Για το εμπορευμα "εργατικη δυναμη"
"Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία, εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης" (Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ.1ος σελ. 180).
«Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους» (στο ίδιο, σελ. 183).
«Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της» (στο ίδιο σελ. 183).
Γενικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», εκφράζεται σήμερα με το μισθό εργασίας ή το μεροκάματο, για την κάλυψη των αναγκών για την τροφή, την ένδυση, την υπόδηση, κατοικία κλπ., με την κοινωνική ασφάλιση, με τη σύνταξη, με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με την εκπαίδευση, με την ανάπαυση και την ψυχαγωγία, με την άθληση, με τις προνοιακές υπηρεσίες, τις διαφόρων μορφών άδειες κλπ. Και τα στοιχεία αυτά δε συνδέονται μόνο με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και με την αναπαραγωγή του είδους που την έχει, δηλαδή του ανθρώπου. Ας παρακολουθήσουμε πώς το δίνει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».
«Ο ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης είναι θνητός. Αν πρόκειται λοιπόν η παρουσία του στην αγορά να είναι συνεχής, όπως προϋποθέτει η συνεχής μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, πρέπει να διαιωνίζεται ο πουλητής της εργατικής δύναμης "όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε ζωντανό άτομο". Οι εργατικές δυνάμεις που αφαιρούνται από την αγορά με τη φθορά και το θάνατο, πρέπει διαρκώς να αντικατασταίνονται τουλάχιστον με ένα ίσο αριθμό νέων εργατικών δυνάμεων. Γι' αυτό, το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της εργατικής δύναμης περιλαβαίνει και τα μέσα συντήρησης των αντικαταστατών, δηλ. των παιδιών των εργατών, έτσι που να διαιωνίζεται στην αγορά η φυλή αυτή των ιδιόμορφων κατόχων εμπορευμάτων.
Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση έτσι που ν' αποκτήσει δεξιότητα και επιτηδειότητα σ' έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργατική δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση, πράγμα που με τη σειρά του κοστίζει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ισοδύναμων του εμπορεύματος. Τα έξοδα αυτά της μόρφωσης ποικίλλουν ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Αυτά λοιπόν τα έξοδα μάθησης, μηδαμινά για τη συνηθισμένη εργατική δύναμη, προστίθενται στο σύνολο των αξιών που ξοδεύονται για την παραγωγή της» (τ. 1ος σελ. 184).
«Η αξία της εργατικής δύναμης αναλύεται στην αξία μιας καθορισμένης ποσότητας μέσων συντήρησης. Γι' αυτό μεταβάλλεται μαζί με την αλλαγή του μεγέθους του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους» (τ. 1ος σελ. 185).
«Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει επομένως να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο σαν εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του. Οι ίδιες φυσικές ανάγκες, όπως η τροφή, ο ιματισμός, η θέρμανση, η κατοικία κλπ. διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες μιας χώρας. Από την άλλη, η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος της ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν και γι' αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα του πολιτισμού μιας χώρας, και ανάμεσα στ' άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες κι επομένως με τι συνήθειες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Ετσι, αντίθετα από τ' άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο, για μια ορισμένη χώρα και μια ορισμένη περίοδο, είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης» (τ. 1ος, σελ. 184).
Ολ' αυτά μπορεί να γίνονται αντιληπτά σαν ξεχωριστές ανάγκες για τη ζωή της εργατικής τάξης, η ικανοποίηση των οποίων γίνεται αντικείμενο της ταξικής πάλης. Αυτό που δε γίνεται αυτόματα αντιληπτό, ούτε μόνο από την εμπειρία των εργατών, είναι το ότι αποτελούν το ενιαίο σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης. Η γνώση τους ως ενιαίο σύνολο αποτελεί τη βάση για τη συνειδητοποίηση αυτής της μοναδικής ιδιοκτησίας που έχουν οι εργάτες, χωρίς την οποία δύσκολα μπορούν να διαμορφώνονται όροι ταξικής πάλης. Οχι για ένα -ένα ξεχωριστά τα μέρη που αποτελούν το σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης αλλά γι' αυτή την ίδια την αξία της, που βρίσκεται στο πεδίο των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, αλλά που δε συνειδητοποιείται πάντα στην καθημερινότητα της πάλης, ακριβώς γιατί η εκμετάλλευση είναι συγκαλυμμένη.
Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι αναγκαία μόνο από το γεγονός ότι ο εργάτης θέλει να έχει όλα εκείνα τα εφόδια που αναπαράγουν την εργατική του δύναμη για να μπορεί να δουλεύει, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να ζήσει. Και ο καπιταλιστής το θέλει, αλλά για διαφορετικούς λόγους, γιατί βγάζει κέρδος. Μόνο που ο καπιταλιστής μπροστά στην αύξηση του κέρδους, λογαριάζει αντίθετα από τον εργάτη την αξία της εργατικής δύναμης. Ετσι οι καπιταλιστές επιδιώκουν πάντα τη μείωση της αξίας αυτού του εμπορεύματος, αλλά και της τιμής του προκειμένου να αυξάνουν ολοένα περισσότερο τα κέρδη τους. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναφέρει τα εξής:
«Το τελευταίο ελάχιστο όριο της αξίας της εργατικής δύναμης αποτελείται από την αξία της μάζας των εμπορευμάτων, που χωρίς την καθημερινή τους πρόσληψη ο φορέας της εργατικής δύναμης, ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ανανεώνει το προτσές της ζωής του, επομένως αποτελείται από την αξία των μέσων συντήρησης που του είναι απαραίτητα για να κρατηθεί στη ζωή. Αν η τιμή της εργατικής δύναμης πέσει σ' αυτό το ελάχιστο όριο, τότε πέφτει κάτω από την αξία της, γιατί έτσι μπορεί να συντηρείται και να αναπτύσσεται μόνο σε φθίνουσα μορφή. Ομως η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για να προσφέρεται σε κανονική ποιότητα» (σελ 185).
Η τιμή κάθε εμπορεύματος είναι σε τελευταία ανάλυση η χρηματική έκφραση της αξίας του. Στην αγορά, για το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», ο καπιταλιστής κλείνει συμφωνία με τον εργάτη για να αγοράσει το εμπόρευμά του, ενώ ο εργάτης είναι ο πουλητής του. Ο εργάτης ενδιαφέρεται να πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή το εμπόρευμά του, αλλά ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται να το αγοράσει σε όσο το δυνατό μικρότερη τιμή. Στην τιμή λοιπόν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την αξία της εργατικής δύναμης. Σ' αυτή τη διαδικασία εμφανίζονται δυο αντίθετα δίκαια. Αυτό του εργάτη και αυτό του καπιταλιστή. Τη λύση τη δίνει η βία, δηλαδή το κράτος, αλλά αυτό είναι του καπιταλιστή. Ετσι γύρω απ' αυτό το ζήτημα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να διαμορφώνουν συνείδηση μειωμένων απαιτήσεων στην εργατική τάξη, ή και να την επιβάλλουν. Στις μέρες μας η επίθεση ενάντια στην τιμή της εργατικής δύναμης εμφανίζεται με την εφαρμογή της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων, που δεν είναι τίποτε άλλο από αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, σε βάρος της εργατικής τάξης. Οι ιδιωτικοποιήσεις στην υγεία, στην παιδεία, στην πρόνοια, μαζί με την αναδιάρθρωση της κοινωνικής ασφάλισης και την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, αποτελούν ένα σύνολο μέτρων μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου