Διεργασιες ξενες για το λαο
«Ολοι μας, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μας καταβολές και τις διαφοροποιήσεις μας, οι δυνάμεις από τη ριζοσπαστική Αριστερά, οι σοσιαλιστές, οι σοσιαλδημοκράτες και οι οικολόγοι, έχουμε ένα κοινό πολιτικό συμφέρον και έναν κοινό στόχο: να αλλάξουμε την Ευρώπη (...) Η ΕΕ, όπως είναι σήμερα, δεν εμπνέει και δεν προσελκύει. Και η αδράνεια σημαίνει, αργά ή γρήγορα, κατάρρευση».
Με τα λόγια αυτά, ο Αλ. Τσίπρας, μιλώντας το βράδυ της Τετάρτης σε εκδήλωση της επονομαζόμενης «Προοδευτικής Συμμαχίας» που έχουν δημιουργήσει σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου ευρωβουλευτές της GUE, μαζί με Σοσιαλδημοκράτες και «Πράσινους», έδωσε το «στίγμα» των διεργασιών, αλλά και του «κοινού άξονα» γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι διεργασίες αναμόρφωσης της σάπιας σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και ευρύτερα του αστικού πολιτικού συστήματος σε επίπεδο ΕΕ, με την αντανάκλασή τους και στο εσωτερικό της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς η τέτοια κινητικότητα και ρευστότητα σε πολιτικό επίπεδο πυροδοτείται σε μια περίοδο που στο τραπέζι βρίσκονται τα διάφορα σενάρια για το μέλλον της ΕΕ, οι δηλώσεις για την ΕΕ, που «πρέπει να πάρει το μέλλον στα χέρια της», οι αντιπαραθέσεις για το ποια σχήματα είναι πιο ικανά να υπερασπιστούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μονοπωλίων της κάθε χώρας, αλλά και τα όποια κοινά συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων τόσο σε επίπεδο «αρχιτεκτονικής» της οικονομικής πολιτικής, όσο και σε άλλα επίπεδα, όπως π.χ. την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων, απέναντι σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι οι προτάσεις αυτές γίνονται σε μια περίοδο που πληθαίνουν οι επισημάνσεις από αστικά επιτελεία στο εσωτερικό της χώρας ότι «στο νέο ξεκίνημα της ΕΕ», που βρίσκεται στα σκαριά, «ο κίνδυνος για τη χώρα μας δεν είναι να βρεθεί στην ουρά αυτού του νέου ξεκινήματος, αλλά να είναι εντελώς απούσα», ή άλλες που βλέπουν το «παράθυρο ευκαιρίας» για την αστική τάξη της χώρας, μιλώντας για το ότι «η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να παίξει ρόλο στο νέο σκηνικό», αξιοποιώντας κατά βάση τα «γεωστρατηγικά της πλεονεκτήματα», «για να φτάσουμε όμως εκεί, θα πρέπει να διεκδικήσουμε και να εξασφαλίσουμε στρατηγικό ρόλο στον στενό πυρήνα της Ευρώπης».
Μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί πολύ καλύτερα να καταλάβει κανείς πόση σχέση έχουν με τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα οι εκκλήσεις όπως αυτές του πρωθυπουργού για σύμπραξη όλων των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας στη βάση της εναντίωσης στην «αυστηρή λιτότητα γερμανικής έμπνευσης», της απόρριψης των σεναρίων «πολλών ταχυτήτων» για το μέλλον της Ευρώπης και της προώθησης «της οικονομικής και κοινωνικής εμβάθυνσης» με μια «νέα δομή διακυβέρνησης», με «τον συντονισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο την ανάπτυξη» και με «την κατανομή των δημοσιονομικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ευρωομολόγων, και την πρόληψη του δημοσιονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού», αιτήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διεκδικούν για λογαριασμό των δικών τους μονοπωλίων οι ηγέτες μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών που είδαν την ψαλίδα της ανισομετρίας να ανοίγει σε βάρος των δικών τους αστικών τάξεων τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης και στη συνέχεια. Είναι αυτά τα συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τις διακηρύξεις περί «εκδημοκρατισμού» της ΕΕ και «μετατόπιση», όπως έγραφε χτες η «Αυγή», του «κέντρου βάρους από το Βερολίνο στις Βρυξέλλες».
Πάνω σε μια τέτοια βάση επιχειρείται και το ξέπλυμα της παλιάς και φθαρμένης σοσιαλδημοκρατίας, «μέσα από πολιτικές συμμαχίες και κοινωνικές διεργασίες που έχουν στο επίκεντρό τους την προσέγγιση των ευρωσοσιαλιστών με την ευρωαριστερά», όπως έλεγε πάλι η «Αυγή», αλλά και τα καλέσματα του Αλ. Τσίπρα στους σοσιαλδημοκράτες να «ξανάρθουν στον ίσιο δρόμο», «να αρθούν στο ύψος της δικής τους ιστορικής ευθύνης και να θέσουν ένα τέλος στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση», όπως βαφτίζεται η στρατηγική υποστήριξης των συμφερόντων των μονοπωλίων.
Οι διεργασίες αυτές έχουν την αντανάκλασή τους και στο εσωτερικό, στις προσπάθειες που γίνονται ώστε να διαμορφωθούν οι εναλλακτικές και τα σχήματα αστικής διαχείρισης για την «επόμενη μέρα» του κεφαλαίου, με τον Δ. Παπαδημούλη να δηλώνει την περασμένη Τετάρτη πως «αυτός ο διάλογος είναι επιβεβλημένος» και εντός Ελλάδας, γιατί «το ζητούμενο είναι να συζητήσουμε και να σχεδιάσουμε πώς θέλουμε να είναι η Ελλάδα μετά το τέλος των μνημονίων», και ότι πάνω σε αυτήν τη βάση «όσο πιο γρήγορα γίνει συνείδηση και στην Ελλάδα από τις δυνάμεις του Κέντρου, που είναι μικρές και πολυδιασπασμένες, ότι το βασικό δίλημμα των επόμενων εκλογών, που θα γίνουν το 2019, θα είναι ή μια προοδευτική και εναλλακτική λύση ή μια νεοφιλελεύθερη λύση της ΝΔ με μπόλικους ακροδεξιούς κόκκους, τόσο το καλύτερο».
Σενάριο, βέβαια, που σε αυτήν τη φάση συναντάει τα σχέδια της ΔΗΜΣΥ για συσπείρωση των δυνάμεων αυτών γύρω από το δικό τους σχέδιο, με τον Δ. Χατζησωκράτη να δηλώνει ενοχλημένος «με τον τρόπο που οι σύντροφοι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές στο PES αντιμετωπίζουν τον Αλ. Τσίπρα», προσθέτοντας πως «η αποδοχή, ή έστω η ανοχή, του PES στον Αλ. Τσίπρα καθιστά πολύ πιο δύσκολη τη δική μας αντιπαράθεση», αφού «δίνει τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ... να μας εγκαλεί».
Ετσι είτε αλλιώς, οι διεργασίες, οι ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές που διαμορφώνονται ξανά, οριοθετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, έχοντας ανάμεσα στα άλλα ως στόχο και τον εγκλωβισμό του λαού στα επόμενα σχήματα αστικής διαχείρισης. Ο σχετικός «διάλογος» είναι πέρα ως πέρα ξένος για τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα κι ως τέτοιος πρέπει να απορριφτεί απ' το λαό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου