György Lukács: Επαναστατικη "ρεαλιστικη πολιτικη"
Το προλεταριάτο καταλαμβάνει την κρατική εξουσία και εγκαθιδρύει την επαναστατική του δικτατορία: αυτό σημαίνει ότι η πραγμάτωση του σοσιαλισμού έχει γίνει θέμα ημερήσιας διάταξης. Είναι ένα πρόβλημα για το οποίο το προλεταριάτο δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένο ιδεολογικά. Γιατί η «ρεαλιστική πολιτική» της σοσιαλδημοκρατίας που χειρίστηκε πάντοτε τα καθημερινά ζητήματα σαν απλά καθημερινά ζητήματα, χωρίς να τα συσχετίζει με τη συνολική εξέλιξη, χωρίς να τα συνδέει με τα τελικά προβλήματα της ταξικής πάλης, άρα χωρίς ποτέ να ξεπεράσει πραγματικά και συγκεκριμένα τον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας, έδωσε έτσι πάλι στο σοσιαλισμό το χαρακτήρα μιας ουτοπίας στα μάτια των εργατών. Ο διαχωρισμός του τελικού στόχου από το κίνημα δεν παραποιεί μονάχα τη σωστή προοπτική απέναντι στα καθημερινά ζητήματα, στο κίνημα, αλλά μετατρέπει ταυτόχρονα τον τελικό στόχο σε ουτοπία. Αυτό το πισωγύρισμα στον ουτοπισμό εκφράζεται με διάφορες μορφές. Πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι ο σοσιαλισμός δεν φαίνεται στα μάτια των ουτοπιστών σαν διαδικασία σε εξέλιξη, αλλά σαν κάτι το δοσμένο.
Μ’ άλλα λόγια, τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν εξετάζονται -στο βαθμό που εξετάζονται- παρά μόνο σε σχέση με το ποια οικονομικά, πολιτιστικά κτλ. ζητήματα και ποιες ευνοϊκές τεχνικές κτλ. λύσεις είναι δυνατές, όταν ο σοσιαλισμός έχει ήδη μπει στο στάδιο της πρακτικής εφαρμογής. Όμως δεν τίθεται ούτε το ερώτημα για το πώς μια τέτοια κατάσταση είναι κοινωνικά δυνατή, πώς μπορεί να επιτευχθεί, ούτε το ερώτημα για το πώς μια τέτοια κατάσταση πραγματοποιείται κοινωνικά συγκεκριμένα, ποιους ταξικούς συσχετισμούς, ποιες οικονομικές μορφές βρίσκει το προλεταριάτο την ιστορική στιγμή όπου αναλαμβάνει το καθήκον της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού. (Με τον ίδιο τρόπο που ο Φουριέ στον καιρό του ανέλυσε με μεγάλη ακρίβεια την εγκαθίδρυση των φαλανστηρίων, χωρίς να μπορέσει να δείξει τον συγκεκριμένο δρόμο που επιτρέπει την πραγματοποίησή τους).
Ο οπορτουνιστικός εκλεκτικισμός, η απομάκρυνση της διαλεκτικής από τη μέθοδο της σοσιαλιστικής σκέψης, αποκόβει. λοιπόν, τον ίδιο το σοσιαλισμό από το ιστορικό προτσές της ταξικής πάλης. Αυτοί που έχουν προσβληθεί από το δηλητήριο αυτής της σκέψης πρέπει επομένως, να αντιλαμβάνονται τόσο τις προϋποθέσεις της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού όσο και τα προβλήματα της πραγμάτωσής του μέσα από μια αλλοιωμένη προοπτική. Το σφάλμα αυτής της βασικής θέσης πάει τόσο βαθιά που κυριεύει όχι μόνο τη σκέψη των οπορτουνιστών για τους οποίους ο σοσιαλισμός παραμένει πραγματικά πάντοτε ένας μακρινός τελικός στόχος, αλλά οδηγεί επίσης ειλικρινείς επαναστάτες σε διαστρεβλωμένες αντιλήψεις. Αυτοί, ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς της Β’ Διεθνούς, εκτίμησαν βέβαια την ίδια την επαναστατική διαδικασία, την πάλη για την εξουσία σαν διαδικασία, σε σχέση με τα καθημερινά πρακτικά ζητήματα, στάθηκαν όμως ανίκανοι να συμπεριλάβουν σ’ αυτή τη σχέση την κατάσταση του προλεταριάτου μετά την κατάληψη της εξουσίας και τα συγκεκριμένα προβλήματα που απορρέουν από αυτή την κατάσταση. Εδώ πάλι κατάντησαν ουτοπιστές.
Ο θαυμάσιος ρεαλισμός με τον οποίο ο Λένιν χειρίστηκε όλα τα προβλήματα του σοσιαλισμού στη διάρκεια της δικτατορίας, με τον οποίο κέρδισε την εκτίμηση ακόμα και των αστών και μικροαστών αντιπάλων του, δεν είναι λοιπόν τίποτε παραπάνω από τη συνεπή εφαρμογή του μαρξισμού, του ιστορικοδιαλεκτικού τρόπου θεώρησης των επίκαιρων πλέον προβλημάτων του σοσιαλισμού.
Στα γραπτά και τους λόγους του Λένιν -όπως εξάλλου και στα έργα του Μαρξ- πολύ λίγο γίνεται λόγος για το σοσιαλισμό σαν κατάσταση. Αντίθετα, όμως, γίνεται πολύ λόγος για τα βήματα που μπορούν να οδηγήσουν στην πραγμάτωση του. Γιατί μας είναι αδύνατο να φανταστούμε συγκεκριμένα το σοσιαλισμό σαν κατάσταση σ’ όλες του τις λεπτομέρειες. Όσο σημαντική κι αν είναι η θεωρητικά ακριβής γνώση της βασικής δομής του, η σημασία αυτής της γνώσης βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι αποτελεί μέτρο για την ορθότητα των βημάτων που κάνουμε προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Η συγκεκριμένη γνώση του σοσιαλισμού είναι, όπως ο ίδιος ο σοσιαλισμός άλλωστε, το αποτέλεσμα της πάλης που διεξάγεται γι’ αυτόν. Δεν αποκτιέται παρά μόνο μέσα στην πάλη για το σοσιαλισμό και μόνο με αυτή. Και κάθε προσπάθεια για να φτάσουμε σε μια γνώση για το σοσιαλισμό που δεν θα ακολουθούσε το δρόμο της διαλεκτικής αλληλεπίδρασής του με τα καθημερινά προβλήματα της ταξικής πάλης, μετατρέπει αυτή τη γνώση σε μεταφυσική, σε ουτοπία, κάτι το καθαρά διανοητικό και όχι πρακτικό.
Ο ρεαλισμός του Λένιν, η «ρεαλιστική πολιτική» του αποτελεί λοιπόν την οριστική συντριβή κάθε ουτοπισμού, τη συγκεκριμένη εκπλήρωση του περιεχομένου του προγράμματος του Μαρξ. Δηλαδή, μια θεωρία που έγινε πρακτική, μια θεωρία της πράξης. Ο Λένιν έκανε το ίδιο πράγμα με το πρόβλημα του σοσιαλισμού, με εκείνο που είχε κάνει με το πρόβλημα του κράτους: το απόσπασε από τη μέχρι τώρα μεταφυσική απομόνωση, την αστικοποίηση, για να το συμπεριλάβει στο σύνολο των προβλημάτων της ταξικής πάλης. Δοκίμασε μέσα στη συγκεκριμένη ζωή της ιστορικής διαδικασίας τις μεγαλοφυείς υποδείξεις που ο Μαρξ έδωσε στην Κριτική τουΠρογράμματος της Γκότα και σε άλλα έργα, τις κατέστησε στην ιστορική πραγματικότητα πιο συγκεκριμένες και πιο ολοκληρωμένες απ’ όσο ήταν δυνατό να γίνει στην εποχή του Μαρξ, έστω κι από μια ιδιοφυΐα όπως ο Μαρξ.
Τα προβλήματα του σοσιαλισμού είναι κατά συνέπεια τα προβλήματα της οικονομικής δομής και των ταξικών συσχετισμών τη στιγμή που το προλεταριάτο καταλαμβάνει την κρατική εξουσία. Απορρέουν απευθείας από την κατάσταση κάτω από την οποία το προλεταριάτο εγκαθιδρύει τη δικτατορία του. Γι’ αυτό μόνο μέσα από αυτά τα προβλήματα μπορούν να κατανοηθούν και να επιλυθούν. Περιλαμβάνουν όμως, για τον ίδιο λόγο, σε σχέση με αυτή την κατάσταση και με όλες τις προηγούμενες καταστάσεις παρ’ όλα αυτά ένα νέο από άποψη αρχών στοιχείο.Ας απορρέουν από το παρελθόν, όλα τα στοιχεία τους, ο συνδυασμός τους με τη διατήρηση και εδραίωση της κυριαρχίας του προλεταριάτου γεννάει προβλήματα που δεν μπορούσαν να περιέχονται ούτε στον Μαρξ ούτε σε άλλες προηγούμενες θεωρίες και δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά και να επιλυθούν παρά μέσα σ’ αυτή την ουσιαστικά νέα κατάσταση.
Αν ανατρέξει κανείς στη σχέση της και στα θεμέλιά της, η «ρεαλιστική πολιτική» του Λένιν αποκαλύπτεται σαν τοαπόγειο, μέχρι στιγμής της υλιστικής διαλεκτικής. Από τη μια μεριά, είναι μια αυστηρά μαρξιστική, λιτή και νηφάλια ανάλυση, που φτάνει βαθιά στα συγκεκριμένα ζητήματα της δοσμένης κατάστασης, της οικονομικής δομής και των ταξικών συσχετισμών. Από την άλλη μεριά, είναι μια ξεκάθαρη άποψη απέναντι σ’ όλες τις νέες τάσεις που προκύπτουν από αυτή την κατάσταση, και που δεν παραποιείται από καμιά θεωρητική προκατάληψη, καμιά ουτοπική επιθυμία. Όμως, αυτή η απαίτηση που είναι φαινομενικά απλή και στην πραγματικότητα απορρέει από την ουσία της υλιστικής διαλεκτικής -που είναι, βέβαια, θεωρία της ιστορίας- δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθεί.
Οι συνήθειες, ως προς τον τρόπο σκέψης, του καπιταλισμού έχουν εμφυτέψει σ’ όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα σ’ όσους είναι προσανατολισμένοι στις επιστήμες, την τάση να θέλουν να εξηγήσουν το νέο αποκλειστικά και μόνο από το παλιό, το σήμερα εξολοκλήρου από το χτες. (Ο ουτοπισμός των επαναστατών είναι μια προσπάθεια σαν του πνιγμένου που πιάνεται από τα μαλλιά του, μια προσπάθεια να μεταφερθούν μ’ ένα πήδημα σ’ έναν εντελώς νέο κόσμο, αντί να αντιληφθούν με τη βοήθεια της διαλεκτικής, τη διαλεκτική εμφάνιση του νέου μέσα από το παλιό). «Γι΄ αυτό το λόγο», λέει ο Λένιν, «ο όρος κρατικός καπιταλισμός κάνει πολλούς, πάρα πολλούς να τα χάνουν. Για να μη γίνεται αυτό, πρέπει να θυμόμαστε το βασικό, δηλαδή ότι καμιά θεωρία, καμιά φιλολογία δεν αναλύει τον κρατικό καπιταλισμό με τη μορφή που υπάρχει σε μας, για τον απλούστατο λόγο, ότι όλες οι συνηθισμένες έννοιες που συνδέονται μ’ αυτές τις λέξεις, αναφέρονται στην αστική εξουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ενώ η δική μας κοινωνία βγήκε από την καπιταλιστική τροχιά και δεν μπήκε ακόμη σε καινούργια τροχιά […]».
Όμως, ποιο συγκεκριμένο, πραγματικό περιβάλλον βρίσκει για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού το ρώσικο προλεταριάτο που έχει καταφέρει να κυριαρχήσει; Πρώτα έναν σχετικά αναπτυγμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό που καταρρέει λόγω του παγκόσμιου πολέμου, σε μια καθυστερημένη αγροτική χώρα της οποίας η αγροτιά δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά των φεουδαρχικών υπολειμμάτων παρά σε σχέση με την προλεταριακή επανάσταση. Δεύτερο, έξω από τη Ρωσία, ένα εχθρικά διακείμενο καπιταλιστικό περιβάλλον που εννοεί φυσικά να πέσει με όλα τα μέσα που διαθέτει πάνω στο νεοϊδρυμένο κράτος των εργατών και αγροτών και που θα ήταν αρκετά ισχυρό για να συντρίψει το κράτος αυτό στρατιωτικά ή οικονομικά, αν δεν ήταν το ίδιο βαθιά διασπασμένο από τις πάντοτε αυξανόμενες επιδράσεις των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, έτσι που το προλεταριάτο έχει πάντοτε ευκαιρίες να εκμεταλλευτεί αυτούς τους ανταγωνισμούς κτλ. προς όφελός του. (Δεν επισημάναμε, βέβαια, εδώ παρά μόνο τα δύο σύνολα θεμελιωδών προβλημάτων. Σε μερικές όμως σελίδες ούτε καν αυτά τα δύο δεν μπορούν να εξεταστούν με ολοκληρωμένο τρόπο).
Η υλική βάση του σοσιαλισμού σαν ανώτερης οικονομικής μορφής που αντικαθιστά τον καπιταλισμό, δεν μπορούν παρά να είναι η αναδιοργάνωση, η ανώτερη ανάπτυξη της βιομηχανίας, η προσαρμογή της στις ανάγκες των εργαζομένων τάξεων, ο μετασχηματισμός της στην κατεύθυνση μιας ζωής που αποκτάει όλο και περισσότερο νόημα (κατάργηση της αντίθεσης πόλη-ύπαιθρος, πνευματική και χειρωνακτική εργασία κτλ.). Η κατάσταση αυτής της υλικής βάσης του σοσιαλισμού προϋποθέτει έτσι τις δυνατότητες και τους δρόμους της συγκεκριμένης πραγμάτωσής του.
Ήδη από το 1917, πριν από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, ο Λένιν καθόρισε σαφώς την οικονομική κατάσταση και τα καθήκοντα που απορρέουν απ’ αυτή για το προλεταριάτο. «Αυτή ακριβώς είναι η διαλεκτική της ιστορίας: ότι ο πόλεμος επιτάχυνε σε εξαιρετικό βαθμό τη μετατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και έφερε έτσι την ανθρωπότητα πάρα πολύ κοντά στο σοσιαλισμό. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο πόλεμος γεννάει με τις φρίκες του την προλεταριακή εξέγερση -καμιά εξέγερση δεν θα δημιουργήσει το σοσιαλισμό, αν δεν έχει ωριμάσει οικονομικά- αλλά και γιατί ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη ολικήπροετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια». Κατά συνέπεια, «ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο, που χρησιμοποιείται, προς όφελος όλου του λαού και γι’ αυτό το λόγο έπαψε να είναι καπιταλιστικό μονοπώλιο». Και προσθέτει στις αρχές του 1918, ότι «ο κρατικός καπιταλισμός θα ήταν ένα βήμα προς τα μπρος σε σύγκριση με την κατάσταση πραγμάτων που υπάρχει σήμερα στη Σοβιετική μας Δημοκρατία. Αν, λ.χ., ύστερα από έξι μήνες εγκαθιδρυόταν στη χώρα μας ο κρατικός καπιταλισμός, αυτό θα ήταν τεράστια επιτυχία και η πιο σίγουρη εγγύηση ότι ύστερα από ένα χρόνο θα εδραιωθεί στη χώρα μας οριστικά και θα γίνει ακατανίκητος ο σοσιαλισμός».
Έπρεπε να αναφερθούν λεπτομερειακά αυτά τα αποσπάσματα για να αντικρουστεί ο πλατιά διαδομένος αστικός και σοσιαλδημοκρατικός μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Λένιν, μετά την αποτυχία της «δογματικής μαρξιστικής» προσπάθειας να εισαγάγει τον κομμουνισμό «μεμιάς», είχε δήθεν κάνει ένα συμβιβασμό από «ρεαλιστική σύνεση» και είχε απομακρυνθεί από την αρχική γραμμή της πολιτικής του. Η ιστορική αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο λεγόμενος πολεμικός κομμουνισμός που ο Λένιν αποκαλεί «προσωρινό μέτρο» που «επέβαλε ο πόλεμος και η καταστροφή» και που «δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι μια πολιτική που ανταποκρίνεται στα οικονομικά καθήκοντα του προλεταριάτου» ήταν η παρέκκλιση από τη γραμμή με την οποία πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις θεωρητικές προβλέψεις του, η εξέλιξη προς το σοσιαλισμό. Ήταν σίγουρα ένα μέτρο που επέβαλε ο εσωτερικός και εξωτερικός εμφύλιος πόλεμος, άρα αναπόφευκτο, αλλά ωστόσο προσωρινό. Όμως, σύμφωνα με τον Λένιν, θα είχε αποβεί μοιραίο για το επαναστατικό προλεταριάτο αν είχε παραγνωρίσει το χαρακτήρα αυτό του πολεμικού κομμουνισμού και μάλιστα αν τον είχε αξιολογήσει -όπως έγινε από πολλούς τίμιους επαναστάτες που, όμως, δεν ήταν στο θεωρητικό ύψος του Λένιν- σαν ένα πραγματικό βήμα στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για το πόσο καθαρά σοσιαλιστικό χαρακτήρα έχουν οι εξωτερικές μορφές της οικονομικής ζωής, αλλά αποκλειστικά για το πόσο καταφέρνει το προλεταριάτο να κυριαρχήσει πραγματικά σ’ εκείνον τον οικονομικό μηχανισμό που πήρε στα χέρια του με την κατάληψη της εξουσίας και που ταυτόχρονα είναι η βάση του κοινωνικού του Είναι, τη μεγάλη βιομηχανία, και να θέτει αυτή την κυριαρχία πραγματικά στην υπηρεσία των ταξικών του στόχων. Όμως το περιβάλλον αυτών των ταξικών στόχων και επομένως τα μέσα της πραγμάτωσής τους όσο κι αν μεταβάλλονται, η γενική τους βάση πρέπει ωστόσο να παραμένει η ίδια, δηλαδή η συνέχιση της ταξικής πάλης, καθοδηγώντας τα πάντοτε ασταθή ενδιάμεσα στρώματα (κυρίως τους αγρότες) στο αποφασιστικό μέτωπο, στο μέτωπο ενάντια στην αστική τάξη. Και σ’ αυτό το σημείο δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι παρά την πρώτη του νίκη το προλεταριάτο παραμένει ακόμα η πιο αδύναμη τάξη, και θα παραμένει για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα, μέχρι τη νίκη της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο αγώνας του πρέπει, λοιπόν, να διέπεται οικονομικά από δύο αρχές: από τη μια να συγκρατήσει όσο το δυνατό γρηγορότερα και πληρέστερα τη διάλυση της μεγάλης βιομηχανίας από τον πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο, γιατί χωρίς αυτή τη βάση το προλεταριάτο σαν τάξη θα εξαφανιστεί. Από την άλλη, να ρυθμίσει με τέτοιο τρόπο όλα τα προβλήματα της παραγωγής και διανομής, ώστε η αγροτιά, που με την επαναστατική λύση του αγροτικού ζητήματος έχει μεταβληθεί σε σύμμαχο του προλεταριάτου, να παραμείνει σ’ αυτή τη συμμαχία χάρη στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη ικανοποίηση των υλικών της συμφερόντων. Τα μέσα για την πραγμάτωση αυτών των στόχων αλλάζουν ανάλογα με τις συνθήκες. Αλλά η σταδιακή εφαρμογή αυτών των στόχων είναι ο μοναδικός δρόμος για τη διατήρηση της κυριαρχίας του προλεταριάτου, η πρώτη προϋπόθεση του σοσιαλισμού.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο συνεχίζεται, λοιπόν, με αμείωτη ορμητικότητα στο εσωτερικό μέτωπο της οικονομίας. Η μικρή επιχείρηση που είναι εντελώς ουτοπικό να την καταργήσει, να την «κοινωνικοποιήσει» κανείς σ’ αυτό το στάδιο, «παράγει τον καπιταλισμό και την αστική τάξη αδιάκοπα, κάθε μέρα, κάθε ώρα, με στοιχειώδη τρόπο και σε μαζική κλίμακα». Εκείνο που έχει σημασία είναι ποιος θα νικήσει σ’ αυτόν τον αγώνα, η αστική τάξη που αναδιαμορφώνεται και συσσωρεύει και πάλι ή η κρατική μεγάλη βιομηχανία που ελέγχεται από το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο πρέπει να ρισκάρει αυτόν τον αγώνα αν δεν θέλει να ρισκάρει μακροπρόθεσμα, με το στραγγαλισμό των μικρών επιχειρήσεων, του εμπορίου κτλ. (του οποίου η πραγματική εφαρμογή είναι έτσι κι αλλιώς απατηλή), να χαλαρώσει τη συμμαχία με τους αγρότες.
Επιπλέον, η αστική τάξη μπαίνει ακόμη στον αγώνα με τη μορφή του ξένου κεφαλαίου, των παραχωρήσεων κτλ. Εδώ προκύπτει η παράδοξη κατάσταση να μπορεί αυτό το κίνημα -όποιες κι αν είναι οι προθέσεις του- να γίνει αντικειμενικά και οικονομικά σύμμαχος του προλεταριάτου, εφόσον μέσα απ’ αυτό ενισχύεται η οικονομική δύναμη της μεγάλης βιομηχανίας. Έτσι γεννιέται «μια συμμαχία κατά των στοιχείων της μικρής επιχείρησης». Αλλά, από την άλλη μεριά, πρέπει να καταπολεμηθεί δραστήρια η φυσική τάση του κεφαλαίου εκχώρησης να μετατρέψει σταδιακά το προλεταριακό κράτος σε καπιταλιστική αποικία (όροι εκχώρησης, μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου κτλ.).
Δεν είναι δυνατό με αυτές τις λίγες παρατηρήσεις να σκιαγραφήσουμε έστω και σε αδρές γραμμές την οικονομική πολιτική του Λένιν. Ό,τι αναφέρουμε εδώ θα πρέπει μονάχα να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα για να φανούν κάπως καθαρά οι αρχές της πολιτικής του Λένιν, η θεωρητική βάση τους. Και η αρχή αυτή είναι: διατήρηση, πάση θυσία, της κυριαρχίας του προλεταριάτου σ’ έναν κόσμο δηλωμένων και αδήλωτων εχθρών και ασταθών συμμάχων. Όπως και η βασική αρχή της πολιτικής του πριν από την κατάληψη της εξουσίας ήταν μέσα από τη σύγχυση και τη διασταύρωση κοινωνικών τάσεων του καπιταλισμού που βούλιαζε, να βρεθούν εκείνες οι στιγμές που, αν το προλεταριάτο τις εκμεταλλευόταν, θα μπορούσε να γίνει η πρωτοπόρα κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας. Ο Λένιν έμεινε ακλόνητα πιστός όλη του τη ζωή σ’ αυτήν την αρχή, χωρίς παραχωρήσεις.
Έμεινε, όμως, πιστός σ’ αυτή την αρχή -και πάλι χωρίς την παραμικρή παραχώρηση- σαν διαλεκτική αρχή. Με την έννοια ότι «η αρχή τής μαρξιστικής διαλεκτικής συνίσταται στο ότι όλα τα όρια της φύσης και της ιστορίας υπάγονται σε συνθήκες και ταυτόχρονα είναι κινητά, ότι δεν υπάρχει ούτε ένα φαινόμενο που να μη μπορεί κάτω από ορισμένες συνθήκες να μετατραπεί στο αντίθετό του». Γι’ αυτό η διαλεκτική «απαιτεί ολοκληρωμένη εξέταση του προκείμενου κοινωνικού φαινομένου, στην εξέλιξή του, καθώς και τον περιορισμό των εξωτερικών και έκδηλων ροπών στις βασικές δρώσες δυνάμεις, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην ταξική πάλη».
Το μεγαλείο του Λένιν σαν διαλεκτικού έγκειται στο γεγονός ότι συνέλαβε καθαρά τις βασικές αρχές της διαλεκτικής, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ταξική πάλη πάντοτε σύμφωνα με τη βαθιά τους ουσία, συγκεκριμένα, χωρίς αφηρημένες προκαταλήψεις, αλλά και χωρίς φετιχιστική σύγχυση από επιφανειακά φαινόμενα. Ότι συνέδεσε πάντοτε όλα τα φαινόμενα με τα οποία ασχολήθηκε με την τελική τους βάση: τη συγκεκριμένη δράση συγκεκριμένων ανθρώπων (δηλαδή που εξαρτιόνταν από την ταξική τους τοποθέτηση) πάνω στη βάση των πραγματικών τους ταξικών συμφερόντων. Με βάση αυτή την αρχή καταρρέει ο μύθος του «έξυπνου ρεαλιστή πολιτικού» Λένιν, του «μάστορα των συμβιβασμών» και αποκαλύπτεται μπροστά μας ο πραγματικός Λένιν, ο συνεπής συνεχιστής της διαλεκτικής του Μαρξ.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να απορρίψουμε καθορίζοντας την έννοια του συμβιβασμού κάθε νόημα που αποδίνεται σαν να πρόκειται για τέχνασμα, για καπατσοσύνη, για ραφιναρισμένη εξαπάτηση. «Οι άνθρωποι», έλεγε ο Λένιν, «που εννοούν σαν πολιτική μικρά ταχυδακτυλουργικά κόλπα που αγγίζουν καμιά φορά τα όρια της αισχροκέρδειας, πρέπει να προσκρούουν πάνω στην πιο κατηγορηματική μας άρνηση. Οι τάξεις δεν είναι δυνατόν να εξαπατηθούν». Ο συμβιβασμός σημαίνει, λοιπόν, για τον Λένιν το εξής: να εκτιμηθούν οι πραγματικές τάσεις εξέλιξης των τάξεων(ενδεχομένως των εθνών, όπως για παράδειγμα στους καταπιεσμένους λαούς), που, κάτω από ορισμένες συνθήκες, για κάποιο χρονικό διάστημα, σε ορισμένα ζητήματα, ακολουθούν ένα δρόμο παράλληλο με τα ζωτικά συμφέροντα του προλεταριάτου, γι’ αυτόν το σκοπό και προς όφελος των δύο.
Ωστόσο κάποιοι συμβιβασμοί μπορούν επίσης να αποτελέσουν μια μορφή της ταξικής πάλης με τον αποφασιστικό εχθρό της εργατικής τάξης, την αστική τάξη. (Βλέπε, για παράδειγμα, τις σχέσεις της σοβιετικής Ρωσίας με τα ιμπεριαλιστικά κράτη). Και οι θεωρητικοί του οπορτουνισμού αρπάζονται και από αυτή την ιδιαίτερη μορφή των συμβιβασμών, εν μέρει για να εγκωμιάσουν ή να υποβιβάσουν τον Λένιν σαν «μη δογματικό ρεαλιστή πολιτικό», και εν μέρει για να βρουν έτσι κάλυψη για τους δικούς τους συμβιβασμούς. Τονίσαμε ήδη πόσο αστήρικτο είναι το πρώτο επιχείρημα. Για την εκτίμηση του δεύτερου πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως και σε κάθε ζήτημα της διαλεκτικής, το σύνολο εκείνο που αποτελεί το συγκεκριμένο πλαίσιο του συμβιβασμού. Και αμέσως γίνεται φανερό το γεγονός ότι ο συμβιβασμός του Λένιν και ο συμβιβασμός των οπορτουνιστών ξεκινούν από διαμετρικά αντίθετες προϋποθέσεις.
Ομολογημένη ή ασυνείδητη, η σοσιαλδημοκρατική τακτική βασίζεται στο ότι η πραγματική επανάσταση είναι ακόμη μακριά. Οι αντικειμενικές συνθήκες της κοινωνικής επανάστασης δεν υπάρχουν ακόμη. Το προλεταριάτο δεν είναι ακόμη ιδεολογικά ώριμο για την επανάσταση. Το Κόμμα και τα συνδικάτα είναι ακόμη πολύ αδύνατα κτλ.Γι’ αυτόν το λόγο το προλεταριάτο πρέπει να κάνει συμβιβασμούς με την αστική τάξη. Όσο περισσότερο υπάρχουν οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις της κοινωνικής επανάστασης, τόσο πιο «καθαρά» θα μπορέσει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τους ταξικούς του στόχους. Έτσι ώστε ο συμβιβασμός έχει συχνά στην πράξη σαν άλλη όψη έναν μεγάλο ριζοσπαστισμό, μια τάση να «διατηρηθούν αγνές οι αρχές σε σχέση με τους «τελικούς στόχους». (Είναι αυτονόητο ότι σε σχέση μ’ αυτό μπορούμε γενικά να λάβουμε υπόψη μας μόνο εκείνες τις σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες που, μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο, θεωρούν ότι πρέπει να εξακολουθήσουν να εμμένουν στη θεωρία της ταξικής πάλης. Γιατί για τις άλλες απόψεις, ο συμβιβασμός δεν είναι πλέον συμβιβασμός, αλλά φυσική συνεργασία των διαφόρων επαγγελματικών στρωμάτων για το καλό του συνόλου).
Αντίθετα για τον Λένιν ο συμβιβασμός απορρέει απευθείας και λογικά από την επικαιρότητα της επανάστασης. Αν ο βασικός χαρακτήρας όλης της εποχής είναι η επικαιρότητα της επανάστασης, αν αυτή η επανάσταση μπορεί να επέλθει ανά πάσα στιγμή, τόσο σε κάθε ξεχωριστή χώρα όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς ποτέ η στιγμή αυτή να μπορεί να καθοριστεί από τα πριν, και αν ο επαναστατικός χαρακτήρας ολόκληρης της εποχής εκδηλώνεται με την όλο και μεγαλύτερη αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας, πράγμα που έχει σαν αναγκαία συνέπεια να εναλλάσσονται και να διασταυρώνονται ασταμάτητα οι πιο διαφορετικές τάσεις, όλα αυτά σημαίνουν, λοιπόν, ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να αρχίσει και να ολοκληρώσει την επανάστασή του κάτω από τις «πιο ευνοϊκές» συνθήκες που θα έχει επιλέξει το ίδιο, και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να εκμεταλλευτεί σε κάθε περίπτωση κάθε τάση που, έστω και προσωρινά, μπορεί να προωθήσει την επανάσταση ή τουλάχιστον να αποδυναμώσει τους εχθρούς της.
Παραθέσαμε προηγούμενα μερικά αποσπάσματα του Λένιν που δείχνουν πόσο λίγες αυταπάτες έτρεφε -πριν ακόμα από την κατάληψη της εξουσίας- όσον αφορά το ρυθμό πραγμάτωσης του σοσιαλισμού. Οι φράσεις που ακολουθούν, παρμένες από ένα απ’ τα τελευταία άρθρα που έγραψε μετά την περίοδο των «συμβιβασμών», δείχνουν το ίδιο καθαρά ότι αυτή η πρόβλεψη δεν σήμανε ποτέ για εκείνον μετάθεση της επαναστατικής δραστηριότητας: «Ο Ναπολέων έγραφε: “Ξεκινάμε και μετά βλέπουμε”. Σε ελεύθερη μετάφραση αυτό πάει να πει: “Πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε σοβαρά τον αγώνα κι έπειτα θα δούμε τη συνέχεια”. Έτσι ξεκινήσαμε έναν πρώτο σοβαρό αγώνα τον Οκτώβρη του 1917 κι έπειτα μερικές λεπτομέρειες μας φάνηκαν ήδη καθαρά (απ’ την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας δεν αποτελούν προφανώς παρά λεπτομέρειες), όπως η ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ ή η “Νέα Οικονομική Πολιτική” κτλ.»
Η λενινιστική θεωρία και τακτική των συμβιβασμών δεν αποτελούν επομένως παρά την αντικειμενική – λογική συνέπεια της μαρξιστικής, της διαλεκτικής ιστορικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι φτιάχνουν βέβαια οι ίδιοι την ιστορία τους, αλλά δεν μπορούν να τη φτιάξουν κάτω από συνθήκες επιλεγμένες απ’ αυτούς. Αποτελεί συνέπεια της αντίληψης ότι η ιστορία δημιουργεί πάντοτε κάτι νέο, ότι, επομένως, οι ιστορικές αυτές στιγμές, στιγμιαίες αλληλοδιασταυρώσεις τάσεων, δεν επανέρχονται ποτέ με την ίδια μορφή, ότι σήμερα μπορεί να αξιολογηθούν τάσεις υπέρ της επανάστασης, που αύριο μπορεί να σημαίνουν θανάσιμο κίνδυνο γι’ αυτήν και αντίστροφα. Έτσι, την 1η του Σεπτέμβρη 1917 πρότεινε στους μενσεβίκους και τους εσέρους μια κοινή δράση, έναν συμβιβασμό με βάση το παλιό μπολσεβίκικο σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ωστόσο, ήδη στις 17 του Σεπτέμβρη, γράφει: «Τελικά, είναι ήδη πάρα πολύ αργά για να προταθεί ένας συμβιβασμός. Ίσως οι λίγες μέρες όπου μια ειρηνική εξέλιξη θα ήταν ακόμη δυνατή να έχουν ήδη παρέλθει. Πραγματικά, όλα δείχνουν φανερά ότι έχουν ήδη παρέλθει». Η εφαρμογή αυτής της θεωρίας στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, στις παραχωρήσεις κτλ. είναι αυτονόητη.
Ίσως ακόμη πιο καθαρά φαίνεται στους θεωρητικούς αγώνες του Λένιν κατά της αριστερής πτέρυγας του ίδιου του του κόμματος (μετά την πρώτη επανάσταση και μετά την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ στα ρώσικα πλαίσια και στη διάρκεια των ετών 1920 και 1921 στα ευρωπαϊκά πλαίσια) σε ποιο βαθμό όλη του η θεωρία των συμβιβασμών στηρίζεται στη βασική του αντίληψη για την επικαιρότητα της επανάστασης. Σ’ όλες αυτές τις διαμάχες το σύνθημα των αριστερών ριζοσπαστών ήταν η άρνηση κάθε συμβιβασμού για λόγους αρχών. Και η πολεμική του Λένιν αποβλέπει στο να αποδείξει ουσιαστικά ότι στην άρνηση κάθε συμβιβασμού υπάρχει αποφυγή των αποφασιστικών αγώνων, ότι σ’ αυτή την αντίληψη υπάρχει ηττοπάθεια απέναντι στην επανάσταση. Γιατί η πραγματική επαναστατική κατάσταση -και αυτό για τον Λένιν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας- εκφράζεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει πεδίο ταξικής πάλης χωρίς επαναστατικές δυνατότητες (ή αντεπαναστατικές).
Επομένως, ο πραγματικός επαναστάτης, αυτός που ξέρει ότι ζούμε σε επαναστατική εποχή και που βγάζει συμπεράσματα απ’ αυτή τη γνώση πρακτικά, πρέπει πάντοτε να κοιτάζει το σύνολο της κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας μέσα απ’ αυτό το πρίσμα και, για το συμφέρον της επανάστασης. να παίρνει υπόψη του ενεργά τα πάντα, το μεγαλύτερο και το μικρότερο, το συνηθισμένο, το ξαφνικό, ανάλογα με τη σπουδαιότητά του για την επανάσταση και μονάχα ανάλογα μ’ αυτό. Αποκαλώντας καμιά φορά τον αριστερό ριζοσπαστισμό αριστερό οπορτουνισμό, ο Λένιν έδειξε πολύ σωστά και σε βάθος τις κοινές ιστορικές προοπτικές αυτών των δύο κατά τα άλλα τόσο αντίθετων ρευμάτων, από τα οποία το ένα απαγορεύει κάθε συμβιβασμό και το άλλο βλέπει στο συμβιβασμό την αρχή της «ρεαλιστικής πολιτικής» σε αντίθεση με την «άκαμπτη εμμονή σε δογματικές αρχές»: μια απαισιοδοξία σχετικά με το πλησίασμα και την επικαιρότητα της προλεταριακής επανάστασης. Με τον τρόπο που, ξεκινώντας από την ίδια αρχή, απορρίπτει και τις δύο τάσεις, φαίνεται ότι στον Λένιν και τους οπορτουνιστές ο συμβιβασμός είναι μονάχα ίδια λέξη, που όμως, αναφέρεται σε μια ριζικά διαφορετική πραγματικότητα και, επομένως καλύπτει μια ριζικά διαφορετική έννοια στον καθένα τους.
Η σωστή κατανόηση αυτού που ο Λένιν αντιλαμβανόταν σαν συμβιβασμό και του τρόπου με τον οποίο θεμελίωνε θεωρητικά την τακτική των συμβιβασμών δεν είναι μόνο πρωταρχικής σημασίας για να κατανοηθεί ακριβώς η μέθοδός του, αλλά έχει και πρακτικά μεγάλη σπουδαιότητα. Ο συμβιβασμός στον Λένιν είναι δυνατός μονάχα στηδιαλεκτική αλληλεπίδραση με την εμμονή στις αρχές και τη μέθοδο του μαρξισμού. Στο συμβιβασμό φαίνεται πάντα το επόμενο πραγματικό βήμα της πραγμάτωσης της θεωρίας του μαρξισμού. Όπως αυτή η θεωρία και τακτική διακρίνονται καθαρά από τη μηχανιστική ακαμψία μιας εμμονής σε «αγνές» αρχές, έτσι πρέπει να κρατηθούν αυστηρά μακριά από κάθε χωρίς αρχές σχηματική «ρεαλιστική πολιτική».
Μ’ άλλα λόγια, δεν αρκεί για τον Λένιν, η αναγνώριση και εκτίμηση μέσα στην ύπαρξή τους, της συγκεκριμένης κατάστασης στα πλαίσια της οποίας ενεργεί κανείς, των συγκεκριμένων συσχετισμών δυνάμεων που καθορίζουν το συμβιβασμό, της τάσης της αναγκαίας παραπέρα ανάπτυξης του προλεταριακού κινήματος που καθορίζει την κατεύθυνσή του, αλλά θεωρεί ότι αυτό αποτελεί έναν τεράστιο πρακτικό κίνδυνο για το εργατικό κίνημα, όταν τέτοιες ακριβείς γνώσεις της πραγματικότητας δεν εντάσσονται στα πλαίσια της γενικά σωστής γνώσης ολόκληρης της ιστορικής διαδικασίας. Έτσι επιδοκίμασε την πρακτική στάση των γερμανών κομμουνιστών για μια «εργατική κυβέρνηση» μετά την κατάπνιξη του πραξικοπήματος του Καπ, τη λεγόμενη νόμιμη αντιπολίτευση, αλλά κατάκρινε με τον πιο αυστηρό τρόπο το γεγονός ότι αυτή η σωστή τακτική θεμελιώθηκε με θεωρητικά λαθεμένη, γεμάτη δημοκρατικές αυταπάτες ιστορική προοπτική.
Η διαλεκτικά ορθή ένωση του γενικού και του ειδικού, η αναγνώριση του γενικού (της γενικής βασικής τάσης της ιστορίας) μέσα στο ειδικό (μέσα στη συγκεκριμένη κατάσταση) και η συγκεκριμενοποίηση της θεωρίας κου πηγάζει από αυτό, αποτελούν επομένως, τη βασική ιδέα αυτής της θεωρίας των συμβιβασμών. Εκείνοι που διακρίνουν στον Λένιν απλά και μόνο έναν έξυπνο και ενδεχόμενα μάλιστα, μεγαλοφυή «ρεαλιστή πολιτικό», παραγνωρίζουν απόλυτα την ουσία της μεθόδου του. Εκείνοι, όμως, που πιστεύουν ότι βρίσκουν στις αποφάσεις του «συνταγές» που μπορούν να εφαρμοστούν παντού, «οδηγίες» για μια ορθή πρακτική δράση, τον παρεξηγούν ακόμη πιο πολύ. Ο Λένιν δεν διατύπωσε ποτέ «γενικούς κανόνες» που να μπορούν να «εφαρμοστούν» σε μια σειρά περιπτώσεων. Οι «αλήθειες» του απορρέουν από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης με τη βοήθεια της διαλεκτικής θεώρησης της ιστορίας. «Γενικεύοντας» μηχανικά τις σκέψεις και τις αποφάσεις του, μόνο μια καρικατούρα, ένας χυδαίος λενινισμός μπορεί να προκύψει.
Όπως για παράδειγμα, εκείνοι οι ούγγροι κομμουνιστές που, με την απάντησή τους στη νότα του Κλεμανσό, το καλοκαίρι του 1919, προσπάθησαν να μιμηθούν σχηματικά την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Γιατί όπως επικρίνει αυστηρά ο Μαρξ μιλώντας στον Λασάλ: «Η διαλεκτική μέθοδος εφαρμόζεται λάθος. Ο Χέγκελ δεν αποκάλεσε ποτέ διαλεκτική την υπαγωγή ενός αριθμού “περιπτώσεων” under ageneral principle (κάτω από μια γενική αρχή)».
Το γεγονός ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι τάσεις που υπάρχουν στην κάθε συγκεκριμένη κατάσταση, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι τάσεις αυτές έχουν την ίδια βαρύτητα στη λήψη των αποφάσεων. Αντίθετα!Κάθε κατάσταση έχει ένα κεντρικό πρόβλημα και η απόφαση που θα παρθεί εξαρτάται τόσο απ’ όλα τα άλλα ταυτόχρονα ζητήματα όσο και από την παραπέρα ανάπτυξη όλων των κοινωνικών τάσεων στο μέλλον. «Πρέπει», έλεγε ο Λένιν, «να είμαστε σε θέση να εντοπίζουμε κάθε στιγμή εκείνο τον συγκεκριμένο κρίκο της αλυσίδας, από τον οποίο πρέπει να γαντζωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις για να κρατήσουμε όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσουμε το σταθερό πέρασμα στον επόμενο κρίκο. Και, στην περίπτωση αυτή, η διαδοχή των κρίκων, η μορφή τους, η σύνδεσή τους, οι διαφορές ανάμεσά τους στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων δεν είναι τόσο απλές και χωρίς σημασία όσο σε μια συνηθισμένη αλυσίδα που κατασκευάζει ο σιδεράς». Ποια στιγμή της κοινωνικής ζωής στη δοσμένη κατάσταση θα αποκτήσει μια τέτοια σημασία, δεν μπορεί να καθοριστεί παρά μόνο με τη μαρξιστική διαλεκτική, τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Το καθοδηγητικό νήμα για να τη βρούμε είναι η επαναστατική θεώρηση της κοινωνίας σαν συνόλου που βρίσκεται σε εξέλιξη. Γιατί μόνο η σχέση αυτή προς το σύνολο δίνει στον κάθε φορά καθοριστικό κρίκο της αλυσίδας σπουδαιότητα: πρέπει να πιαστεί γιατί μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να πιαστεί το σύνολο. Ο Λένιν υπογραμμίζει ιδιαίτερα έντονα και συγκεκριμένα αυτό το πρόβλημα και πάλι σ’ ένα από τα τελευταία άρθρα του όπου αναφέρεται στους συνεταιρισμούς και τονίζει ότι «πολλά απ’ αυτά που στα όνειρα των παλιών συνεταιριστών έμοιαζαν φανταστικά ή ακόμη μύριζαν ρομαντισμό, έχουν γίνει η πιο χειροπιαστή πραγματικότητα».
Λέει: «Στην πραγματικότητα, δεν μας μένει παρά να κάνουμε ένα πράγμα, να “εκπολιτίσουμε” τον πληθυσμό μας με τέτοιο τρόπο που να κατανοήσει όλα τα προνόμια μιας προσωπικής συμμετοχής στο συνεταιρισμό και να προχωρήσει προς τη συμμετοχή αυτή. Δεν έχουμε παρά “μόνο” αυτό να κάνουμε. Δεν έχουμε σήμερα ανάγκη από άλλα τεχνάσματα για να περάσουμε στο σοσιαλισμό. Αλλά για να πραγματοποιηθεί το “μόνο” αυτό, χρειάζεται μια ολόκληρη μεταβολή, μια ολόκληρη ευθεία της πολιτιστικής ανάπτυξης όλων των λαϊκών μαζών».
Δεν είναι δυστυχώς δυνατό να αναλύσουμε εδώ λεπτομερειακά όλο το άρθρο. Αυτή η ανάλυση -και μάλιστα η ανάλυση οποιασδήποτε τακτικής οδηγίας του Λένιν- θα έδειχνε πως το σύνολο περιέχεται πάντοτε σε καθέναν από τους κρίκους της αλυσίδας. Ότι το κριτήριο της σωστής μαρξιστικής πολιτικής συνίσταται πάντοτε στο να τονίζουμε εκείνες τις στιγμές από τη διαδικασία και στο να συγκεντρώνουμε σ’ αυτές τη μεγαλύτερη δυνατή ενέργεια, στιγμές, που στη δοσμένη κατάσταση, στη δοσμένη φάση, κρύβουν μέσα τους αυτή τη σχέση προς το σύνολο του σήμερα και προς το κεντρικό πρόβλημα της εξέλιξης του μέλλοντος, επομένως και τη σχέση προς το μέλλον στο πρακτικά χειροπιαστό σύνολο. Το να πιάνουμε ενεργά τον επόμενο, τον αποφασιστικό κρίκο της αλυσίδας δεν σημαίνει επομένως με κανέναν τρόπο ότι αυτή η στιγμή πρέπει να αποκοπεί από το σύνολο και ότι οι άλλες στιγμές θα πρέπει να αγνοηθούν εξαιτίας της. Αντίθετα. Σημαίνει ότι όλες οι άλλες στιγμές πρέπει νασυσχετιστούν μ’ αυτό το κεντρικό πρόβλημα και να κατανοηθούν και επιλυθούν σωστά σε αυτή τη σχέση. Ο συσχετισμός όλων των προβλημάτων μεταξύ τους δεν χαλαρώνει με αυτή την αντίληψη, αντίθετα γίνεται πιο έντονος και συγκεκριμένος.
Οι στιγμές αυτές δημιουργούνται από την ιστορική διαδικασία, από την αντικειμενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά εξαρτάται από το προλεταριάτο αν αυτό είναι ικανό και σε ποιο βαθμό να τις καταλάβει, να τις αντιληφθεί και κατά συνέπεια να επηρεάσει την παραπέρα εξέλιξή τους. Το θεμελιώδες μαρξιστικό αξίωμα που έχουμε συχνά αναφέρει ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν οι ίδιοι την ιστορία τους, αποκτά την εποχή της επανάστασης, μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, μια όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα, έστω κι αν, όπως είναι αυτονόητο, είναι αναγκαίο το διαλεκτικό του συμπλήρωμα με τη σημασία των περιστάσεων που δεν διαλέγουμε οι ίδιοι, για να μείνει αληθινό.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο ρόλος του Κόμματος στην επανάσταση -η μεγάλη ιδέα του νεαρού Λένιν- γίνεται ακόμη πιο μεγάλος και πιο αποφασιστικός στην εποχή της μετάβασης στο σοσιαλισμό απ’ ό,τι στην εποχή της προετοιμασίας. Γιατί όσο πιο πολύ μεγαλώνει η ενεργός επιρροή του προλεταριάτου που καθορίζει την πορεία της ιστορίας, όσο πιο μοιραίες -με την καλή και την κακή έννοια της λέξης- γίνουν οι αποφάσεις του προλεταριάτου για το ίδιο και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, τόσο περισσότερο ζωτική σημασία έχει να κρατηθεί σε καθαρή μορφή η μόνη πυξίδα σ’ αυτόν τον άγριο, θυελλώδη ωκεανό, η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, και να διαμορφωθεί σε όλο και μεγαλύτερη διαύγεια αυτό το πνεύμα, μοναδικός οδηγός στον αγώνα. Αυτή η σπουδαιότητα του ενεργά ιστορικού ρόλου του προλεταριακού κόμματος είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της θεωρίας και επομένως της πολιτικής του Λένιν που δεν έπαψε ποτέ να τονίζει και να επιμένει στη σπουδαιότητά του όσον αφορά τις πρακτικές αποφάσεις.
Έτσι, στο 11ο Συνέδριο του ΚΚΡ, λέει επιτιθέμενος στους αντιπάλους της ανάπτυξης του κρατικού καπιταλισμού: «Ο κρατικός καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός εκείνος που θα μπορέσουμε να τον περιορίσουμε, που θα μπορέσουμε να καθορίσουμε τα όριά του. Αυτός ο κρατικός καπιταλισμός συνδέεται με το κράτος, και το κράτος είναι οι εργάτες, είναι το πρωτοπόρο κομμάτι των εργατών, είναι η πρωτοπορία, είμαστε, εμείς. […] Και από μας εξαρτάται τι είδους θα είναι αυτός ο κρατικός καπιταλισμός». Γι’ αυτό, κάθε στροφή στην εξέλιξη προς το σοσιαλισμό είναι πάντοτε και με καθοριστικό τρόπο, ταυτόχρονα ένα εσωτερικό πρόβλημα του Κόμματος. Είναι μια αναδιοργάνωση των δυνάμεων, μια προσαρμογή των κομματικών οργανώσεων στο νέο καθήκον: να επηρεάσει την εξέλιξη της κοινωνίας με την έννοια που υπαγορεύεται από την προσεκτική και ακριβή ανάλυση του συνόλου από την ταξική άποψη του προλεταριάτου. Γι αυτό το Κόμμα βρίσκεται στην ανώτατη θέση στην ιεραρχία των αποφασιστικών δυνάμεων μέσα στο κράτος που είμαστε εμείς. Γι’ αυτό όμως, αυτό το ίδιο το Κόμμα -δεδομένου ότι η επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει παρά μόνο σε παγκόσμια κλίμακα και ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί πραγματικά να συγκροτηθεί σε τάξη παρά μόνο σαν παγκόσμιο προλεταριάτο- είναι ενταγμένο και υπάγεται σαν τμήμα στο ανώτατο όργανο της προλεταριακής επανάστασης, στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Η μηχανιστική ακαμψία της σκέψης, που χαρακτηρίζει όλους τους οπορτουνιστές και αστούς, θα βλέπει πάντοτε μέσα σε τέτοιους συσχετισμούς άλυτες αντιθέσεις. Δεν θα καταλάβει ποτέ πως οι μπολσεβίκοι, αφού «επέστρεψαν στον καπιταλισμό», εμμένουν ωστόσο στην παλιά διάρθρωση του Κόμματος, στην παλιά «αντιδημοκρατική» δικτατορία του Κόμματος. Δεν θα καταλάβει πώς η Κομμουνιστική Διεθνής δεν απαρνιέται ούτε για μια στιγμή την παγκόσμια επανάσταση, αντίθετα προσπαθεί να την προετοιμάσει και να την οργανώσει με όλα τα μέσα που διαθέτει, ενώ ταυτόχρονα το κράτος του ρώσικου προλεταριάτου προσπαθεί να προωθήσει την ειρήνη με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την ενδεχόμενη συμμετοχή του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, στην οικονομική ανοικοδόμηση της Ρωσίας. Δεν θα καταλάβει πως το Κόμμα εμμένει αμείλικτα στον εσωτερικό αυστηρό χαρακτήρα του και προωθεί με τα πιο δραστήρια μέσα την ιδεολογική και οργανωτική του εδραίωση, ενώ η οικονομική πολιτική της σοβιετικής δημοκρατίας μεριμνά με ανησυχία ώστε η συμμαχία με τους αγρότες, στην οποία οφείλει την ύπαρξή της, να μη χαλαρώσει, ενώ η σοβιετική δημοκρατία γίνεται στα μάτια των οπορτουνιστών όλο και περισσότερο αγροτικό κράτος, χάνει όλο και πιο πολύ τον προλεταριακό του χαρακτήρα κτλ.
Η μηχανιστική ακαμψία της αντιδιαλεκτικής σκέψης είναι ανίκανη να συλλάβει ότι αυτές οι αντιθέσεις είναι αντικειμενικές, υπαρκτές αντιθέσεις της σημερινής εποχής, ότι η πολιτική του ΚΚΡ (μπ), η πολιτική του Λένιν, είναι αντιφατική στο βαθμό που ψάχνει και βρίσκει τις διαλεκτικά σωστές απαντήσεις στις αντικειμενικές αντιθέσεις της ίδιας της της κοινωνικής ύπαρξης.
Έτσι, η ανάλυση της πολιτικής του Λένιν μας επαναφέρει πάντοτε στις βάσεις της διαλεκτικής μεθόδου. Ολόκληρο το έργο του είναι η συνεπής εφαρμογή της διαλεκτικής του Μαρξ στα φαινόμενα μιας γιγάντιας μεταβατικής εποχής που αλλάζουν αδιάκοπα και δημιουργούν πάντοτε το νέο. Αλλά καθώς η διαλεκτική δεν είναι μια θεωρία έτοιμη που μπορεί να εφαρμοστεί μηχανικά στα φαινόμενα της ζωής, αλλά που υπάρχει μόνο σ’ αυτή την εφαρμογή, μέσα απ’ αυτή την εφαρμογή σαν θεωρία, η διαλεκτική μέθοδος έγινε με την πράξη του Λένιν πιο διευρυμένη, πιο ολοκληρωμένη και θεωρητικά πιο αναπτυγμένη από εκείνη που κληρονόμησε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς.
Είναι λοιπόν, απόλυτα δικαιολογημένο να μιλάμε για το λενινισμό σαν νέα φάση στην ανάπτυξη της υλιστικής διαλεκτικής. Ο Λένιν όχι μόνο αποκατέστησε την καθαρότητα της διδασκαλίας του Μαρξ, μετά από δεκαετίες ισοπέδωσης και παραποίησης που είχε προξενήσει ο χυδαίος μαρξισμός, αλλά ανέπτυξε παραπέρα την ίδια τη μέθοδο, την έκανε πιο συγκεκριμένη και πιο ώριμη. Αν όμως το χρέος των κομμουνιστών είναι τώρα να προχωρήσουν παραπέρα στο δρόμο του λενινισμού, αυτό μπορεί να δώσει καρπούς μόνο αν προσπαθήσουν να κρατήσουν απέναντι στον Λένιν τη στάση που ο ίδιος κράτησε απέναντι στον Μαρξ. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της στάσης καθορίζεται από την εξέλιξη της κοινωνίας, τα προβλήματα και τα καθήκοντα που οι ιστορικές διαδικασίες θέτουν στον μαρξισμό, η επιτυχία καθορίζεται από το επίπεδο της προλεταριακής ταξικής συνείδησης μέσα στο ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου. Ο λενινισμός σημαίνει ότι η θεωρία του ιστορικού υλισμού έχει πλησιάσει ακόμη πιο κοντά στους καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου, ότι έχει γίνει ακόμη πιο πρακτική απ’ ό,τι μπορούσε να είναι στην εποχή του Μαρξ.
Η λενινιστική παράδοση δεν μπορεί επομένως να βρίσκεται παρά στη χωρίς παραποιήσεις και ακαμψία διατήρηση αυτής της ζωντανής και ζωογόνας λειτουργίας του ιστορικού υλισμού που αυξάνεται συνεχώς και οδηγεί σε μια άνοδο. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνουμε, πρέπει οι κομμουνιστές να μελετήσουν τον Λένιν, έτσι όπως ο Λένιν μελέτησε τον Μαρξ. Να τον μελετήσουν για να μάθουν να χειρίζονται τη διαλεκτική μέθοδο. Για να μάθουν πώς να βρίσκουν μέσα από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στο γενικό το ειδικό και στο ειδικό το γενικό. Πώς να βρίσκουν στην καινούργια στιγμή μιας κατάστασης, εκείνο που τη συνδέει με τη μέχρι τώρα διαδικασία και στη νομοτέλεια του ιστορικού προτσές το κάθε φορά νέο. Να βρίσκουν στο σύνολο το μέρος και στο μέρος το σύνολο. Να βρίσκουν στην αναγκαιότητα της εξέλιξης τη στιγμή της ενεργού δράσης και στη δραστηριότητα το συνδυασμό με την αναγκαιότητα του ιστορικού προτσές. Ο λενινισμός σημαίνει ένα άφταστο μέχρι σήμερα επίπεδο της συγκεκριμένης, μη σχηματικής, μη μηχανιστικής και καθαρά στραμμένης προς την πράξη σκέψης. Καθήκον των λενινιστών, είναι να διατηρηθεί αυτό. Όμως, μέσα στο ιστορικό προτσές μπορεί να διατηρηθεί μονάχα ό,τι αναπτύσσεται ζωντανά. Και να διατηρηθεί με αυτόν τον τρόπο η παράδοση του λενινισμού αποτελεί σήμερα το πιο ευγενικό καθήκον καθενός που παίρνει στα σοβαρά τη διαλεκτική μέθοδο σαν όπλο στην ταξική πάλη του προλεταριάτου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτό το βιβλιαράκι γράφτηκε αμέσως μετά το θάνατο του Λένιν, χωρίς καμιά προπαρασκευαστική εργασία, από την αυθόρμητη ανάγκη να διατυπωθεί θεωρητικά, ό,τι μου φαινόταν τότε ότι είναι η ουσία, ότι αποτελεί το κέντρο της πνευματικής προσωπικότητας του Λένιν. Γι’ αυτό και ο τίτλος Η σκέψη του Λένιν. Δείχνει ότι δεν είχα σκοπό να αναπαραγάγω το αντικειμενικό, το θεωρητικό σύστημα του Λένιν, αλλά να δείξω τις κινητήριες δυνάμεις, αντικειμενικές και υποκειμενικές, που επέτρεψαν αυτή τη συστηματοποίηση, την ενσάρκωσή τους στο πρόσωπο και τη δράση του Λένιν. Σε καμιά περίπτωση, πάλι, δεν σκέφτηκα να επιχειρήσω μόνο να αναλύσω σε έκταση και με πληρότητα αυτή τη δυναμική ενότητα στη ζωή και στο έργο του.
Το σημερινό σχετικά μεγάλο ενδιαφέρον για γραπτά αυτού του είδους εξαρτάται κυρίως από την εποχή. Από τότε που ξεκίνησε η μαρξιστική κριτική στην περίοδο του Στάλιν, ξύπνησε το ενδιαφέρον για τις αντιπολιτευτικές τάσεις της δεκαετίας του 1920. Αυτό είναι κατανοητό έστω κι αν, θεωρητικά και αντικειμενικά, είναι πολλαπλά υπερβολικό. Γιατί όσο λάθος κι αν υπήρξε η λύση που έδωσε ο Στάλιν και οι οπαδοί του στην κρίση που περνούσε τότε η επανάσταση, άλλο τόσο λίγο μπορούμε να πούμε ότι κάποιος εκείνη την εποχή έκανε μια ανάλυση, έδωσε μια προοπτική, που να μπορούν να προσφέρουν έναν θεωρητικό προσανατολισμό για τα προβλήματα των μεταγενέστερων φάσεων. Όποιος θέλει σήμερα να συμβάλει με γόνιμο τρόπο στην αναγέννηση του μαρξισμού, πρέπει να θεωρήσει τη δεκαετία του 1920 καθαρά ιστορικά, σαν μια περασμένη κλεισμένη περίοδο του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Μονάχα έτσι θα μπορέσει να αξιολογήσει σωστά τις εμπειρίες της και τα διδάγματα για την ουσιαστικά νέα σημερινή φάση. Ακριβώς η μορφή του Λένιν, όπως είναι ο κανόνας για τους μεγάλους άντρες, ενσάρκωσε με τέτοιον τρόπο την εποχή του που τα αποτελέσματα και κυρίως η μέθοδος των λόγων και των έργων του διαθέτουν ακόμη μια κάποια επικαιρότητα και σε συνθήκες που έχουν από πολλές απόψεις αλλάξει.
Αυτό το κείμενο είναι καθαρό προϊόν των μέσων της δεκαετίας του είκοσι. Γι’ αυτό, σαν ντοκουμέντο έχει σίγουρα ενδιαφέρον για το πώς έβλεπε τότε ένας όχι ασήμαντος αριθμός μαρξιστών την προσωπικότητα, την αποστολή και τη θέση του Λένιν κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων γεγονότων. Δεν πρέπει ωστόσο ποτέ να ξεχνάμε ότι ο τρόπος σκέψης τους καθορίστηκε πολύ περισσότερο από τις τότε αντιλήψεις -συμπεριλαμβανομένων και αυταπατών και υπερβολών- παρά από το θεωρητικό έργο του ίδιου του Λένιν. Ήδη η πρώτη φράση αντανακλά την εποχή που γράφτηκε: «Ο ιστορικός υλισμός είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης». Αυτή η φράση εκφράζει σίγουρα έναν σημαντικό ορισμό του ιστορικού υλισμού. Αλλά δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι δεν είναι η μόνη, ότι δεν είναι ο ορισμός της ουσίας του. Και ο Λένιν, για τον οποίο η επικαιρότητα της προλεταριακής επανάστασης αποτελούσε το καθοδηγητικό νήμα της σκέψης και της πράξης του, θα είχε διαμαρτυρηθεί με πάθος ενάντια σ’ έναν τέτοιο «ορισμό», που περιορίζει μονόπλευρα τον πλούτο του περιεχομένου και της μεθοδολογίας, την κοινωνική καθολικότητα του ιστορικού υλισμού.
Πάρα πολλά αποσπάσματα αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να υποβληθούν σε κριτική σύμφωνα με το πνεύμα του Λένιν. Περιορίζομαι μόνο στο να υποδείξω την εγκυρότητα και τον προσανατολισμό μιας τέτοιας κριτικής, γιατί ελπίζω ότι οι νηφάλιοι αναγνώστες θα πάρουν από μόνοι τους μια κριτική απόσταση, θεωρώ σημαντικό να υπογραμμίσω το σημείο στο οποίο η στάση μου ξεκομμένη από το έργο του Λένιν, φτάνει σε συμπεράσματα που έχουν διατηρήσει και σήμερα μια κάποια μεθοδολογική εγκυρότητα σαν στιγμές της εξάλειψης του σταλινισμού, όπου, επομένως, η αφοσίωσή μου στο πρόσωπο και το έργο του Λένιν δεν παρεκτράπηκε.
Πραγματικά, μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του Λένιν περιέχουν μερικές φορές έμμεσα μια κατάλληλη κριτική της κατοπινής σταλινικής εξέλιξης, που μόλις εκδηλώνονταν τότε καλυμμένα, επεισοδιακά, στην καθοδήγηση της Κομιντέρν από τον Ζινόβιεφ. Ας αναλογιστούμε την αυξανόμενη απολίθωση όλων των οργανωτικών προβλημάτων επί Στάλιν. Ανεξάρτητα από την κατάσταση, ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις της πολιτικής, η οργάνωση του κόμματος κατάντησε ένα αναλλοίωτο φετίχ, και μάλιστα με συνεχείς αναφορές στον Λένιν! Πάνω σ’ αυτό αναφέρεται η προειδοποίηση του Λένιν «Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε μηχανικά το πολιτικό απ’ το οργανωτικό», που ακολουθήθηκε στο πνεύμα μιας τέτοιας λενινιστικής πολιτικής δυναμικής: «Γι’ αυτό κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε απολίθωση στην οργάνωση είναι καταστροφική για το Κόμμα.» Γιατί όπως λέει ο Λένιν: «Κάθε νέα μορφή πάλης, που συνεπάγεται νέους κινδύνους και θυσίες, “αποδιοργανώνει” αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν είναι προετοιμασμένες γι’ αυτή τη νέα μορφή πάλης. Καθήκον του Κόμματος είναι κυρίως σ’ αυτό το ζήτημα να διανύει αυτόν τον αναγκαίο δρόμο ελεύθερα και συνειδητά, να ανανεώνεται προτού ο κίνδυνος της αποδιοργάνωσης καταστεί επίκαιρος και χάρη σ’ αυτή του την αναμόρφωση, να επιδρά στις μάζες διαπαιδαγωγώντας και προωθώντας τις».
Ωστόσο σήμερα, αν η δογματική ισοπέδωση πρέπει να εξαλειφθεί με επιτυχία σ’ όλους τους τομείς, οι εμπειρίες της δεκαετίας του είκοσι μπορούν να δώσουν γόνιμη ώθηση με έμμεσο τρόπο, αν αναγνωριστεί ο χαρακτήρας τους σαν παρελθόν. Γι’ αυτό το σκοπό είναι απαραίτητο να διακρίνει κανείς ξεκάθαρα, με κριτικό πνεύμα, τη διαφορετικότητα της εποχής που ζούμε από τη δεκαετία του είκοσι. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η κριτική διαύγεια πρέπει να ισχύει και απέναντι στο έργο του Λένιν. Και για όποιον αρνείται να μετατρέψει το έργο του σε μια συλλογή από «αλάνθαστα» δόγματα, μια τέτοιου είδους διαπίστωση δεν μειώνει καθόλου το εξαιρετικό μεγαλείο του. Σήμερα, για παράδειγμα, ξέρουμε ότι η θέση του Λένιν, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού γεννά αναπόφευκτα παγκόσμιους πολέμους, έχει χάσει για τη σημερινή εποχή τη γενική ισχύ της. Φυσικά μόνο η αναγκαιότητα έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη. Αλλά το γεγονός ότι υποβιβάζεται σε δυνατότητα αλλάζει τόσο τη θεωρητική της σημασία όσο, κυρίως, τις πρακτικές της συνέπειες. Επίσης, ο Λένιν γενίκευσε τις εμπειρίες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, «όσο μεγάλη κι αν είναι η κρύπτη όπου γεννιούνται οι πόλεμοι», και στους επερχόμενους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ενώ το μέλλον παρουσίασε μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Ανάφερα μερικά παραδείγματα αυτού του είδους ακριβώς για να φωτίσω την πραγματική ιδιαιτερότητα του Λένιν που δεν έχει τίποτα, απολύτως τίποτα το κοινό με το γραφειοκρατικό ιδεώδες ενός σταλινικού αδριάντα του αλάνθαστου. Είναι αυτονόητο ότι το βιβλίο αυτό απέχει πολύ από το να παρουσιάσει έναν χαρακτηρισμό του πραγματικού μεγαλείου του Λένιν. Είναι πολύ πιο πολύ δεμένο με την εποχή του απ’ ό,τι το αντικείμενό του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Λένιν πρόβλεψε το επερχόμενο τέλος της περιόδου που άρχισε στα 1917 με ασύγκριτα περισσότερη διαύγεια απ’ όσο αυτή εδώ η βιογραφία.
Ωστόσο, βλέπουμε σ’ αυτή να εμφανίζεται εδώ κι εκεί ένα προαίσθημα της αληθινής πνευματικής φυσιογνωμίας του Λένιν. Στις γραμμές που ακολουθούν θα πάρουμε σαν αφετηρία την αναζήτηση της αλήθειας που προχωρούσε τότε ψηλαφιστά. Διαπιστώναμε ότι ο Λένιν δεν ήταν ένας ερευνητής ειδικευμένος στην οικονομία όπως υπήρξαν, ανάμεσα στους συγχρόνου τους, ο Χίλφερντινγκ και κυρίως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ωστόσο, η κρίση του για εκείνη την εποχή σαν σύνολο, τους ξεπερνούσε κατά πολύ. Αυτή η «ανωτερότητα συνίσταται σε τούτο: κατάφερε -κι αυτό αποτελεί ένα θεωρητικό επίτευγμα που δεν έχει όμοιό του- να συνδέει μόνιμα και συγκεκριμένα την οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού με όλα τα πολιτικά ζητήματα της σημερινής εποχής και να καθιστά το περιεχόμενο της οικονομίας αυτής της νέας φάσης καθοδηγητικό νήμα όλων των συγκεκριμένων πράξεων στον περίγυρο που διαμορφωνόταν με αυτόν τον τρόπο». Αυτό το ένιωσαν πολλοί σύγχρονοί του που μίλησαν πολύ -τόσο οι εχθροί όσο και οι οπαδοί του- για την επιδεξιότητά του ως προς την τακτική, την αντίληψή του για τη «ρεαλιστική πολιτική».
Τέτοιες εκτιμήσεις απέχουν πολύ από την ουσία του ζητήματος. Πρόκειται μάλλον για «μια καθαρά θεωρητική ανωτερότητα ως προς την εκτίμηση του συνολικού προτσές». Στον Λένιν ήταν θεμελιωμένη θεωρητικά βαθιά και στέρεα. Η λεγόμενη «ρεαλιστική πολιτική» του δεν ήταν ποτέ η πολιτική ενός εμπειρικού ανθρώπου της δράσης, ήταν η πρακτική κορύφωση μιας ουσιαστικά θεωρητικής στάσης. Όμως έφτανε σ’ αυτόν πάντοτε στο αποκορύφωμά της μέσα από τη σύλληψη των κοινωνικοϊστορικών δεδομένων της κάθε φορά κατάστασης στα πλαίσια της οποίας έπρεπε να δράσει. Για το μαρξιστή Λένιν «η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δεν αποτελεί αντίθεση στην “καθαρή” θεωρία, αντίθετα, μάλιστα, αποτελεί το αποκορύφωμα της γνήσιας θεωρίας, σημείο όπου η θεωρία βρίσκει την πραγματική της εκπλήρωση, όπου γι’ αυτό μετατρέπεται σε πράξη».
Η τελευταία από τις θέσεις του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ, με την οποία και κλείνει, ότι οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν μέχρι τώρα τον κόσμο, ενώ το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε, βρήκε, θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς καμιά υπερβολή, στο πρόσωπο και το έργο του Λένιν την πιο ολοκληρωμένη εκπλήρωσή της. Ο Μαρξ διατύπωσε αυτή την απαίτηση και την πραγματοποίησε στο πεδίο της θεωρίας. Έδωσε μια ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, σαν κατάλληλη θεωρητική βάση για την αλλαγή της. Αλλά μονάχα με τον Λένιν -χωρίς να έχει καταργηθεί ή να έχει παραγκωνιστεί η θεωρία- αυτή η θεωρητικοπρακτική ουσία της νέας κοσμοθεωρίας έγινε δράση στην ιστορική πραγματικότητα.
Βέβαια, στο κείμενο αυτό υπάρχουν μόνο δειλές επισημάνσεις σχετικά με την πραγματική ιδιαιτερότητα του Λένιν. Λείπει η θεωρητικά βαθιά και πλατιά θεμελιωμένη βάση, καθώς και η εικόνα του Λένιν, σαν ανθρώπινου χαρακτήρα. Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να σκιαγραφηθούν εδώ. Μέσα στην αλυσίδα των δημοκρατικών αναταραχών της σύγχρονης εποχής, ο τύπος του επαναστάτη ηγέτη προβάλλει πάντοτε με πολωμένη μορφή: φυσιογνωμίες όπως ο Νταντόν και ο Ροβεσπιέρος ενσαρκώνουν στην πραγματικότητα και στη μεγάλη λογοτεχνία (για παράδειγμα στον Γκέοργκ Μπίχνερ) και τους δύο πόλους. Ακόμη κι οι μεγάλοι λαϊκοί ρήτορες της εργατικής επανάστασης, όπως ο Λασάλ και ο Τρότσκι, παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά του Νταντόν.
Μόνο με τον Λένιν παρουσιάζεται κάτι το εντελώς νέο, ένα τρίτο στοιχείο σε σχέση με τα δύο άκρα. Μέχρι και στις αυθόρμητες νευρικές αντιδράσεις του, ο Λένιν διαθέτει την πίστη στις αρχές των περασμένων μεγάλων ασκητών της επανάστασης, χωρίς να αγγίζει το χαρακτήρα του ούτε ίχνος ασκητισμού. Αγαπάει τη ζωή, έχει χιούμορ, απολαμβάνει καθετί που μπορεί να του προσφέρει η ζωή, από το κυνήγι, το ψάρεμα και το σκάκι μέχρι το διάβασμα του Πούσκιν και του Τολστόι, μέχρι την αφοσίωση σε υπαρκτά πρόσωπα. Αυτή η πίστη στις αρχές μπορεί να φτάσει στον εμφύλιο πόλεμο μέχρι την αμείλικτη σκληρότητα, αλλά παραμένει χωρίς μίσος.
Ο Λένιν πολεμάει τους θεσμούς -και φυσικά τους ανθρώπους που τους εκπροσωπούν- μέχρι τον πλήρη αφανισμό τους αν χρειάζεται. Όμως, το θεωρεί αυτό σαν λυπηρή για το ανθρώπινο επίπεδο αναγκαιότητα, αναπόφευκτα αντικειμενική αναγκαιότητα, την οποία είναι αδύνατο ν’ αποφύγει στην κάθε φορά συγκεκριμένη κατάσταση. Ο Γκόρκι έχει σημειώσει τις πολύ χαρακτηριστικές κουβέντες που ο Λένιν είπε μια μέρα αφού είχε ακούσει την «Παθητική» του Μπετόβεν: «Δεν γνωρίζω τίποτα πιο ωραίο από την “Παθητική”, θα μπορούσα να την ακούω κάθε μέρα. Μια υπέροχη μουσική, μια μουσική που δεν είναι πλέον ανθρώπινη! Λέω πάντοτε στον εαυτό μου με μια ίσως αφελώς παιδική υπερηφάνεια: πώς μπορούν οι άνθρωποι να δημιουργούν τέτοια θαύματα!» Λέγοντας αυτά μισόκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε και συνέχισε χωρίς ευθυμία: «Αλλ’ ωστόσο δεν μπορώ ν’ ακούω πάρα πολύ συχνά μουσική. Επιδρά στα νεύρα, θα προτιμούσε κανείς να λέει ανοησίες και να χαϊδεύει το κεφάλι των ανθρώπων που ζουν σε μια σιχαμερή κόλαση και παρ’ όλα αυτά δημιουργούν τέτοια ομορφιά. Αλλά στις μέρες μας δεν πρέπει να χαϊδεύεις το κεφάλι κανενός, διαφορετικά σου δαγκώνει το χέρι. Πρέπει να χτυπάς πάνω στα κεφάλια, να χτυπάς χωρίς οίκτο, αν και, σύμφωνα με τα ιδανικά μας, είμαστε ενάντια σε κάθε κακοποίηση των ανθρώπων. Χμ, χμ, το έργο μας είναι διαβολικά δύσκολο».
Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι ακόμα και μια τόσο αυθόρμητη συναισθηματική εκδήλωση δεν αποτελεί για τον Λένιν κάποιο ξέσπασμα των ενστίκτων του κατά του «τρόπου ζωής» του. Κι εδώ ακόμη ακολουθεί αυστηρά τις επιταγές της κοσμοαντίληψής του. Δεκαετίες πριν από αυτό το επεισόδιο, ο νεαρός Λένιν έγραψε άρθρα κάνοντας πολεμική κατά των ναρόντνικων και των «νόμιμων μαρξιστών» επικριτών τους. Σε μια ανάλυση αυτών των τελευταίων, καταδείχνει τον αντικειμενισμό τους αποδείχνοντας «την αναγκαιότητα μιας δοσμένης σειράς γεγονότων» και τον κίνδυνο που απορρέει από αυτή «να πέσει κανείς στην άποψη του απολογητή αυτών των γεγονότων». Η μοναδική διέξοδος που βλέπει είναι η μεγαλύτερη συνέπεια του μαρξισμού να αντιληφθεί την αντικειμενική πραγματικότητα, η αποκάλυψη των πραγματικών κοινωνικών βάσεων στο ίδια τα γεγονότα. Η ανωτερότητα του μαρξιστή πάνω στον απλό «αντικειμενιστή» στηρίζεται στην ακόλουθη λογική: ο μαρξιστής «εφαρμόζει τον αντικειμενισμό του πιο βαθιά και πιο ολοκληρωμένα». Μονάχα σ’ αυτή την αυξημένη αντικειμενικότητα βγαίνει αυτό που ο Λένιν ονομάζει στρατευμένη τοποθέτηση: «Σε κάθε εκτίμηση ενός γεγονότος, να περνάει κανείς άμεσο και ανοικτά με την άποψη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας». Έτσι, η υποκειμενική τοποθέτηση απορρέει πάντοτε από την αντικειμενική πραγματικότητα και ξαναγυρίζει πίσω σ ‘ αυτήν.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις, όταν οι αντιφάσεις της πραγματικότητας οξύνονται μέχρι του σημείου να γίνουν αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις, και κάθε άνθρωπος που συμμετέχει έχει μέσα του τέτοιες συγκρούσεις. Υπάρχει, όμως, μια ουσιαστική διαφορά, αν έρχονται σε σύγκρουση δύο πεποιθήσεις και συναισθήματα που βασίζονται στην πραγματικότητα, στις σχέσεις του ατόμου, ή αν ο άνθρωπος νιώθει ότι στη σύγκρουση αυτή κινδυνεύει η εσωτερική ανθρώπινη ύπαρξή του. Αυτό το τελευταίο δεν συμβαίνει ποτέ στον Λένιν. Ο Άμλετ λέει στον Οράτιο, με την έννοια του υψηλότερου εγκωμίου: «Ευτυχής εκείνος του οποίου το αίμα και η κρίση είναι τόσο καλά συγκερασμένα που δεν επιτρέπουν στη Μοίρα να παίξει στη φλογέρα της το σκοπό που τα δάχτυλά της θα ήθελαν να κάνουν ν’ ακουστεί». Αίμα και κρίση: τόσο η αντίθεσή τους όσο και η ενότητά τους απορρέουν μόνο σαν άμεσο γενικό θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης από τη βιολογική σφαίρα. Αναπτυγμένα στον συγκεκριμένο κόσμο, εκφράζουν και τα δύο το κοινωνικό Είναι του: την αρμονία ή την παραφωνία της θέσης του στην ιστορική στιγμή, και μάλιστα και θεωρητικά και πρακτικά. Αίμα και κρίση είναι σωστά συγκερασμένα στον Λένιν, γιατί η γνώση του για την κοινωνία στόχευε σε κάθε στιγμή στην κοινωνικά αναγκαία δράση για τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, γιατί η δράση του ήταν πάντοτε η αναγκαία συνέπεια του αθροίσματος και του συστήματος των συσσωρευμένων μέχρι τότε αληθινών γνώσεων.
Γι’ αυτό ο Λένιν παραμένει ξένος σε οτιδήποτε θα έμοιαζε έστω κι από μακριά με ναρκισσισμό. Καμιά επιτυχία δεν του φουσκώνει τα μυαλά, καμιά αποτυχία δεν τον αποκαρδιώνει. Αρνείται ότι μπορεί να υπάρξουν καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντιδράσει πρακτικά. Ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ανδρών που, στη ζωή τους πέτυχαν πάρα πολλά, τα ουσιαστικότερα. Ωστόσο, ή ακριβώς γι’ αυτό, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που να έχει εκφραστεί τόσο νηφάλια και χωρίς πάθος για τα πιθανά ή πραγματικά λάθη: «Ο έξυπνος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δεν κάνει κανένα λάθος. Τέτοια όντα δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν. Ο έξυπνος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν κάνει πάρα πολύ σοβαρά λάθη και ξέρει να τα διορθώνει γρήγορα, με ευκολία». Αυτή η εξαιρετικά πεζή αντίληψη για τις δυνατότητες της δράσης εκφράζει την ουσιαστική στάση του πιο ολοκληρωμένα απ’ ό,τι οποιαδήποτε παθιασμένη δήλωση. Η ζωή του είναι μια συνεχής δράση, μια αδιάκοπη πάλη σ’ έναν κόσμο όπου είναι βαθιά πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει καμιά αδιέξοδη κατάσταση, ούτε για εκείνον ούτε για τον αντίπαλο. Γι’ αυτό έχει σαν αρχή της ζωής, του να είναι πανέτοιμος για δράση, για σωστή δράση.
Η νηφάλια απλότητα του Λένιν άσκησε έτσι, τεράστια επίδραση στις μάζες. Σε αντίθεση και πάλι με τους μέχρι τότε μεγάλους επαναστάτες, είναι ένας ασύγκριτος ρήτορας, αλλά χωρίς να τον αγγίζει η σκιά της ρητορικής (εδώ επίσης ας αναλογιστούμε τους Λασάλ και Τρότσκι). Τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή του, ο Λένιν έχει βαθιά απέχθεια ενάντια σε κάθε κενή φρασεολογία, ενάντια σε κάθε κομπορρημοσύνη και κάθε υπερβολή. Όμως είναι πάλι χαρακτηριστικό ότι και αυτή η πολιτική, ανθρώπινη απέχθεια του κάθε «υπέρμετρου» αποκτά σ’ αυτόν μια αντικειμενική, φιλοσοφική θεμελίωση: «Γιατί κάθε αλήθεια […] μπορεί να μετατραπεί σε παραλογισμό αν την υπερβάλουμε, αν ξεπεράσουμε τα όρια της πραγματικής εγκυρότητάς της. Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε παραλογισμό».
Αυτό σημαίνει ότι και οι πιο γενικές φιλοσοφικές κατηγορίες δεν είχαν ποτέ γι’ αυτόν μια αφηρημένη θεωρητική γενικότητα, αλλά ότι μπορούσαν κάθε στιγμή να χρησιμεύσουν σαν φορέας για την πρακτική, για τη θεωρητική της προετοιμασία. Όταν στη διαμάχη για τα συνδικάτα πολέμησε την ερμαφρόδιτη και εκλεκτική άποψη του Μπουχάριν, στηρίχτηκε στην κατηγορία της συνολικότητας. Εφαρμόζει μ’ έναν πάρα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τη φιλοσοφική αυτή κατηγορία: «Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να συλλάβουμε και να εξετάσουμε όλες του τις όψεις, τις σχέσεις που διατηρεί μ’ άλλα αντικείμενα, τις “διασυνδέσεις” που υπάρχουν μεταξύ τους. Δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ ολότελα, ωστόσο αυτή η απαίτηση της ολότητας θα μας προφυλάξει απ’ τα λάθη και το σεκταρισμό». Είναι πολύ διδακτικό να δει κανείς πώς εδώ μια αφηρημένη φιλοσοφική κατηγορία, συμπληρωμένη από γνωσιολογικές επιφυλάξεις όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της, χρησιμεύει σαν επιταγή για τη σωστή δράση.
Αυτή η στάση του Λένιν γίνεται ακόμη πιο ευέλικτη στις συζητήσεις σχετικά με την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Αποτελεί σήμερα κοινοτοπία να πούμε πως είχε δίκιο στο επίπεδο της ρεαλιστικής πολιτικής ενάντια στους αριστερούς κομμουνιστές που με διεθνιστική θεμελίωση ζητούσαν την υποστήριξη της επερχόμενης γερμανικής επανάστασης, έναν επαναστατικό πόλεμο, και ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν γι’ αυτόν το λόγο την ύπαρξη της ρωσικής Δημοκρατίας των Σοβιέτ. Αυτή η σωστή πράξη στηριζόταν, ωστόσο, στον Λένιν, σε μια θεωρητικά βαθιά ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στο συνολικό προτσές της ανάπτυξης της επανάστασης. Η προτεραιότητα της παγκόσμιας επανάστασης σε σχέση με όλα τα επιμέρους γεγονότα, λέει, είναι μια πραγματική (και γι’ αυτό πρακτική) αλήθεια, «με τον όρο να μη χάνουμε απ’ τα μάτια μας τον μακρύ και δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλισμού». Αλλά εξετάζοντας τη θεωρητική κατάσταση, προσθέτει: «Κάθε αφηρημένη αλήθεια καταντάει κενή φράση όταν την εφαρμόζουμε σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατάσταση».
Η αλήθεια σαν θεμέλιο της πρακτικής και ο επαναστατικός λόγος διαφέρουν, επομένως, ανάλογα με το αν ανταποκρίνονται ή όχι θεωρητικά στην πραγματικότητα της κάθε φορά αναγκαίας και πιθανής επαναστατικής κατάστασης. Το πιο υψηλό αίσθημα, η πιο ανιδιοτελής αυταπάρνηση μετατρέπονται σε κενή φρασεολογία, όταν η θεωρητική ουσία της κατάστασης (εκείνο που την κάνει να είναι αυτό που είναι) δεν επιτρέπει πραγματική επαναστατική δράση. Δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε επιτυχής. Στην πρώτη επανάσταση μετά την αποτυχία της ένοπλης εξέγερσης της Μόσχας, ο Λένιν καταπολεμά με πάθος την άποψη του Πλεχάνοφ ότι «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα», γιατί κι αυτή η αποτυχία προωθούσε τις συνολικές διαδικασίες. Το να παίζεις με τις αναλογίες, το να συγχέεις το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, τα γεγονότα παγκόσμιας σημασίας με την επικαιρότητα, οδηγεί υποχρεωτικά στην κενή φρασεολογία. Όπως η σύγκριση ανάμεσα στη Γαλλία του 1792-93 και τη Ρωσία του 1918, που παρουσιαζόταν συχνά στη διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Και ακόμη, όταν μετά το πραξικόπημα του Καπ (1920) οι γερμανοί κομμουνιστές παρουσίασαν πολύ έξυπνες, αυτοκριτικές θέσεις σαν κατευθυντήρια γραμμή για την περίπτωση της επανάληψής του, ο Λένιν τους ρώτησε: «Μα πού στηρίζετε ότι η γερμανική αντίδραση θα επαναλάβει αυτό το πραξικόπημα;»
Για να μπορεί να δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Λένιν έκανε τη ζωή του μια αδιάκοπη διαδικασία μάθησης. Στα 1914, μετά την κήρυξη του πολέμου κι αφού γλίτωσε από διάφορες περιπέτειες με την αστυνομία, έφτασε στην Ελβετία. Αμέσως θεώρησε ότι το πρώτο του καθήκον ήταν να κάνει καλή χρήση αυτών των «διακοπών» και να μελετήσει τη Λογική του Χέγκελ. Ή πάλι, όταν μετά τα γεγονότα του Ιούλη του 1917 έμενε παράνομος στο σπίτι ενός εργάτη και τον άκουσε πριν από το φαγητό να εγκωμιάζει το ψωμί: «Τώρα δεν τολμούν να μας δώσουν πια άσχημο ψωμί». Ο Λένιν νιώθει έκπληξη και ικανοποίηση γι’ αυτή την «ταξική εκτίμηση των ημερών του Ιούλη». Αναλογίζεται τις δικές του περίπλοκες αναλύσεις αυτών των γεγονότων και των καθηκόντων που απορρέουν απ’ αυτές. «Σαν άνθρωπος που δεν είχε περάσει ποτέ του πείνα δεν είχα σκεφτεί το ψωμί… Μέσα από την πολιτική ανάλυση, αφού έχει ακολουθήσει έναν ασυνήθιστα περίπλοκο και συγκεχυμένο δρόμο, η σκέψη προσεγγίζει αυτό που είναι η βάση όλων, την ταξική πάλη για το ψωμί». Έτσι ο Λένιν μαθαίνει σ’ όλη του τη ζωή, παντού και πάντα, είτε από τη Λογική του Χέγκελ είτε από την κρίση ενός εργάτη για το ψωμί.
Η διαρκής μάθηση, η επιθυμία του να διδάσκεται πάντα για το καινούργιο από την πραγματικότητα, αποτελεί ουσιαστικό γνώρισμα της απόλυτης προτεραιότητας της πράξης στον τρόπο ζωής του Λένιν. Αυτό μόνο, αλλά ειδικότερα ο τρόπος της μάθησης δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν και όλους τους εμπειριστές και τους υποστηρικτές της «ρεαλιστικής πολιτικής». Γιατί δεν είναι μόνο με μια πολεμική και παιδαγωγική έννοια που ο Λένιν αναφέρεται στην ολότητα σαν βάση και κλίμακα, θέτει στον ίδιο του τον εαυτό πολύ πιο αυστηρές απαιτήσεις απ’ ό,τι στους οπαδούς του εκείνους, για τους οποίους τρέφει τη μεγαλύτερη εκτίμηση. Καθολικότητα, ολότητα και συγκεκριμένη μοναδικότητα αποτελούν αποφασιστικούς ορισμούς της πραγματικότητας, μέσα στην οποία πρέπει κανείς να δράσει. Η πραγματική αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε δράσης εξαρτάται λοιπόν από το βαθμό που πλησιάζει κανείς στη γνώση τους.
Φυσικά, η ιστορία μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις που αντιτίθενται στις μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωστές θεωρίες. Μπορεί μάλιστα να προκύψουν καταστάσεις που καθιστούν αδύνατη μια δράση σύμφωνα με τις αληθινές και αναγνωρισμένες σαν αληθινές αρχές. Ο Λένιν για παράδειγμα, πρόβλεψε σωστά πριν ακόμα από τον Οκτώβρη του 1917 ότι στην οικονομικά καθυστερημένη Ρωσία θα είναι αναγκαία μία μεταβατική μορφή του είδους της κατοπινής ΝΕΠ. Ο Λένιν υποτάχτηκε στην αναγκαιότητα των γεγονότων, δίχως να εγκαταλείψει τις θεωρητικές του πεποιθήσεις. Εφάρμοσε όσο το δυνατό καλύτερα ό,τι από τον «πολεμικό κομμουνισμό» επέβαλε κατάσταση, χωρίς να θεωρεί ούτε για μια στιγμή -όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του- τον πολεμικό κομμουνισμό σαν γνήσια μορφή μετάβασης στο σοσιαλισμό, με την ακλόνητη αποφασιστικότητα να επιστρέψει αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο και την ξένη επέμβαση στη θεωρητικά γνωστή γραμμή της ΝΕΠ. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρξε ούτε εμπειριστής ούτε δογματικός, αλλά ένας θεωρητικός της πράξης, ένας πρακτικός της θεωρίας.
Όπως ο τίτλος Τι να κάνουμε; είναι συμβολικός για όλη τη συγγραφική δραστηριότητα του Λένιν, έτσι και η βασική, η θεωρητική σκέψη αυτού του έργου, αποτελεί μια προκαταρκτική σύνθεση της συνολικής του κοσμοαντίληψης. Διαπιστώνει ότι ο αυθόρμητος ταξικός αγώνας των απεργιών, ακόμη κι όταν είναι σωστά και καλά οργανωμένες, δεν σπέρνει μέσα στο προλεταριάτο παρά μόνο σπόρους της ταξικής συνείδησης. Απομένει «η γνώση της ασυμφιλίωτης αντίφασης που αντιπαραθέτει τα συμφέροντά τους [τα συμφέροντα των εργατών —Γκ.Λ.] σ’ εκείνα του συνόλου του τωρινού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος». Κι εδώ ακόμη η ολότητα δίνει τη σωστή κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η ταξική συνείδηση για να γεννήσει μια επαναστατική πράξη: δίχως αναφορά στην ολότητα δεν υπάρχει ιστορικά σωστή πράξη. Αλλά η γνώση της ολότητας δεν είναι ποτέ αυθόρμητη. Πρέπει να μεταδοθεί «από τα έξω», δηλαδή θεωρητικά, σ ‘ εκείνους που δρουν.
Η κυρίαρχη υπεροχή της πράξης μόνο στη βάση μιας θεωρίας που έχει σαν στόχο την ολότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως ο Λένιν ξέρει πολύ καλά ότι η αντικειμενικά αναπτυγμένη ολότητα του Είναι είναι άπειρη και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει ποτέ αντιληπτή με ολοκληρωμένο τρόπο. Μοιάζει, λοιπόν, να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος από την απεραντοσύνη της γνώσης και από την πάντα επίκαιρη εντολή της άμεσης σωστής δράσης. Όμως, εκείνο που είναι αφηρημένα θεωρητικά άλυτο, μπορεί πρακτικά να κοπεί όπως ο γόρδιος δεσμός. Το μοναδικό σπαθί που είναι κατάλληλο γι’ αυτό είναι μια ανθρώπινη στάση που μόνο με τα λόγια του Σαίξπηρ μπορεί πάλι να φανεί σωστά: «Το παν είναι να είσαι πάντα σε ετοιμότητα». Ένα από τα πιο γόνιμα και χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Λένιν είναι ότι δεν έπαψε ποτέ να διδάσκεται θεωρητικά από την πραγματικότητα και ότι ταυτόχρονα ήταν πάντοτε έτοιμος να δράσει. Αυτό δείχνει έναν περίεργο, φαινομενικά παράδοξο τρόπο της θεωρητικής του στάσης: θεωρούσε ότι η μαθητεία του κοντά στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ τελειώσει, και ωστόσο ό,τι είχε κάνει κτήμα του με αυτόν τον τρόπο ήταν ταξινομημένο έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να δρα την οποιαδήποτε στιγμή.
Είχα την ευτυχία να είμαι μάρτυρας σε μια από τις πολλές στιγμές αυτού του είδους. Ήταν στο 1921. Συνεδρίαζε η τσέχικη επιτροπή του 3ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τα ζητήματα ήταν εξαιρετικά περίπλοκα, οι γνώμες δεν μπορούσαν να συνταιριαστούν. Ξαφνικά μπήκε ο Λένιν. Όλοι τον παρακάλεσαν να πει τη γνώμη του για τα τσέχικα προβλήματα. Αρνήθηκε. Είχε προσπαθήσει να μελετήσει καλά το υλικό. Έπειτα όμως είχαν παρουσιαστεί τόσο επείγουσες κρατικές υποθέσεις που δεν είχε μπορέσει παρά να ρίξει μια πρόχειρη ματιά στις δύο εφημερίδες που είχε χώσει στην τσέπη του σακακιού του. Μετά από πολλά παρακάλια δήλωσε έτοιμος να τους πει τουλάχιστον τις εντυπώσεις του από τα άρθρα των δύο εφημερίδων. Τις τράβηξε από την τσέπη του κι άρχισε να τις αναλύει, μ’ έναν καθόλου συστηματικό τρόπο, αυτοσχεδιάζοντας, αρχίζοντας από το κύριο άρθρο και τελειώνοντας με το νέα της ημέρας. Κι αυτή η σκιαγράφηση που έγινε στο πόδι υπήρξε η πιο βαθιά ανάλυση της κατάστασης που επικρατούσε τότε στην Τσεχοσλοβακία και των καθηκόντων του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Είναι αυτονόητο ότι σ’ αυτή την αλληλεπίδραση θεωρίας και πράξης, ο Λένιν σαν άνθρωπος πάντοτε έτοιμος για δράση, έδινε πάντα προτεραιότητα στην πράξη. Αυτό το έδειξε με λαμπρό τρόπο όταν τελείωνε το κορυφαίο θεωρητικό έργο του της πρώτης περιόδου της επανάστασης. Κράτος και Επανάσταση. Το έγραψε στην παρανομία, μετά τις ημέρες του Ιούλη, και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο για τις εμπειρίες από τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Η ανάπτυξη της επανάστασης δεν του άφησε το χρόνο. Στον επίλογο, ο Λένιν γράφει: «Είναι πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματοποιείς την “πείρα της επανάστασης”, παρά να γράφεις γι’ αυτήν». Πρόκειται γi’ αυτό που ειλικρινά σκεφτόταν. Ξέρουμε ότι προσπάθησε πάντοτε να συμπληρώσει αυτό το κενό. Αν δεν το κατόρθωσε, δεν φταίει γι’ αυτό ο ίδιος, αλλά η πορεία των γεγονότων.
Μια σημαντική μεταβολή της ανθρώπινης συμπεριφοράς τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ότι το ιδανικό του στωικού επικούρειου «σοφού» σημάδεψε πολύ έντονα τις ηθικοπολιτικοκοινωνικές μας αντιλήψεις, πολύ πιο πέρα από την πανεπιστημιακή φιλοσοφία. Αυτή η επίδραση ήταν ταυτόχρονα και εσωτερικός μετασχηματισμός: ο ενεργός-κρακτικός συντελεστής σ’ αυτό το πρότυπο ενισχύθηκε για να γίνει πολύ πιο σημαντικός απ’ ό,τι ήταν στην αρχαιότητα. Το γεγονός ότι ο Λένιν ήταν πάντοτε έτοιμος αποτελεί το τελευταίο, το μέχρι σήμερα ανώτερο και πιο σημαντικό στάδιο αυτής της ανάπτυξης. Το γεγονός ότι σήμερα, όπου η χειραγώγηση καταβροχθίζει την πράξη, η αποϊδεολογικοποίηση τη θεωρία, η πλειοψηφία των «ειδικών» δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη αυτό το ιδανικό, δεν είναι παρά ένα επεισόδιο μέσα στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Πέρα από τη σημασία των πράξεων και των έργων του, η μορφή του Λένιν, ενσαρκώνοντας την επιθυμία του να είναι πάντοτε έτοιμος, εκφράζει μια άφθαρτη αξία: αντιπροσωπεύει ένα νέο τύπο υποδειγματικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα.
Βουδαπέστη, Γενάρης 1967
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου