"Γερμανια χλωμη μητερα"*
Το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γερμανία και η είσοδος του AfD (Αλτερνατίβα για τη Γερμανία) στην ομοσπονδιακή Βουλή απονομιμοποιεί πλήρως το Γερμανικό και Ευρωπαϊκό «κοινωνικό μοντέλο». Αυτό που μένει να υπερασπιστεί τώρα η Γερμανική αστική τάξη είναι ένα ταξικό απαρτχάιντ (ενοικιαζόμενοι, ανασφάλιστοι, απασχολήσιμοι, επισφαλείς κ.λπ.) το οποίο με ιδιαίτερη θέρμη «εξάγει» και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Παρόλο που οι αστικές τάξεις αυτών των χωρών το ήθελαν διακαώς, εδώ και χρόνια, δυσκολεύονταν να το επιβάλλουν εξαιτίας της μεγάλης λαϊκής αντίδρασης.
Ωστόσο η επιφύλαξη και καχυποψία των Γερμανών ψηφοφόρων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (επιστροφή στο μάρκο, περιορισμό των μεταναστών, προνοιακός σωβινισμός κ.λπ.) είναι μέρος μιας αποκρυσταλλωμένης πλέον αντίληψης που ενστερνίζονται, λιγότερο ή, περισσότερο σχεδόν όλοι οι λαοί της Ευρώπης. Επομένως αυτό δεν έχει να κάνει με τον ανθρωπολογικός χαρακτήρα των Γερμανών, όπως πολλοί/ές με επιπόλαιο τρόπο διατείνονται. Κατά κάποιο τρόπο όταν οι λαοί ακούν για Ευρωπαϊκή Ένωση το «βάζουν στα πόδια» διαισθανόμενοι πως κάτι κακό θα τους εύρει. Από την άλλη, τώρα επιβεβαιώνονται πλήρως εκείνοι που μιλούσαν από τότε, όταν υπερψηφίζονταν η ΟΝΕ, το Μάαστριχτ κ.λπ., πως αυτό το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», φτιάχτηκε με γνώμονα τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Ωστόσο, κάποιες φορές, βοηθάει (χωρίς να γίνουμε αποδομιστές) να έχουμε και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης των πραγμάτων, ακόμη και για την σημερινή κατάσταση στη Γερμανία. Ας θυμηθούμε πως το καλοκαίρι του 2015 η Γερμανία προσπαθώντας να λύσει το δημογραφικό της πρόβλημα (έλλειψη σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό) «άνοιξε τις αγκάλες» της, αποκλειστικά σχεδόν στου πρόσφυγες από τη Συρία (γιατροί, νοσηλευτές, μηχανικοί, παιδαγωγοί κ.ά.), αφήνοντας τους «πολιτισμικά» ανεπίδεκτους (ανειδίκευτοι κ.λπ.) εγκλωβισμένους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και κυρίως στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία κ.α.) Κατά κάποιο τρόπο η «προσφυγική ροή» λειτούργησε και ως «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός», ως μηχανισμός κοινωνικής πειθάρχησης, συμπιέζοντας μισθούς και εργασιακά δικαιώματα στη Γερμανία. Σε αντίθεση με τους Gastarbeiter στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70 , οι οποίοι ανταγωνίζονταν κυρίως τους Γερμανούς εργάτες, όπως το περιγράφει ο Δημήτρης Χατζής στο Διπλό Βιβλίο, αυτή τη φορά, την πίεση του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» την βίωσαν και μεσαία στρώματα. Και αυτό εξηγεί ως ένα βαθμό την εκλογική επιτυχία του ξενοφοβικού AfD.
Ωστόσο οποιαδήποτε εξήγηση των εκλογικών αποτελεσμάτων θα ήταν προβληματική αν δεν έπαιρνε υπόψη το γεγονός ότι τόσο η SPD όσο και η Die Linke (ο δικός μας ΣΥΡΙΖΑ) έχουν ήδη στραφεί προ πολλού προς το «κοινωνικό κέντρο». Επιλέγοντας ως αποκλειστικό πεδίο αντιπαράθεσης το κοινοβούλιο αποκόπηκαν πλήρως από την κοινωνία και τους ταξικούς αγώνες (εργατικές κινητοποιήσεις, απεργίες κ.λπ.). Στην αγωνία τους να εκφράσουν τα διαταξικά υποκείμενα (πολίτες, δικαιώματα, ταυτότητες κ.λπ.), ενσωματώθηκαν πλήρως, όπως η SPD του Γερμανικού Ράιχ και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στο αστικό σύστημα, αφήνοντας τα εργατικά στρώματα (ταξικά υποκείμενα) στην ακροδεξιά και στο Γερμανικό «επαρχιωτισμό» (Provincialism). Καλλωπίζοντας αυτά τα πολιτικά κόμματα το ταξικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής ένωσης («Ευρώπη των λαών» κ.λπ.), άφησαν εκτός εκπροσώπησης, μεγάλο μέρος της ταξικής κοινωνίας. Αυτή πέρασε πλέον στους οπαδούς του κοινωνικού και γεωγραφικού «απομονωτισμού» με ακροδεξιό προφίλ (AfD) που είναι όμως, όπως και στη Γαλλία της Λε Πεν, και επιλογή μερίδων της Γερμανικής αστικής τάξης.
Αντίστοιχα ένα μέρος των μικροαστών στρωμάτων (Mittelstand κ.λπ.) υποστήριξαν το FDP (φιλελεύθεροι) που είναι το κόμμα του «κοσμοπολίτικου κεφαλαίου». Ακριβώς, όπως έγινε περίπου στη Γαλλία του «κοσμοπολιτισμού», με την ταξική Γαλλία να υποστηρίζει Εθνικό Μέτωπο και το χρηματιστικό κεφάλαιο να υποστηρίζει Μακρόν. Προς επίρρωση αυτής της ανάγνωσης να αναφέρουμε πως η SPD απώλεσε το ήμισυ της εκλογικής της απήχησης στην εργατική τάξη, φτάνοντας στις εκλογές της 25 Σεπτεμβρίου 2017, στο 25 % από το 49 % το 1998. Επίσης 500 χιλιάδες ψηφοφόροι της SPD και άλλοι 430 χιλιάδες της Αριστεράς μετακινήθηκαν στις εκλογές της Κυριακής (μαζί με 1 εκατομμύριο ψηφοφόρων της CDU), ψηφίζοντας το AfD.
Ωστόσο η ανάλυσή μας θα ήταν ανεπαρκής, αν δεν επισημαίναμε, πως το μεγαλύτερο μέρος των εργασιακών και κοινωνικών «μεταρρυθμίσεων» (ελαστικές σχέσεις εργασίας, ανασφάλιστη εργασία, ενοικιαζόμενοι εργάτες κ.λπ.) που σήμερα εμπεδώνονται στη χώρα μας και σε άλλες χώρες, δοκιμάστηκαν επιτυχώς την προηγούμενη δεκαετία στη Γερμανία με την «Ατζέντα 2010» των Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων (2003). Με αυτό το μνημόνιο εμπεδώθηκε η εργασιακή και κοινωνική επισφάλεια στη Γερμανική κοινωνία, ακριβώς για να ρευστοποιηθεί η εργασιακή δύναμη και να δεσμευτεί εκ νέου από το κεφάλαιο σε συνθήκες κρίσης υπερσυσσώρευσης. Ήταν η περίοδος που οι «οργανικοί διανοούμενοι» της αστικής τάξης και οι Opinion makers μιλούσαν για αλλαγή παραδείγματος, για μετάβαση από το «ταξικό» στο «πολιτισμικό».
Σύμφωνα με τον κύριο εκπρόσωπο αυτής της «δεξαμενής σκέψης», τον Paul Nolte (Riskante Moderne. Die Deutschen und der Neue Kapitalismus, 2006), οι συγκρούσεις στη «μεταβιομηχανική κοινωνία», ορίζονται, πλέον γύρω από τον «πολιτισμό». Γύρω από την «γραμματική τρόπων ζωής» όπως το έλεγε, «ανυποψίαστα», κάποτε ο J. Habermas. Βεβαίως το έδαφος, για την επικράτηση αυτής της ψευδαίσθησης για δήθεν μετάβαση από την ταξική («βιομηχανική») κοινωνία προς την (δι)αταξική («μεταβιομηχανική»), είχε προετοιμαστεί προ πολλού επιμελώς από άλλους στοχαστές (Dahrendorf, Habermas, Beck, Giddens, Touraine κ.ά.). Σύμφωνα με αυτή τη «δεξαμενή σκέψης», που εμπνέεται από την κοινωνικό δαρβινισμό, και υιοθετήθηκε από την SPD, η Γερμανική «Underclass» ήταν πολιτισμικά «ανεπίδεκτη» στον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, εξαιτίας της «εξάρτησης» από τα επιδόματα και τις παροχές.
Επομένως θα έπρεπε να μπει σ’ ένα πρόγραμμα «απεξάρτησης» (βλ. “μεταρρυθμίσεις” Hartz) μέσω της «εργασίας 1 euro Job» (ενός ευρώ την ώρα) και της «εργασίας μετά από τηλεφώνημα» (Arbeit auf Abruf) κ.λπ. Ουσιαστικά μεγάλα τμήματα της Γερμανικής εργατικής τάξης θα έπρεπε να ενταχθούν σ’ ένα πρόγραμμα κοινωνικής πειθάρχησης που ισοδυναμούσε, -τηρουμένων των αναλογιών (ιστορικών και κοινωνικών)-, με τα Werkhäuser (άσυλα εργασίας) του απολυταρχικού κράτους. Τότε που μεγάλα τμήματα των αέργων, των περιπλανώμενων, των επαιτών κ.ά. εγκλείστηκαν στα άσυλα εργασίας «για ένα κομμάτι ψωμί». Το ζητούμενο εκείνου του βιοπολιτικού εγχειρήματος ήταν ο εκκοινωνισμός αυτού του πληθυσμού στην αξία της εργασίας, ή πιο ορθά στην αξία της μισθωτής εργασίας. Καθόλου περίεργο λοιπόν, αν σήμερα, όπως τότε, η mainstream κοινωνική επιστήμη, θεματοποιεί το πρόβλημα με μαλθουσιανούς-δαρβινικούς όρους (βλ. Die Überflüssige/οι περιττοί), υποδεικνύοντας τρόπους αναμόρφωσης του θυμικού κόσμου αυτών των ανθρώπων.
Έτσι μέσα από την «Aτζέντα Hartz» το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων κ.ά., παραμένουν, στο πλαίσιο μιας κυκλικής κινητικότητας, στη λογική της αγοράς, προσφέροντας ανά πάσα στιγμή και όσο-όσο (ακόμη και για 1 ευρώ την ώρα) την εργασία τους. Και αυτό παρόλο που η παραμονή στο σύστημα λήψης παροχών παγιώνεται, αν δεν αυξάνεται. Έτσι τον Αύγουστο του 2012 και μέσα σε δώδεκα μήνες, 1,97 εκατομμύρια άτομα αποδεσμεύτηκαν από το κοινωνικό βοήθημα (Sozialhilfe) για να προστεθούν, όμως, άλλοι τόσοι (1,76 εκατομμύρια).
Ουσιαστικά, όπως και στις ΗΠΑ κ.α. προηγούμενες δεκαετίες, το «κοινωνικό ζήτημα» τίθεται πλέον και στη Γερμανία με ηθικιστικούς όρους, μεταφέροντας την ευθύνη για την ανεργία και τη φτώχεια, από την δομή της αγοράς εργασίας (σφαίρα ζήτησης) στη σφαίρα της προσφοράς εργασίας. Κοντολογίς, όπως στην εποχή των «επικίνδυνων τάξεων» (dangerous classes) στα άτομα και στη θέληση τους για εργασία. Οι ειδικές κοινωνικές πολιτικές και η workfare, έρχονται να αντικαταστήσουν τώρα την καθολικότητα του κοινωνικού κράτους, δημιουργώντας μια νέα διαστρωμάτωση με εμβληματική φιγούρα το πρεκαριάτο (precariat), από τη μια, και το κογκνιταριάτο (γνωστικοί εργάτες), από την άλλη. Ουσιαστικά η εννοιολόγηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης με όρους πρεκαριάτου και κογνιταριάτου (γνωστικοί εργάτες) που έμμεσα επαινεί τα «δημιουργικά» μεσαία στρώματα (φορείς μορφωτικού και πολιτισμικού κεφαλαίου) καθιστά αόρατη την εργατική τάξη, διαδίδοντας πως ο πλούτος παράγεται από τη γνώση, την πληροφορία, τα σύμβολα (κοινωνία της γνώσης κ.λπ.) και όχι από την εργασία, όπως στη «βιομηχανική κοινωνία» που ήταν ταξική. Και αυτό παρόλο που η μεταεργοστασιακή εργατική τάξη στις βιομηχανοποιημένες υπηρεσίες και στις υπεργολαβίες αλλά και στην βιομηχανοποιημένη διανοητική εργασία αυξάνεται, ενώ γενικεύεται η μισθωτή σχέση εργασίας, φτάνοντας πάνω από το 80% του πληθυσμού. Είναι προφανές πως αυτό προκαλεί συγχύσεις όσον αφορά στο κοινωνικό υποκείμενο σήμερα και που συγκροτείται.
Συνεπώς το μήνυμα των Γερμανικών εκλογών είναι «ταξικό» και έτσι πρέπει να το διαβάσουμε. Οι άνθρωποι ορίζονται μεν μέσα από την κατάσταση, όπως παραπάνω εξηγήσαμε, αλλά δεν έχουν συνείδηση της κατάστασης. Επειδή δεν υπάρχει πολιτικός φορέας να τους εκφράσει, απλά αντιδρούν. Ωστόσο, θα επισημάνουμε, για μια άλλη φορά πως, όπως και με τον Τραμπ στις ΗΠΑ, ή, την Λε Πεν στη Γαλλία κ.ά., δεν πρόκειται για ανορθολογική στάση αλλά για «ορθολογική». Αντίθετα απ΄ ότι ισχυρίζονται οι ευρωπαϊκές κοινωνικές και πολιτικές ελιτ, που «θέτουν τον κανόνα» (όπως λέμε στη θεωρία της λογοτεχνίας), οι ψηφοφόροι γνώριζαν πως το διακύβευμα των εκλογών εξαντλείται σε πολιτικούς βολονταρισμούς που πολύ λίγο μπορούν να επηρεάσουν την ταξική τους καθημερινότητα στη Γερμανία. Συνεπώς οι απαντήσεις είναι στο γνωστικό επίπεδο των ερωτήσεων. Άλλες θα ήταν οι απαντήσεις αν οι εκλογείς ρωτιούνταν για τους μισθούς, τις συντάξεις, τις εργασιακές σχέσεις, τα mini Jobs κ.ά. Και πραγματικά, αν οι απαντήσεις απέκλιναν από την ταξική κατάσταση των εκλογέων τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ανορθολογισμό» ή, για ψυχολογικό πρόβλημα. Εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια (σχεδόν από τη δεκαετία του ’90), η SPD, το «κόμμα της εργατικής τάξης», ήταν στα πράγματα και χάραζε πολιτικές. Είναι λοιπόν η SPD που επέβαλλε στην εργατική τάξη της Γερμανίας το πιο ταξικό μνημόνιο, όπως η «Ατζέντα Hartz».
Επομένως, και εφόσον κανείς δεχτεί τη σχέση οικονομικό-ταξικής βάσης (κοινωνικό γίγνεσθαι) και πολιτικού-ιδεολογικού στοιχείου (κοινωνική συνείδηση) τα αποτελέσματα των Γερμανικών εκλογών, μπορούν να ερμηνευτούν και ως «κρίση εκπροσώπησης», με την έννοια πως και εδώ λείπει, όπως κ.α., το πολιτικό υποκείμενο για να εκφράσει τις αγωνίες, τα αιτήματα και τα συμφέροντα του «κόσμου της εργασίας».
*Ο τίτλος βασίζεται σε ομώνυμο ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1933) που ενέπνευσε τη σκηνοθέτη Χέλμα Σάντερς για την ταινία Deutschland bleiche Mutter (1980). Είναι μεταφορικός, θέλοντας να εκφράσει περισσότερο τις ανησυχίες για τις εξελίξεις στη Γερμανία και δεν ταυτίζει σε καμία περίπτωση τη σημερινή Γερμανία με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία.
Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου