René Maublanc - Ο μαρξισμός και η ελευθερία

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και του Πολίτη
(1789)
Το θέμα που καταπιάστηκα ν’ αναπτύξω είναι εξαιρετικά πλατύ, και παρουσιάζει πολλαπλές απόψεις. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις κυριότερες απόψεις και να δείξω γιατί ισχυρίζεται ο μαρξισμός πως δίνει συνολική λύση σ’ όλα μαζί τα προβλήματα της ελευθερίας, ενώ συχνά τα μελετούν ξεχωριστά στα διάφορα μέρη της φιλοσοφίας και τους δίνουν λύσεις λίγο πολύ άσχετες αναμεταξύ τους.
Άμα λέμε για έναν άνθρωπο πως δεν είναι ελεύθερος, δεν εννοούμε πάντα το ίδιο πράγμα. Το νόημα που δίνουμε στη φράση μας τούτη μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό. Λέμε για έναν άνθρωπο πως δεν είναι ελεύθερος, πρώτα άμα είναι φυλακισμένος. Το λέμε επίσης άμα τον απειλούν και δεν μπορεί να διαλέξει την απόφαση που πρέπει να πάρει, άμα π.χ. του βάζουν το πιστόλι στ’ αυτί. Την ίδια φράση τη λέμε ακόμη για ένα δούλο, ή για τον άνθρωπο που δεν έχει αστικά και πολιτικά δικαιώματα. Μπορούσαμε να την πούμε εδώ ως και λίγους μήνες πριν και για τις γυναίκες, όσο δεν είχαν πάρει ακόμα το δικαίωμα να ψηφίζουν. Λέμε επίσης πως δεν είναι ελεύθερος ο άνθρωπος που τον έχει κυριέψει ο θυμός, ή ένα άλλο πάθος, κι ακόμη για τον άνθρωπο που τρέμει το σκάνδαλο και φοβάται την κοινή γνώμη.
Με δυο λόγια, εκείνο που εμποδίζει τον άνθρωπο να είναι ελεύθερος, είναι κάθε τι που μπορεί να περιορίσει τη θέλησή του, καθε τι που μπορεί να τον βάλει κάτω από μια εξάρτηση. Από το σημείο τούτο δε μένει παρά ένα βήμα για να συμπεράνουμε πως ελευθερία θα πει απουσία κάθε καταναγκασμού, κάθε περιορισμού, μ’ άλλα λόγια πως ελευθερία είναι το δικαίωμα να κάνω ό,τι μ’ αρέσει. Μα η αντίληψη αυτή, χωρίς καμιά αμφιβολία, δεν είναι επαρκής, και δεν αντέχει στη βαθύτερη έρευνα.
Στη φιλοσοφία, όλες αυτές οι διαφορετικές σημασίες της λέξης «ελευθερία» συνοψίζονται, αποκρυσταλλώνονται, μπορούμε να πούμε, σε δυο έννοιες. Και αυτές είναι: από το ένα μέρος, η ψυχολογική ελευθερία, η ελευθερία της θέλησης, που το λέμε γενικά η αυτεξουσιότητα, και από το άλλο, η κοινωνική ελευθερία, η ελευθερία να δράσουμε μέσα στην κοινωνία, η ελευθερία απέναντι στις δημόσιες αρχές.
Η αυτεξουσιότητα, θα ήταν η δύναμη να ενεργεί ο άνθρωπος χωρίς κανενός είδους καθορισμό, η δημιουργική δύναμη να κάνει ό,τι του αρέσει χωρίς κανένα καθοριστικό λόγο, μέσα δηλαδή στις ίδιες συνθήκες να ενεργεί ή να μην ενεργεί, να κάνει τούτο ή να κάνει κάτι άλλο, χωρίς η θέλησή του να υπόκειται σε κανενός είδους αιτία.
Στη φιλοσοφία, λοιπόν, αυτές οι διαφορετικές έννοιες της λέξης «ελευθερία» είναι, προς τα μέσα ή προς τα έξω, η δύναμη να εκλέγουμε ανάμεσα σε πολλές μπορετές πράξεις, χωρίς η εκλογή μας να καθορίζεται από καμία αιτία. Την αντίληψη τούτη βλέπουμε από καιρό σε καιρό- σπανιότερα όμως απ’ ό,τι συνήθως λένε- να την προβάλλουν αρκετοί φιλόσοφοι, φυσικά με διαφορετική διατύπωση. Μα, είτε πρόκειται για τον Επίκουρο ή για τον Μπέρξον, είτε πρόκειται για τον Ντεκάρτ ή για τον Άγιο Θωμά, η ελευθερία της θέλησης είναι πάντα μια απόλυτη, ελεύθερη, δηλαδή, από κάθε καθοριστική αιτία, δύναμη, που φαντάζονται πως είναι δοσμένη σ’ όλους τους ανθρώπους από την ίδια την ανθρώπινη ποιότητά τους, και που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα, που, αυτά, δεν τα θεωρούν αυτεξούσια, γιατί η κάθε τους ενέργεια καθορίζεται από ορισμένη αιτία. Ο άνθρωπος λοιπόν- τούτο είναι ένα από τα προνόμιά του- θα ήταν ελεύθερος με τούτο το νόημα, πως θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς κανενός είδους καθοριστική αιτία.
Η κοινωνική ελευθερία φαίνεται, με την πρώτη ματιά, πως δεν έχει καμία σχέση με την ψυχολογική ελευθερία. Στη θεωρία του 18ου αιώνα, που αποκρυσταλλώθηκε στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», η κοινωνική ελευθερία θεωρείται δικαίωμα του ανθρώπου, δηλαδή, ένα δικαίωμα φυσικό, ιερό και απαράγραπτο. Είναι ένα δικαίωμα, αναπόσπαστο από την ανθρώπινη φύση, που, χωρίς αμφιβολία, το είχαν για πολύν καιρό αρνηθεί στους ανθρώπους, άδικα όμως, μα που αναγνωρίστηκε και διακηρύχτηκε επί τέλους στα 1789, και που πιστεύουν πως πραγματοποιήθηκε στα πολιτεύματα της αστικής δημοκρατίας.   
Άλλωστε, η κοινωνική αυτή ελευθερία εκφράζεται με διάφορες μορφές. Είναι η ελευθερία της σκέψης ή της συνείδησης, η ελευθερία του τύπου, η ελευθερία για συγκεντρώσεις, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (την οργάνωσης): και ακόμη, η ελευθερία του εμπορίου, η ελευθερία της βιομηχανίας, η ελευθερία της εργασίας, η ελευθερία να κατέχουμε- το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως την ονομάζουν- καθώς και η ελευθερία να κάνουμε διαθήκη. Η κοινωνική ελευθερία θα ήταν λοιπόν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, συνυφασμένο με την ανθρώπινη προσωπικότητα, ένα δικαίωμα που πρέπει να το έχει όλος ο κόσμος και που δεν περιορίζεται στον καθένα μας, παρά από την ελευθερία των άλλων. Και πραγματικά, την κοινωνική ελευθερία δεν τη στοχάστηκαν αναρχική. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του ανθρώπου «ελευθερία θα πει να μπορείς να κάνεις κάθε τι, που δε βλάφτει τον άλλο».
Ανάμεσα στην ελευθερία της θέλησης και σ’ αυτή την ελευθερία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δε φαίνεται να υπάρχουν καλά καθορισμένες και ξεκαθαρισμένες σχέσεις. Και τούτο γίνεται, επειδή πραγματικά τα προβλήματα εξετάστηκαν ολότελα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, χωρίς κανενός είδους συνάρτηση αναμεταξύ τους, συχνά μάλιστα λύθηκαν με διαφορετική έννοια. Έτσι μπορεί κανείς μια χαρά να αρνιέται την ελευθερία της θέλησης και παράλληλα να παραδέχεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία του μέσα στην κοινωνία. Όμως υπάρχουν πολύ περισσότερες σχέσεις απ’ ό,τι πιστεύουν ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες.
Και πρώτα απ’ όλα υπάρχει, όπως το διαπιστώσατε ύστερα απ’ όσα είπα, η κοινή αυτή αντίληψη πως και στις δύο περιπτώσεις, η ελευθερία θεωρείται χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου, δικαίωμα δοσμένο από την ίδια την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Το δικαίωμα τούτο μπορεί λίγο πολύ να το αναγνωρίζουν ή να το παραγνωρίζουν σε μια κάποια κοινωνία, όμως είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Ε, λοιπόν, ο μαρξισμός με την κριτική του χτυπάει ταυτόχρονα και τις δυο αυτές έννοιες, και την ψυχολογική και κοινωνική ελευθερία και υποστηρίζει πως βλέπει, και στη μια και στην άλλη, μια λαθεμένη ερμηνεία, μια αυταπάτη ή έναν «εμπαιγμό» ή, όπως το λέει ο Μαρξ, μια «τρέλα» του ανθρώπου. Όχι βέβαια πως η ελευθερία δεν είναι μια ανθρώπινη αξία, παρά, όπως θα προσπαθήσω να σας το αποδείξω, με το νόημα, πως η ελευθερία δεν είναι πραγματικό γεγονός. Η ελευθερία είναι ένα ιδανικό, που πρόκειται να το πραγματοποιήσει ο άνθρωπος σιγά-σιγά, γιατί και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η φυσική πραγματικότητα είναι η εξάρτηση, η σκλαβιά, και η ελευθερία είναι η προσπάθεια να λυτρωθεί ο άνθρωπος από τη σκλαβιά και να πραγματοποιήσει βαθμιαία μια ανώτερη κατάσταση.
***
Μπαρούχ Σπινόζα
Σχετικά με την ελευθερία της θέλησης, ο μαρξισμός δεν προσφέρει τίποτε καινούργιο, γιατί η κριτική για την ελευθερία της θέλησης έχει γίνει από πάρα πολύ καιρό, από αρκετούς αιώνες, και από πάρα πολλούς φιλοσόφους. Είναι, μπορούμε να πούμε, κοινοτοπία για τη φιλοσοφία, να διακηρύχνουμε, πως η ελευθερία της θέλησης είναι αυταπάτη, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει τη δύναμη να κάνει χωρίς αιτία ό,τι του αρέσει, πως η ανθρώπινη θέληση είναι υποταγμένη σε αυστηρό ντετερμινισμό, σε αυστηρή αιτιοκρατία, στην ίδια αιτιοκρατία που υπάρχει μέσα στη φύση, και που κατά συνέπεια, αντί να είναι η ανθρώπινη θέληση ένα είδος θαύμα ιντετερμινισμού, που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να κάνει ό,τι του αρέσει μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες, αντίθετα, αληθινή ελευθερία της ανθρώπινης θέλησης θα πει να γνωρίσουμε τους νόμους της ανθρώπινης φύσης, τους νόμους του ανθρώπινου χαρακτήρα, τους νόμους της ανθρώπινης θέλησης, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τις εξαρτήσεις και τη δουλεία αυτής της ανθρώπινης φύσης και να μάθουμε να χρησιμοποιούμε την αιτιοκρατία, για να λυτρωθούμε απ’ αυτές.
Την αντίληψη τούτη τη βρίσκουμε και την ξαναβρίσκουμε σε αρκετούς μεγάλους φιλοσόφους, ιδιαίτερα στο Σπινόζα στο 17ο αιώνα, που τη διατύπωσε με τρόπο αλησμόνητο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σπινόζα, που συχνά την αναφέρουν, η ανθρώπινη δραστηριότητα ελευθερώνεται αληθινά, άμα αποχτήσει συνείδηση της σκλαβιάς της. Είναι μια αντίληψη, που από τότε πέρασε σταθερά στη φιλοσοφία: Δεν υπάρχει αληθινή ελευθερία του πνεύματος, παρά επειδή υπάρχουν νόμοι, αιτίες και συνακόλουθα αποτελέσματα μέσα στη φύση. Επειδή υπάρχουν νόμοι στον ανθρώπινο χαρακτήρα, μόνο γι’ αυτό μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει να τροποποιήσει τον χαρακτήρα του, χρησιμοποιώντας τους νόμους αυτούς. Την αντίληψη τούτη οι μαρξιστές την ξαναπήρανε στα χέρια τους από το Σπινόζα, το Λάιμπιντς και ιδιαίτερα από το Χέγκελ. Ο Χέγκελ π.χ. χρησιμοποιούσε τούτη τη διατύπωση: Δίχως αμφιβολία, έλεγε, οι ανθρώπινες πράξεις είναι υποταγμένες στην αναγκαιότητα, ερμηνεύονται και καθορίζονται από αιτίες, είναι όλες αιτιοκρατημένες, μα, πρόσθετε, «η αναγκαιότητα είναι τυφλή, μόνο τόσο, όσο δεν την έχουμε κατανοήσει». Στο βαθμό, αντίθετα, που ο άνθρωπος γνωρίζει τις αναγκαιότητες, όσο δηλαδή καλύτερα γνωρίζει τους νόμους που κυβερνούν τα πάθη του, τους νόμους της θέλησής του, τόσο περισσότερο μπορεί να μαθαίνει να τους χρησιμοποιεί για ωφέλειά του, τόσο περισσότερο μπορεί να μαθαίνει να μεταβάλλει τον εαυτό του, να αναμορφώνει τον χαρακτήρα του, τόσο περισσότερο, λοιπόν, μπορεί να μαθαίνει να είναι ελεύθερος. Έτσι, η ελευθερία της ανθρώπινης θέλησης δεν είναι κάτι που το κατέχει ο άνθρωπος από πριν, δεν είναι μια ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει ελευθερία προκαταβολική, παρά υπάρχει ένα είδος αργή και βαθμιαία απελευθέρωση του ανθρώπου, στο βαθμό που μαθαίνει να χρησιμοποιεί τους νόμους της φύσης του. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος επειδή είναι άνθρωπος. Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ελεύθερος, στο βαθμό που αναπτύσσει τη γνώση και το λογικό του. Και αν μπορούσε να είναι ολοκληρωτικά λογικός, αν μπορούσε δηλαδή να καθοδηγεί όλες του τις πράξεις με ελατήρια λογικά, και όχι με κίνητρα αψιθυμικά, άλλο τόσο θα μπορούσε να είναι ελεύθερος, και ολοένα περισσότερο ελεύθερος. Ένας άνθρωπος με παράφορη ιδιοσυγκρασία, που εύκολα θυμώνει, αν δε γνωρίζει το θυμό του, αν δεν προφυλάγεται, θα γίνει δούλος του θυμού του, και οι πράξεις του, αντί να κυριαρχούνται από το λογικό του, θα κυριαρχούνται από το πάθος του. Όσο καλύτερα ξέρει πως είναι θυμωμένος, όσο καλύτερα ξέρει πως είναι κυριευμένος από το πάθος του, όσο περισσότερο θα μπορέσει να αποφύγει να θυμώνει, άλλο τόσο θα κατορθώσει σιγά-σιγά να λυτρωθεί από τη σκλαβιά του θυμού του. Έτσι, όσο καλύτερα γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, τόσο περισσότερο κατορθώνει να απελευθερώνεται. Ελεύθερος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που ξέρει να χρησιμοποιεί το λογικό του.
***
Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Xέγκελ
Μα, όπως μπορεί ο άνθρωπος να εξουσιάσει και να κυριαρχήσει την εσωτερική σκλαβιά των παθών του, το ίδιο μπορεί να κυριαρχήσει και τη λογής-λογής σκλαβιά του από την εξωτερική φύση. Ο άνθρωπος εξαρτιέται από τη φύση και δεν μπορεί να μην εξαρτιέται. Και ονομάζω εδώ φύση τους νόμους του εξωτερικού κόσμου, τους νόμους τους φυσικούς, τους νόμους τους χημικούς, τους νόμους τους φυσιολογικούς. Εξαρτιέται ο άνθρωπος από τους νόμους αυτούς στο μέτρο που δεν τους γνωρίζει. Μα άμα φτάσει να τους γνωρίσει, κατορθώνει και να λυτρωθεί από την εξάρτησή τους, και όχι μονάχα να λυτρωθεί, παρά και να τους εξουσιάζει και να τους χρησιμοποιεί για το καλό του. Αυτή είναι η αντίληψη και ολόκληρης της σύγχρονης επιστήμης, που στηρίζεται στη γνώση των νόμων του εξωτερικού κόσμου, για να μπορεί να τους χρησιμοποιεί και να κυριαρχεί τον κόσμο αυτόν. Η παλιά διατύπωση του Bacon είναι η βάση ολόκληρης της σύγχρονης επιστήμης: «Δεν εξουσιάζουμε τη φύση, παρά υπακούοντάς την». Γνωρίζοντας τους νόμους της φύσης και χρησιμοποιώντας τους, και όχι επαναστατώντας εναντίον τους, κατορθώνουμε να λυτρωθούμε από την κυριαρχία τους. Κυριαρχούμε τον κεραυνό, άμα ξέρουμε να τον κάνουμε ακίνδυνο με το αλεξικέραυνο. Κυριαρχούμε τον ηλεκτρισμό, χρησιμοποιώντας τον για φωτισμό. Όσο καλύτερα γνωρίζουμε τους νόμους, όσο καλύτερα ξέρουμε να τους χρησιμοποιήσουμε, τόσο περισσότερο απολυτρωνόμαστε από την κυριαρχία τους.
Και η αντίληψη τούτη δεν είναι ούτε αυτή καθαρά μαρξιστική. Μα- και τούτο είναι, νομίζω, πολύ σπουδαιότερο- ο μαρξισμός εφάρμοσε την αντίληψη αυτή όχι μονάχα στον τομέα της εσωτερικής ζωής, στη θέληση και στα πάθη, όχι μονάχα στον τομέα της εξωτερικής φύσης, στους φυσικοχημικούς νόμους, παρά και στους νόμους της κοινωνικής ζωής. Πράγματι, την ανθρώπινη κοινωνία την αντικρίζουμε με τον ίδιο τρόπο που αντικρίζουμε και τα φυσικά φαινόμενα. Στα μάτια μας η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια πραγματικότητα, που μας προβάλλει αντίσταση, και δε θα μπορέσουμε να την σπάσουμε την αντίστασή της, παρά μόνον άμα θα την έχουμε καλά μελετήσει και ξέρουμε να χρησιμοποιήσουμε τους νόμους της. Η αντίληψη τούτη είναι πολύ νεότερη στην ιστορία της φιλοσοφίας από τις προηγούμενες. Πράγματι, από πάρα πολύ παλιά χρόνια είχαν παρατηρήσει πως δε μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν την εξωτερική φύση. Είναι ολοφάνερο, πως τα φυσικά φαινόμενα, ο άνεμος, ο κεραυνός και όλα τα άλλα φυσικά φαινόμενα, παρουσιάστηκαν πάντοτε στα μάτια των ανθρώπων σαν ξένες δυνάμεις που τους κυριαρχούσαν και που έπρεπε να τις λογαριάζουν. Για τις ανθρώπινες όμως κοινωνίες, είχαν για πολύν καιρό πιστέψει οι άνθρωποι πως ήσαν πραγματικά δική τους υπόθεση και πως μπορούσαν να τις κάνουν αδίσταχτα ό,τι ήθελαν. Γιατί η κοινωνία είναι η κοινή θέληση των ανθρώπων που την αποτελούν και που επιδιώκουν να χτίσουν το ιδανικό τους. Τις ανθρώπινες αυτές κοινωνίες εμείς τις φτιάχνουμε. Φυσικό λοιπόν να μη θέλουμε να τις θεωρούμε ξένες δυνάμεις, αδιάφορες στις ιδιοτροπίες μας ή ανυπάκουες στη θέλησή μας. Έτσι για πολύν καιρό, στη θέση της κοινωνιολογίας, αντί δηλαδή να μελετήσουν την κοινωνική ζωή, έπλαθαν ουτοπικά κατασκευάσματα, πρότειναν διάφορα σχέδια για την ιδανική πολιτεία, με τη φανταστική πεποίθηση πως «από τη στιγμή που πιστεύουμε πως θα γίνει καλύτερη με τούτον ή εκείνον τον τρόπο, δε χρειάζεται τίποτε άλλο, παρά να την πραγματοποιήσουμε έτσι όπως τη θέλουμε». Βλέπουμε λοιπόν τους ουτοπιστές να πλάθουν μεγαλόπρεπα σχέδια στο χαρτί, με την πεποίθηση πως η πραγματοποίησή τους εξαρτιέται πια μόνο από μας.
Μα η πείρα έδειξε πως η πραγματοποίησή τους δεν εξαρτιέται μονάχα από μας. Παρατήρησαν πως η κοινωνία μάς αντιστέκεται, αντιστέκεται στη θέλησή μας, στην προσπάθειά μας, όπως αντιστέκονται και τα φαινόμενα της εξωτερικής φύσης. Δεν αρκεί, βέβαια, να θέλουμε να είναι ωραίος ο καιρός, για να λάμψει ο ήλιος. Το ίδιο δεν αρκεί να θέλουμε να είναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι, για να σταματήσουν οι πόλεμοι και να λείψει η εξαθλίωση. Να πούμε «όχι, δεν θέλουμε να ξαναγίνει πόλεμος» είναι τόσο λίγο δραστικό, όσο είναι και το να πούμε στον κεραυνό ή στην πανούκλα, όχι, εξαφανιστείτε, δε σας θέλουμε. Η ανθρώπινη κοινωνία, απαράλλαχτα όπως και η εξωτερική φύση, υπακούει σε νόμους. Για να μπορέσουμε ν’ αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει πρώτα να τη γνωρίσουμε, πρέπει να μελετήσουμε τους νόμους της. Αν υπάρχουν λοιπόν νόμοι της ανθρώπινης κοινωνίας, οι νόμοι τούτοι δεν είναι πια, όπως δεν είναι και οι νόμοι της ανθρώπινης θέλησης, καθώς και οι νόμοι της εξωτερικής φύσης, εμπόδιο, κώλυμα στην ενέργειά μας, στην απελευθέρωσή μας. Το αντίθετο είναι σωστό. Από τη στιγμή που παραδεχόμαστε – και πώς να μην το παραδεχτούμε; – πως δεν αρκεί να θέλουμε μια δίκαιη κοινωνία, για να πετύχουμε να την πραγματοποιήσουμε, μ’ άλλα λόγια πως η κοινωνική ζωή δεν υπακούει στη θέλησή μας, δεν μπορούμε να επενεργήσουμε επάνω της, παρά μόνο αν υπάρχει κανονική τάξη, αναγκαία διαδοχή στα κοινωνικά φαινόμενα, γιατί αυτή μας επιτρέπει να προβλέψουμε με όλη τη βεβαιότητα, τι θα γίνει μέσα σε τούτες ή σε κείνες τις συνθήκες. Να ένα απόσπασμα του Φρειδερίκου Ένγκελς, που φωτίζει πολύ καλά την αντίληψη τούτη:
«Ο Χέγκελ είναι ο πρώτος που διατύπωσε με ακριβολογία τη σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και στην αναγκαιότητα. Για τον Χέγκελ, ελευθερία θα πει να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα. «Η αναγκαιότητα είναι τυφλή μόνον τόσο, όσο δεν την έχουμε κατανοήσει». Η ελευθερία δεν συνίσταται στο όνειρο της ανεξάρτητης από τους φυσικούς νόμους δράσης, αλλά στη γνώση των νόμων τούτων, για να έχουμε έτσι τη δυνατότητα να τους κάνουμε να δράσουν συστηματικά για καθορισμένους σκοπούς. Και τούτο ισχύει και για τους νόμους του εξωτερικού κόσμου, καθώς και για τους νόμους που κυβερνούν τη σωματική και πνευματική ύπαρξη του ανθρώπου. Η ελευθερία, λοιπόν, είναι η κυριαρχία μας στον ίδιο τον εαυτό μας και στον εξωτερικό κόσμο, η θεμελιωμένη στη γνώση των νόμων της φύσης. Ώστε είναι αναγκαστικά παράγωγο της ιστορικής εξέλιξης»(1).
Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους νόμους της κοινωνικής ζωής και τους νόμους της φυσικής, λέει αλλού ο Ένγκελς:
«επειδή μέσα στην κοινωνία δρουν άνθρωποι που σκέφτονται και έχουν συνείδηση» τούτο δεν είναι αρκετός λόγος για να υπάρχει ουσιαστική διαφορά· «Η διαφορά θα ήταν ουσιαστική, μόνο αν οι άνθρωποι δρούσαν πραγματικά σύμφωνα με τις επιθυμίες τους».
Οι άνθρωποι, βέβαια, σκέφτονται και έχουν συνείδηση, άμα ενεργούν μέσα στην κοινωνία. Δεν κάνουν όμως πάντοτε εκείνο που θέλουν, και το αποτέλεσμα από τη δράση τους είναι γενικά ολότελα διαφορετικό από κείνο που θέλησαν. Να γιατί τα ιστορικά γεγονότα μάς φαίνονται πως τα κυβερνάει η τύχη. Η τύχη, που είναι όμως η αλληλουχία από άγνωστους νόμους, και όχι κάποια ιδιότροπη δύναμη. Έτσι, όσο καλύτερα θα ξέρουν οι άνθρωποι ποιες είναι οι συνέπειες από τις πράξεις τους, ποιοι είναι λοιπόν οι νόμοι της κοινωνίας, τόσο περισσότερο θα μπορούν πραγματικά να κάνουν εκείνο που θέλουν. Θα μπορέσουν τότε να λυτρωθούν από τις κοινωνικές αυτές δυνάμεις (2).
Ως εδώ λοιπόν οι άνθρωποι ήσαν πραγματικά δούλοι της κοινωνικής ζωής, όπως και ήσαν δούλοι και στα πάθη τους, όπως και στους νόμους της φύσης· δούλοι στην εξωτερικοί φύση, δούλοι των εσωτερικών τους παθών, δούλοι ακόμη και των ίδιων των κοινωνιών, που είχαν την αυταπάτη να πιστεύουν πως τις διευθύνουν αυτοί, ενώ πραγματικά διευθύνονται μόνες τους, σύμφωνα με τους δικούς τους ιδιαίτερους νόμους, περιγελώντας τα σχέδιά τους, και τις επιθυμίες τους.
Ε, λοιπόν! Η Επιστήμη της κοινωνίας, ο ιστορικός δηλαδή υλισμός, επιτρέπει στους ανθρώπους να λυτρωθούν επίσης και από τις κοινωνικές αυτές αναγκαιότητες, που τους κατάθλιβαν ως τώρα, μόνο και μόνο επειδή δεν τις γνώριζαν. Ο άνθρωπος πρέπει να λυτρωθεί ταυτόχρονα από όλων των ειδών τις υποταγές. Να ακόμα ένα απόσπασμα του Ένγκελς, όπου εκφράζεται καθαρά τούτη η αντίληψη: Όταν πάρει, τονίζει, ο άνθρωπος πραγματικά στην κατοχή του τα μέσα της κοινωνικής παραγωγής, από τη στιγμή αυτή η πάλη του εναντίον σε όλων των ειδών τις φυσικές υποταγές τού δίνει τη νίκη:
«Μόνο από τη στιγμή αυτή θα μπορούμε να πούμε, κατά κάποιο τρόπο, πως ο άνθρωπος βγήκε οριστικά από το βασίλειο των ζώων. Θα έχει τότε ανταλλάξει τις ζωώδικες συνθήκες ύπαρξης, που στο σύνολό τους κυριαρχούσαν τότε τους ανθρώπους, θα υποταχτούν τώρα στον έλεγχό τους. Τη στιγμή που θα γίνουν κυρίαρχοι στη δική τους κοινωνική οργάνωση, θα γίνουν, για τον ίδιο τούτο λόγο, για πρώτη φορά πραγματικοί συνειδητοί κυρίαρχοι της φύσης. Οι νόμοι, που κυβερνούν τη δική τους κοινωνική δράση, επιβάλλονταν ως τώρα στους ανθρώπους, σαν αμείλιχτοι νόμοι φύσης, που εξασκούσαν επάνω τους ξενική κυριαρχία. Από δω όμως και πέρα, οι άνθρωποι θα τους εφαρμόζουν με βαθιά γνώση της αιτιότητας, και για το λόγο τούτο θα τους δαμάζουν. Η μορφή που θα παίρνει η κοινωνική τους οργάνωση – μορφή ως τώρα, σα να πούμε, επιβεβλημένη από τη φύση και την ιστορία – θα είναι τώρα το έργο της δικής τους ελεύθερης πρωτοβουλίας. Οι αντικειμενικές δυνάμεις, που ως τώρα διεύθυναν την ιστορία, από τη στιγμή αυτή θα περάσουν κάτω από τον έλεγχο των ανθρώπων. Και μόνο από τη στιγμή αυτή θα είναι οι ίδιοι άνθρωποι δημιουργοί της ιστορίας τους, γιατί θα έχουν βαθιά συνείδηση του τι θέλουν να κάνουν, και θα ξέρουν, πως οι κοινωνικές αιτίες, που οι ίδιοι θα κινητοποιήσουν, θα παράγουν ολοένα και περισσότερο τα θελημένα αποτελέσματα. Η ανθρωπότητα θα βγει επιτέλους από το βασίλειο της ανάγκης, γα να μπει στο βασίλειο της ελευθερίας»(3).
Για να περάσουμε λοιπόν από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας, αρκεί να πάρουμε την πρεπούμενη γνώση για όλους τους νόμους της φύσης, για τη φυσική, για την ψυχολογική και για την κοινωνική αιτιοκρατία και όσο η επιστήμη δεν έχει ανέβει σε μια ορισμένη βαθμίδα, είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή ελευθερία.
***
Φρίντριχ Ένγκελς
Όμως, πριν ακόμα φτάσουν οι άνθρωποι στο σημείο αυτό, είχαν την ιδέα πως είναι ελεύθεροι μέσα στην κοινωνία. Ξαναγυρίζω έτσι στην έννοια της κοινωνικής ελευθερίας που ανέφερα με λίγα λόγια στην αρχή. Τι ονόμασαν οι άνθρωποι ως τώρα ελευθερία μέσα στην κοινωνία; Πρόκειται για το ότι οι άνθρωποι μέσα στην πορεία της ιστορίας των κοινωνιών, οι άνθρωποι προόδευσαν σιγά-σιγά, στο βαθμό που η επιστήμη και η τεχνική τους άρχιζαν να τους δίνουν κάποια εξουσία επάνω στη φύση, τους επέτρεπε να ζουν μια ζωή λιγότερο υποταγμένη στις φυσικές αναγκαιότητες, να ζουν δηλαδή λίγο πιο ελεύθεροι. Δεν ήταν όμως αρκετή, για να μπορούν όλοι οι άνθρωποι να έχουν την ελάχιστη αυτή ελευθερία απέναντι στην υποταγή τους στη φύση. Αυτή είναι η ουσιαστική αιτία, που δημιουργήθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Μπορούμε να υποθέσουμε πως στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος ήταν ένα ανίσχυρο ζώο, υποχρεωμένο να είναι ολοκληρωτικά υποταγμένο στη σκλαβιά του στη φύση. Με την πρόοδο όμως του πολιτισμού έφτασε η στιγμή που οι άνθρωποι έφτιαξαν τα πρώτα εργαλεία, κι αυτά τους έδωσαν μια κάποια δύναμη, μια κάποια εξουσία επάνω στη φύση, και τους επέτρεψαν να αποχτήσουν κάπως καλύτερη θέση και κάποια περισσότερη ανεξαρτησία μέσα στον κόσμο. Μα τη στιγμή εκείνη δεν μπόρεσαν να ελευθερωθούν γενικά όλοι οι άνθρωποι. Μονάχα λιγοστοί. Η στιγμή αυτή είναι η αρχή του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις. Μερικοί μόνον άνθρωποι μπορούσαν να είναι λυτρωμένοι, με τον απαραίτητο όρο να εξακολουθεί η πλατιά μάζα να δουλεύει για αυτούς. Και δεν είναι τυχαίο, που αυτούς τους λίγους τους ονόμασαν «ελεύθερους ανθρώπους», ενώ οι άλλοι οι πολλοί εξακολουθούσαν να είναι οι δούλοι.
Τι ήταν λοιπόν τη στιγμή εκείνη η ελευθερία; Ακόμη και η ονομασία «ελεύθεροι άνθρωποι» σε αντιδιαστολή με τους «δούλους» το δείχνει. Η ελευθερία είναι ένα ταξικό προνόμιο. Πρέπει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, οι δούλοι, και αργότερα οι δουλοπάροικοι να είναι αφοσιωμένοι στην αγγαρεία της άμεσα παραγωγικής εργασίας, για να μπορούν ένας μικρός αριθμός προνομιούχοι ελεύθεροι από την εργασία αυτή, ν’ αφιερώσουν τον ελεύθερο καιρό τους στην ανάπτυξη των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών (4). Ο χωρισμός αυτός της κοινωνίας σε τάξεις – πρώτοι οι μαρξιστές αναγνώρισαν τη σημασία του – υπήρξε ο απαραίτητος όρος για την άνοδο του πολιτισμού και την κοινωνική πρόοδο. Μόνον επειδή υπήρξε μια τάξη λυτρωμένη από τις δουλικές εργασίες, μπόρεσε να προοδεύσει ο πολιτισμός. Με τη διαφορά όμως, πως η ελευθερία αυτή είναι περιορισμένη σε πάρα πολύ λίγους ανθρώπους, που, φυσικά, νιώθουν τον πειρασμό να πιστέψουν, πως μονάχα αυτοί είναι άξιοι να την απολαύσουν. Στην ιστορία παρουσιάζεται η ελευθερία αυτή με διάφορες μορφές. Στην αρχαιότητα η ελευθερία βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τη δουλειά, στο φεουδαρχισμό έχουμε τη φεουδαρχική ελευθερία, την ελευθερία του φεουδάρχη σε αντιδιαστολή με τους δουλοπάροικους.
Πρόκειται τώρα να εξακριβώσουμε αν αυτό που ονομάζουν σήμερα ελευθερία, δεν είναι πολύ συχνά, παρά υπόλοιπο από τα παλιά προνόμια των κυρίαρχων τάξεων, από τις παλιές εκείνες ελευθερίες, τις θεμελιωμένες επάνω στην ανισότητα των ανθρώπων.
***
Καρλ Μαρξ
Και όμως, να που στον 18ο αιώνα εμφανίζεται μια άλλη έννοια της ελευθερίας θεμελιωμένη αντίθετα στην ισότητα των ανθρώπων. Εμφανίζεται με το όνομα «Δικαίωμα του Ανθρώπου».
Πώς εξηγείται αυτό; Με την ανάπτυξη του πολιτισμού, και με την πρόοδο στις επιστήμες και την τεχνική αφήνονταν να διαφαίνεται κιόλας μια κοινωνική κατάσταση, όπου δε θα ήταν πια ανάγκη να υπάρχουν άνθρωποι που θα δουλεύουν για τους άλλους. Μα όπου η παραγωγή θα ήταν αρκετά πλατιά, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, και έτσι θα τους λύτρωνε όλους από τη σκλαβιά, θα τους επέτρεπε δηλαδή να φτάσουν στην προνομιούχο εκείνη ελευθερία που είχαν ως τότε χτήμα τους μερικοί μόνον απ’ αυτούς. Πιο καθαρά ακόμη: Η ελευθερία αυτή με το νόημα «δικαίωμα του ανθρώπου» παρουσιαζόταν σε μια ανάγκη μιας κατώτερης ως τότε κοινωνικής τάξης, που ένιωθε όμως τον εαυτό της ικανό να πάρει η ίδια στα χέρια της τη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων, και διαμαρτυρόταν για τις σφετερισμένες ελευθερίες από την προνομιούχα τάξη, ελευθερίες που τις θεωρούσε καθαρό σφετερισμό και ασυμβίβαστες με την τοτινή κατάσταση της κοινωνικής προόδου. Η ελευθερία λοιπόν με την καινούργια μορφή της ήταν τότε μια διεκδίκηση, που πρόβαλε η αστική τάξη, ώριμη πια να ανεβεί στην εξουσία, εναντίον στις σφετερισμένες ελευθερίες, που τις θεωρούσαν χτήμα τους οι προνομιούχοι ευγενείς. Μα αντί την ελευθερία αυτή που διεκδικούσε να τη θεωρήσει ιστορικό παράγωγο μιας εποχής και σκαλοπάτι στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, η αστική τάξη του 18ου αιώνα, της δίνει καταχρηστικά καθολικό χαρακτήρα. Την κάνει αιώνια πραγματικότητα, τη φαντάζεται συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, τη θεωρεί δικαίωμα που θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να το χαρούν, μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι.
Αντί να πουν, όπως ήταν η αλήθεια, μολονότι βέβαια δεν ήταν σε θέση να το καταλάβουν: «Θέλουμε εμείς οι αστοί τα ίδια δικαιώματα με τους ευγενείς», είπαν: «Υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα, που ανήκουν σ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, και αυτά τα δικαιώματα εμείς οι αστοί τα διεκδικούμε όχι μονάχα για τον εαυτό μας, παρά για όλους τους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι». Έτσι έφτασαν στην έννοια «ελευθερία» που βρίσκουμε στη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα του ανθρώπου» στα 1789. Μα από το ένα μέρος, η με το νόημα αυτό διακηρυγμένη ελευθερία είναι σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη και θεωρητική, άρα απατηλή. Δεν είναι παρά ελευθερία στο χαρτί. Γιατί; Γιατί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη δεν ήταν την εποχή εκείνη αρκετή για να μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να χαρούν την αληθινή ελευθερία. Από το άλλο μέρος, αντί να αποχτήσουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ελευθερίες, όπως κηρύχνει η θεωρία για τα «Δικαιώματα του ανθρώπου», εκείνο που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 18ου και στο 19ο αιώνα, είναι πως απλώθηκαν τα παλιά προνόμια σε καινούργιες ομάδες, ή πως καθιερώθηκαν καινούργια προνόμια για μια καινούργια κυρίαρχη τάξη, με δυο λόγια πως αντικαταστάθηκε η μια κυρίαρχη τάξη από μια άλλη.
Έτσι λοιπόν διακήρυξαν πως όλοι οι άνθρωποι δικαιωματικά είχαν εξίσου έναν ορισμένο αριθμό ελευθερίες. Ανάμεσά τους περίλαβαν π.χ. και την ελευθερία του εμπορίου. Μα τι ήταν πραγματικά η ελευθερία αυτή του εμπορίου; Θεωρητικά ήταν η ελευθερία για όλους τους ανθρώπους να εμπορεύονται ελεύθερα και ισότιμα με οποιουσδήποτε άλλους ανθρώπους. Στην πράξη όμως, κάθε άλλο. Πραγματικά δηλαδή ήταν η ελευθερία για όσους βρέθηκαν να έχουν αρκετά χρήματα για να κάνουν εμπόριο, να εξακολουθούν να εμπορεύονται, μ’ άλλα λόγια η ελευθερία για όσους είχαν ορισμένα προνόμια, να διατηρήσουν και να εδραιώσουν τα προνόμιά τους.
Ας πάρουμε επίσης την ελευθερία της κατοχής, το δικαίωμα δηλαδή της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα ακόμη και με το νόημα που έχει στα «Δικαιώματα του ανθρώπου» τι θα ήταν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας; Το δικαίωμα για οποιονδήποτε να κατέχει στην κυριότητά του ένα πράγμα, το δικαίωμα για όλον τον κόσμο να έχει ιδιοκτησία, π.χ. μια γωνιά γη για τον εαυτό του και την οικογένειά του, ένα σπίτι, έπιπλα ή χρήματα, για να εξασφαλίσει τα γερατειά του. Στην πράξη όμως τι έγινε; Τι πραγματοποιήθηκε; Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως το βλέπουμε στον αστικό μας κώδικα, είναι το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να κρατήσει την ιδιοκτησία του, όσο μεγάλη κι αν είναι και μ’ οποιονδήποτε καταχρηστικό τρόπο κι αν την απόκτησε, και να αποστερήσει τους άλλους από κάθε δυνατότητα να αποκτήσουν κι αυτοί ιδιοκτησία. Γιατί όποιος παραδέχεται το αληθινό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αυτός πρέπει να δεχτεί πως καθένας έχει το δικαίωμα όχι μονάχα να διατηρήσει τον καρπό της εργασίας του, παρά και να έχει τα μέσα να δουλεύει χωρίς να τον εκμεταλλεύονται οι άλλοι, για να μπορέσει να έχει κι αυτός στην ιδιοκτησία του π.χ. ένα κομμάτι γη. Τούτο το δικαίωμα για ιδιοκτησία είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από κείνο που το λένε ακόμη και σήμερα στον αστικό κώδικα δικαίωμα ιδιοκτησίας, από το δικαίωμα δηλαδή, όσοι έχουν στην ιδιοκτησία τους πολλή γη, να κρατήσουν την πολλή γη, και όσοι δεν έχουν, να εξακολουθούν πραγματικά να μην έχουν. Ολοφάνερος ο εμπαιγμός, ολοφάνερη η παραμόρφωση μιας θεωρητικής αρχής σε μια πραγματικότητα, που δεν έχει καμιά σχέση με τη θεωρία αυτή.
***
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν
Μήπως αυτό θα πει πως η αληθινή κοινωνική ελευθερία είναι μια ιδέα αποκλειστικά θεωρητική και πρέπει να μείνει μονάχα στο χαρτί; Κάθε άλλο. Μόνο που δεν μπορεί να πραγματοποιείται παρά σιγά-σιγά αντίστοιχα με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, όσο κάθε φορά οι άνθρωποι, επειδή θα γνωρίζουν καλύτερα τους νόμους της φύσης, θα γίνονται και πιο ικανοί να ξεφεύγουν από τη σκλαβιά τους, και θα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τους νόμους της φύσης, για να μεγαλώνουν τη δύναμή τους.
Πιο καθαρά ακόμη: Η αύξηση της ανθρώπινης ελευθερίας συμβαδίζει με την αύξηση της υλικής δύναμης των ανθρώπων. Όσο περισσότερο κατορθώνουν οι άνθρωποι να παράγουν ό,τι χρειάζεται για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, όσο περισσότερο πετυχαίνουν να παράγουν, δουλεύοντας λιγότερο οι ίδιοι και βάζοντας να δουλεύουν περισσότερο τις δυνάμεις της φύσης, με άλλα λόγια, όσο περισσότερο η μηχανή αντικατασταίνει τον ανθρώπινο κόπο, τόσο περισσότερο δημιουργιέται η δυνατότητα να ελευθερωθούν στο σύνολό τους οι άνθρωποι. Με τον όρο, βέβαια, πως η γνώση των νόμων της κοινωνικής ζωής έρχεται να συμπληρώνει, όπως τόνισα παραπάνω, τη γνώση των νόμων της εξωτερικής φύσης. Γιατί δε χρησιμεύει σε τίποτα, να απλώνουμε την παραγωγή του πλούτου, όταν η παραγωγή αυτή είναι αναρχική και γεννοβολάει οικονομικές κρίσεις κοινωνικές αναταραχές και παγκόσμιους πολέμους, και οι άνθρωποι υποφέρουν τις αναπόφευκτες αυτές καταστροφές, χωρίς να ξέρουν να προφυλάγονται.
Είναι βέβαιο, για να πάρω ένα πολύ απλό παράδειγμα, πως έναν άνθρωπο, που δουλεύει εφτά ώρες την ημέρα και κερδίζει με τις εφτά αυτές ώρες δουλειά όσα χρειάζονται για να ζει άνετα, μπορούμε να τον θεωρήσουμε πιο ελεύθερο από έναν άλλο άνθρωπο, που είναι αναγκασμένος να δουλεύει δώδεκα ώρες, για να κατορθώσει να ζει όπως ο πρώτος. Και είναι βέβαιο πως, αν μπορούμε να φέρουμε μπροστά μας ένα κοινωνικό σύστημα, όπου κανένας άνθρωπος δε θα δουλεύει περισσότερο από εφτά ώρες την ημέρα, θα έχουμε τότε πρόοδο στην ελευθερία των ανθρώπων στο σύνολό τους. Έτσι το κοινωνικό σύστημα, όπου κανένας δε θα δουλεύει παραπάνω από εφτά ώρες την ημέρα, αυξαίνει τη γενική ελευθερία και την απλώνει ισόβαθμα σε όλους τους ανθρώπους. Είναι λοιπόν το κοινωνικό σύστημα, όπου εξαφανίζονται οι κοινωνικές τάξεις. Στο προηγούμενο όμως κοινωνικό σύστημα, ενώ υπήρχαν άνθρωποι, που δούλευαν οχτώ, δέκα ή και δώδεκα ώρες την ημέρα, και αυτοί αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία, παράλληλα, υπήρχαν και λιγοστοί άλλοι, που δούλευαν πολύ λιγότερο ή που δε δούλευαν διόλου. Τούτοι θεωρούσαν τον εαυτό τους αληθινά πολύ ελεύθερο, με τέτοιο μάλιστα τρόπο, που το μεγάλωμα της ελευθερίας εκείνων και το άπλωμά της σε όλο τον κόσμο το παίρνουν για μίκρεμα της ελευθερίας εκείνων που δεν έκαναν ως τώρα τίποτα, και που από δω και πέρα θα έπρεπε να δουλεύουν κι αυτοί εφτά ώρες την ημέρα. Διόλου παράξενο λοιπόν το άπλωμα της ελευθερίας σ’ όλους τους ανθρώπους να το θεωρούν σκάνδαλο, προσβολή στην προσωπική τους ελευθερία.
Γι’ αυτό η ελευθερία, έτσι όπως την εννοούν οι μαρξιστές, είναι αντίθετη με κείνο, που πολλοί ονομάζουν φιλελευθερισμό. Υπάρχει πραγματικά μια ορισμένη θεωρία, τάχα φιλελεύθερη, που κύριο όμως σκοπό έχει να διατηρήσει απαραβίαστα ορισμένα προνόμια, θεμελιωμένα στην ανισότητα των κοινωνικών τάξεων. Ο φιλελευθερισμός λοιπόν τούτος είναι από τη φύση του αντίθετος σε κάθε πρόοδο προς τη γενική ελευθερία. Και έτσι, στο όνομα μιας άδικης ελευθερίας, ακούμε κάθε στιγμή διαμαρτυρίες για κάθε πρόοδο, που πραγματικά μας φέρνει προς τη δίκαιη και πανανθρώπινη ελευθερία. Έχουμε αρκετά πρόσφατα τέτοια παραδείγματα. Τη στιγμή τούτη σε πολλές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, μοίρασαν στους φτωχούς αγρότες και εργάτες της γης τις μεγάλες γαιοκτησίες. Η διανομή αυτή καθιερώνει το δικαίωμα που έχει ο καθένας να κατέχει κάτι για να ζήσει την οικογένειά του. Απλώνεται λοιπόν δίκαια σε όλους το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι γαιοκτήμονες όμως, φωνάζουν για τον ανήκουστο, λένε, διωγμό τους, και πιστεύουν πως παραβιάζεται ασύστολα το «δικαίωμά τους της ιδιοκτησίας».
Άμα ζητάμε στη Γαλλία να εθνικοποιηθούν ορισμένες βιομηχανίες, άμα ζητάμε να εθνικοποιηθούν τα τραστ, εγώ το θεωρώ τούτο πρόοδο προς την ελευθερία. Και είναι πραγματικά πρόοδος προς την ελευθερία για ολόκληρο το έθνος, γιατί ολόκληρο το έθνος θα ωφεληθεί από την ομαδική εργασία, και δε θα πλουτίζουν πια μερικοί μονάχα άνθρωποι. Όμως υπάρχουν πολλοί που διαμαρτύρονται, πρώτα όσοι έχουν άμεσο συμφέρον, δηλαδή οι άνθρωποι των τραστ, και ακόμη μερικοί αγαθοί καλόπιστοι, που εύκολα ξεγελιούνται με τα χτυπητά συνθήματα: Τους ακούμε να λένε πως η εθνικοποίηση είναι προσβολή στην «ελευθερία της βιομηχανίας». Ο Μαρξ είχε δώσει κιόλας την απάντηση, εδώ και εκατό περίπου χρόνια, σε τέτοιου είδους κριτικές:
«Κύριοι, μην αφήνετε να σας ξεγελούν με την αφηρημένη λέξη «ελευθερία». Ελευθερία ποιανού; Δεν πρόκειται για την ελευθερία ενός απλού ατόμου μπροστά σ’ ένα άλλο άτομο. Πρόκειται για την ελευθερία του κεφαλαίου να συντρίβει την εργασία» (5)
***
Υπάρχουν ακόμη και σε άλλες δυσκολίες και άλλα διφορούμενα στην έννοια ελευθερία. Και τούτο για έναν πάρα πολύ απλό λόγο. Σύμφωνα με τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων» στα 1789 «ελευθερία θα πει να μπορείς να κάνεις κάθε τι που δε βλάφτει τον άλλο». Δεν είναι όμως πάντα τόσο εύκολο, όσο φαίνεται, να λογαριάζει κανείς τι βλάφτει και τι δε βλάφτει τον άλλο. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκεφτόμαστε τη δική μας ελευθερία, παρά την ελευθερία των άλλων. Αγαπούμε πάρα πολύ την ελευθερία μας. Άμα όμως πρόκειται να σκεφτούμε την ελευθερία των άλλων, μας είναι πολύ πιο δύσκολο να μπούμε στη θέση τους. Και τούτο γίνεται, όχι μονάχα σχετικά με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ή την ελευθερία του εμπορίου, γίνεται ακόμη και σχετικά με άλλες ελευθερίες, ιδιαίτερα μάλιστα άμα πρόκειται για την ελευθερία της συνείδησης. Και όμως, σε κάθε περίπτωση, νόμιμη είναι μονάχα η ελευθερία που βασίζεται στην ισότητα των ανθρώπων, ενώ πολύ συχνά οι ελευθερίες που επίμονα ζητάμε να κρατήσουμε προϋποθέτουν ορισμένα προνόμια.
Η ελευθερία της συνείδησης ποια είναι αυτή; Είναι η ελευθερία για τον κάθε άνθρωπο να σκέφτεται ό,τι θέλει και να εκφράζει εκείνο που σκέφτεται. Στην πράξη όμως, το ξέρετε και εσείς πολύ καλά, την ελευθερία της συνείδησης τη διεκδικούν πάρα πολύ συχνά με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Την ελευθερία της συνείδησης γενικά την επικαλούνται οι οπαδοί τούτης ή εκείνης της θρησκείας και εννοούν ελευθερία για τον εαυτό τους να έχουν τούτη ή εκείνη την πίστη, να ασκούν τούτη ή εκείνη τη λατρεία, και να κάνουν δημόσια προπαγάνδα για τη θρησκεία τους. Πολύ καλά. Μόνο που η αξίωσή τους θα έπρεπε να προϋποθέτει ίση ελευθερία και για τους άπιστους, άθρησκους και αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Γιατί πολλοί «πιστοί» που θα θεωρούσαν, και πολύ σωστά, προσβολή στην ελευθερία της συνείδησής τους, άμα τους εμπόδιζαν να ασκούν τη λατρεία τους, θεωρούν επίσης προσβολή στην ελευθερία της συνείδησής τους κάθε υλιστική προπαγάνδα. Είναι ανίκανοι να σέβονται τη γνώμη των άλλων, ενώ απαιτούν να σέβονται οι άλλοι τη δική τους γνώμη. Η μονόπλευρη τούτη ελευθερία της συνείδησης είναι ολοφάνερα αντικανονική και απαράδεκτη. Ας φέρω ένα παράδειγμα. Αυτή τη στιγμή ακούονται στο ραδιόφωνο αμέτρητα θρησκευτικά κηρύγματα. Πολύ καλά. Δε βλέπω τίποτε το άτοπο. Κάνουν νόμιμη χρήση της ελευθερίας της συνείδησής τους. Μα για να είναι πραγματικά νόμιμη, επιβάλλεται, νομίζω, να παραδεχτούν και την ελευθερία για αντιθρησκευτική προπαγάνδα. Λοιπόν, το ξέρετε τόσο καλά όσο κι εγώ, αν διεκδικούσα το δικαίωμα για τους άθεους να κάνουν και αυτοί με το ραδιόφωνο επιστημονικές υλιστικές ομιλίες, και αν ζητούσα οι υλιστικές αυτές ομιλίες να γίνονται σε μια ώρα, που όλος ο κόσμος θα μπορούσε να τις ακούσει, π.χ. την Κυριακή την ίδια ώρα που γίνεται και το θρησκευτικό κήρυγμα, μα από άλλο σταθμό, θα με χαρακτήριζαν απαίσιο αιρετικό και θα με κατηγορούσαν πως παραβιάζω την ελευθερία της συνείδησης των «πιστών». Γι’ αυτή μονάχα μιλούν, σα να μην είχαν και οι άθεοι συνείδηση, το ίδιο σεβαστή, όπως και των άλλων.
Ένα άλλο παράδειγμα, με διφορούμενη σημασία, η ελευθερία της παιδείας. Τι είναι το «ελεύθερο σχολείο»; Νομίζω πως θα έπρεπε να εννοούμε ένα σχολείο, όπου μπορεί να πάει όλος ο κόσμος, ένα σχολείο, όπου όλοι οι γονιοί μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους, χωρίς να τους κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα με την πρόφαση πως δεν είναι βαφτισμένα ή χωρίς να εξασκούν πίστη πάνω τους για να τα προσηλυτίσουν. Ελεύθερο σχολείο είναι το σχολείο, όπου δε ζητάν να ελέγξουν το φρόνημα των παιδιών, όπου κάθε μαθητής είναι ελεύθερος να έχει το φρόνημά του, με τον όρο βέβαια να σέβεται την ελευθερία της συνείδησης των συμμαθητών του. Μ’ άλλα λόγια, ελεύθερο σχολείο είναι το ουδέτερο, το «λαϊκό» σχολείο. Όμως εδώ στον τόπο μας δε δίνουν αυτό το νόημα στο ελεύθερο σχολείο. Ώστε βλέπετε, πόσες δυσκολίες μπορεί να κρύβει μέσα της η λέξη «ελευθερία» και πόσο στην πραγματικότητα είμαστε μακριά από το καθεστώς της αληθινής ελευθερίας.
Πότε λοιπόν θα φτάσουμε στην αληθινή ελευθερία; Σιγά-σιγά. Η αληθινή ελευθερία δε μας επιτρέπεται πια να τη διανοηθούμε διαφορετικά, παρά απλωμένη σ’ όλους τους ανθρώπους, και όχι χτήμα μιας μονάχα κοινωνικής τάξης. Η αληθινή ελευθερία θα έρθει μόνο μαζί με την κοινωνία χωρίς τάξεις. Λοιπόν η κοινωνία χωρίς τάξεις γίνεται μπροστά μας, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο και πραγματοποιείται σε ορισμένα σημεία του κόσμου, δημιουργιέται σιγά-σιγά όσο προοδεύει η επιστήμη, και μεγαλώνει αντίστοιχα η κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη φύση. Και μονάχα η χωρίς τάξεις κοινωνία είναι το κατάλληλο έδαφος, όπου θα ανθίσει η αληθινή ελευθερία, η ελευθερία που αξίζει το όνομα τούτο, γιατί θα είναι απλωμένη σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, γιατί δε θα είναι προνόμιο μιας τάξης σε βάρος μιας άλλης τάξης.
Μα η ελευθερία αυτή ανάμεσα σε ίσους ανθρώπους δεν μπορεί να χτιστεί, χωρίς μερικοί να γίνουν θύματά της, χωρίς δηλαδή μερικοί να δουν να ελαττώνεται εκείνο που ονομάζουν δική τους ελευθερία, ενώ πραγματικά είναι ένα προνόμιο, θεμελιωμένο στην ανισότητα. Οι ελευθερίες που, σύμφωνα με τη «Διακήρυξη» του 1789, αναγνωρίστηκαν σε όλους τους ανθρώπους δικαίωμά τους, τις κράτησε στο μεγαλύτερο μέρος αποκλειστικά για τον εαυτό της μια τάξη προνομιούχων. Μάταια κάνουμε πως το αγνοούμε, ας το αγνοούμε, αν θέλετε, ακόμη και καλόπιστα, όμως έτσι είναι. Γι’ αυτό την ημέρα που θα έρθει στον τόπο μας, η κατάργηση των τάξεων, μερικοί- όπως κι εγώ ο ίδιος που ανήκω σε μια προνομιούχα ως τώρα τάξη- θα δουν να ελαττώνονται μερικά από τα τέτοια τους προνόμια. Δε θα πρέπει όμως να φωνάζουν για κατάργηση της ελευθερίας. Θα πρέπει να καταλάβουν πως το μερίδιο από την ελευθερία που τους παίρνουν, το δίνουν, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε όλους τους άλλους που ως τώρα το είχαν στερηθεί.
***
Να λοιπόν, απλά, σχηματικά διατυπωμένη, η θεωρία που μας δίνει ο μαρξισμός, για την ελευθερία. Θα την ονόμαζα, για να μεταχειριστώ μια λέξη της μόδας, δυναμική. Η ελευθερία για μας δεν είναι κάτι που το έχει ο άνθρωπος χτήμα του, δεν είναι μια σταθερή και πάγια, ή, όπως λέει ο Μαρξ, μεταφυσική πραγματικότητα. Η ελευθερία δεν είναι μια ιδιότητα του Ανθρώπου καθ’ αυτού ένα χαρακτηριστικό του γνώρισμα αμετάβλητο και συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Η ελευθερία δεν ήταν ανέκαθεν δοσμένη στον Άνθρωπο, γιατί δεν υπάρχει από την αρχή ο Άνθρωπος, πάγια διαμορφωμένος, ούτε η ανθρώπινη φύση. Πραγματικά υπάρχουν μόνο άνθρωποι που ιστορικά διαφέρουν αναμεταξύ τους, που αλλάζουν ολοένα και προοδεύουν. Υπάρχει άνθρωπος που ζούσε στις σπηλιές, υπάρχει άνθρωπος της αρχαίας εποχής, ο άνθρωπος του 16ου αιώνα, ο άνθρωπος του 19ου αιώνα, ο άνθρωπος του 20ού αιώνα. Ο άνθρωπος της σπηλιάς δεν ήταν διόλου ελεύθερος, ήταν υποταγμένος σ’ όλων των ειδών τη δύναμη: σκλάβος στη γύρω του φύση, σκλάβος στην κοινωνική του ομάδα, σκλάβος στα πάθη του. Και ήσαν όλες αυτές οι σκλαβιές φυσικές, γιατί πάντοτε με νόμους φυσικούς έχουμε να κάνουμε, και παντού νόμους φυσικούς βρίσκουμε, και στις δυνάμεις της φύσης, και στο ανθρώπινο πνεύμα και μέσα στην κοινωνία.
Μα οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να δρουν, και μάλιστα να δρουν λογικά. Ελέγχοντας τις ιδέες τους με την επιτυχία στις πράξεις τους, ενώνοντας την πράξη με τη θεωρία, έχουν τη δυνατότητα να λυτρωθούν από τη φυσική σκλαβιά. Και πραγματικά, σιγά-σιγά, με κόπο και ιδρώτα, ψηλαφώντας, κατορθώνουν ολοένα να λυτρώνονται.
Στην αρχαιότητα, στο μεσαίωνα, υπάρχει λίγη ελευθερία, για ολιγάριθμα κοινωνικά στρώματα. Υπάρχει μάλιστα λίγο περισσότερη ελευθερία για όλο τον κόσμο, στο βαθμό που υπάρχει λίγο περισσότερη καλοπέραση λίγο περισσότερη ευημερία, από ό,τι υπήρχε στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας. Όμως η πλατιά μάζα μένει σκλαβωμένη. Μόνον ορισμένοι άνθρωποι έχουν μεγάλη ελευθερία, στηριγμένη στη σκλαβιά των άλλων.
Και έπειτα, να που οι άνθρωποι κατορθώνουν σιγά-σιγά να μπαίνουν ολοένα περισσότερο στην ελευθερία, και να που η ελευθερία αυτή έχει τη δύναμη να απλώνεται σε ολοένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπους. Ω, βέβαια, τούτο δε γίνεται χωρίς συγκρούσεις και εμπόδια, γιατί εκείνοι που ως τότε ήσαν οι μόνοι κάτοχοι της ελευθερίας, δεν έχουν διόλου τη διάθεση να τη μοιραστούν με τους άλλους. Έχουμε έτσι την αντίδρασή τους, την πάλη των τάξεων. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η κίνηση εξακολουθεί, η πορεία προχωρεί, η ελευθερία απλώνεται ολοένα και περισσότερο. Και έπειτα, να που οι άνθρωποι κατορθώνουν να είναι αρκετά ισχυροί, αρκετά δυνατοί για να γίνουν ελεύθεροι, γιατί η ελευθερία είναι δύναμη, μια δύναμη που καταχτιέται σιγά-σιγά και ολοένα περισσότερο.
Έτσι, ο άνθρωπος μαθαίνει να είναι ελεύθερος, όσο αντίστοιχα με τη σκέψη του και με τη δράση του λυτρώνεται από τις φυσικές αναγκαιότητες. Ο Λένιν λέει: «Η φυσική αναγκαιότητα είναι το πρώτο στοιχείο. Η θέληση και η γνώση είναι το δευτερεύον στοιχείο. Γι’ αυτό η ανθρώπινη θέληση και γνώση πρέπει αναγκαστικά και αναπόφευκτα να προσαρμόζεται στη φυσική αναγκαιότητα» (6).
Μα με την προσαρμογή τους στις φυσικές αναγκαιότητες οι άνθρωποι κατορθώνουν να μεταμορφώσουν τον κόσμο και να τον κάνουν εξυπηρετικό στους σκοπούς των. Και τη στιγμή τούτη, το «πράγμα καθ’ εαυτό», όπως λέει ο Λένιν, δηλαδή, το πράγμα που υπάρχει μόνο του και έξω, ανεξάρτητα απ’ τον άνθρωπο, γίνεται ένα «πράγμα για εμάς», ένα πράγμα που το γνωρίζουμε, που το χρησιμοποιούμε, που μας υπακούει: «Η τυφλή άγνωστη αναγκαιότητα, η αναγκαιότητα αυτή καθαυτή, μεταμορφώνεται σε αναγκαιότητα για μας» (7).
Και να λοιπόν που φτάσαμε σ’ αυτή την εποχή της ιστορίας, όπου μπορούμε πραγματικά την τυφλή αναγκαιότητα να τη μεταμορφώνουμε σε αναγκαιότητα χρήσιμη και ευεργετική. Το βλέπουμε στη Σοβιετική Ένωση. Από κάποια άποψη, μπορεί η τωρινή ελευθερία να μη φαίνεται ικανοποιητική σε ορισμένους αστούς. Τουλάχιστον προσωρινά, και όσο δεν έχει ακόμη χτιστεί ολοκληρωτικά η χωρίς τάξεις κοινωνία, υπάρχουν στη Σοβιετική Ένωση κάποιοι περιορισμοί σε ορισμένες ελευθερίες που κατέχουν σήμερα οι προνομιούχες τάξεις στις αστικές κοινωνίες. Μα τούτο δεν εμποδίζει να έχει γίνει για τους σοβιετικούς πολίτες στο σύνολό τους ένα γενικό βήμα προς την αληθινή ελευθερία.
Έτσι, για τους μαρξιστές, η ελευθερία είναι μια βαθμιαία προοδευτική κατάχτηση. Ο μαρξισμός λοιπόν δε μας δίνει μια φιλοσοφική θεωρία για την ελευθερία με το νόημα που έδιναν στη λέξη τούτη στο τέλος του 18ου αιώνα. Δεν παραδέχεται στη φιλοσοφία του μια ολοέτοιμη ελευθερία που ο άνθρωπος την παίρνει, όταν έρχεται στον κόσμο, στην κούνια του. Αντίθετα, ο μαρξισμός είναι η φιλοσοφία για την ελευθερία, που καταχτά ο άνθρωπος με τη δημιουργική του προσπάθεια. Είναι καθ’αυτό η φιλοσοφία της απολύτρωσης του ανθρώπου.
Μετάφραση: Κώστας Σιδερίτης
Σημειώσεις
  1. «Αντι-Ντίρινγκ», τόμος 1, σελ. 170-171, εκδ.Coste
  2. Ludwig Feuerbach, Collection “Les Editions du Communisme”, Paris, Editions sociales, 1945, σελ.34
  3. Ένγκελς“Socialisme utopique et socialisme scientifique”, Editions Sociales, 1945, σελ. 29.
  4. «Αντι-Ντίρινγκ», τόμος 3, σελ. 48-49, εκδ.Cohen
  5. Karl MarxMorceaux choisis, Paris, Gallimard, 1934, σελ.211-212.
  6. Materialisme et empiriocriticisme”, Paris, ed. I. σελ. 157.
  7. Στο ίδιο, σελ. 150
Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στο δισεβδομαδιαίο περιοδικό «Μόρφωση», όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τ.11, 25/10/1947
O René Maublanc (1891-1960) ήταν καθηγητής φιλοσοφίας, συμπαθών και, ακολούθως, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, αντιστασιακός, μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών LaPensée και Europe, μέλος της Ρασιοναλιστικής Ένωσης, της Λίγκας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Λίγκας των Καθηγητών, καθώς και επιμελητής της έκδοσης των έργων του Σαρλ Φουριέ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις