Η αστικη και οπορτουνιστικη εκστρατεια αμαυρωσης του Οκτωβρη και της διεθνους πολιτικης της ΕΣΣΔ ως εργαλειο καταστροφης του σοσιαλιστικου κρατους

«Ο εθνικισμός είναι αρρώστια και όσοι την πέρασαν υποτροπιάζουν, έστω και σε ελαφρότερη μορφή. Και η χειρότερη ιδιότητά της είναι ότι μπορεί να συσκοτίσει και το λαμπρότερο μυαλό…»
Πέτερις Στούτσκα
Πρόεδρος της πρώτης κυβέρνησης (1918)
της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας Λεττονίας
Ο οπορτουνισμός, ως φαινόμενο της πολιτικής ζωής, εμφανίστηκε στη διαδικασία της πάλης της εργατικής τάξης για τα δικαιώματά της τον 19ο αιώνα και άρχισε αμέσως να αξιοποιείται από τους αστούς πολιτικούς και τα κόμματα, ως ένα αποτελεσματικό όπλο. Ο οπορτουνισμός δεν χαρακτηρίζει τα αστικά κόμματα, επειδή ανεξάρτητα από τα «προεκλογικά προγράμματα» και τις δημόσιες διακηρύξεις τους, η ιδεολογική τους βάση δεν διαφοροποιείται επί της αρχής και σε τελική ανάλυση υπηρετεί έναν κοινό στόχο – τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Γι αυτό είναι τόσο χαρακτηριστικές οι μετακινήσεις των αστών πολιτικών και βουλευτών από το ένα κόμμα στο άλλο, σε εξάρτηση από την τρέχουσα συγκυρία.
Ο Β.Ι. Λένιν κάνει μια πολύ ακριβή εκτίμηση αυτού του φαινομένου στο έργο «Τα ιστορικά πεπρωμένα της διδασκαλίας του Μαρξ»: «…η θεωρητική νίκη του μαρξισμού αναγκάζει τους εχθρούς του να μεταμφιεστούν σε μαρξιστές. Ο σαπισμένος εσωτερικά φιλελευθερισμός δοκιμάζει να ξαναζωντανέψει με τη μορφή του σοσιαλιστικού οπορτουνισμού. Την περίοδο της προετοιμασίας των δυνάμεων για τις μεγάλες μάχες την ερμηνεύουν με την έννοια της άρνησης αυτών των μαχών. Την καλυτέρευση της κατάστασης των μισθωτών δούλων για τον αγώνα ενάντια στη μισθωτή δουλεία, την εξηγούν με την έννοια ότι οι μισθωτοί δούλοι πουλάνε για μια πεντάρα τα δικαιώματά τους στην ελευθερία. Από δειλία κηρύσσουν την «κοινωνική ειρήνη» (δηλαδή την ειρήνη με τη δουλοκτησία), την άρνηση της ταξικής πάλης κτλ.».
(β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 23, σ. 3).
Οι ιδιαιτερότητες των οπορτουνιστικών τάσεων στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα των δυτικών κυβερνείων της Ρωσίας.
Το "εκ γενετής τραύμα" του εθνικισμού.
Στα δυτικά κυβερνεία της τότε Ρωσικής αυτοκρατορίας, λόγω της εθνικής σύνθεσης των δεδομένων περιοχών, οι οπορτουνιστικές τάσεις στο εργατικό κίνημα είχαν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Περιλαμβανομένων και των ιδιαίτερα έντονων διαθέσεων οργανωτικής ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας, που δεν οφείλονταν στις αντικειμενικές συνθήκες. Αναλύοντας, το 1933, τις συνθήκες εμφάνισης του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος των αρχών του αιώνα, ο Μ. Ρούντενς στο άρθρο «το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ και η λετονική σοσιαλδημοκρατία», έγραφε:
«Το λετονικό σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα εμφανίστηκε ως μια απολύτως αυτοτελής, ξεχωριστή επαναστατική οργάνωση, που δεν είχε κανένα οργανωτικό ή άλλο δεσμό με το ΣΔΕΚΡ. Επιπλέον, το επαναστατικό κίνημα στη Λετονία αρχικά έτεινε πολύ στην πλευρά του εθνικισμού (η έμφαση δική μου. Συγγρ.). Έτσι ακριβώς εξηγείται και το γεγονός, ότι η αρχή της ενότητας και του συγκεντρωτισμού του εργατικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος της Ρωσίας, που είχε διακηρύξει ο Λένιν, δεν έβρισκε ουσιαστική ανταπόκριση στη Λετονία».
(http:/library.ua/m/articles/view/II-С-ЕЗД-РСДРП-И-ЛАТЫШСКАЯ-СОЦИАЛ-ДЕМОКРАТИЯ)
Στο βαθμό της ανάπτυξης της επαναστατικής κατάστασης, οι οπορτουνιστικές τάσεις στο ΣΔΕΚΛ ξεπεράστηκαν και οι λετονοί σοσιαλδημοκράτες (στο εξής μπολσεβίκοι-κομμουνιστές), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Οκτωβριανή επανάσταση και τη δημιουργία του σοβιετικού κράτους. Ταυτόχρονα, τα «εκ γενετής σημάδια» των προβλημάτων εκείνης της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίζονταν στη συνέχεια συχνά στις απόψεις ορισμένων κομμουνιστών και στη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας. Τόσο σε μια ορισμένη τάση προς τον τροτσκισμό, την περίοδο των δεκαετιών του 20 και του 30, όσο και κατά την περίοδο της εκδήλωσης των «εθνο-κομμουνιστών» τη δεκαετία του 50 στη σοσιαλιστική πια Λετονία.
Και εάν ο αριστερός-οπορτουνιστικός ενθουσιασμός με τον τροτσκισμό εξηγείται εν μέρει από την ήττα της επανάστασης στη Λετονία, στις αρχές της δεκαετίας του 20, και από την υποχώρηση των επαναστατικών δυνάμεων προς την επικράτεια της ΕΣΣΔ (η θεωρία της «διαρκούς επανάστασης» του Τρότσκι ήταν εγγύτερη ψυχολογικά στους λετονούς κομμουνιστές, που βρέθηκαν στην πραγματικότητα έξω από την ιστορική τους πατρίδα, από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ξεχωριστά στην ΕΣΣΔ), η πολιτική της καθοδήγησης του Κομμουνιστικού κόμματος Λετονίας τη δεκαετία του 50 αποτελεί εκδήλωση του δεξιού, μάλλον, οπορτουνισμού.
Όπως σημείωνε στα απομνημονεύματά του ο Ν. Α. Μουχιτντίνοφ (το 1959 γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΣΕ, μέλος του Προεδρείου), που ως μέλος της επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΣΕ ασχολήθηκε με την κατάσταση στη Λετονία, υπήρχαν καταγγελίες ντόπιων συντρόφων, ότι «… κάποιοι στην καθοδήγηση ακολουθούν το δρόμο του Μπουχάριν, δεν θέλουν να αναπτύξουν τη βαριά βιομηχανία και θέλουν να στηρίζονται στην ελαφρά βιομηχανία και στον αγροτικό τομέα».
(Η Λετονία στα όρια των εποχών. Ρίγα, Αβότς, 1990, σ. 126).
Αυτή την κατάσταση δεν ήταν δυνατόν να μην την εκμεταλλευτούν οι δυνάμεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.
Η απειλή που αφέθηκε να περάσει: οι οπορτουνιστικές τάσεις στο ΚΚΛ/ΚΚΣΕ το 1953-1991 και η αξιοποίησή τους από την εθνικιστική διασπορά στο εξωτερικό.
Οι επίμονες προσπάθειες διαστρέβλωσης και αμαύρωσης της ιστορίας και της σημασίας του Μεγάλου Οκτώβρη, της θεωρίας και της πράξης του σοσιαλιστικού κράτους ξεκινούν στην πράξη από τη στιγμή της τέλεσης αυτού του σημαντικού για όλη την ανθρωπότητα γεγονότος και «δίνουν ψωμί» τον πολυπληθή στρατό των αστών «ερευνητών» μέχρι σήμερα.
Οι διεθνείς κριτικοί άρχισαν να εκδηλώνουν ιδιαίτερη ενεργητικότητα την μεταπολεμική περίοδο. Σε αυτό συνέβαλαν δυο συνθήκες: η νίκη του σοβιετικού λαού στον Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο και τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης στην επιστήμη, την παιδεία, την κατάκτηση του διαστήματος και στην κοινωνική σφαίρα. Ο «ψυχρός πόλεμος» που εκτυλίχθηκε οδήγησε σε απότομη άνοδο του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού. Η πλειοψηφία των σοβιετολογικών ερευνών παρουσιάζει την ιστορία των επαναστάσεων στη Ρωσία το 1917 από τη θέση της απόλυτης άρνησης του νομοτελειακού χαρακτήρα τους. Υποστηρίχτηκε, ότι στις συνθήκες του τσαρικού καθεστώτος στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα, η Ρωσία προόδευε γρήγορα και αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί με επιτυχία, εάν δεν συνέβαινε η «αυθόρμητη» επανάσταση του Φλεβάρη, που πραγματοποιήθηκε λόγω των αποτυχιών στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και της ασύνετης πολιτικής της μοναρχικής εξουσίας. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, που ήρθε στη θέση του τσαρισμού, δεν μπόρεσε να εμπεδώσει ένα νέο πολιτικό καθεστώς, πράγμα που αξιοποίησε η μικρή «εξτρεμιστική ομάδα» των μπολσεβίκων, που μετά από ένα βίαιο πραξικόπημα και σε συνθήκες ευνοϊκής συγκυρίας, ανέτρεψαν τη «δημοκρατική» Προσωρινή Κυβέρνηση και εγκαθίδρυσαν τη δικτατορία τους. Επιπλέον, αγνοήθηκαν σχεδόν πλήρως οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και τα μαζικά κινήματα της εποχής.
Προωθώντας αυτή την «αντίληψη» οι σοβιετολόγοι προσπαθούσαν να διασύρουν τον Οκτώβρη, το κόμμα των μπολσεβίκων, υποστηρίζοντας τον εν πολλοίς «τυχαίο» χαρακτήρα της Οκτωβριανής επανάστασης, προσπαθώντας έτσι να μειώσουν το ρόλο της και τη σημασία της για τη μοίρα της Ρωσίας και όλου του κόσμου. Παρά τον εμφανώς ευάλωτο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας, αυτή η «αντίληψη» περί απουσίας αντικειμενικών αιτιών της επανάστασης και βίαιης αρπαγής της εξουσίας από τους μπολσεβίκους σε συνθήκες «παθητικότητας των μαζών», κυκλοφορεί μέχρι σήμερα στους κύκλους των αστών ιστορικών.
Το αβάσιμο αυτής της αντίληψης, η ανοιχτή πολιτική της στράτευση, γίνεται με το πέρασμα του καιρού, όλο και πιο προφανής. Γεννιέται το αβίαστο ερώτημα: εάν οι μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία ως αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού των πολιτικών δυνάμεων το 1917, που η έκβασή του ήταν αδύνατον να προβλεφθεί, πώς μπόρεσαν να κρατήσουν αυτή την εξουσία στη διάρκεια δεκαετιών και, επιπλέον, πώς η χώρα κατάφερε τόσο μεγάλα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας; Γιατί, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, μπήκαν και άλλοι λαοί στο δρόμο το Οκτώβρη; Τέτοια και άλλα παρόμοια ερωτήματα έπλητταν σοβαρά τη θέση περί «τυχαίου» της νίκης του Οκτώβρη και ανάγκαζαν τους «ερευνητές» να συνεχίζουν την αναζήτηση άλλων, περισσότερο εκλεπτυσμένων «θεωριών».
Τεράστια υπηρεσία προς τους αστούς σοβιετολόγους προσέφεραν παράγοντες της καθοδήγησης από διαφορετικά επίπεδα του ΚΚΣΕ, που με τις αγράμματες, θεωρητικά εσφαλμένες και τυχοδιωκτικές αποφάσεις τους δημιουργούσαν ένα γόνιμο έδαφος για κριτική. Δεν υπάρχει βάση να πούμε, ότι όλοι τους ήταν συνειδητοί «πράκτορες του ιμπεριαλισμού», συχνά στη βάση του οπορτουνισμού υπάρχει μια εντελώς ειλικρινής τάση «βελτίωσης του σοσιαλισμού», μιας «βαθύτερης ανταπόκρισης στις προκλήσεις της εποχής» κλπ. Οι θλιβερές συνέπειες εμφανίζονται όχι μόνο όταν αυτά τα στελέχη έχουν ιδιοτελή συμφέροντα, αλλά και όταν απουσιάζει η θεωρητική μόρφωση και, εννοείται, όταν απουσιάζει η δυνατότητα κριτικής των πράξεών τους και πάλης με αυτές.
Με αυτή την έννοια είναι χαρακτηριστική η κατάσταση που αφορούσε το ΚΚ Λετονίας τη δεκαετία του 50 του προηγούμενου αιώνα. Αξιοποιώντας την περίοδο οργανωτικής αταξίας, που κατέλαβε την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Ι. Β. Στάλιν και βασιζόμενοι στην πρακτική «διαπαιδαγώγησης των τοπικών εθνικών στελεχών» στις δημοκρατίες της Ένωσης, που ξεκίνησε ο πρώτος Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ Λ. Μπέρια, οι καθοδηγητές της ΣΣΔ Λετονίας και του ΚΚ Λετονίας άρχισαν να υλοποιούν μια πολιτική, που βρισκόταν σε αντίθεση με τη φυσιολογική λειτουργία του ενιαίου σχεδιασμένου συστήματος της λαϊκής οικονομίας και τις αρχές του διεθνισμού.
Τριάντα χρόνια μετά, στα χρόνια της «περεστρόικα», ο Βίλις Κρούμινς έγραψε εκστατικά για εκείνη την περίοδο: «Η Δημοκρατία απέκτησε τη δυνατότητα να διαμορφώνει την οικονομία της σε πραγματικά ορθολογική βάση και να την διευθύνει αυτοτελώς. Διαμορφώθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη εθνικών σχέσεων στο πνεύμα του αυθεντικού διεθνισμού». (Βίλις Κρούμινς, Αναμνήσεις και στοχασμοί. Η Λετονία στα όρια των εποχών. Ρϊγα, Αβότς, 1990, σ. 94).
Το «πνεύμα του αυθεντικού διεθνισμού» κατά την άποψη του ανθρώπου που διατέλεσε δεύτερος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΛ, συνίστατο, όπως φαίνεται, στο ό,τι καθιερώνονταν γλωσσικά και εθνικά κριτήρια όχι μόνο στην προπαγανδιστική δουλειά και στη δουλειά με τα στελέχη, αλλά και στις προσλήψεις και στην επιλογή τόπου κατοικίας (!). Για παράδειγμα, ο αναπληρωτής του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της ΣΣΔ Λετονίας, Ε. Μπέρκλαβς, στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΛ της 7-8 Ιούλη του 1959, εξέφρασε την ανησυχία του σχετικά με την έλευση στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας ανθρώπων μη λετονικής εθνικότητας: «Το 1958 μόνο, εγγράψαμε ως κατοίκους της Ρϊγας 28000 ανθρώπους, από αυτούς μόνο οι 10500 ήταν λετονοί, υπολοίπονται 17500. Τους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους εγγράψαμε στη Ρίγα 8500 άτομα, από τους οποίους λετονοί είναι λιγότεροι από 3000». (αναφέρεται στη συλλογή «Η πολιτική των αρχών κατοχής στη Λετονία 1939-1991», Nordik, 1999, σ. 395).
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στη σχεδιοποιημένη σοβιετική οικονομία και, κυρίως, στο σχεδιοποιημένο τρόπο κατανομής των εργασιακών πόρων, είχε θέση και η αυθόρμητη μετακίνηση του πληθυσμού, που οφειλόταν σε προσωπικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, η βασική μάζα όσων έρχονταν ήταν εργάτες, που έρχονταν στη Ρίγα για δουλειά στις επιχειρήσεις της πόλης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει αυτές τις επιχειρήσεις, που ανοικοδομούνταν μετά τον πόλεμο και ξαναχτίζονταν από την αρχή, με δικούς της εξειδικευμένους εργασιακούς πόρους – στην αστική Λετονία τα είκοσι προπολεμικά χρόνια μερικές μόνο χιλιάδες μπόρεσαν να λάβουν ανώτερη εκπαίδευση και μάλιστα αυτοί, κατά κανόνα, ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Γι’ αυτό ένα μέρος τους μετανάστευσε από τη Δημοκρατία στο τέλος του πολέμου μαζί με τους ναζιστές που υποχωρούσαν. Ένα σημαντικό μέρος των ειδικών υψηλής εξειδίκευσης της αστικής Λετονίας, που σπούδασε επί τσαρικής Ρωσίας (μηχανικοί, γιατροί, δάσκαλοι), το αποτελούσαν εθνικά γερμανοί και εβραίοι. Οι γερμανοί επαναπατρίστηκαν πριν τον πόλεμο στη Γερμανία, τους εβραίους τους εξόντωσαν σχεδόν πλήρως οι χιτλερικοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους την περίοδο κατοχής της Λετονίας. Ο ίδιος ο πόλεμος όξυνε την έλλειψη στελεχών εξαιτίας των απωλειών στα μέτωπα. Γι’ αυτό οι απαραίτητοι για την κανονική λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας ειδικοί ανακατανέμονταν με οργανωμένο τρόπο από άλλα μέρη της Ένωσης. Επιπλέον, η Λετονία ιστορικά ποτέ δεν υπήρξε μονοεθνική περιοχή, ακόμα περισσότερο πολυεθνική ήταν η Ρίγα, πόλη λιμάνι και διαμετακομιστικού εμπορίου.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο εγκαθιδρύθηκε στη Δημοκρατία ένα σύστημα εκπαίδευσης και προετοιμασίας ντόπιων ειδικών και, στο βαθμό που αφομοίωναν την πρακτική εμπειρία, ήταν δυνατόν ήρεμα, στη βάση της οικονομικής σκοπιμότητας, των εργασιακών ποιοτικών χαρακτηριστικών και της εξειδίκευσης να γίνει αντικατάσταση εκείνων, που δεν αντιστοιχούσαν στο απαιτούμενο επίπεδο. Αντ’ αυτού, προωθήθηκε στο πρώτο πλάνο το πρόβλημα της αλλαγής της εθνικής σύνθεσης της Δημοκρατίας και ο ανεπαρκής αριθμός λετονών στις διευθυντικές θέσεις. Οι λετονοί «κομμουνιστές-διεθνιστές», στην ουσία, απαιτούσαν εθνικά προνόμια στην κάλυψη των θέσεων!
Απόδειξη του επινοημένου χαρακτήρα του προβλήματος των «εθνικών αναλογιών» είναι η ομιλία του Ε. Μούκινς, γραμματέα της επιτροπής πόλης του Ντάουγκαβπιλς του ΚΚΛ, στη σύνοδο της ΚΕ του κόμματος τον Ιούνη του 1953. Στηρίζοντας την εκστρατεία «εθνικής πολιτικής στελεχών» που ξεκίνησε εκείνη την περίοδο, ανακοίνωσε ότι «δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερα ανυπόφορη κατάσταση σε πολλές περιοχές της Λατγκάλια (ανατολική Λετονία), που θεωρούνται εσφαλμένα ρωσικές. Εκεί, σε πολλές περιοχές, δεν υπάρχουν καθόλου ντόπιοι σε θέσεις ευθύνης, οι ντόπιοι εργαζόμενοι έφυγαν στη Ρίγα». (σ. 407).
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που ο ερχομός τους στη Ρίγα ανησύχησε τον «διεθνιστή» Μπέρκλαβς… Με την ευκαιρία, η πόλη Ντάουγκαβπιλς ιστορικά είναι η πλέον μη λετονική πόλη της Λετονίας. Σε διαφορετικές περιόδους οι λετονοί αποτελούσαν από το ένα τρίτο μέχρι το μισό του πληθυσμού της. Οι παραμεθόριες «περιοχές της Λατγκάλια» είχαν και αυτές ένα σημαντικό ποσοστό – μέχρι πενήντα τοις εκατό – μη λετονικού, κυρίως ρωσικού και λευκορωσικού πληθυσμού. Και εάν θεωρήσουμε τους λατγκάλιους εθνική μειονότητα, αυτές οι περιοχές δεν είναι καθόλου λετονικές. Για ποιους, λοιπόν, «ντόπιους» ανησυχεί το κομματικό στέλεχος;
Εννοείται, ότι τα κρυφά εθνικιστικά κίνητρα συγκαλύπτονταν από τις σωστές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η προπαγανδιστική και εκλαϊκευτική δουλειά πρέπει να γίνεται στη μητρική γλώσσα αυτού στον οποίο απευθύνεται. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με την προσπάθεια του «κομμουνιστή» Μπέρκλαβς να κάνει την πρωτεύουσα της Λετονίας «εθνικό άβατο» και να δώσει στους λετονούς κάποιο ιδιαίτερο δικαίωμα να καταλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις.
Οι απόψεις των λεγόμενων «εθνικών κομμουνιστών» μπορούν να κωδικοποιηθούν σύντομα ως εξής:
- Η απόρριψη των λενινιστικών αρχών του διεθνισμού στη πολιτική στελέχωσης και μια προσέγγιση με βάση εθνικά κριτήρια, ακόμα σε διοικητικές-οργανωτικές και οικονομικές δραστηριότητες.
- Η άρνηση της αναγκαιότητας της ανάπτυξης σημαντικών βιομηχανιών προτεραιότητας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, προσπαθώντας να αναπτύξουν μόνο παραδοσιακούς (για την αστική Λετονία) κλάδους στη ελαφριά βιομηχανία, στα τρόφιμα και στο αγροτικό τομέα.
-Η συγκαταβατική στάση στις εκδηλώσεις εθνικισμού στην παιδεία, πολιτισμό καις στη τέχνη.
Γενικά, αυτό το φαινόμενο έδειξε αρκετά χαρακτηριστικά στοιχειά του οπορτουνισμού και του αστικού εθνικισμού, μέχρι και εκδηλώσεις αντισημιτισμού. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι απόψεις για την οικοδόμηση του «Λετονικου Σοσιαλισμού» της δεκαετίας του 1950 συγχωνευτήκαν στη δεκαετία του 1980, με τις απόψεις υπέρ της παλινόρθωσης του αστικού κράτους.
Όταν τα συμφέροντα ενός ξεχωριστού έθνους αρχίζουν να υπερισχύουν επί της ταξικής συνείδησης, όταν τα υπερεθνικά κοινωνικοταξικά συμφέροντα των εργαζομένων γίνονται θυσία στα εθνικά στερεότυπα της συνείδησης των συμπατριωτών, η έκβαση είναι απολύτως προβλέψιμη. Στις κατάλληλες εξωτερικές και εσωτερικές πολιτικές συνθήκες θα πρόκειται για μια ανοιχτή προδοσία, για έναν απογυμνωμένο αντικομμουνισμό και επιθετικό εθνικισμό.
Η πορεία της ζωής του αναφερόμενου Ε. Μπέρκλαβς, εικονογραφεί θαυμάσια τα πραγματικά κίνητρα των ταχυδακτυλουργιών με τις μαρξιστικές θέσεις. Όταν το 1980-1990, στο ΚΚ Λετονίας εμφανίστηκαν ανοιχτά οπορτουνιστικές και εθνικιστικές τάσεις και άρχισε να καταστρέφεται η σοβιετική εξουσία, μπήκε στις γραμμές του εξτρεμιστικού εθνικιστικού κόμματος, που στα ντοκουμέντα του υποστήριζε τη βίαιη απέλαση όσων είχαν έρθει στη Λετονία τη μεταπολεμική περίοδο, το κλείσιμο των ρώσικων σχολείων και τις γλωσσικές διακρίσεις. Η ιστορία δείχνει, ότι αυτή είναι μια πολύ χαρακτηριστική κατάληξη για πολλούς, που μπήκαν στον γλιστερό δρόμο του οπορτουνισμού και της αναθεώρησης.
Αυτή η θέση αποτελεί μια εκπληκτική αντίθεση με τη σχέση προς το πρόβλημα των λετονών κομμουνιστών εκείνο τον καιρό, που το κόμμα βρισκόταν πρακτικά στην παρανομία και δούλευε στο αστικό κοινοβούλιο στις γραμμές της εργατοαγροτικής κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο βουλευτής Φ. Μπεργκς στη συνεδρίαση της 28 Ιούνη 1933, κάνοντας κριτική στη θέση της κυβέρνησης για τα ζητήματα της εκπαίδευσης, έλεγε: «και η μειοψηφίες έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό το απαιτεί η στοιχειωδέστερη αρχή της δημοκρατίας και αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, που δίνει τη δυνατότητα στις λαϊκές μάζες να κατακτήσουν την κουλτούρα και την παιδεία. Στη μητρική γλώσσα είναι ευκολότερο και καταλληλότερο να λαμβάνεται η μόρφωση».
(Στενογράφημα του Σέιμ της ΔτΛ. 4η Σύνοδος – Ρίγα, 1933, σ. 955)
Οι λετονοί κομμουνιστές εκείνης της περιόδου στήριζαν δραστήρια τα δικαιώματα των λατγκάλιων (εθνική μειονότητα, που εκπροσωπεί μια μικρή εθνική ομάδα λαών της Βαλτικής, που είναι γλωσσικά εγγύτερη προς τους λετονούς), μέχρι το δικαίωμα του απεριόριστου αυτοπροσδιορισμού.
Αυτός ήταν αυθεντικός λενινιστικός διεθνισμός, που σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει άρνηση της εθνικότητας και κάθε εθνικής πατρίδας. Ο Β. Ι. Λένιν το έκανε απόλυτα κατανοητό στο γράμμα του στην Ι. Φ. Αρμάντ: «Ο εργάτης δεν έχει πατρίδα – αυτό σημαίνει ότι α) η οικονομική του θέση δεν είναι εθνική, αλλά διεθνής, β) ότι ο ταξικός εχθρός του είναι διεθνής, γ) οι όροι της απελευθέρωσής του επίσης, δ) η διεθνιστική ενότητα των εργατών είναι σπουδαιότερη από την εθνική».
(Λένιν, Άπαντα, τ. 49, σ. 324).
Οι διευκρινήσεις του Λένιν σχετικά με το πρόβλημα της εργασιακής μετανάστευσης, που έχει μια απολύτως κατανοητή σχέση με την «πατρίδα του προλεταριάτου». ακούγονται πολύ επίκαιρες για τη σύγχρονη Λετονία. Όπως και πριν από εκατό χρόνια, μόνιμος συνοδός του καπιταλισμού είναι οι οικονομικές κρίσεις, η ανεργία και, ως αποτέλεσμά της, η αναζήτηση δουλειάς και μέσων ύπαρξης στα ξένα. Γι’ αυτό ο Λένιν έγραφε στο άρθρο «Ο καπιταλισμός και η μετανάστευση των εργατών»: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η εξαιρετική φτώχεια αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την πατρίδα…». (Λένιν, Άπαντα. τ. 24, σ. 90).
Εκατοντάδες χιλιάδες λετονών εργατών, που τώρα εργάζονται στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωένωσης, νιώθουν πολύ καλά την ορθότητα των λόγων του Λένιν.
Οι αναφερόμενες εκφάνσεις του εθνικισμού μεταξύ των κομμουνιστών των Δημοκρατιών της Βαλτικής δεν πρέπει να θεωρούνται σε καμία περίπτωση τυχαίες, αυθόρμητες ή μόνο ως μια εσωτερική διαδικασία των κομμουνιστικών κομμάτων. Από τη δεκαετία του 60 του προηγούμενου αιώνα, ο εκπρόσωπος της λετονικής εμιγκράτσιας Β. Σ. Βάρντις (αυτός ακριβώς ήταν που πρότεινε να αξιοποιηθούν στο μέγιστο για τα συμφέροντα της αντιδραστικής εμιγκράτσιας οι εκφάνσεις του «εθνοκομμουνισμού», βάζοντας τελικό στόχο την αστική ρεβάνς και της έξοδο των Δημοκρατιών της Βαλτικής από τη σύνθεση της ΕΣΣΔ). έγραφε: «… αυτός ο εθνικισμός όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά βρίσκει και υποστηρικτές». (Vardys V. S. Soviet nationality policy since the XXII Party congress. – The Russian Review. 1965, vol. 2, Nr. 4, p. 340. Αναφέρεται στο «Η αντιδραστική εμιγκράτσια της Βαλτικής σήμερα». Ρίγα «Ζινατνε», 1979, σ. 139).
Τον σιγοντάρει ο γνωστός παράγοντας της σοσιαλδημοκρατίας Μπρούνο Κάλνινς, που κάνει την υπόθεση, ότι η νεολαία, ιδιαίτερα οι φοιτητές και οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων έχουν εθνικιστικές διαθέσεις. Κάνει έκκληση να αξιοποιηθούν όλα τα μέσα που διαθέτει η διασπορά, για την υποδαύλιση και διάδοση αυτών των διαθέσεων.
Βεβαίως, η αντισοβιετική εμιγκράτσια δεν ήταν ενιαία και δεν εκφραζόταν από μια συγκεκριμένη ενιαία οργάνωση. Είχε μια αρκετά διαφοροποιημένη κοινωνική διαστρωμάτωση, μια κοινότητα με διαφορετικές πολιτικές απόψεις, με βάσεις που είχαν τοποθετηθεί από τους διπλωμάτες της αστικής Λετονίας που παραμείναν στο εξωτερικό μετά την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στη χώρα το 1940. Ο κύριος όγκος της εμιγκράτσιας αποτελούταν από αυτούς που έφυγαν από τη χώρα μπροστά από τον ερχομό των σοβιετικών το 1944-1945. Αποτελούταν και από αυτούς που συνεργαστήκαν με το ναζιστικό καθεστώς και τους εγκληματίες πολέμου και από άλλους εκπροσώπους των αστικών στρωμάτων και διανόησης που είχαν συνηθίσει ένα ψηλό βιοτικό επίπεδο και τα κοινωνικά προνομία της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Οι απόψεις τους, πολιτική δράση και βαθμός συνεργασίας με τις επίσημες αρχές των χώρων υποδοχής παρουσίασαν διαφοροποιήσεις. Πρώην υπάλληλοι της ναζιστικής κατοχής και μελή των ΣΣ, βεβαίως, δεν πρόβαλαν τις απόψεις τους ανοικτα, παρά το γεγονός ότι οι αρχές στις Ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ γνώρισαν για το παρελθόν τους. Στελέχη των αστικών κόμματων απολάμβαναν πλήρη επίσημη στήριξη και καλές καριέρες.
Για παράδειγμα, ο Μπρούνο Κάλνινς, έγινε επίτιμος πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνή. Παρά τις υπαρκτές διαφορές σχετικά με τις ιδεολογικές θέσεις, η εμιγκρατσια ήταν ενιαία ως προς την απόρριψη του σοσιαλιστικού συστήματος στη Λετονία και της ενσωμάτωσης της στην ΕΣΣΔ.
Μετά το 1991, το ιδεολογικό ‘κοκτέιλ» απόψεων από το «μαλακό νέο-ναζισμό» μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία με εθνικό προσανατολισμό έχει γίνει η πολιτική και νομική πλατφόρμα για το κράτος. Συνεπώς, η θέση για τη «συνεχεία του κράτους», «την αποκατάσταση των πολιτών» (δλδ, η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων από αυτούς που ήρθαν μετά το 1940), η επιστροφή των εθνικοποιημένων ακίνητων πίσω στους πρώην ιδιοκτήτες και οι παρελάσεις των βετεράνων των ΣΣ. Μελή της εμιγκρατσιας που επέστρεψαν στη Λετονία ανέλαβαν θέσεις ευθύνης στις δομές εξουσίας, το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η υπόθεση της Βέρας Βικες-Φρειβεργα, Πρόεδρος της Λετονίας από 1999 μέχρι το 2007.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι αυτές οι απόψεις και επεξεργασίες των αστών ιδεολόγων δεν αποτελούσαν μυστικό για τα ιδεολογικά στελέχη του ΚΚΛ. Για παράδειγμα, το αναφερόμενο βιβλίο «Η αντιδραστική εμιγκράτσια της Βαλτικής σήμερα», στο οποίο αναλύονται λεπτομερειακά οι απόψεις, οι θεωρίες και οι μέθοδοι δουλειάς των διεθνών αντισοβιετικών κέντρων και αποδελτιώνεται διεξοδικά ο Τύπος της διασποράς, εκδόθηκε με τη σύνταξη του Ινστιτούτου Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΣΣΔ Λετονίας και ανάλογων επιστημονικών ιδρυμάτων της Λετονίας και της Εσθονίας και προοριζόταν ακριβώς για χρήση από το κομματικό δυναμικό. Εν τω μεταξύ, τα συμπεράσματα των προβεβλημένων συγγραφέων του βρίθουν επιφανειακότητας και προσπάθειας ωραιοποίησης της πραγματικής εικόνας. Τις θέσεις και τα συμπεράσματα των θεωρητικών και των ακτιβιστών της διεθνούς εμιγκράτσιας τις εκτιμούν είτε σαν συγχύσεις, που οφείλονται στην απουσία πληροφόρησης για τη ζωή στην ΕΣΣΔ, είτε σαν συνειδητό ψέμα και διαστρέβλωση των γεγονότων. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στη Λετονία (και συνολικά στις Δημοκρατίες της Βαλτικής), έδειξαν ότι η διεθνής εμιγκράτσια εκτιμούσε την κατάσταση σε απόλυτη αντιστοιχία με την πραγματικότητα. Ακριβώς τα συνθήματα του εθνοκομμουνισμού αφομοιώθηκαν και αξιοποιήθηκαν εντελώς αποτελεσματικά από το οπορτουνιστικό τμήμα του κομμουνιστικού κόμματος, η νεολαία ακριβώς έγινε η πιο δραστήρια δύναμη των εθνικιστικών κομμάτων και κινημάτων.
Τη δεκαετία του 50 το κόμμα είχε αρκετές δυνάμεις και ιδεολογική σταθερότητα, για να ξεπεράσει τις προσπάθειες της ομάδας των εθνο-οπορτουνιστών να απωθήσουν τους κομμουνιστές από τις μαρξιστικές θέσεις. Τη δεκαετία του 80, κατά τα χρόνια της λεγόμενης περεστρόικα, ο οπορτουνισμός και ο τυχοδιωκτισμός έγινε πλέον στην πράξη η βάση της δραστηριότητας της ηγεσίας της ΚΕ του ΚΚΣΕ, πράγμα που οδήγησε τελικά στην καταστροφή του πρώτου στον κόσμο κράτους του νικηφόρου προλεταριάτου.
Οι ιδιαιτερότητες της αντεπαναστατικής ανατροπής του 1988-1991 στη Λετονία. Από το σύνθημα "επιστροφή στο λενινιστικό σοσιαλισμό" στον επιθετικό αντικομμουνισμό, τον αντισοβιετισμό και τον εθνικισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα βήματα, που προετοίμασαν το έδαφος για τη διάσπαση του Κομμουνιστικού κόμματος και την κατάργηση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού, έγιναν με το σύνθημα της «επιστροφής στον πραγματικό λενινισμό». Να τι γραφόταν το 1988 στο πρόγραμμα του Εθνικού Μετώπου Λετονίας (ΕΜΛ), μιας οργάνωσης που είχε στις γραμμές της ομάδες με εθνικιστικές (και συχνά και ανοιχτά νεοναζιστικές) απόψεις και που μετά από κάποιο διάστημα διακήρυξε ως σκοπό της την παλινόρθωση του αστικού κράτους και την έξοδο από τη σύνθεση της ΕΣΣΔ: Το ΕΜΛ στηρίζει τη διαμόρφωση εθνικών σχέσεων στη βάση των λενινιστικών αρχών της αυτοδιάθεσης και της ισοτιμίας των εθνών στην Ένωση των Σοβιετικών Κρατών».
Επί πλέον, οι συγγραφείς του προγράμματος ανακοινώνουν ότι: «Η δραστηριότητα του ΕΜΛ βασίζεται στις αρχές, που αναπτύσσονται στις αποφάσεις της 19ης Πανενωσιακής, στη βάση των προτάσεων που έκαναν οι κομμουνιστές και οι εργαζόμενοι της Δημοκρατίας…».
(«Πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου Λετονίας» - Ρίγα, «Αβότς», 1966, σ. 4)
Είναι πολύ αμφίβολο ότι οι «εργαζόμενοι της Δημοκρατίας» εξέφρασαν αιτήματα, όπως: «… στη νομοθεσία για τα Σοβιέτ και τις εκλογές για τα Σοβιέτ να περιληφθεί η αρχή, σύμφωνα με την οποία στα Σοβιέτ της Δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο πρέπει να εξασφαλιστεί η μόνιμη και μη μειούμενη πλειοψηφία των εδρών, που σε οποιαδήποτε δημογραφική κατάσταση θα παραμένει στους εκπροσώπους της λετονικής εθνικότητας». (στο ίδιο, σ. 9).
Και αυτή η επιδεικτική διαφορά στα αστικά πολιτικά δικαιώματα προτείνεται σε μια χώρα, όπου έχουν θεσμοθετηθεί νομοθετικά οι αρχές της εθνικής ισοτιμίας, σε μια Δημοκρατία, όπου ολόκληρες περιοχές και μεγάλες πόλεις ιστορικά κατοικούνται από ανθρώπους που δεν ανήκουν στο λετονικό έθνος.
Όμως, αυτό προτείνει το ΕΜΛ – το λαϊκό μέτωπο, που η προσπάθειά του να γίνει ένα μέτωπο εθνικό, να είναι στην αντιπολίτευση της σοβιετικής εξουσίας ήταν προφανής από τη στιγμή της σύστασής του. Και τι έκανε το ΚΚΛ, οι καθοδηγητές του, τα πολιτικά και ιδεολογικά στελέχη του;
Ένα ηγετικό στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος, ο Α. Γκορμπουνόφ, το 1989, στο Συνέδριο των Σοβιέτ, ορκιζόταν από το βήμα στην ενότητα της ΕΣΣΔ, στην ευθύνη των αρχών της Λετονίας απέναντι σε όλους τους κατοίκους της Δημοκρατίας «ανεξάρτητα από την εθνικότητα και τον χρόνο παραμονής τους σε αυτήν». Όμως το 1990 κιόλας, μετά τη νίκη στις εκλογές του ΕΜΛ, δέχτηκε πρόθυμα την πρόταση να τεθεί επικεφαλής του Ανώτατου Σοβιέτ της Δημοκρατίας, που επικύρωσε την νομική αποκατάσταση της αστικής κρατικής υπόστασης, την απόρριψη των θεμελιωδών αρχών του σοσιαλισμού στην οικονομία και την κοινωνική σφαίρα. Και με τη δική του ηγεσία, αυτό το ανώτατο νομοθετικό όργανο της Δημοκρατίας ενέκρινε τον εξαιρετικά άγριο για τον 20ο αιώνα νόμο για την υπηκοότητα, σύμφωνα με τον οποίο οι βουλευτές στέρησαν την υπηκοότητα από 700 χιλιάδες εκλογείς τους (!).
Αυτές οι πράξεις των «κομμουνιστών» στις καθοδηγητικές δομές του κομμουνιστικού κόμματος οδήγησαν νομοτελειακά σε κρισιακή κατάσταση, που πήρε τη μορφή του διαχωρισμού ανάμεσα στους εθνο-οπορτουνιστές και εκείνους, που παρέμεναν στις θέσεις του σοσιαλισμού και του διεθνισμού. Τον Απρίλη του 1990, οι οπορτουνιστές έφυγαν και δημιούργησαν το «ανεξάρτητο κομμουνιστικό κόμμα», που σύντομα μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα Εργασίας της Λετονίας. Το 1993, οι νεοεμφανιζόμενοι «εργασιακοί δημοκράτες» συμμετείχαν στις κοινοβουλευτικές εκλογές, όπου έλαβαν 0,66% και, αντίστοιχα, έμειναν χωρίς εκπροσώπηση. Έπειτα, αυτή η ομάδα πολιτικών διαχύθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Λετονίας και χάθηκε στην πράξη από την πολιτική ζωή, ως διακριτή δρώσα δύναμη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας, τον Απρίλη του 1990, το καθοδηγούσε ο Άλφρεντ Ρούμπιξ και το κόμμα υπερασπιζόταν με σταθερότητα τις αρχές του σοσιαλισμού και του διεθνισμού. Στο Πρόγραμμα δράσης, που εγκρίθηκε τον Δεκέμβρη του 1990, αναφερόταν ο διαχωρισμός από θέσεις αρχής από εκείνους, που δεν δέχονται τη σοσιαλιστική επιλογή. Υποδεικνυόταν η αναγκαιότητα «να δημιουργηθούν σε όλα τα Σοβιέτ ομάδες του ΚΚ Λετονίας, να οργανωθεί η δουλειά αυτών των ομάδων και σε περίπτωση άρνησης του κομματικού μέλους να συμμετέχει στη δουλειά της ομάδας, να εξετάζεται το ζήτημα της κομματικής του ιδιότητας…».
(«Ιστορία, Κοινωνιολογία, Πολιτική», 1991, Ρίγα, σ. 27).
Στη συνέχεια, το ΚΚ Λετονίας, ως γνωστόν, απαγορεύτηκε ως αποτέλεσμα της ανατροπής, τον Αύγουστο του 1991, και ο ηγέτης του ρίχτηκε στη φυλακή.
Το ΣΚ Λετονίας παλεύει με συνέπεια για την άρση της απαγόρευσης. Για να αναδειχτούν οι πολιτικές σκοπιμότητες τέτοιων ενεργειών των αντικομουνιστικών αρχών, οργανωθήκαν διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια των δικών μελών του ΣΚΛ που κατηγορηθήκαν για τη δράση τους ως κομμουνιστές στο παρελθόν. Ένας μακρόχρονος αγώνας διεξήχθη για την απελευθέρωση του Α. Ρουμπικς από τη φυλακή, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες των υπερεθνικών δικαστικών σωμάτων της ΕΕ για να προσβάλουν τη νομιμότητα των απαγορεύσεων που αποφασίστηκαν από τα δικαστήρια της Λετονίας. Το 2005, μια αγωγή κατατέθηκε στο ανώτατο δικαστήριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η απόφαση του δικαστηρίου αποτελεί δείγμα νομικίστικου σοφιστείας -το δικαστήριο δεν αναγνώρισε την αντισυνταγματικότητα της απαγόρευσης, αλλά επισήμανε ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να είναι επ’αοριστον και πρέπει να αρθεί. Την ίδια στιγμή, δεν υπέδειξε το πώς και πότε αυτό πρέπει να γίνει. Αλλά, η διατύπωση στην πραγματικότητα αποκλείει τη δυνατότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τα διδάγματα του Οκτώβρη. Η πάλη με τον οπορτουνισμό, ως απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας της πάλης και νίκης του κομμουνιστικού κόμματος.
Η σημερινή ταπεινη πείρα της δουλειάς του ΣΚΛ στις συνθήκες του μετασοβιετικού πολιτικού συστήματος επιτρέπει να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα για την αντιπαράθεση με τις οπορτουνιστικές τάσεις και για τα όρια των πιθανών τακτικών συμβιβασμών, τόσο με τους πολιτικούς συμμάχους και συνοδοιπόρους, όσο και με τα αστικά κόμματα.
Σε ό,τι αφορά την πάλη με τον οπορτουνισμό, στη σχετικά σύντομη ιστορία του κόμματος υπήρξαν συχνά παρόμοιες εκδηλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φορείς του, τόσο εκείνοι που αποχώρησαν από το ΣΚΛ, όσο και όσοι διαγράφηκαν για παραβίαση του καταστατικού, είτε πέρασαν στα ανοιχτά αστικά κόμματα, είτε έπαψαν την οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα.
Επίσης, το ΣΚΛ χρειάστηκε να μπει σε διάφορους προεκλογικούς συνασπισμούς, τόσο ως ηγέτιδα πολιτική δύναμη, όσο και σε δεύτερους ρόλους ακόμα και να προωθήσει τους δικούς του υποψήφιους στο κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση μέσα από ψηφοδέλτια άλλων κομμάτων. Αυτή η τακτική περικλείει αντικειμενικά τον κίνδυνο απώλειας της αναγνωρισιμότητας του κόμματος, του περιορισμού της δραστηριότητας των εκλεγμένων εκπροσώπων, είναι ευάλωτη σε λάθη που αφορούν τα στελέχη, λάθη που αξιοποιούνται από τα αστικά κόμματα, που καταφεύγουν στον εκβιασμό και την εξαγορά. Παρ’ όλα αυτά, αυτή ακριβώς η τακτική επέτρεψε να διατηρηθεί το κόμμα σε πολύ σύνθετες συνθήκες και να πραγματοποιήσει μια σημαντική ψυχολογική τομή με την εκλογή του ηγέτη του ΣΚΛ Άλφρεντ Ρούμπιξ ως ευρωβουλευτή.
Αναγκαίες προϋποθέσεις είναι η διατήρηση της οργανωτικής και ιδεολογικής αυτοτέλειας του κόμματος στις συμφωνίες σχηματισμού συνασπισμών, η υποταγή των βουλευτών του κόμματος στο καταστατικό του, η εξασφάλιση στις συμφωνίες συνεργασίας του δικαιώματός τους να μην ψηφίζουν στις κοινοβουλευτικές ομάδες του συνασπισμού ενάντια στις προγραμματικές θέσεις του κόμματός τους.
Το ΚΚ Λετονίας έχασε στην όξυνση του πολιτικού αγώνα στα 1988-1991 ακριβώς επειδή δεν μπόρεσε να αποκαλύψει και να διώξει από τις γραμμές του τους ρεφορμιστές, τους εθνο-οπορτουνιστές και εκείνους που απλά ήταν καριερίστες χωρίς αρχές. Εκείνη την περίοδο το μαρξιστικό, διεθνιστικό κομμάτι του κόμματος αναγκάστηκε να παλέψει όχι σε δυο, αλλά σε τρία μέτωπα: ενάντια στο ΕΜΛ, που περιλάμβανε όλο το φάσμα των αντισοβιετικών δυνάμεων, από αστούς φιλελεύθερους μέχρι νεοναζί, ενάντια στην προδοτική πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΣΕ (Γκορματσόφ Γιάκοβλεφ και σια) και ενάντια στους εθνο-οπορτουνιστές στις ίδιες του τις γραμμές.
Αναθυμούμενος τον Οκτώβρη του 1917 και την πάλη που ακολούθησε, ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Ο μπολσεβικισμός δεν θα νικούσε την αστική τάξη στα 1917-1919, αν δεν είχε μάθει προηγούμενα στα 1903-1917 να νικά και να διώχνει αμείλικτα από το κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας τους μενσεβίκους, δηλαδή τους οπορτουνιστές, τους ρεφορμιστές, τους σοσιαλσωβινιστές». (Λένιν. Άπαντα. τ. 40, σ. 24).
Τα πολιτικά γεγονότα του τέλους του 20ου αιώνα και της σημερινής περιόδου επαλήθευσαν πλήρως την επικαιρότητα των λεγομένων του ηγέτη της προλεταριακής επανάστασης.

Πρώτος αναπληρωτής πρόεδρος του ΣΚΛ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις