Για τη σχεση αναγκαιου χρονου εργασιας και υπερεργασιας

Οταν αναφερόμαστε στον εργάσιμο χρόνο αναφερόμαστε πάντα και υποχρεωτικά στην εργάσιμη μέρα και όχι στη βδομάδα, το μήνα, το έτος κλπ. Οπως ο φυσικός χρόνος της ζωής του ανθρώπου υπολογίζεται με βάση τη φυσική μέρα, δηλαδή το 24ωρο, έτσι υπολογίζεται και ο εργάσιμος χρόνος και ο μισθός της εργασίας. Ο Μαρξ στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...» (σελ. 153).
Αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι αυτός που στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής ο εργάτης δουλεύει και παράγει νέα αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης. Ο χρόνος υπερεργασίας είναι ο αυτός που στη διάρκεια της παραγωγής ο εργάτης δουλεύει και παράγει νέα αξία πέρα από την αξία της εργατικής του δύναμης και την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής. Αυτή είναι η υπεραξία. Υπεραξία λοιπόν για τον καπιταλιστή σημαίνει απλήρωτος χρόνος δουλιάς για τον εργάτη.
Η διάρκεια της εργάσιμης μέρας είναι το άθροισμα του αναγκαίου χρόνου εργασίας και του χρόνου υπερεργασίας. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο «Κεφαλαίου» το δίνει ως εξής:
«Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, των χρονικών διαστημάτων, στα οποία ο εργάτης παράγει την αξία που αναπληρώνει την εργατική του δύναμη και την υπεραξία, αποτελεί το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του - την εργάσιμη μέρα» (σελ. 241). Παραστατικά μπορούμε να το δούμε στο παρακάτω γράφημα:
Εργάσιμη μέρα: α ----- β ----- γ,
Στο γράφημα η γραμμή αγ παριστάνει την εργάσιμη μέρα, η γραμμή αβ το μέγεθος του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και η γραμμή βγ το μέγεθος του χρόνου της υπερεργασίας.
Ητάση στον καπιταλισμό είναι να αυξάνει ο ημερήσιος απλήρωτος εργάσιμος χρόνος, η υπερεργασία. Αυτό μπορεί να γίνεται με δυο τρόπους. Με βάση τη γραφική παράσταση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου (αγ), η τάση είναι είτε να αυξάνεται το μέρος βγ, που σημαίνει ότι αυξάνεται απόλυτα ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, με απόλυτη αύξηση του χρόνου υπερεργασίας, του χρόνου παραγωγής της υπεραξίας, είτε να παραμένει σταθερός ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος αγ και να μειώνεται ο αναγκαίος χρόνος εργασίας (αβ), δηλαδή ο χρόνος που ο εργάτης δουλεύοντας στη διαδικασία της παραγωγής παράγει νέα αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης. Στην πρώτη περίπτωση παράγεται η απόλυτη υπεραξία, ενώ στη δεύτερη η σχετική υπεραξία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αυξάνεται η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, επιτυγχάνεται με τη μείωση της αξίας των εφοδίων που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Γι' αυτό, εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι ν' ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη» (σελ. 334).
«Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, λοιπόν, η εξοικονόμηση εργασίας με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας δεν αποβλέπει καθόλου στη συντόμευση της εργάσιμης μέρας. Αποβλέπει μόνο στην ελάττωση του χρόνου εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή μιας ορισμένης ποσότητας εμπορευμάτων. (...) Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας μέσα στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή έχει σκοπό να συντομέψει το μέρος της εργάσιμης μέρας που ο εργάτης εργάζεται για τον ίδιο τον εαυτό του, για να παρατείνει ίσα ίσα έτσι το άλλο μέρος της εργάσιμης μέρας που εργάζεται δωρεάν για τον κεφαλαιοκράτη» (ο.π. σελ. 335 - 336).
Ετσι, στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας ο απλήρωτος εργάσιμος χρόνος μπορεί να αυξάνεται είτε απόλυτα, είτε σχετικά, είτε ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά και αυτό ισχύει στην πράξη.
Βεβαίως πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και χρόνου υπερεργασίας δε διαχωρίζεται στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Σε κάθε δευτερόλεπτό της συνυπάρχουν. Ο διαχωρισμός που γίνεται εδώ είναι αναγκαίος, για να κατανοηθεί η ουσία της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τον καπιταλιστή, οι μορφές και οι τρόποι αύξησης της υπεραξίας.
Ταυτόχρονα, επειδή ο εργάσιμος χρόνος υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης, και η εργατική τάξη διεκδικεί τη μείωσή του, ο καπιταλιστής στη διάρκεια μιας δοσμένης εργάσιμης μέρας, με καθορισμένες ή όχι τις εργάσιμες ώρες, εντατικοποιεί τη δουλιά, παράγει περισσότερα προϊόντα, άρα μπορεί ο αναγκαίος χρόνος να παραμένει σταθερός, αλλά ο καπιταλιστής καρπώνεται μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Αυτό ισοδυναμεί με παράταση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου. Αλλαγές μπορούν να συντελούνται ταυτόχρονα και στον εργάσιμο χρόνο και στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην εντατικότητά της ή κάποιος απ' αυτούς τους παράγοντες να μένει σταθερός και να αλλάζουν οι υπόλοιποι, αλλά οι συνέπειες εστιάζονται στην αλλαγή της αναλογίας ανάμεσα στον αναγκαίο ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και το χρόνο υπερεργασίας.
Ας δούμε πόσο παραστατικά δίνει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» τη σχέση ανάμεσα στον εργάτη και τον καπιταλιστή και τη σχέση και των δύο με τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο.
«Ο κεφαλαιοκράτης αγόρασε την εργατική δύναμη στην ημερήσια αξία της. Του ανήκει η αξία χρήσης της για το διάστημα μιας εργάσιμης μέρας. Απέκτησε έτσι το δικαίωμα να βάζει τον εργάτη να δουλεύει γι' αυτόν στο διάστημα μιας μέρας. Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Πάντως λιγότερο από μια φυσική μέρα ζωής. Πόσο λιγότερο; Ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δική του άποψη γι' αυτό το ultima thule (έσχατο όριο), για το αναγκαίο όριο εργάσιμης μέρας. Σαν κεφαλαιοκράτης είναι μονάχα προσωποποιημένο κεφάλαιο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όμως έχει ένα και μοναδικό κίνητρο ζωής, το κίνητρο να αξιοποιείται, να δημιουργεί υπεραξία, να απορροφά με το σταθερό του μέρος, με τα μέσα παραγωγής, όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπερεργασίας. Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία, που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα, ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά. Ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης είναι χρόνος που στη διάρκειά του ο κεφαλαιοκράτης καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ' αυτόν. Αν ο εργάτης καταναλώνει το διαθέσιμο χρόνο του για τον εαυτό του, κλέβει έτσι τον κεφαλαιοκράτη.
Βλέπουμε πως, αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης μέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη μέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη μέρα και αν είναι δυνατό να κάνει μια εργάσιμη μέρα δύο. Από την άλλη μεριά, η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής, όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη μέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο και τα δυο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δυο δίκαια αποφασίζει η βία. Γι' αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η ρύθμιση της εργάσιμης μέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης μέρας - πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη» (σελ. 242 - 246).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις