Πισω απο το λογο περι "ισοτητας" υπαρχει η λογικη της "κοινωνικης ανισοτητας"

Ουσιαστικά οι διαφορετικές θέσεις για την «ισότητα» που διατυπώνονται αυτές τις μέρες, με αφορμή την αριστεία και τις θέσεις του Μητσοτάκη για την κοινωνική ανισότητα, αντανακλούν δύο εκδοχές για τη λειτουργία του αστικού-καπιταλιστικού συστήματος που συμβάλλουν όμως στην ολοκλήρωση και στην αναπαραγωγή του. Όπως και με την Αριστεία, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει σημαία την «ισότητα» που εγγράφεται όμως στην αστική κοινωνία (βλ. Γαλλική Επανάσταση, συντάγματα κ.λπ.). Συμπληρωματικά η Νέα Δημοκρατία δίνει έμφαση στην καπιταλιστική ανισότητα. Θα έλεγε κανείς πως η λογική της «ισότητας» ακολουθεί τον φιλελευθερισμό ενώ η λογική της «ανισότητας» το νεοφιλελευθερισμό.
Ωστόσο ούτε ο φιλελευθερισμός, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός (με μερικές εξαιρέσεις) ανάγουν την κοινωνική ανισότητα, όπως έκανε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, στην «ανθρώπινη φύση». Ο κλασσικός φιλελευθερισμός, όπως και ο νεοφιλελευθερισμός διαθέτουν πιο επεξεργασμένες θέσεις να επιδείξουν που είναι και πιο πειστικές. Αυτοί θεωρούν, λόγου χάρη, αναγκαίο να υπάρχουν άνισες κοινωνικές θέσεις, επομένως και άνισες αμοιβές (υλικές και συμβολικές) που θα δημιουργούν κίνητρα για να τις καταλάβουν τα πιο ικανά άτομα. Έτσι και μέσα από τον ανταγωνισμό θα αναδειχτούν τα «άριστα» άτομα ώστε οι πιο σημαντικές θέσεις να καταληφθούν από τα ικανότερα άτομα (λειτουργισμός). Είναι σαφές πως οι (νέο)φιλελεύθερες προσεγγίσεις ξεκινούν από ένα (α)ταξικό υποκείμενο, τον αστό. Αυτό όμως που εδώ επιδεικτικά αγνοείται (και αυτό είναι ιδεολογία) είναι πως τα άτομα ανάλογα με την ταξική καταγωγή, το πολιτισμικό κεφάλαιο κ.λπ. είναι άνισα εξοπλισμένα με πόρους (κοινωνικούς, γνωστικούς, πολιτισμικούς). Με αυτή την έννοια αν ήθελε κανείς την κοινωνική ισότητα θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τα άτομα άνισα, ώστε σε ένα επόμενο στάδιο αυτά να εξισωθούν μεταξύ τους.
Ούτε όμως και το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών» που προβλήθηκε προηγούμενες δεκαετίες κατάργησε τις άνισες ταξικές θέσεις, καθώς η ανέλιξη κάποιων (ας πούμε γόνων από τα εργατικά και τα λαϊκά στρώματα) δεν συνδυάστηκε με την κοινωνική έκπτωση γόνων από τα αστικά στρώματα. Αλλά ακόμη και αν αυτό συνέβαινε, αν δηλαδή γόνοι από εργατικά και λαϊκά στρώματα «ανελίσσονταν» δεν θα άλλαζε σε τίποτε, καθώς οι θέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων θα διατηρούνταν. Το γεγονός αυτός σχετικοποιεί αν δεν αναιρεί τη συμβολή του εκπαιδευτικού συστήματος στην κοινωνική κινητικότητα. Η εμμονή στις πολιτικές των «ίσων ευκαιριών» της σοσιαλδημοκρατίας που αναμασά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται επίσης για τις συγχύσεις και τις αυταπάτες και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ξεκινάμε σήμερα αυτή τη συζήτηση πάλι από την αρχή.
Από την άλλη, είναι ενδιαφέρον πως η συζήτηση για τις «ίσες ευκαιρίες» που οφείλει να προσφέρει το σχολείο αναπαράγεται πρωτίστως από μεσαία στρώματα (εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί κ.ά.) που φαίνεται να είναι και τα μόνα που ανελίχθηκαν μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο όπως αναφέρουν βεμπεριανοί στοχαστές (P. Bourdieu κ.ά.), -δεν πρόκειται δηλαδή για μαρξιστικές προσεγγίσεις-, δεν ήταν οι ατομικές σχολικές επιδόσεις που συνέβαλλαν σε αυτή την ανέλιξη αλλά εξωεκπαιδευτικοί παράγοντες (κοινωνική καταγωγή, πολιτισμικό κεφάλαιο, κοινωνική δικτύωση κ.λπ.). Η όποια κοινωνική ανέλιξη, πάλι, που αφορά στους γόνους από τα εργατικά και στα λαϊκά στρώματα, δεν οφείλεται τόσο στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά στην ανάγκη της «κοινωνίας των υπηρεσιών» για στελέχη μεσαίου και κατώτερου μορφωτικού κεφαλαίου.
Το σχολείο απλά εμφάνισε, -χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ταξικές βιογραφίες και τους άνισους χρόνους εκκίνησης-, τις διαφορετικές επιδόσεις ως ατομικές επιδόσεις, νομιμοποιώντας έτσι τις κοινωνικές διαφορές. Μάλιστα ασκώντας κριτική στο τυπικό σύστημα αξιολόγηση τους σχολείου που αντιμετωπίζει όλους τους μαθητές ως να είναι «ίσοι» ο P. Bourdieu κάνει λόγο για ένα άλλο σύστημα που θα αξιολογεί τους μαθητές ανάλογα με τα εμπόδια που ξεπέρασαν. Καθόλου συμπτωματικό λοιπόν πως οι κοινωνικές ομάδες που σηκώνουν το βάρος της «ιδεολογικής» αντιπαράθεσης στις «μπαλοθιές» της Νέας δημοκρατίας είναι κοντά στην πολιτισμική Αριστερά και στο ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπουν δηλαδή την κοινωνία με πολιτισμικούς όρους και με όρους ιδεολογικής αναπαραγωγής, όπου εξάλλου αυτά συγκροτούνται κοινωνικά. Κατά κάποιο τρόπο μέσα από αυτή την αντιπαράθεση οι επαγγελματίες της εκπαίδευσης και του πολιτισμού καθίστανται περισσότερο αναγκαίοι, κατοχυρώνοντας και διευρύνοντας επίσης το επαγγελματικό τους πεδίο (δηλαδή το εκπαιδευτικό σύστημα).
Αυτονόητη είναι επίσης η «εκλεκτική συγγένεια» αυτών των στρωμάτων με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτός θεματοποιεί εργαλειακά και κατά το δοκούν, ζητήματα ιδεολογικής αναπαραγωγής (Αριστεία, ισότητα κ.λπ.). Ουσιαστικά η ενασχόληση αποκλειστικά και μόνο με ζητήματα «ηγεμονίας» (εποικοδομήματος), αποπροσανατολίζει, καθώς εγκαταλείπεται το πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης γύρω από την παραγωγή και τη (ανα)κατανομή του κοινωνικού πλούτου, δίνοντας την εντύπωση (αντίθετα από τη θέση του Μαρξ), πως οι κοινωνίες αλλάζουν, αν αλλάξει η κοινωνική συνείδηση. Αν αλλάξει δηλαδή το εποικοδόμημα. Βεβαίως αυτό έχει να κάνει με την κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει να κάνει επίσης και με τον άκρατο ατομικισμό και βολονταρισμό αυτών των στρωμάτων που δομούνται στη σφαίρα της ιδεολογικής αναπαραγωγής.
Ενδεχομένως η εννοιολόγηση των διαφορετικών εκδοχών για την «ισότητα» με όρους «συστημικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης» που προτείνει εδώ και δεκαετίες ο Βρεττανός κοινωνιολόγος D. Lockwood να μας έβγαζε από τα διλήμματα για το τι είναι «αριστερό» και τι «δεξιό». Στην πρώτη περίπτωση («συστημική ενσωμάτωση») έχουμε να κάνουμε με τη λειτουργική ένταξη των ατόμων (ως μερών του συστήματος) ενώ στη δεύτερη («κοινωνική ενσωμάτωση») έχουμε να κάνουμε με την κοινωνική ένταξη ατόμων και κοινωνικών ομάδων (αναμόρφωση του θυμικού, ρύθμιση των «εσωτερικών» σχέσεων μιας κοινωνικής ομάδας κ.λπ.). Στη δεύτερη περίπτωση δίνεται έμφαση στον έλεγχο των κοινωνικών σχέσεων ή, όπως το λέει ο J. Habermas, έχουμε την αποικιοποίηση των βιόκοσμων. Ακριβώς, όπως περίπου εμπεδώνεται στις κοινωνικές πολιτικές που εισχωρούν στο «κόσμο της εργασίας» για να τον ελέγξουν (κοινωνική πειθάρχηση), ή στις εθνοπολιτισμικές μειονότητες (Ρομά κ.ά.) αλλά και στις «φιλανθρωπικές» πρακτικές αστών, στις πρακτικές των ΜΚΟ κ.ά.
Είναι προφανές πως οι πρώτες πολιτικές εγγράφονται σε φιλελεύθερα κόμματα (όπως στη ΝΔ του Μητσοτάκη) και η δεύτερη στα σοσιαλδημοκρατικά ή, στα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα (όπως εν μέρει στη ΝΔ ως «λαϊκή δεξιά»). Ας γίνει αντιληπτό επομένως ότι ενώ η «κοινωνική ενσωμάτωση» περιορίζει τις τριβές στην ολοκλήρωση του συστήματος και του δίνει «νομιμοποίηση», η «λειτουργική ενσωμάτωση», αντίθετα, δημιουργεί τριβές και προβλήματα. Θέτοντας κατά αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα παρατηρούμε πως οι διαφορετικοί «λόγοι» για Αριστερά και Δεξιά με αναφορά την «ισότητα» δεν λένε κάτι, καθώς είναι οι εκδοχές μιας και της ίδιας διαδικασίας ολοκλήρωσης τους συστήματος και αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Σε τελική ανάλυση, όπως το θέτει ο T. Marshall, η τυπική ισότητα (στην αστική κοινωνία) που φέρεται από την ιδιότητα του πολίτη είναι προϋπόθεση για να νομιμοποιηθούν οι άνισες ταξικές θέσεις (αστοί, εργάτες κ.ο.κ.) στο οικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις