Στο τραπέζι όλες οι νέες αντεργατικές ανατροπές που απαιτεί το κεφάλαιο

Ανεξάρτητα από το χρόνο ολοκλήρωσης της δεύτερης «αξιολόγησης», αλλά και από τη χρονική κλιμάκωση που τελικά θα επιλεγεί για την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων που αυτή περιλαμβάνει, το βέβαιο είναι ότι οι νέες ανατροπές στα Εργασιακά βρίσκονται «στα γεμάτα» στο τραπέζι των αντιλαϊκών παζαριών της κυβέρνησης με το κουαρτέτο.
Με τη γνωστή της τακτική, της προσπάθειας καλλιέργειας εφησυχασμού στο λαό, η κυβέρνηση «παίζει» με «διαρροές» για το αν τα Εργασιακά θα περιλαμβάνονται στη δεύτερη «αξιολόγηση» ή αν θα μετατεθούν στην τρίτη. Την ίδια στιγμή, αξιωματούχος της ΕΕ ξεκαθάριζε τις προηγούμενες μέρες ότι τα Εργασιακά είναι «προαπαιτούμενο» για να κλείσει η τρέχουσα «αξιολόγηση».
Σε κάθε περίπτωση, τα Εργασιακά, δηλαδή οι παραπέρα αντεργατικές ανατροπές στην αγορά εργασίας και στο συνδικαλιστικό νόμο, έχουν τεθεί στην ημερήσια διάταξη από τους ίδιους τους φορείς και τις ενώσεις του εγχώριου κεφαλαίου, καθώς αποτελούν πάγιες αξιώσεις του και βασική προϋπόθεση για να έχει ακόμα πιο λυμένα τα χέρια του στην εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Γι' αυτό άλλωστε και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η οποία ισχυρίζεται ότι μάχεται για «το τέλος της εργασιακής απορρύθμισης και την επαναφορά της εργασιακής κανονικότητας στην Ελλάδα», όπως δήλωσε την περασμένη Πέμπτη η υπουργός Εργασίας, είναι αυτή που έστρωσε το έδαφος για τις νέες αντεργατικές ανατροπές, δεσμευόμενη μαζί με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι στην προώθηση των «βέλτιστων πρακτικών» της ΕΕ, των αντεργατικών πολιτικών που εφαρμόζονται δηλαδή σε όλη τη λυκοσυμμαχία, αλλά και προχωρώντας μαζί με τους «εταίρους» στη σύσταση της περιβόητης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα Εργασιακά, η οποία, όπως αναμενόταν, «γνωμάτευσε» στα μέτρα των μονοπωλιακών ομίλων. Το αντεργατικό πόρισμα της εν λόγω επιτροπής έκανε «σημαία» η κυβέρνηση στα παζάρια της με το κουαρτέτο, χαρακτηρίζοντάς το μάλιστα «όπλο» στις διαπραγματεύσεις...
Στο στόχαστρο το δικαίωμα στην απεργία
Σταθερά στο στόχαστρο της αντεργατικής επίθεσης βρίσκεται το δικαίωμα στην απεργία, με τις σχετικές «διαρροές» κειμένων να επιβεβαιώνουν ότι στο τραπέζι των αντιλαϊκών παζαριών της κυβέρνησης βρίσκεται η επιβολή πρόσθετων περιορισμών, που φτάνουν τελικά να ισοδυναμούν με πρακτική κατάργησή του.
Το θέμα επανέφερε στο προσκήνιο η χαρακτηριστική τοποθέτηση του προέδρου της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκη, ο οποίος στις αρχές Μάρτη και με αφορμή τις απεργιακές κινητοποιήσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην Αθήνα, έγραψε σε διαδικτυακή του ανάρτηση: «Με τις συνεχείς απεργίες των ΜΜΜ, αντί να τιμωρείτε την κυβέρνηση, τιμωρείτε τους πολίτες που είναι οι μόνοι που δεν φταίνε. Σταματήστε». Προχωρώντας στο διά ταύτα πρόσθεσε: «Χρειάζεται αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου. Καμία απεργία χωρίς το 50%+1 των εργαζομένων. Να μπει τέλος στην ασυδοσία των συνδικαλιστών...».
Βέβαια, τον πρόεδρο της ΝΔ είχε προλάβει ο υπουργός Ναυτιλίας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, Π. Κουρουμπλής, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολυήμερου απεργιακού αγώνα των ναυτεργατών, δήλωνε για τις κινητοποιήσεις τους: «Αν κάποιοι θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο χτυπούν την κυβέρνηση, αυτό που πρέπει να γνωρίζουν είναι ότι ουσιαστικά συγκρούονται και χτυπούν την ελληνική κοινωνία». Ουσιαστικά, με τα ίδια λόγια που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος της ΝΔ, ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ ενοχοποιεί το δικαίωμα στην απεργία, αναπαράγει το αντιδραστικό σλόγκαν ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης στρέφονται κατά της κοινωνίας...
Βέβαια, δεν είναι μόνο το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης που βάλλει κατά του δικαιώματος της απεργίας. Μόνιμες είναι οι απαιτήσεις των ίδιων των Ενώσεων του κεφαλαίου, όπως του ΣΕΒ, ο οποίος μάλιστα διευρύνει το αντεργατικό πακέτο και διά στόματος του προέδρου του, Θ. Φέσσα, σταθερά αξιώνει: «Πρέπει ακόμη να επανεξετάσουμε τα προνόμια που έχουν δοθεί στους συνδικαλιστές (άδειες, μισθοδοσία, εύρος προστασίας) και τις διαδικασίες κήρυξης απεργίας». Επίσης: «Οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχτούν ως προτεραιότητες (...) όπως είναι η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν κατά προτεραιότητα» (συνεντεύξεις στην «Ημερησία» και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αντίστοιχα).
Παραπέρα ενίσχυση του εργοδοτικού οπλοστασίου
Ταυτόχρονα με την επίθεση στο δικαίωμα της απεργίας, οι καπιταλιστές και οι εκπρόσωποί τους βάζουν όλο και πιο ανοιχτά στο τραπέζι τη διασφάλιση της δυνατότητας της εργοδοσίας να προχωρά σε ανταπεργία (lock out), ξηλώνοντας «πόντο πόντο» ακόμα και τους τυπικούς περιορισμούς που προβλέπονται σήμερα.
Απ' αυτήν την άποψη, είναι χαρακτηριστική η απάντηση της επιτρόπου Απασχόλησης της ΕΕ, Μ. Τίσεν, σε σχετική Ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Σωτήρη Ζαριανόπουλου: «Η Επιτροπή κατανοεί ότι, παρόλο που στην Ελλάδα οι ανταπεργίες (λοκ άουτ) επισήμως απαγορεύονται, οι εργοδότες έχουν ήδη τη δυνατότητα να αρνηθούν τις υπηρεσίες μη απεργούντων εργαζομένων και να μην καταβάλλουν τις αμοιβές τους σε περίπτωση αντικειμενικής ανικανότητας εκτέλεσης εργασιών στην επιχείρηση λόγω της απεργίας. Το δικαίωμα αυτό αναπτύχθηκε στην ελληνική νομολογία βάσει συγκεκριμένης διάταξης του ελληνικού αστικού κώδικα. Η Επιτροπή θεωρεί ευπρόσδεκτες θετικές αλλαγές που θα βελτιώσουν τη σαφήνεια και θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας των συναφών κανόνων και της εφαρμογής των διαδικασιών».
Ετσι, η αλλαγή της νομοθεσίας αναφορικά με το «lock out» ή η «αποσαφήνισή» της (όπως αναφέρει το πόρισμα των «εμπειρογνωμόνων» που υιοθετεί και διαφημίζει η κυβέρνηση), μετατρέπεται στην πραγματικότητα σε όχημα για την παραπέρα υπονόμευση του δικαιώματος της απεργίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση σπρώχνουν από κοινού κυβέρνηση, κεφάλαιο και ΕΕ, επιχειρώντας να υπονομεύσουν βήμα βήμα τη μέχρι τώρα, στην πραγματικότητα τυπική, απαγόρευση του «lock out», ενισχύοντας ταυτόχρονα τα εργαλεία εκείνα, όπως η χρήση του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα, με τα οποία οι εργοδότες θα μπορούν να επιβάλλουν στην πράξη την ανταπεργία.
Προωθούν την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων
Αντίστοιχες είναι οι μεθοδεύσεις και στο θέμα των ομαδικών απολύσεων.
Εδώ, η κυβέρνηση έχει ήδη δηλώσει την ετοιμότητά της να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που ουσιαστικά κρίνει εκτός «ευρωπαϊκού κεκτημένου» τη διοικητική προέγκριση των ομαδικών απολύσεων πέραν των νόμιμων ορίων, καθώς, όπως αναφέρεται στην απόφαση, η πρόβλεψη αυτή δεν είναι συμβατή με την ανεμπόδιστη και απεριόριστη κίνηση του κεφαλαίου και την «άσκηση της επιχειρηματικής ελευθερίας» εντός ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, έχει δηλώσει ήδη ότι «η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων», με «μεγαλύτερη εξειδίκευση» των κριτηρίων βάσει των οποίων θα εξετάζονται τα σχέδια ομαδικών απολύσεων που καταθέτει η εργοδοσία.
Ανοιχτή παραμένει και η αύξηση του ορίου των «νόμιμων» ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10%, όπως άλλωστε προβλέπει και η σχετική ευρωενωσιακή οδηγία. Η απαίτηση αυτή, μάλιστα, δεν είναι άσχετη με τις επιχειρούμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων πρώην ΔΕΚΟ, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι μονοπωλιακοί όμιλοι να μπορούν χωρίς εμπόδια να απαλλαγούν από προσωπικό που θα κρίνουν ως «πλεονάζον» ή πολύ «ακριβό» σε ό,τι αφορά τα μισθολογικά του δικαιώματα.
Η αλήθεια πίσω από τα περί "επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων"
Και ενώ αυτά, μεταξύ άλλων, είναι τα πραγματικά δεδομένα για τα Εργασιακά στη δεύτερη «αξιολόγηση», η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού των εργαζομένων ισχυρίζεται ότι επιδιώκει την «επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν μιλάνε για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των Συλλογικών Συμβάσεων ούτε καν στο καθεστώς που ίσχυε πριν από την απαράδεκτη Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) του 2012. Στο ίδιο το κείμενο του μνημονίου, άλλωστε, όλα τα κόμματα που το υπερψήφισαν έχουν δεσμευτεί ότι «οι αλλαγές στην αγορά εργασίας δεν θα περιλαμβάνουν την επιστροφή σε ρυθμίσεις του παρελθόντος».
Μια τέτοια «επαναφορά», όπως την εννοούν στην κυβέρνηση, χωρίς δηλαδή να κατοχυρώνεται η καθολική ισχύς των συμβάσεων π.χ. κλαδικών - ομοιοεπαγγελματικών, χωρίς τη ρήτρα ισχύος της «ευνοϊκότερης σύμβασης» για τον εργαζόμενο, χωρίς την κατάργηση της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων που ισχύει σήμερα, χωρίς να εξασφαλίζεται η μετενέργεια του συνόλου των όρων μιας Συλλογικής Σύμβασης όταν λήγει η ισχύς της, είναι ένα «πουκάμισο αδειανό»!
Οσο και αν η κυβέρνηση επιχειρεί να ντύσει αυτή την καρικατούρα με φράσεις για το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», η πραγματικότητα της εφαρμοζόμενης αντεργατικής πολιτικής σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ (βλ. αναλυτικότερα στη διπλανή σελίδα) επιβεβαιώνει ότι η μόνη «βέλτιστη πρακτική» για το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τις συμμαχίες του είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας «συλλογικής διαπραγμάτευσης», κενής περιεχομένου για την εργατική τάξη, είναι και η αυριανή συνάντηση της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ με τους εργοδοτικούς φορείς, όπου υποτίθεται θα συζητήσουν για τη νέα ΕΓΣΣΕ, η οποία λήγει στο τέλος του μήνα. Στην πράξη, βέβαια, εξαιτίας της ισχύος της ΠΥΣ του 2012, η «διαπραγμάτευση» αυτή οδηγεί στην από κοινού υπογραφή και ανανέωση της ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, δηλαδή των 586 και 511 ευρώ μεικτά στους κατώτερους μισθούς. Δηλαδή, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ μαζί με τις εργοδοτικές οργανώσεις υπογράφουν τη διαιώνιση του αίσχους των κατώτερων μισθών που κατακρεουργήθηκαν το 2012. Νομιμοποιούν τις αντεργατικές παρεμβάσεις του 2012 και παράλληλα δημιουργούν την ψευδαίσθηση περί ύπαρξης ΕΓΣΣΕ, όταν αυτή είναι αποτέλεσμα μονομερούς επέμβασης του αστικού κράτους υπέρ του κεφαλαίου.
Μια τέτοια ψευδαίσθηση «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων» επιδιώκει να δημιουργήσει η κυβέρνηση. Υπενθυμίζουμε ότι το ίδιο το πόρισμα των «εμπειρογνωμόνων», που παρουσιάζει ως «όπλο» της η κυβέρνηση, συστήνει μεν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ΕΓΣΣΕ, αλλά προτείνει ταυτόχρονα η διαπραγμάτευση να γίνεται στο πλαίσιο που ορίζει μια επιτροπή από «ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες», η οποία θα δίνει το εύρος των επιτρεπόμενων αυξήσεων (άρα και μειώσεων), παίρνοντας υπόψη βασικούς δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις