Αχ... Αλήθεια κι αχ! (Περί "τιμητικών" Συντάξεων)

Μάνα γιατί στενάζεις; Αλήθεια κι άχ!
Ελλάδα γιατί στενάζεις;
Κακόπεσα σε χέρια ανάξια. Αγύρτες και ταξικοί εκμεταλλευτές.
Λαβωμένοι οι κλώνοι μου, σταγόνες σταγόνες, δάκρυ πικρό ο φλοιός μου στάζει.
Κι αντι νεράκι καθάριο και δροσερό, ποτίζουν με φαρμάκι τις ρίζες μου και σπειρί-σπειρί τρώνε τα σωθικά μου.
Κι είναι-όπως μου λες- να μην στενάζω;αν κρυφολιώνω να μην ματώνομαι;
Νιογένητοι οι κλώνοι μου γέρνουν να σκορπίσουν και να χαθούν, χωρίς σπορά, χωρίς καρπό, χωρίς όνειρα.
Ό,τι και να κάνω ό,τι και ν’ αγγίξω, βρωμοκοπάει σαπίλα και σκοτεινιά χωρίς κανένα φώς στην άκρη του τούνελ.
Από πού να πιαστείς κι από πού ν’ αρχίσεις;
Με ποια σπαθιά να τρυπηθείς, χωρίς να πονέσεις, χωρίς να τρέξει αίμα, χωρίς η πληγή να κακοφορμίσει από το δηλητήριο;
***
Βρέ οι αθεόφοβοι. Ούτε ακόμα κι αυτούς σεβάστηκαν. Ντροπή και πάλι ντροπή τους!
Τα εξαθλιωμένα γεροντάκια τα θέλουνε σκυφτά και ταπεινωμένα με το τασάκι στο χέρι να ζητιανεύουν έξω από το κατώφλι της εκκλησιάς.
Το απλωμένο χέρι του καλλιτέχνη, του εικαστικού που έκανε κάποτε- χωρίς καμιά ανταπόκριση- το πινέλο να βγάζει κραυγές και φθόγγους τέχνης πάνω στο κανιβάτσο.
***
Άνθρωποι που μάτωσαν την σκέψη και την πένα τους πάνω στο άδειο χαρτί απόγονοι του Ελύτη, του Σεφέρη, του Βάρναλη, του Ρίτσου, του γέροντα Παπαδιαμάντη.
***
Μουσικοί, τραγουδοποιοί, τραγουδιστές, συνθέτες τέκνα του Μίκη και του Μάνου.
Ηθοποιοί, σκηνοθέτες,σκηνογράφοι τεχνικοί με τις μυρουδιές ακόμα πάνω τους της Κατίνας Παξινού, της Κυβέλης, της Μαρίκας κ.ά.
Έφαγαν τα νιάτα τους για ένα ξεροκόμματο πάνω σε πέτρινα μονοπάτια, σε κατσάβραχα, στους καφενέδες των χωριών
Αργοπατώντας και Αργοβαδίζοντας
***
Τώρα έρμοι και μοναχοί βαριανασαίνουν πάνω στα γερασμένα χνάρια τους.
Τι πέτυχαν; Τάχα μια «τιμητική» σύνταξη ¨τεράστιο» έπαθλο της προσφοράς τους.
Και όχι για όλους. Οι πιο λίγοι, οι πιο τυχεροί!
Μια τιμητική σύνταξη που κρεουργήθηκε. Που κατακρεουργήθηκε μια και δυο και 5 φορές.
Άντε του , «τετραπέρατου» ποντικού;!
***
Και τώρα οι θεομπαίκτες ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ πως πρόσφεραν το κάτι παραπάνω, το κάτι που τους πέφτει πολύ και δεν το αξίζουν.
Ζητάνε -Αλήθεια κι αχ- να τους επιστραφεί, να τα ξαναγυρίσουν πίσω. Ποιο; Αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι το παραπάνω, το επιπλέον, το περίσευμα.
Ζητάνε λίγο-πολύ το κάθε εξαθλιωμένο γεροντάκι να επιστρέψει γύρω στις 10.000 ευρώ, απ’ αυτά που δεν έχει, απ’ αυτά που δεν υπάρχουν, απ’ αυτά που όχι μόνο δεν περισεύουν αλλά και δεν φτάνουν για να ζήσει μια και οι υποχρεώσεις του μεγαλώνουν.
Ούτε στο Μπαγκλαντές, ούτε στην Ουγκάντα δεν γίνονται αυτά.
Αλήθεια κι Αχ! Και συ Μάνα και Πατρίδα στενάζεις όπως πάντα αδικαίωτη…!!!

Βασίλης Λιόγκαρης
Συγγραφέας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις