Απο-προσωποποιηση εαυτου και αλλων
Στην ιστοσελίδα του «Al Jazeera», πέρα από ειδήσεις και σχολιασμούς, σε έναν ειδικό ρεπορταζιακό τομέα υπό τον τίτλο «Palestine in motion» (Η Παλαιστίνη σε κίνηση) ο υποψήφιος αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τις προσωπικές ιστορίες ορισμένων νέων και λιγότερο νέων Παλαιστινίων. Οι συνεντευξιακές αφηγήσεις αποτελούν, βεβαίως, κάτι συνηθισμένο στην Δημοσιογραφία, ειδικά όταν οι συνεντευξιαζόμενοι είναι, όπως λέγεται, «απλοί άνθρωποι» και όχι «διασημότητες». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι που η εκάστοτε μαρτυρία, πέραν της πληροφοριακής της λειτουργίας, επιχειρεί να αμβλύνει –μέσω της προσωποποίησης– την απόσταση των θεατών ενός γεγονότος από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Ένας πόλεμος, παραδείγματος χάριν, μετατρέπεται από μία στρατιωτική επιχείρηση με θύματα κάπου στον πλανήτη, σε ένα 11χρονο παιδί από το Αφγανιστάν ονόματι Ανσάρ με δύο μάτια κίτρινα σαν να έχει ίκτερο κι ένα χαμόγελο, που φανερώνει τα μπροστινά του πεταχτά δόντια.
Η εστίαση στον άνθρωπο, απαλλαγμένη από άχρηστους συγκινησιακούς μανδύες, αποτελεί άσκηση ηθικής ευθύνης, γι’ αυτό και δύσκολα εφαρμόζεται στην πράξη. Την στιγμή που οι περισσότεροι μαθαίνουμε τις ειδήσεις «σκρολάροντας» –νεωτερίζουσα ορολογία, περιγραφική των νέων συνηθειών– πάνω-κάτω με το δάχτυλό μας την οθόνη του κινητού ή του τάμπλετ, ενώ βρισκόμαστε στην καλύτερη στο σπίτι μας και στην χειρότερη σε κάποιο κάθισμα αστικού, πώς να υπάρξει ο αναγκαίος στοχαστικός –ορολογία προς εξαφάνιση, περιγραφική μιας κοινωνικής ουτοπίας– χρόνος, ο οποίος και θα συνδράμει στην κριτική αντίληψη των γεγονότων;
Αποκαλυπτικός της αριθμοποίησης και της «τσουβαλοποίησης» των ανθρώπων είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον (κάθε) θάνατο. «Οι καλοί τρόποι απαγορεύουν σήμερα κάθε αναφορά στο θάνατο. Είναι μακάβριος˙ όλοι μιλούν σαν να μην υπάρχει. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που εξαφανίζονται, για τους οποίους κανείς δεν μιλάει πια –και για τους οποίους θα μιλήσουν ίσως αργότερα, όταν θα έχουν ξεχάσει ότι έχουν πεθάνει», γράφει ο Φιλίπ Αριές (Δοκίμια για το θάνατο στη Δύση, Εκδόσεις Γλάρος, σελ. 142). Αρκετές φορές, βέβαια, σκέφτομαι ότι κυριαρχεί μια επιφανειακή εξοικείωση με αυτόν, ή αν θέλετε, μια ψυχρή αποδοχή του αφενός στο μέτρο που αφορά τους άλλους και όχι εμάς κι αφετέρου υπό την έννοια μιας ασύνειδης, ανεπεξέργαστης, σχεδόν καθημερινής πληροφόρησης γύρω από αυτόν. Δεχόμαστε την είδηση για ένα πολύνεκρο τρομοκρατικό χτυπήμα ή για μια βυθισμένη βάρκα γεμάτη με ανθρώπους σαν να μαθαίνουμε για την αύξηση του ΦΠΑ, για το πόσο ήρθε η ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό ή για το πότε θα καταβληθούν οι συντάξεις του Δημοσίου τον επόμενο μήνα. Μια φαινομενική αποδοχή του θανάτου, η οποία δεν είναι παρά μια απόλυτα υπαρκτή αδυναμία να ζήσουμε˙ να ζήσουμε μαζί και όχι ο καθένας για τον εαυτό του και τους οικείους του.
«Η ελπίδα ότι μπορεί κανείς να τα καταφέρει μόνος του είναι ένα μοιραίο λάθος που εναντιώνεται στο σκοπό ο οποίος συνίσταται στο να ενδιαφερόμαστε για τον εαυτό μας και να τον φροντίζουμε. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό το σκοπό όταν αποστασιοποιούμαστε από τις δυστυχίες των άλλων ανθρώπων», σημειώνει ο Μπάουμαν (Παράπλευρες απώλειες: Κοινωνικές ανισότητες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 67). Για ποιον εαυτό, άραγε, μιλάει; Γι’ αυτόν που έχει υποστεί άλωση από τις εναλασσόμενες, έξωθεν κατασκευασμένες επιθυμίες του; Για τον part time εαυτό, αυτόν τον ευκαιριακό τύπο, που σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι; Για τον μέσο εαυτό, αυτόν για τον οποίο γίνονται έρευνες που υπολογίζουν τη μέση αντοχή του, το μέσο όριο λέξεων που δεν βαριέται να διαβάσει, το μέσο χρόνο που περνά μπροστά στον υπολογιστή, μαζί με την οικογένειά του, μαζί με τον/την σύντροφό του;
Πώς μπορώ, λόγου χάρη στην Ελλάδα του 2017, που «η ανεργία καλπάζει» –προφανώς πάνω στο μαύρο εκ των δύο αλόγων του όμορφου αμαξιού του Μπιθικώτση–, να δω τον 26χρονο Πάνο, που διαμένει στην Θεσσαλονίκη, έχει τελειώσει μηχανικός και ζει από τη σύνταξη του πατέρα του, ή την 50χρονη Κατερίνα, διαζευγμένη μητέρα δύο παιδιών, απολυμένη εδώ κι έναν χρόνο, που ζει στην επαρχία και μετράει τα χρήματα αν «βγαίνει» για να πάρει παγωτά και παπούτσια στα παιδιά;
Αλλιώς: πώς μπορώ να δω τον άνθρωπο πίσω από τα γεγονότα, όταν καλά-καλά δεν έχω συναντήσει τον εαυτό μου; Πώς και γιατί να με νοιάξει ο Αχμάντ, παιδί Παλαιστίνιων αγροτών, 15 χρονών το 1948, όταν εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να ζήσει από τότε βασανιστήρια, φυλακίσεις, φτώχεια και ξενιτιά, αφού, πριν από αυτόν, έχω από-προσωποποιήσει την Ευθυμία;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου