα στάδια τής «φυσιολογικής εξέλιξης» των φασιστικών δικτατοριών, πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι το ναζιστικό καθεστώς διέγραψε μια μοναδική και καθόλα ανορθόδοξη πορεία. Η ιστορική παραδειγματικότητα τού ναζισμού εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αναπόφευκτο τής παρακμής του. Αλλά η θριαμβευτική και φαινομενικά ακαταμάχητη άνοδός του, τουλάχιστον μέχρι το 1941, εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι ο γερμανικός φασιστικός ιμπεριαλισμός κλήθηκε τότε να αναλάβει «τον ρόλο τής δύναμης κρούσης τής διεθνούς αντεπανάστασης»,[51] κατά την περίοδο, δηλαδή, που ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός βρισκόταν ήδη στην πρώτη φάση τής (προ πολλού δρομολογημένης) εκστρατείας εξόντωσης τής Σοβιετικής Ένωσης.
Για την ευόδωση τής αποστολής αυτής, οι δυτικές δυνάμεις επέτρεψαν στη φασιστική Γερμανία, κατά παραβίαση τής συνθήκης των Βερσαλλιών, να επιδοθεί σε ένα ξέφρενο πρόγραμμα εξοπλισμών, με παρεπόμενη συνέπεια την υλοποίηση τού «θαύματος» τής πλήρους απασχόλησης. Και ήταν, μάλλον, αυτό το απλό γεγονός, παρά η φασιστική δημαγωγία, που της επέτρεψε να κατακτήσει τις μάζες των εργατών. Εξάλλου, με τις σκανδαλώδεις συμφωνίες τού Μονάχου, οι δυτικές δυνάμεις τής προσέφεραν, κυριολεκτικά στο πιάτο, μια σειρά από ασύλληπτες και εξωφρενικές νίκες στο πεδίο τής εξωτερικής πολιτικής, ξεκινώντας από την ανάκτηση τού κρατιδίου τού Σαρ και φθάνοντας στην «επιστροφή των πατρίων εδαφών» τής Σουδητίας. Αυτές οι επιτυχίες ενίσχυσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό το γόητρο και την επιρροή τού ναζιστικού καθεστώτος, τόσο εντός όσο και εκτός τής χώρας.
Χαρακτηριστικότερο δείγμα τής στάσης των δυτικών δυνάμεων προ τής υπογραφής των συμφωνιών τού Μονάχου αποτέλεσε η «πολιτική τής μη επέμβασης» που υιοθετήθηκε ενόψει τής επικείμενης κατάρρευσης τής δημοκρατικής Ισπανίας. Η στάση αυτή συνέβαλε στη διάχυση τού περιβόητου κλίματος τής δεκαετίας τού ’30, κάνοντας τότε πολλούς να πιστέψουν ότι ήταν αναπότρεπτη η έλευση τής φασιστικής εποχής και ότι επομένως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη· και τούτο γιατί απέτυχαν να αντιληφθούν ότι αυτή η κατάσταση δεν σχετιζόταν με κάποια δήθεν εγγενή προτερήματα τής φασιστικής Γερμανίας, αλλά ήταν απότοκος μιας συνειδητής μεν, αλλά σχεδόν αυτοκτονικής, αντισοβιετικής πολιτικής εκ μέρους των ιμπεριαλιστών ανταγωνιστών της, οι οποίοι επιδίωκαν να προωθήσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα.
Ακόμα και ο ιταλικός φασισμός, πλέον αντιμέτωπος με δυσοίωνες προοπτικές λόγω τού αυξανόμενου κύματος δυσπιστίας στο εσωτερικό τής χώρας, μπόρεσε να εκμεταλλευθεί το διάχυτο αυτό κλίμα για να ανακτήσει μέρος τής χαμένης αξιοπιστίας του. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να εμφανιστεί ως πρωτοπόρος τής νέας «φασιστικής» εποχής, καίτοι ήδη γνώριζε ότι επρόκειτο να χάσει την πρωτοκαθεδρία και να εκτοπιστεί από τους επιγόνους του στον Βορρά. Οι αστραπιαίες νίκες τής φασιστικής Βέρμαχτ σε βάρος μιας σειράς κρατών που βρέθηκαν στο στόχαστρο τής γερμανικής επεκτατικής πολιτικής ενίσχυσαν περαιτέρω το γόητρο τής χώρας τροφοδοτώντας τον μύθο τής ανίκητης στρατιωτικής της μηχανής. Παντού στην Ευρώπη, από την Πολωνία, τη Νορβηγία, τα πολεμικά πεδία τής Γαλλίας, όπου τα γερμανικά στρατεύματα είχαν γνωρίσει την πανωλεθρία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έως και τα Βαλκάνια, ο προελαύνων γερμανικός στρατός κέρδιζε τη μια μάχη μετά την άλλη. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό τής χώρας, για παράδειγμα στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυξανόταν ο αριθμός εκείνων που άρχισαν να χάνουν το θάρρος τους θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καμία δύναμη στον κόσμο ικανή να σταματήσει τη φοβερή στρατιωτική μηχανή των χιτλεροφασιστών, μέχρι που ήρθαν οι πρώτες νίκες τού Κόκκινου Στρατού μπροστά στις πύλες τής Μόσχας το 1941 και διέλυσαν τον μύθο αυτό.
Αλλά, όσοι εξακολουθούν να θεωρούν, ακόμη και σήμερα, ότι η μαζική του βάση, που παρέμενε σχετικά αμετάβλητη ή, έστω, παρουσίαζε μια μακροχρόνια αυξητική τάση, ήταν φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση ή τις ιδιαιτερότητες τής δομής εξουσίας τού φασισμού διαπράττουν ουσιαστικά το ίδιο σφάλμα με εκείνους που στις δεκαετίες τού ’30 και τού ’40 έψαχναν σε λάθος μέρος τα αίτια τής επιτυχίας τού ναζιστικού καθεστώτος.
Λέγοντας αυτό, δεν θέλω βέβαια να υποτιμήσω τη σημασία τής φασιστικής ιδεολογίας και των αντίστοιχων δομών εξουσίας για την πρόσδεση των μαζών στο άρμα τού φασισμού.[52] Δεν συμφωνώ, ωστόσο, με την πολύ διαδεδομένη τάση μεγαλοποίησης τού ρόλου και τής σημασίας τους. Κατά τη γνώμη μου, η αποτελεσματικότητα μιας ιδεολογίας εξαρτάται μάλλον από τη μαζική βούληση υιοθέτησής της παρά από την τελειοποίηση τής τεχνικής τού πολιτικού μάρκετινγκ. Η μαζική δε αυτή βούληση υιοθέτησης ενισχύεται ή υποχωρεί σε συνάρτηση με τις συνθήκες διαβίωσης των μαζών. Είναι γνωστό ότι οι συνθήκες σταθερότητας τής καπιταλιστικής οικονομίας προάγουν τη μαζική διάχυση τής ρεφορμιστικής ιδεολογίας, ακόμα και ανάμεσα σε τμήματα τής μικροαστικής τάξης, ενώ, αντίθετα, σε περιόδους κρίσης τα μικροαστικά στρώματα, καθώς και τμήματα τού προλεταριάτου, αποτελούν ομάδες ιδιαίτερα επιρρεπείς στη φασιστική δημαγωγία.
Τίποτα δεν συμβάλλει περισσότερο στη σταθερότητα ενός καθεστώτος από την επιτυχία του, που, εν προκειμένω, πρέπει να αναγνωρισθεί ως ο αποτελεσματικότερος παράγοντας σε σύγκριση ακόμα και με την πιο συστηματοποιημένη και ολοκληρωτική ιδεολογικοπολιτική του διείσδυση στην κοινωνία. Και, αντιστρόφως, χωρίς απτά και σαφή αποτελέσματα ή σε περίπτωση διάψευσης των προσδοκιών των μαζών, ακόμα και η πληρέστερη ιδεολογικοπολιτική ενσωμάτωση τής κοινωνίας θα αποδειχθεί ανίκανη να οδηγήσει στο επιθυμητό σταθεροποιητικό αποτέλεσμα. Προς αυτό δεν αντιφάσκει το γεγονός ότι στην πλειοψηφία του ο γερμανικός λαός συμπαρατάχθηκε με το ναζιστικό καθεστώς ή και το γεγονός ότι δεν βρήκε το θάρρος και τη δύναμη να αντισταθεί, ακόμα και στο διάστημα που μεσολάβησε από την ήττα στο Στάλινγκραντ έως την πτώση τού Βερολίνου.
Όσον αφορά τα αίτια τού φαινομένου, θα αρκεστώ σε μερικές μόνο επισημάνσεις. Το γεγονός ότι ο γερμανικός λαός είχε πλήρη, ή έστω μερική, εικόνα για τα εγκλήματα που διαπράττονταν, εν ονόματί του, εις βάρος κυρίως τού σοβιετικού και τού πολωνικού λαού υπερτερούσε σαφώς τής τρομοκρατίας και τής σκληροπυρηνικής ιδεολογίας των ναζί. Επομένως καθοριστικό ρόλο έπαιζε ο φόβος τής εκδίκησης, διότι ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι οι νικητές δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα με βάση τη λογική τού «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»;
Αντιμέτωπος πλέον με την πιθανότητα τής ήττας, ο γερμανικός λαός ήταν τόσο βαθιά αναμεμιγμένος στα εγκλήματα τού φασισμού, ώστε γινόταν εύκολα πιστευτή η ναζιστική προπαγάνδα που περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τις οδυνηρές επιπτώσεις που θα είχε η στρατιωτική συντριβή, όχι μόνο για τους ναζιστές εγκληματίες και τους προστάτες τους, αλλά και για ολόκληρο τον γερμανικό λαό. Ο παράγοντας τής λαϊκής ενσωμάτωσης, η οποία είχε επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των πρότερων ιλιγγιωδών επιτυχιών τού καθεστώτος, θα συνέβαλε στο εξής στη διάχυση τής ενοχής για ένα συλλογικό και ασύγγνωστο έγκλημα. Όσο υπήρχε και η παραμικρή αχτίδα ελπίδας για την αποφυγή τής ήττας, ο γερμανικός λαός πίστευε ότι όφειλε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποτραπεί η καταστροφή. Η συνενοχή και ο φόβος του αποτέλεσαν έτσι πρόσφορο έδαφος για τη γένεση τής υπερφυσικής του πίστης στην ύπαρξη ενός «μαγικού στρατού», η ταχεία ανάπτυξη τού οποίου, κάτω από την ηγεσία των Ναζί, θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.
Πρέπει να προστεθεί ότι ο γερμανικός λαός δεν διέθετε εναλλακτική επιλογή. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην Ιταλία, όπου είχε αναπτυχθεί αντάρτικο κίνημα, η ναζιστική εξουσία δεν αντιμετώπιζε ένοπλη αντίσταση στο εσωτερικό τής χώρας. Αυτές οι διαπιστώσεις υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η αναγωγή τού γερμανικού φασισμού σε κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός καθεστώτος ως φασιστικού συνεπάγεται την υποβάθμιση και μετατροπή τής γενικής αυτής έννοιας σε κατηγορία, στο εύρος τής οποίας μπορούν, στην καλύτερη περίπτωση, να ενταχθούν δύο μόνο ιστορικές περιπτώσεις — αυτές τού γερμανικού και τού ιταλικού φασισμού.
Υπάρχει ακόμα μια αντίρρηση όσον αφορά την αντίληψη που επιδιώκει να περιορίσει την εφαρμογή τής έννοιας τού φασισμού στις περιπτώσεις μόνο των ξεκάθαρα τρομοκρατικών δικτατοριών που επιβάλλονται έχοντας την υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος. Αντί τού κριτηρίου τού περιεχομένου (ότι, δηλαδή, πρόκειται για τρομοκρατική δικτατορία τού χρηματιστικού κεφαλαίου και τής μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας), ανάγεται τώρα σε αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός καθεστώτος ως φασιστικού ένα μόνο από τα μέσα εγκαθίδρυσής του. Είναι μεν αλήθεια ότι τα φασιστικά κινήματα διακρίνονται από τα παλαιότερα αντιδραστικά κινήματα λόγω τού ότι επιδιώκουν να κερδίσουν τις μάζες χρησιμοποιώντας ασύστολα τα όπλα τής κοινωνικής δημαγωγίας. Ωστόσο, όπως έχει πολλάκις αποδείξει η ιστορία των φασιστικών κινημάτων, η επιθυμία προσεταιρισμού των μαζών δεν εγγυάται από μόνη της την επιτυχία.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι συντηρητικοί ηγέτες τύπου Χούγκενμπεργκ συμβάδιζαν με τους φασίστες ηγέτες όσον αφορά τον τελικό στόχο: τη διαμόρφωση ενός τρομοκρατικού δικτατορικού καθεστώτος, ούτως ώστε να επιτευχθεί η ανατροπή τού κοινοβουλευτικού συστήματος και η συντριβή τού εργατικού κινήματος. Οι συντηρητικοί διανοούμενοι και πολιτικοί είχαν από νωρίς εκφράσει απερίφραστα τις επιθυμίες και τις ανάγκες των κυρίαρχων τάξεων, ανάγκες που οδήγησαν στην εμφάνιση των φασιστικών κινημάτων.
Η νέα αυτή κατάσταση, από την οποία προέκυψαν οι απαιτήσεις των κυρίαρχων κύκλων, είχε περιγραφεί το 1920 από την Κομμουνιστική Διεθνή ως εξής: «Η αστική τάξη όλου τού κόσμου αναπολεί με θλίψη τα περασμένα μεγαλεία της. Τα πολιτικά θεμέλια των εσωτερικών και εξωτερικών της σχέσεων κλονίστηκαν ανεπανόρθωτα. Η σκιά τού μέλλοντος βαραίνει απειλητικά πάνω από τον κόσμο των εκμεταλλευτών. […] Οι έχοντες και οι κατέχοντες ενώνουν τις δυνάμεις τους για αντιμετωπίσουν τα εξής δυο ζητήματα: να βγουν νικητές στη διεθνή πάλη και να εμποδίσουν το προλεταριάτο τής χώρας τους να καταλάβει την εξουσία. […] Οι απειλές είναι πλέον το μοναδικό επιχείρημα των αστών. Η αστική τάξη χόρτασε από λόγια και απαιτεί πράξεις: συλλήψεις, απελάσεις,[ii] κατασχέσεις, εκτελέσεις. […] Ο Λόιντ Τζορτζ λέει ορθά-κοφτά στους γερμανούς υπουργούς να τουφεκίσουν τους κομμουνάρους τους, όπως έκανε και η Γαλλία το 1871».[53]
Είναι φανερό ότι την εποχή αυτή η αστική τάξη εξακολουθούσε να έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τις τακτικές δυνάμεις τού στρατού με στρατηγικό στόχο την επιβολή δικτατορίας. Όπως, όμως, διαπιστώνεται στο Μανιφέστο τού 2ου Συνεδρίου τής Κομμουνιστικής Διεθνούς: «Ο επίσημος κρατικός μηχανισμός μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε οργάνωση αιματηρής καταστολής και καταπίεσης των εργατών. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται ιδιωτικές αντεπαναστατικές οργανώσεις που τελούν υπό την αιγίδα και την καθοδήγηση τού Κράτους. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται το σπάσιμο των απεργιών, οι προβοκάτσιες, ο χαφιεδισμός, η προσπάθεια διάλυσης των επαναστατικών οργανώσεων και των κομμουνιστικών συγκεντρώσεων και συνελεύσεων, η οργάνωση πογκρόμ, οι εμπρηστικές επιθέσεις και οι δολοφονίες επαναστατών ηγετών».[54] Εδώ γίνεται περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών των νεοεµφανιζόµενων φασιστικών οργανώσεων τής εποχής. Ωστόσο, δεν είχε γίνει ακόμα κατανοητό ότι οι οργανώσεις αυτές αντεμάχοντο όχι μόνο τους επαναστάτες εργάτες, αλλά και την ίδια την αστική δημοκρατία. Κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει ότι επρόκειτο να εξελιχθούν σε εξαιρετικά επικίνδυνες μαζικές οργανώσεις.
Παρ’ όλ’ αυτά, η Διεθνής περιέγραψε με μεγάλη ακρίβεια τη δεξαμενή από την οποία ο φασισμός αντλούσε τα δυναμικότερα στελέχη του: «Οι γόνοι μεγαλοαστών και μεγαλογαιοκτημόνων, οι αλαφιασμένοι μικροαστοί και όλοι οι υπόλοιποι που έχουν ξεπέσει από την τάξη τους, ανάμεσα στους οποίους εξέχουσα θέση έχουν οι εξόριστοι αστοί και ευγενείς από τη Σοβιετική Ρωσία, αποτελούν αστείρευτη δεξαμενή άντλησης στελεχών για τα εθελοντικά σώματα τής αντεπανάστασης. Δίπλα τους και μάλιστα σε ρόλο εμπροσθοφυλακής βρίσκεται το σώμα των αξιωµατικών που αποφοίτησαν από τη σχολή τού ιμπεριαλιστικού πολέμου. Μετά το πραξικόπημα Καπ-Λίτβιτς είκοσι χιλιάδες περίπου αξιωματικοί καριέρας τού στρατού των Χοεντσόλερν συγκρότησαν τον σκληρό πυρήνα τής αντεπανάστασης, τον οποίο η γερμανική δημοκρατία αδυνατεί να διαλύσει. […] Οι παραστρατιωτικές ομάδες των Φράικορπς, που έχουν εγκατασταθεί στα κτήματα των Γιούνκερς, συμπληρώνουν τη συγκεντρωτική αυτή οργάνωση τρομοκρατών τού παλαιού καθεστώτος».[55]
Όταν λοιπόν η αστική τάξη αισθανθεί έντονα την ανάγκη να ανατρέψει την αστική δημοκρατία και όταν, συγχρόνως, αδυνατεί να ακολουθήσει τη συνήθη τακτική τού δικτατορικού πραξικοπήματος, τότε και μόνο τότε μπορεί να εκκολαφθεί μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μια μαζική φασιστική οργάνωση. Οι οργανώσεις αυτού τού είδους αποτελούν ένα νέο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού που προϋπάρχει ανεξάρτητα από αυτές και, ως εκ τούτου, η εμφάνισή τους ήταν και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιδιώξεις των κυρίαρχων τάξεων.
Είναι αυτονόητο ότι η χρήση τού νέου αυτού μέσου επηρεάζει ως ένα σημείο την τελική μορφή των δικτατορικών καθεστώτων που ενδεχομένως επιβληθούν, αλλά το γεγονός ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δεν δικαιολογεί την υπαγωγή τους σε άλλη κατηγορία. Εξακολουθούν συνεπώς να αποτελούν παραλλαγές τού ίδιου καθεστώτος, τής φασιστικής δικτατορίας.
Ο αγώνας ενάντια στη δικτατορία ενός φασιστικού κόμματος δεν απαιτεί διαφορετική στρατηγική από εκείνη τού αγώνα για την ανατροπή μιας φασιστικής στρατιωτικής δικτατορίας. Επομένως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ανεξαρτήτως τού βαθμού στον οποίο ένα φασιστικό καθεστώς έχει αποκτήσει μαζικό έρεισμα, η πάλη για την ανατροπή του απαιτεί πάντοτε και σε κάθε περίπτωση τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα έχει ως στόχο τη συσπείρωση, την οργάνωση και τον συντονισμό όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων.
Το ενιαίο αυτό μέτωπο θα έχει ως πυρήνα του την ενότητα δράσης τής εργατικής τάξης, την αδιάρρηκτη σύνδεση με τις μάζες, τη συνετή χρήση κάθε νομικής δυνατότητας, αλλά και την αξιοποίηση και τον συνδυασμό νόμιμων και παράνομων μεθόδων πάλης. Ο ενιαίος αγώνας όλων των αντιφασιστών αποτελεί τη σημαντικότερη προϋπόθεση για την επιτυχία κάθε αντιφασιστικής στρατηγικής. Αντιστρόφως, στις περιπτώσεις όπου οι αντικομμουνιστικές προκαταλήψεις εμποδίζουν τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου, η ήττα είναι αναπότρεπτη. Από αυτή τη σκοπιά, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να αφουγκραστεί την ψυχολογία των μαζών, οι προσπάθειές του αυτές θα πέσουν στο κενό. Και αυτό γιατί όσοι επιλέγουν μια στρατηγική που, ακολουθώντας το παράδειγμα τού Βίλχελμ Ράιχ και των οπαδών του,[56] προτάσσει τον παράγοντα τής μαζικής ψυχολογίας έναντι τής πολιτικής πάλης, ξεχνούν ότι η ψυχολογική προδιάθεση και στάση των μαζών καθορίζεται κατά πρώτο λόγο από τα αποτελέσματα τού πολιτικού αγώνα. Η εικόνα τής αήττητης δύναμης που καλλιέργησε ο φασισμός στις μικροαστικές μάζες δεν ήταν παρά η άλλη όψη τής διάσπασης των αντιφασιστικών δυνάμεων. Επομένως για τη μεταβολή τής στάσης των μαζών που παρασύρθηκαν από τη φασιστική δημαγωγία θα πρέπει κατ’ αρχήν να διεξαχθεί πάλη για την ανατροπή τού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ τού αντιφασισμού, υπέρ τής συσπείρωσης όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων.
Ας θυμηθούμε τα επιχειρήματα με τα οποία ο Τολιάτι επιχειρεί να εξηγήσει ότι ο «ολοκληρωτικός» χαρακτήρας τού ιταλικού φασισμού προκύπτει ευθύς εξ αρχής από τη σύνδεσή του όχι με το φασιστικό κόμμα αλλά με την ιταλική μονοπωλιακή αστική τάξη. Στο ερώτημα «ποια πορεία θα ακολουθήσει ο φασισμός;», ο Τολιάτι έδωσε μια απάντηση που οδηγεί απευθείας στον πυρήνα τού φαινομένου: «το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εκτελεί τις εντολές τού κυρίου του, τις εντολές τής αστικής τάξης».[57] Και συνεχίζει: «κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει το ολοκληρωτικό φασιστικό καθεστώς. Ο φασισμός δεν γεννιέται, αλλά γίνεται ολοκληρωτικός, τη στιγμή που οι κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι αγγίξουν τον μέγιστο βαθμό οικονομικής και πολιτικής τους ενοποίησης. Διότι πηγή και αυτής τής ίδιας τής ιδέας τού ολοκληρωτισμού δεν είναι η φασιστική ιδεολογία. Ο ολοκληρωτισμός πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως η αντανάκλαση τής επελθούσας μεταβολής και συνάμα τής κυριαρχίας τού χρηματιστικού κεφαλαίου. […] Αν η αστική τάξη αλλάξει τις αντιλήψεις της, ο φασισμός οφείλει να την ακολουθήσει κατά πόδας!»[58]
Αυτή η θέση τού Τολιάτι μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά των παραλλαγών τού φασισμού που εμφανίστηκαν στην Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αυτή η ιδιαίτερη μορφή τού φασισμού προέκυψε από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν σε χώρες περιορισμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι οποίες βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κατά την εποχή τής γενικής κρίσης τού καπιταλισμού και, μάλιστα, τη στιγμή κατά την οποία το αστικό σύστημα δεχόταν ισχυρές πιέσεις.
Λόγω τής χρονικής καθυστέρησης τής καπιταλιστικής ανάπτυξης, η διαδικασία τής συγκρότησης τού χρηματιστικού κεφαλαίου, που είχε μόλις πραγματοποιηθεί στις χώρες αυτές, δεν διέθετε ακόμη τη δυναμική που θα επέτρεπε τον συγκερασμό των αντιτιθεμένων συμφερόντων των διαφόρων ομάδων και μερίδων τής αστικής τάξης στο πλαίσιο ενός ενιαίου κόμματος. Ως εκ τούτου, το κοινό ταξικό τους συμφέρον, που συνίστατο στη χειραγώγηση τής εργατικής τάξης και στην καταστροφή τής επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της, δεν μπορούσε να εκφραστεί μέσω ενός μονοκομματικού συστήματος, αλλά μόνο μέσω ενός προσωποπαγούς καθεστώτος, μέσω δηλαδή τής καλλιέργειας τής λατρείας προς το πρόσωπο ενός ανώτατου ηγέτη, προστάτη και σωτήρα τής πατρίδας, ο οποίος ασκούσε απόλυτη εξουσία χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο τού κοινοβουλίου ή τής κυβέρνησης.
Το γεγονός τής διατήρησης τού πολυκομματικού συστήματος στα εν λόγω καθεστώτα δικαιολογείται από το ότι το πολυκομματικό σύστημα εξέφραζε στις χώρες αυτές τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη διασφάλιση επιρροής, όπως επίσης και τον προσανατολισμό απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις των διαφόρων μερίδων των εγχώριων κυρίαρχων τάξεων.
Η πολύ ισχυρή οικονομική και πολιτική θέση που διατηρούσαν στα εν λόγω καθεστώτα οι ευγενείς-μεγαλογαιοκτήμονες ήταν επίσης συνέπεια τής αδύναμης εγχώριας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι εκπρόσωποι των τάξεων αυτών κατείχαν θέσεις-κλειδιά στη διοίκηση και στον στρατό. Η άνοδος τού φασισμού στην εξουσία συνέβαλε όχι μόνο στην υπεράσπιση μέσω τής τρομοκρατικής βίας τού καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και στη διαιώνιση των εγχώριων αγροτικών δομών που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτός ήταν και ο λόγος που στις χώρες αυτές ο φασισμός δεν μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο-μοχλού για την επίσπευση τής ανάπτυξης, πράγμα που απαιτεί τα γαιοκτημονικά συμφέροντα, ενδεχομένως αντίθετα προς τα συμφέροντα τού χρηματιστικού κεφαλαίου, να τεθούν σε δεύτερη μοίρα.[59]
Εν προκειμένω, ο φασισμός ήρθε στην εξουσία πραξικοπηματικά, πριν δηλαδή συγκροτηθεί ένα μαζικό φασιστικό κόμμα. Λόγω τής απουσίας ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει άλλα στηρίγματα μεταξύ των λαϊκών μαζών και, πιο συγκεκριμένα, μεταξύ τμημάτων τής εργατικής τάξης. Στράφηκε έτσι στη δεξιότερη πτέρυγα τής σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων — στην πτέρυγα με τα ισχυρότερα αντικομμουνιστικά ανακλαστικά — και προσφέρθηκε να εξαγοράσει τη συναίνεσή τους με αντάλλαγμα ένα «πινάκιο φακής», τη νομική κατοχύρωση τής λειτουργίας των οργανώσεών τους: «Σε ορισμένες χώρες, και κύρια εκεί όπου δεν έχει πλατειά βάση μέσα στις μάζες και όπου ο αγώνας ανάμεσα στις ξεχωριστές ομάδες στο ίδιο το στρατόπεδο τής φασιστικής μπουρζουαζίας είναι αρκετά σκληρός, [ο φασισμός] δεν αποφασίζει να διαλύσει το κοινοβούλιο και αφήνει στα άλλα αστικά κόμματα καθώς και στη σοσιαλδημοκρατία μια σχετική νομιμότητα».[60]
Τα φασιστικά καθεστώτα στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία, όπως και αργότερα το καθεστώς τού Πιλσούντσκι στην Πολωνία, υποχρεώθηκαν να νομιμοποιήσουν τα μη ρεφορμιστικά κόμματα, αλλά αυτά τα βήματα προόδου που πραγματοποιήθηκαν χάρη στην ενίσχυση τού αντιφασιστικού αγώνα[61] δεν οδήγησαν τελικά στην ανατροπή των φασιστικών καθεστώτων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνουμε ότι τις περιόδους επιφανειακής φιλελευθεροποίησης διαδέχονται περίοδοι έντασης τής τρομοκρατίας με στόχο την συντριβή τής εμπροσθοφυλακής τής εργατικής τάξης. Ωστόσο, όπως γίνεται φανερό, αυτές οι περίοδοι προσωρινής υποχώρησης των φασιστικών καθεστώτων δεν είναι παρά ένα είδος ελιγμού. Πράγματι, όπως επισημαίνει ο ο Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι πολύ πιθανό «τη στιγμή τής ιδιαίτερης όξυνσης τής κατάστασής του, να προσπαθήσει ο φασισμός να πλατύνει τη βάση του και, χωρίς να αλλάξει την ταξική του υπόσταση, να συνδυάσει την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία με μιαν άγαρμπη παραποίηση τού κοινοβουλευτισμού».[62]
Μτφρ.: Waltendegewalt
Σημειώσεις
43.Dimitrov, G., Œuvres choisies, τόμ. I σελ. 440. Εξυπακούεται ότι η αντίληψη που εκφράζει ο Δημητρόφ, όταν κάνει λόγο για την επιβολή «από τα πάνω» ενός φασιστικού καθεστώτος, δεν έχει καμία σχέση με την απαράδεκτη για τους μαρξιστές ιδέα σύμφωνα με την οποία ο φασισμός συνιστά ένα κίνημα διαμαρτυρίας μικροαστικής προέλευσης που επιβάλλεται «από τα πάνω». Όπως αποδεικνύεται από την ιστορική εμπειρία και όπως επανειλημμένα τόνισε και ο ίδιος ο Δημητρόφ, ο φασισμός, κατά γενικό κανόνα, ανεβαίνει στην εξουσία με αποκλειστικό σκοπό να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα τής κυρίαρχης εκμεταλλευτικής τάξης, πράγμα που αναγνωρίζεται ακόμα και από αστούς ιστορικούς, όπως, για παράδειγμα, από τον Βόλφγκανγκ Σίντερ (βλ. Schieder, Wolfgang, «Faschismus», Sowjetsystem und demokratische Gesellschaft. Eine vergleichende Enzyklopädie, τόμ. II, Fribourg – Bâle – Vienne, 1968, στήλ. 473).
44.Για λεπτοµερέστερη εξέταση τού καθεστώτος Πιλσούντσκι βλ. Manusevil, A. J., «Uistokov “sanazii”», Novaja i novejlaja istorija, 3/1974, σελ.156 και εξής· για λεπτοµερέστερη εξέταση τού καθεστώτος Χόρτυ, βλ. Strassenreiter, Die Vereinigung.
45.Δες για παράδειγμα τον πολωνό ιστορικό Larnowski, J., «Authoritarian regimes in central and south-eastern Europe in the inter-war period – analogies and differences», (Summary), στο Dyktatury w Europie środkowo-wschodniej, 1918-1939; Konferencja naukowa w Instytucie Historii Polskiej Akademii Nauk, 2-3 XII, 1971, Wrocław – Warszawa – Kraków – Gdańsk 1973, σελ. 39 και εξής.
46.Dimitrov, G., Œuvres choisies, τόμ.I, σελ.680.
47.Αυτόθι, σελ.679
48.Kühnl, Reinhard, Probleme einer Theorie über den internationalen Faschismus, Β΄ μέρος: Empirische Untersuchung und theoretische Interpretation, Politische Vierteljahresschrift, Opladen, έτ. XVIe, 1975, σελ.104· δες, επίσης, Kühnl, R., Faschismustheorien. Texte zur Faschismusdiskussion 2. Ein Leitfaden, Hambourg, 1979, σελ.192 και εξής, σελ.231 και εξής.
49.Kühnl, R., Probleme einer Theorie, σελ.104.
50.Longo, L., Die internationalen Brigaden in Spanien, Berlin, 1958, σελ.201 και εξής.
51.Εισήγηση Δημητρόφ στο 7ο Παγκ. Συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς (Oeuvres choisies)· δες επίσηςGeschichte des zweiten Weltkrieges 1939–1945, τόμ.1, σελ.129.
52.Όσον αφορά τη σημασία τής φασιστικής ιδεολογίας, δες Togliatti, Lektionen, σελ. 15 και εξής.
53.«Μανιφέστο τού 2ου Συνεδρίου τής Κομμουνιστικής Διεθνούς», Μανιφέστα – Θέσεις και αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων τής Κομμουνιστικής Διεθνούς 1919-1923 (Bibliothèque communiste, Ιούνιος 1934), ανατύπ. σε πανομοιότυπο, François Maspéro, 1972, σελ.76.
54.Αυτόθι.
55.Αυτόθι.
56.Δες Kühnl, R., Faschismustheorien, σελ.110 και εξής.
57.Togliatti, Lektionen, σελ.27.
58.Αυτόθι, σελ.30. Η εν λόγω έννοια στον Τολιάτι δεν έχει, προφανώς, καμία σχέση με αυτή των σύγχρονων θεωρητικών τού «ολοκληρωτισμού» — σύμφωνα με τους οποίους ο ολοκληρωτισμός συνιστά μια κατάσταση απόλυτης κυριαρχίας που πηγάζει από ένα κέντρο εξουσίας (το παντοδύναμο κυβερνητικό κόμμα, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση τής προσωποπαγούς εξουσίας) και η οποία ασκείται πάνω στο σύνολο της κοινωνίας, πάνω σε όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα. Αντιθέτως, στον Τολιάτι, η έννοια αναφέρεται αποκλειστικά στη νόμιμη άνοδο και παρουσία τού φασιστικού κόμματος στην εξουσία.
59.Gossweiler, Kurt, Alfred Schlicht, «Junker und NSDAP 1931/32», ZfG, 4/1967, σελ.644-662· δες, επίσης, Gossweiler, Kurt, Aufsätze zum Faschismus, Pahl-Rugenstein, 1988, μέρος 1, σελ.230· Gossweiler, Kurt, «Junkertum und Faschismus», Wissenschaftliche Zeitschrift der Humbold-Universität zu Berlin, Gesellschafts- und sprachwissenschaftliche Reihe, XXII (1973), 1/2, σελ.19-26· δες, επίσης, Gossweiler, Kurt, Aufsätze zum Faschismus, Pahl-Rugenstein, 1988, μέρος 1, σελ.260.
60.Dimitrov, G., Œuvres Choisies, τόμ.I, σελ.595.
61.Kalbe, Über die faschistische Dictatur, σελ.753 και εξής (για τη Βουλγαρία).
62.Dimitrov, G., ό.π. σελ.596.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου