Παζαρια και διεργασιες με "καθαρο διαδρομο" την αντιλαϊκη πολιτικη

Με αστάθμητο παράγοντα το ρόλο και το ειδικό βάρος του ΔΝΤ στο αντιλαϊκό πρόγραμμα και με απόλυτα δεδομένη την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, είτε το κρατικό χρέος χαρακτηριστεί «βιώσιμο» είτε όχι, συνεχίζονται τα αντιλαϊκά παζάρια γύρω από το κλείσιμο της δεύτερης «αξιολόγησης», ενόψει και της συνεδρίασης του συμβουλίου Γιούρογκρουπ στις 15 Ιούνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο η κυβέρνηση «καθησυχάζει» και προσπαθεί να στρατεύσει το λαό στην αναζήτηση λύσης για τη διαχείριση του χρέους για λογαριασμό του κεφαλαίου, προετοιμάζει στα «μουλωχτά» και συμπληρωματικές αντιλαϊκές παρεμβάσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, 20 ακόμη «προαπαιτούμενα» για το κλείσιμο της τρέχουσας «αξιολόγησης» - και βέβαια για την εκταμίευση της δόσης από την Ευρωζώνη - έρχονται να συμπληρώσουν το πρόσφατο 4ο μνημόνιο και περιλαμβάνουν:
-- Τον «εκσυγχρονισμό» του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982.
-- Την παράταση του τρέχοντος καθεστώτος για τις Συλλογικές Συμβάσεις και για την περίοδο μετά το 2018, με την εξάλειψη διατυπώσεων ή τυχόν άλλων «ερμηνειών» και «ασαφειών» που βρίσκονται στον πρόσφατο εφαρμοστικό πολυνόμο.
-- Παρεμβάσεις σε ειδικά μισθολόγια που ισχύουν σε κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο τομέα.
-- Νομική γνωμοδότηση σχετικά με τη συνταγματικότητα των προνομοθετημένων μέτρων για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δηλαδή για την κατακρεούργηση των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων από το 2019.
-- Παράταση της προσωρινής εθελοντικής συνεισφοράς της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας και για το 2018. Ουσιαστικά πρόκειται για το ιδιωτικό συμφωνητικό των εγχώριων εφοπλιστών με την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό γύρω από τον τρόπο της οικειοθελούς φορολόγησής τους...
Ταυτόχρονα, με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την περασμένη βδομάδα, ενεργοποιείται η διάταξη του εφαρμοστικού νόμου σχετικά με τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών τόσο για τα «κόκκινα» δάνεια προς τις τράπεζες όσο και προς το φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί γύρω από το κρατικό χρέος
Την ίδια ώρα, στο προσκήνιο έρχονται οι αβεβαιότητες γύρω από την υπόθεση της «βιώσιμης» διαχείρισης του κρατικού χρέους και τα διαφορετικά σενάρια και οι προσεγγίσεις μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ, σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις ως προς τους ρυθμούς ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία.
Σε αυτό το έδαφος, σύμφωνα με εκτιμήσεις υψηλόβαθμων παραγόντων της Ευρωζώνης, οι όποιες «ουσιαστικές» αποφάσεις για το κρατικό χρέος ενδέχεται να «κλειδώσουν» σε επόμενη φάση, το 2018, σε μια εξέλιξη που συνδέεται και με το ζήτημα της ένταξης ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων στα προγράμματα νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής του κλιμακίου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Ν. Τζιαμαρόλι, μιλώντας την περασμένη βδομάδα σε συνέδριο του «Economist» στη Φρανκφούρτη, υπογράμμισε ότι η υπερβολική εστίαση στην ελάφρυνση χρέους αποσπά την προσοχή από αυτό που χρειάζεται να γίνει. Οπως τόνισε, «θα ήταν καλύτερα εάν η συζήτηση αφορούσε το τι κάνει η Ελλάδα για να εφαρμόσει το πρόγραμμα του ESM. Η Ελλάδα χρειάζεται να επαινεθεί για τις μεταρρυθμιστικές τις προσπάθειες έως τώρα, οι οποίες επέτρεψαν προσφάτως στους πιστωτές να καταλήξουν σε μια προκαταρκτική συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος». Τόνισε, ακόμη, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα συμφωνήθηκαν πριν από ένα χρόνο και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, εάν αποδειχθεί ότι το κρατικό χρέος ακόμη δεν είναι «βιώσιμο» και εφόσον εκπληρωθούν όλες οι μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις στο πλαίσιο του προγράμματος.
Ο διοικητής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, μιλώντας σε Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επανέλαβε ότι η ΕΚΤ αναμένει την πλήρη συμφωνία αναφορικά με τις ρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στη «μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα» του κρατικού χρέους, προκειμένου στη συνέχεια να εξεταστεί η ενεργοποίηση μέτρων νομισματικής χαλάρωσης με την αποδοχή ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων.
Τέλος, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, επανήλθε στο ζήτημα των αντιθέσεων με το ΔΝΤ, σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις ως προς τους ρυθμούς ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία. Οπως είπε, αυτή τη στιγμή «το ΔΝΤ δεν είναι πρόθυμο να δεχτεί ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεπεράσει το 1% για τα επόμενα 40 χρόνια». Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1% στα επόμενα 40 χρόνια, η Ελλάδα δεν θα κατορθώσει να κλείσει το «χάσμα» που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Με πρόταγμα την αντιλαϊκή πολιτική
Ο Ευ. Τσακαλώτος, από την πλευρά του, επισήμανε ότι επιθυμία της κυβέρνησης μέσα από τις συζητήσεις είναι ένας «καθαρός διάδρομος» για να βγει στις αγορές, που είναι άλλωστε και η βασική της βούληση.
Μιλώντας στο συνέδριο του «Economist» στη Φρανκφούρτη, τόνισε χαρακτηριστικά: «Οι επενδυτές χρειάζεται να γνωρίζουν με ποιον τρόπο η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αρα είναι απολύτως κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη να έχουμε σαφήνεια. Αυτό είναι που ζητάμε από τη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ τον Ιούνιο».
Και πρόσθεσε δίνοντας μια εικόνα του αντιλαϊκού πλαισίου του όποιου συμβιβασμού επιτευχθεί: «Φαίνεται ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση πως η Ελλάδα τήρησε τις δεσμεύσεις της σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. (...) Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι έχουν εκπλαγεί από το βαθμό στον οποίο η χώρα τήρησε αυτές τις δεσμεύσεις, από την έκταση και το βάθος αυτών των μεταρρυθμίσεων».
Παράλληλα και μεταξύ άλλων, υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή, περιγράφοντας ουσιαστικά ότι υπάρχει «βάση» για την επίτευξη συμβιβασμού στο θέμα του κρατικού χρέους της Ελλάδας, διαβεβαιώνει ότι «κανείς δεν ζητά τα μέτρα για το χρέος να εφαρμοστούν το 2017», αλλά να διευκρινιστούν, «ώστε ο επενδυτής να γνωρίζει». Σε μια προσπάθεια να επιβεβαιώσει μάλιστα την «καλή διάθεση», επισημαίνει ότι το ζητούμενο είναι «μια καλή λύση, όχι μια τέλεια λύση», ενώ τονίζεται ότι η ελληνική πλευρά «δεν κατηγορεί κανέναν για αναβλητικότητα». Η παρατήρηση - έμμεση προειδοποίηση από την ίδια πηγή, ότι «κανείς δεν θέλει η Ελλάδα να χρεοκοπήσει και πολύ περισσότερο ο Β. Σόιμπλε», επιβεβαιώνει ότι η συζήτηση για το ελληνικό κρατικό χρέος αφορά ευρύτερα ζητήματα και αντιθέσεις από το ελληνικό ζήτημα. Επομένως, ότι η όποια συμφωνία θα αντανακλά έναν γενικότερο συμβιβασμό ανάμεσα σε αστικές δυνάμεις, που ως τέτοιος θα παραμένει διαρκώς εύθραυστος και υπό αμφισβήτηση. Τέλος, σαν μια ακόμα επιβεβαίωση του παραπάνω, χαρακτηριστική είναι η επισήμανση ότι το ελληνικό κράτος μπορεί να αναζητήσει νέα δάνεια από τις διεθνείς χρηματαγορές, ακόμα και χωρίς την ένταξη ελληνικών ομολόγων στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις