"Αναπτυξιακή στρατηγική"...
Μια συνοπτική εικόνα της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2021», που συντάσσουν τα κυβερνητικά επιτελεία, παρουσιάζει η «Αυγή», επιβεβαιώνοντας αυτό που παραστατικά έγραφε ο «Ριζοσπάστης» την Κυριακή, ότι δηλαδή η «άνοιξη» της οικονομίας που λανσάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι «χειμώνας» διαρκείας για τα δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες του λαού. Στους στόχους της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής» ξεχωρίζουν οι εξής: «Να αυξηθεί η απασχόληση, να μειωθεί η μετανάστευση, να περιοριστεί η περαιτέρω μείωση του πληθυσμού της χώρας και να καταπολεμηθεί η ανεργία». Σύμφωνα με το σχέδιο, αυτά επιτυγχάνονται «με την αύξηση και την ποιοτική αναβάθμιση των επενδύσεων, ιδιαίτερα μάλιστα των Ξένων Αμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ), την παράλληλη αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την αξιοποίηση του εργαλείου των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), την αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και με αξιοποίηση του επί του παρόντος αργούντος ή πλημμελώς αξιοποιούμενου μέρους της και με την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας».
Και μόνο η παράθεση των στόχων που θέτει η κυβέρνηση για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάκαμψης της οικονομίας, «φωνάζει» ότι τίποτα καλό δεν έχει να περιμένει ο λαός. Αντίθετα, αναμένεται ένταση της επίθεσης σε όλα τα μέτωπα, όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει τον ταξικό - αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής της πίσω από κάλπικες εξαγγελίες για καταπολέμηση της ανεργίας και ανάσχεση της μετανάστευσης, ζητήματα που «καίνε» χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά και αντικειμενικά προσφέρονται για την καλλιέργεια προσδοκιών και αυταπατών. Ας τα πάρουμε όμως ένα ένα: Για την προσέλκυση επενδύσεων, και μάλιστα από συσσωρευμένα ξένα κεφάλαια, απαραίτητο είναι να διατηρηθεί η τιμή της εργατικής δύναμης στα σημερινά άθλια (και γι' αυτό ανταγωνιστικά) επίπεδα ή και να μειωθεί περισσότερο, να ανέβει η παραγωγικότητα, άρα να μεγαλώσει η εργασιακή εκμετάλλευση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διευρύνεται η ευελιξία στην αγορά εργασίας, κανένας από τους προηγούμενους αντεργατικούς νόμους δεν έχει καταργηθεί ενώ προστίθενται νέοι, η κυβέρνηση συζητάει σχέδιο καθορισμού του κατώτερου μισθού σε στενή συνάρτηση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την παραγωγικότητα της εργασίας και τη δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, όπως αυτές που περιγράφονταν σε πρόσφατο νομοσχέδιο που συζήτησε και ψήφισε η Βουλή.
Η αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σχετίζεται άμεσα με τα λεγόμενα κόκκινα δάνεια και τη ρύθμισή τους για τις επιχειρήσεις που θα κριθούν βιώσιμες, ενώ για τις υπόλοιπες θα στερέψει η κάνουλα και θα κλείσουν. Κάπως έτσι θα επιτευχθεί το «ξεκαθάρισμα» στην αγορά, ώστε η πίτα του τραπεζικού δανεισμού και των κρατικών προνομίων να διατίθεται πλέον σε λιγότερους. Εννοείται, βέβαια, ότι οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές θα χάσουν τη δουλειά τους, σε συνέχεια των απωλειών σε εισόδημα και δικαιώματα που είχαν έως τώρα, κάτω από τις απειλές και την πίεση της εργοδοσίας ότι πρέπει να βάλουν πλάτη για να σώσουν τη δουλειά τους. Θυμίζουμε ότι πρόσφατη μελέτη των τραπεζών για τον κλάδο της Χαλυβουργίας προβλέπει κλείσιμο εργοστασίων και μείωση της παραγωγής, που σημαίνει νέες απολύσεις, όταν σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου σαρώνουν σήμερα τα αντεργατικά μέτρα, έχουν γίνει εκατοντάδες απολύσεις, η εκ περιτροπής εργασία είναι καθεστώς και πάει λέγοντας. Οσο για το «επιχειρηματικό κλίμα» που λέει η κυβέρνηση, ο «αναπτυξιακός νόμος» που ψήφισε πέρυσι το καλοκαίρι και τα «αναπτυξιακά αντίμετρα» που συζητάει τελευταία είναι ενδεικτικά: Κρατικό χρήμα από τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα ως επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και προνόμια στο κεφάλαιο, μείωση των εργοδοτικών εισφορών, με νέες καταστροφικές συνέπειες για τα ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.
Το επόμενο μέτρο που προτείνει η κυβέρνηση είναι η αξιοποίηση του εργαλείου των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και η αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με ιδιωτικοποιήσεις. Πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους και το λαό. Οποια «λύση» κι αν επιλεγεί για την «αξιοποίηση» της κρατικής περιουσίας και την παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς σε τομείς όπου το κράτος διατηρεί ακόμα ενισχυμένες θέσεις, ο λαός είναι αυτός που πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώσει τα σπασμένα. Μάλιστα, τελευταία ακούγεται έντονα και δεν διαψεύδεται ότι η συζήτηση για αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις αφορά πρώτα και κύρια τις πρώην ΔΕΚΟ που βρίσκονται στη λίστα της «αξιοποίησης» με τη μια ή την άλλη μορφή και οι οποίες χρειάζεται να απαλλαγούν από πλεονάζον προσωπικό, ή από παλιότερους εργαζόμενους που κοστίζουν ακριβότερα από τους νέους συναδέλφους τους. Γράφτηκε, μάλιστα, η εκτίμηση ότι σ' αυτήν την κατηγορία βρίσκονται πρώην ΔΕΚΟ με 60.000 εργαζόμενους, που «μπαίνουν στην πρίζα», ανάλογα με τα επιχειρηματικά σχέδια των επίδοξων επενδυτών.
Στα παραπάνω έρχεται να «κολλήσει» και η ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας, την οποία για πολλούς λόγους στηρίζουν αναφανδόν το κεφάλαιο και η ΕΕ, κοροϊδεύοντας τους ανέργους και συνολικά το λαό ότι στο σημερινό σύστημα είναι δυνατόν να υπάρξει τομέας της οικονομίας έξω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Συμπερασματικά, αν σε κάτι συμβάλλει η δημοσιοποίηση του σχεδίου της κυβέρνησης για την «αναπτυξιακή στρατηγική», είναι ότι γίνονται πιο διακριτά το σύστημα και οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, επαληθεύοντας ότι δεν υπάρχει δρόμος ανάπτυξης που να υπηρετεί την κερδοφορία του κεφαλαίου και ταυτόχρονα τα λαϊκά δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου