ΓΑΛΛΙΑ: Ετοιμαζεται ο επομενος γυρος της αντεργατικης επιθεσης

Για τη νέα κυβέρνηση Μακρόν - Φιλίπ αποτελεί "πρόκληση" η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του ντόπιου κεφαλαίου απέναντι σε αντίπαλα επιχειρηματικά συμφέροντα, πρώτα απ' όλα τα γερμανικά
Εργαζόμενοι σε μεγάλη βιομηχανία 
τροφίμων στη Γαλλία
Μπορεί πολλοί να εμφάνισαν τη νέα γαλλική κυβέρνηση ως κάτι «εναλλακτικό» σε σχέση με τα προηγούμενα αστικά σχήματα εξουσίας, η αλήθεια είναι όμως πως ο στρατηγικός στόχος μένει απαράλλακτος: Η θωράκιση της θέσης και της κερδοφορίας του ντόπιου κεφαλαίου, σε ένα οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον που ευνοεί τη ρευστότητα. Οι αναιμικοί ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεγαλώνουν την ανησυχία των μονοπωλίων, ενώ ειδικά για τις μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου οι προβληματισμοί διευρύνονται ακόμα περισσότερο: Οι συζητήσεις και οι διαφωνίες για το μέλλον της ΕΕ, οι ανταγωνισμοί που μεγαλώνουν εντός λυκοσυμμαχιών που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «δεδομένες», όπως η ΕΕ αλλά και το ΝΑΤΟ, η ορμητική διείσδυση κεφαλαίων όπως αυτών της Κίνας ή της Ινδίας στη Γηραιά Ηπειρο, οι όλο και εντονότερες αντιθέσεις με για πολλά χρόνια «στρατηγικούς εταίρους» όπως οι ΗΠΑ, συνθέτουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο «φουντώνουν» διαρκώς οι κόντρες των μονοπωλίων, στο εσωτερικό μιας συμμαχίας, μιας χώρας, αλλά και κάθε κλάδου της οικονομίας. Αυτό φυσικά προδιαγράφει νέους, διαρκείς, όλο και πιο άγριους γύρους αντιλαϊκών αντεργατικών επιδρομών σε όποια κατάκτηση έχει απομείνει όρθια.
Ετσι, παράλληλα με τις πρωτοβουλίες που παίρνει σε όλα σχεδόν τα καυτά «μέτωπα» των γεωπολιτικών αναμετρήσεων (από το Παλαιστινιακό και το Συριακό, μέχρι τη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο), η κυβέρνηση των Εμανουέλ Μακρόν και Εντουάρ Φιλίπ προσδοκά ότι στα τέλη του καλοκαιριού θα έχει ολοκληρωθεί ο βασικός όγκος των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζει για την αγορά εργασίας. Μάλιστα, για να μη χαθεί χρόνος, κατέφυγε από την πρώτη στιγμή στην τακτική των προεδρικών διαταγμάτων, ώστε να παρακάμψει εμπόδια από τυχόν καθυστερήσεις ή διαφωνίες στην Εθνοσυνέλευση.
Για μια Γαλλία "ελκυστική" στους επενδυτές
Τόσο η υπουργός Εργασίας - πρώην στέλεχος κολοσσών όπως οι όμιλοι « Ντανόν» και «Ντασό» - Μουριέλ Πενικό προσπαθεί να πείσει ότι η «μεταρρύθμιση» θα προσφέρει οφέλη και στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους, όταν βέβαια η εμπειρία δείχνει διαρκώς πως τα συμφέροντα εργοδοσίας και εργατών ποτέ δεν ταυτίστηκαν. Πάντα συγκρούονταν.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η ικανοποίηση που εκφράζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες της χώρας για τα σχέδια της κυβέρνησης που προχωρούν. Στις 25 Ιούλη, ο πρόεδρος της Ενωσης των μεγαλοβιομηχάνων MEDEF Πιερ Γκατάζ χαρακτήρισε «απόλυτα ουσιαστική» τη νέα εργασιακή «μεταρρύθμιση». Μετά από συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Εντουάρ Φιλίπ και την Πενικό, τόνισε: «Οι μεταρρυθμίσεις αναμένονται από τις δυνάμεις της γαλλικής οικονομίας, αλλά πάνω απ' όλα και για τους ξένους επενδυτές που θα ήθελαν να ξανάρθουν στη Γαλλία. Πρέπει η Γαλλία να είναι εξίσου ελκυστική με τις χώρες που μας περιβάλλουν».
Αλλωστε, και ο ίδιος ο Μακρόν έχει επισημάνει ότι στόχος είναι «να δώσουμε στην οικονομία μας ευελιξία και αληθινή ζωτικότητα στον κοινωνικό διάλογο».
Δηλαδή, φυσικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του γαλλικού κεφαλαίου εφιστούν την προσοχή στην ανάγκη να αποκτήσουν οι ντόπιοι επιχειρηματικοί όμιλοι τα νέα περιθώρια που πρέπει στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, νέα εργαλεία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, νέα ορμή για τη διείσδυση σε άλλες αγορές αλλά και για την κυριαρχία στη γαλλική αγορά.
Γι' αυτό και, μεταξύ άλλων, το νέο πακέτο «μεταρρυθμίσεων»: Αναβαθμίζει σημαντικά τις επιχειρησιακές συμβάσεις, ώστε μέσα από αυτές να καθορίζονται ζητήματα όπως το ωράριο εργασίας, διαλείμματα, άδειες, επιδόματα κ.λπ. Ζητήματα που μέχρι σήμερα καθορίζονταν από το εργατικό δίκαιο και την κεντρική νομοθεσία, συνολικά για όλους τους εργαζόμενους, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, ή μέσα από κλαδικές συμβάσεις, που διασφάλιζαν σε σημαντικό βαθμό έναν ενιαίο χαρακτήρα διαφόρων παροχών ή ρυθμίσεων και δυσκόλευαν σε ένα βαθμό την ικανότητα της εργοδοσίας να συρρικνώνει ή και να καταργεί κεκτημένα δικαιώματα. Πλέον, με τη ραγδαία επέκταση των επιχειρησιακών συμβάσεων (όπως έγινε και στην Ελλάδα, αφού πρόκειται για ανατροπές που έχουν συναποφασιστεί στις Βρυξέλλες), η εργοδοσία θα μπορεί να «προσαρμόζει» κατακτήσεις, συνδέοντας τους όρους εργασίας με τις επιδόσεις της κάθε εταιρείας ή και συνολικά ενός ομίλου.
Είναι ενδεικτικά τα όσα προβλέπονται για τις απολύσεις, υποτίθεται ως «ειδική περίπτωση» που δικαιολογεί τη μείωση του προσωπικού. Παράγοντες όπως η «μείωση των παραγγελιών» και η «πτώση του τζίρου» προβλέπονται ως «ειδικοί» παράγοντες που επιτρέπουν «πλεονάζουσες απολύσεις». Μάλιστα, οι παράγοντες αυτοί συνδέονται και με το μέγεθος της εταιρείας. Αυτό σημαίνει ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης, φάση νομοτελειακά αναπόφευκτη στην καπιταλιστική οικονομία, η μεγαλοεργοδοσία θα μπορεί να επικαλείται «οικονομικές δυσκολίες» ή «οικονομικά αποτελέσματα μη προσδοκώμενα» για να απολύει κόσμο. Οπως το ίδιο θα μπορεί να κάνει βέβαια και όταν η κατάσταση ενός κλάδου - για διάφορους λόγους που η αναρχία της οικονομίας στον καπιταλισμό μπορεί να αυξάνει συνεχώς - δεν προϋποθέτει έναν «Χ» αριθμό εργατικών χεριών.
Αυτή είναι λοιπόν η «αποκατάσταση» της (γνωστής και από την εμπειρία στην Ελλάδα) «ευελφάλειας στη Γαλλία», την οποία όλα τα αστικά ΜΜΕ πανηγυρίζουν ότι θα φέρει η νέα «μεταρρύθμιση». «Στόχος της νέας μεταρρύθμισης είναι να γίνει πιο ελαστικό το εργατικό δίκαιο για να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να απασχολούν εργαζόμενους και να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές συνθήκες πιο ευέλικτα», όπως σημειώνουν διαρκώς αστοί αναλυτές. Ομολογούν δηλαδή ότι η «ανάπτυξη» που τάζουν στους εργαζόμενους είναι συνώνυμη με την καταδίκη τους να δουλεύουν σε όποιες συνθήκες απαιτούν το μεγάλο κεφάλαιο και η κερδοφορία του, η ανάγκη της μιας και της άλλης μερίδας του κεφαλαίου να «αντιμετωπίζει» πιο «ευέλικτα» τις «οικονομικές συνθήκες», για την «επιβίωση» αλλά και την περαιτέρω «ανέλιξή» του στην εγχώρια, την περιφερειακή και τη διεθνή αγορά. Μεταξύ άλλων, οι νέες «μεταρρυθμίσεις» αναθεωρούν το σύστημα επιδότησης της ανεργίας (για νέα πετσοκόμματα δικαιούχων και παροχών), επεκτείνουν την εργασιακή μαθητεία (για προσφορά φτηνών εργατικών χεριών στο μεγάλο κεφάλαιο), αναδιοργανώνουν τα «όργανα» του «κοινωνικού διαλόγου» (για πιο αποτελεσματική καθυπόταξη και παραπλάνηση των εργαζομένων) κ.λπ.
Οι προκλήσεις της νέας κυβέρνησης
Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή που διαμορφώθηκε το νέο κυβερνητικό σχήμα, σηματοδοτώντας σημαντικές ανακατατάξεις στον αστικό πολιτικό χάρτη της χώρας, άνοιξε ακόμα περισσότερο η συζήτηση για το πώς η γαλλική αστική τάξη θα διεκδικήσει το χαμένο έδαφος. Στις 17 Μάη, λίγες δηλαδή μέρες μετά την εκλογή Μακρόν, η οικονομική εφημερίδα «Λεζ Εκό» φιλοξενούσε μια πολύ χαρακτηριστική ανάλυση με τον τίτλο «Οι προκλήσεις για τον Εμανουέλ Μακρόν» και συντάκτη τον Ζαν Πεϊρελεβάντ, οικονομολόγο, πρώην στέλεχος υπουργείων επί διαφόρων κυβερνήσεων του PS αλλά και πρώην στέλεχος σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως τη «Suez», την «Airbus», την «Bouygues4», την «BG Bonnard & Gardel Holding SA5» κ.ά.
Εκεί γινόταν αναφορά αναλυτικά «στις δομικές αδυναμίες της οικονομίας μας» και εκφραζόταν δυσαρέσκεια επειδή «τα παραγωγικά μας εργαλεία υποφέρουν από σκληρή έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Το κομμάτι μετέφερε την ανησυχία του γαλλικού κεφαλαίου ως εξής: «Καμία χαραμάδα δεν υπάρχει όσον αφορά το εξαγωγικό μας εμπόριο, που παραμένει βαριά ελλειμματικό (2% του ΑΕΠ)... Το 2016 χαρακτηρίζεται από μια ανησυχητική επιδείνωση, αφού το ισοζύγιο υπηρεσιών, μέχρι τότε διαρθρωτικά πλεονάζον, "χτύπησε κι αυτό κόκκινο". Η ανάπτυξη του Τουρισμού, υπό την επήρεια των επιθέσεων του 2015, αποτελεί μια λογική αιτία. Αλλά δεν είναι η μόνη. Το ισοζύγιο υπηρεσιών στις επιχειρήσεις επίσης υποφέρει πολύ...».
Ενδεικτική είναι η εικόνα για τη γαλλική βιομηχανία αλλά και το μερίδιο της Γαλλίας στις εξαγωγές, για τα οποία αναφερόταν: «Τα προβλήματα που πάντα γνωρίζαμε παραμένουν. Και καταρχήν η διαρκής μείωση της βιομηχανικής μας δραστηριότητας, που δεν είναι σίγουρο πως θα σταματήσει. Η βιομηχανική μας παραγωγή στη μεταποίηση εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο κατά 10% σε σχέση με το επίπεδο που ήταν πριν την κρίση. Το μερίδιο των εξαγωγών μας στο διεθνές εμπόριο (3%) συνεχίζει να μειώνεται, ακόμα και σε σχέση με το ενιαίο εμπόριο εκτός της ζώνης του ευρώ (12%). Και έχουμε, εδώ και 20 χρόνια, τον ίδιο αριθμό εξαγωγικών εταιρειών(100.000) όταν αυτός αυξήθηκε στη Γερμανία κατά 50% (330.000)».
Ενδεικτική και η συνέχεια: «Μετά τη στροφή του 2000, το φάσμα της παραγωγής έμεινε στάσιμο στη Γαλλία, όταν στη Γερμανία αυξήθηκε. Μπορούμε να πούμε, λίγο απλουστευτικά, ότι διαθέτουμε το φάσμα παραγωγής της Ισπανίας με το κόστος της Γερμανίας. Αυτό δεν αφορά, το έχουμε διαπιστώσει, από ανεπαρκείς επενδύσεις. Η αλήθεια είναι ότι επενδύουμε λανθασμένα, ότι δεν εκσυγχρονίζουμε αρκετά το κεφάλαιό μας, ότι αναβαθμίζουμε αρκετά γρήγορα το επίπεδο του εργατικού μας δυναμικού. Διαθέτουμε, αναλογικά με το εργατικό μας δυναμικό, δυο φορές λιγότερα ρομπότ στη βιομηχανία από ό,τι η Γερμανία, και σε επίπεδο Ευρωζώνης επενδύουμε λιγότερο από το μισό του μέσου όρου στις νέες τεχνολογίες...».
Επισημάνσεις όπως οι παραπάνω είναι αποκαλυπτικές και για τις αληθινές αιτίες «διαφωνιών» μεταξύ ιμπεριαλιστών, που πολλοί σχηματοποιούν για να μαντρώσουν το λαό σε εχθρικές για τον ίδιο «κόντρες». Με απλά λόγια, τα «αντιγερμανικά μέτωπα» στα οποία οι γαλλικές κυβερνήσεις συχνά πρωτοστατούσαν (παράλληλα με τις διεργασίες κατά μήκος του λεγόμενου «γαλλογερμανικού άξονα») δεν αφορούν παρά την υπεράσπιση μονοπωλιακών συμφερόντων, την οργάνωση της αναμέτρησης με τους ανταγωνιστές στην καταλήστευση του λαού και το ξεζούμισμα των εργατών. Σε αυτά, όλοι οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων συμφωνούν, διαφωνούν μόνο στο ποιος θα αρπάξει μεγαλύτερο μέρος της λείας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις