Οργανωμένος λαός, "αντίπαλο δέος" στο κεφάλαιο και την πολιτική του

Παρακολουθώντας τη βδομάδα που μας πέρασε τη συζήτηση στη Βουλή για τα προαπαιτούμενα της πρώτης «αξιολόγησης», μεταξύ αυτών και την ένταξη έξι ακόμα πρώην ΔΕΚΟ στο υπερταμείο για την «αξιοποίηση» της κρατικής περιουσίας, δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς τον «ανένδοτο» που είχε κηρύξει ο ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, τις οποίες προωθούσε η προηγούμενη κυβέρνηση και ο ίδιος έλεγε ότι θα σταματήσει, ακόμα και ότι θα ακυρώσει, όσες είχαν ήδη γίνει.
Ολοι θυμόμαστε τι έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ για την περίπτωση του Ελληνικού ή τη συμμετοχή των στελεχών του στις διαδηλώσεις ενάντια στην παραχώρηση του ΟΛΠ ΑΕ, τη στήριξη που απλόχερα έδινε σε «κινήσεις πολιτών» που με δημοψηφίσματα και διαμαρτυρίες εναντιώνονταν στην πώληση της ΕΥΑΘ στη Θεσσαλονίκη.
Ηταν η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούσε συστηματικά την αντίληψη ότι μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις από το γενικό σχέδιο και την πολιτική που υπηρετεί την ανάκαμψη του κεφαλαίου και ότι ο ίδιος ήταν ο ικανότερος και καταλληλότερος να υπερασπιστεί και να εφαρμόσει ένα τέτοιο μείγμα διαχείρισης.
Καλλιεργούσε την άποψη ότι «αν κυριαρχήσει η πολιτική έναντι της οικονομίας», το κεφάλαιο είναι δυνατόν να κάνει πίσω από στρατηγικές του επιλογές, ότι μπορούν να μείνουν ανεφάρμοστες βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ για την απελευθέρωση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος διατηρεί ακόμα κάποιες θέσεις, προκειμένου να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφόρας επένδυσης κεφαλαίων για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Σε διπλό ακροατήριο
Σε τελική ανάλυση, η προπαγάνδα που εξέφραζε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ, απευθυνόταν σε διπλό ακροατήριο: Κατά πρώτον, σε μερίδες του κεφαλαίου που επεδίωκαν την «αξιοποίηση» της κρατικής περιουσίας με τρόπο που να υπηρετεί καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα, έναντι των ανταγωνιστών τους. Η περίπτωση του ΟΛΠ ΑΕ είναι χαρακτηριστική.
Κατά δεύτερον, στο λαό, στον οποίο έσπερνε την αυταπάτη ότι ήταν θέμα πολιτικής βούλησης, καλύτερης διαπραγμάτευσης και υπεράσπισης ενός άλλου μείγματος διαχείρισης, να συνυπάρξουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων με τα λαϊκά δικαιώματα και να αποκατασταθεί μέρος των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης. Οπως, όμως, η οικονομία και στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν τη δικιά τους λογική, έτσι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ, που καταφερόταν ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, σήμερα τις προωθεί με σταθερότητα.
Εξ ου και το τρίτο μνημόνιο, η συνέχιση από τον ΣΥΡΙΖΑ της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής σε όλους τους τομείς, η προσπάθεια να στρατευθεί ο λαός στο στόχο του κεφαλαίου για ανάκαμψη, να σηκώσουν οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα σημαίες ξένες προς τα πραγματικά τους συμφέροντα, όπως αυτή της διαπραγμάτευσης για το κρατικό χρέος, της συμμαχίας του «χρεοκοπημένου ευρωπαϊκού Νότου» ενάντια στον «πλούσιο Βορρά», της αλλαγής του δημοσιονομικού μείγματος στην ΕΕ, με τη φρούδα ελπίδα ότι στα όρια αυτού του συστήματος μπορεί να υπάρξει διέξοδος που να διασφαλίζει την καπιταλιστική κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα να υπηρετεί το λαό και τις ανάγκες του.
Ο ΣΕΒ μίλησε
Την εικόνα στις πραγματικές της διαστάσεις τη δίνουν δυο παρεμβάσεις του ΣΕΒ, με τις οποίες σχηματικά ανοίγει και κλείνει μια σημαντική περίοδος αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού με καταλύτη τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη αφορά μια δήλωση του πρώην προέδρου των βιομηχάνων, Δ. Δασκαλόπουλου, το Φλεβάρη του 2014, όταν ρωτήθηκε αν ανησυχεί για το ενδεχόμενο να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η απάντηση που έδωσε ήταν ότι ο ΣΕΒ δεν έχει πρόβλημα να συνεργαστεί με οποιονδήποτε σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή ανεξάρτητα από τη «ρητορική» και τα «ιδεογράμματα» του κάθε κόμματος, «έχει κι η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ορισμένα, ας πούμε, "δόγματα". Ενα από αυτά λέει ότι (...) η προοπτική μιας νέας ανάπτυξης μπορεί να προέλθει σήμερα μόνο από τις δυνάμεις της παραγωγικής οικονομίας. Ποια κυβέρνηση μπορεί να το αγνοήσει αυτό και να επιτύχει;».
Η δεύτερη παρέμβαση περιέχεται στο δελτίο του ΣΕΒ της προηγούμενης βδομάδας, όπου ορθά - κοφτά γράφεται το εξής:«Παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι παρουσιάσεις των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ταχείας εξόδου από την κρίση και την ύφεση και τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εστιασμένο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, με περισσότερο σχεδιασμό, λιγότερη παροχολογία και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς του μνημονίου».
Θυσίες δίχως τέλος
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι καθαρό: Φιλολαϊκή διέξοδος στο πλαίσιο του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρξει. Κι αυτό το συμπέρασμα δεν πρέπει να οδηγεί στο συμβιβασμό με το σημερινό πλαίσιο, αλλά να φωτίζει και να καθοδηγεί την ανάγκη για σύγκρουση, ρήξη με το σάπιο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Να βάζει ολοένα και περισσότερες μάζες εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων σε κίνηση, για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού αντιμονοπωλιακού - αντικαπιταλιστικού ρεύματος στο κίνημα, που θα αμφισβητήσει και τελικά θα ανατρέψει την ίδια την εξουσία του κεφαλαίου.
Την πολιτική στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων από τις κυβερνήσεις και τα κόμματά του, στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης, την έχει δοκιμάσει και την έχει πληρώσει βαριά ο λαός. Απαιτεί θυσίες διαρκείας και καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε επιστροφή ακόμα και στο κοντινό παρελθόν της εποχής πριν την κρίση, έστω κι αν υπάρξει μια σχετική ανάκαμψη της οικονομίας.
Τα αντιλαϊκά μέτρα, που για το κεφάλαιο είναι μέτρα θωράκισης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, προστίθενται το ένα στο άλλο, επιδεινώνοντας κι άλλο τους όρους που ζει και δουλεύει ο λαός. Τα τελευταία στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους είναι ενδεικτικά: Το 8μηνο Γενάρη - Αυγούστου 2016, οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ήταν χαμηλότερες κατά 3,4 δισ. ευρώ σε σχέση με τον αντιλαϊκό στόχο που είχε τεθεί, επιβεβαιώνοντας το μόνιμο «σφαγείο» σε βάρος του λαού.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, η οικονομική αδυναμία των λαϊκών στρωμάτων να ανταποκριθούν και στα στοιχειώδη διευρύνεται, παίρνοντας υπόψη ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη επιχειρήσεων και νοικοκυριών στο 9μηνο Γενάρης - Αύγουστος έφτασαν στα 8,9 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των φορολογούμενων με ληξιπρόθεσμα χρέη αυξήθηκε κατά 125.000, φτάνοντας στα 4,1 εκατομμύρια και 1,6 εκατομμύρια από αυτούς βρίσκονται υπό την άμεση απειλή των κατασχέσεων.
Κουκούλωμα και αντιπερισπασμός
Αυτήν τη σκληρή για το λαό πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπαθεί μόνο να τη διαχειριστεί με ψευτοπρογράμματα ανακύκλωσης της φτώχειας που διευρύνεται, αλλά επιδιώκει να την κουκουλώσει και με αντιπερισπασμούς, τεχνητές αντιπαραθέσεις, κάλπικα δίπολα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, αυτό που κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα είναι η αντιπαράθεση με τη ΝΔ στο βολικό και τετριμμένο πεδίο της σκανδαλολογίας, της πάταξης της διαφθοράς, της διαφάνειας, της ανασυγκρότησης του κράτους.
Οπως δεν είναι τυχαία και η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ρίξει στάχτη στα μάτια του λαού για τον ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής του, που τσακίζει ό,τι άφησαν όρθιο οι προηγούμενοι, στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Για παράδειγμα, ο Αρ. Μπαλτάς βρήκε το θράσος να πει στη Βουλή ότι η ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός στο ...δρόμο για το σοσιαλισμό (!), ενώ ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται σήμερα να συμμετέχει σε φιέστα για τα 75 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ.
Δεν προσπαθούν μόνο να θολώσουν τα νερά και να δημιουργήσουν συγχύσεις στο λαό, διαστρεβλώνοντας κατάφωρα την Ιστορία. Επιδιώκουν κάτι πολύ βαθύτερο και συγκεκριμένα να παρουσιάσουν την πολιτική τους σαν δικαίωση και συνέχεια των αγωνιστικών παραδόσεων που έχει το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα, με πρωτοπορία το ΚΚΕ. Χωρίς ίχνος ντροπής, πραγματικά αδίστακτοι, τολμούν να βάλουν το ΕΑΜ και την ένοπλη αντιστασιακή πάλη δίπλα στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ, το στόχο της ανάκαμψης για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Μέχρι την ανατροπή
Οι ίδιες οι εξελίξεις και η ανάλυσή τους από τη σκοπιά του λαϊκού συμφέροντος φωτίζουν σήμερα τι κίνημα χρειαζόμαστε. Αποδείχτηκε όλα αυτά τα χρόνια ότι η γραμμή στήριξης των στόχων του κεφαλαίου από τη συνδικαλιστική πλειοψηφία, της κοινωνικής συναίνεσης, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, όχι μόνο δεν απέδωσε για τους εργαζόμενους και το λαό, αλλά αποτέλεσε και ουσιαστικό στήριγμα της αντιλαϊκής πολιτικής, λειτουργώντας ως γραμμή ενσωμάτωσης και εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Χαρακτηριστικό και πιο πρόσφατο παράδειγμα η πλειοψηφία στη ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Παρά το γεγονός ότι η ΔΕΗ ήταν ανάμεσα στις έξι πρώην ΔΕΚΟ που πέρασαν στο υπερταμείο, η ΓΕΝΟΠ αρκέστηκε σε μερικές καταγγελτικές ανακοινώσεις για την τιμή των όπλων, με στενά αντικυβερνητικό περιεχόμενο, αφήνοντας έξω από την κριτική της την πολιτική της απελευθέρωσης της αγοράς Ενέργειας, την οποία άλλωστε στήριξε από τα πρώτα της βήματα, ζητώντας απλά να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της ΔΕΗ στον ανταγωνισμό. Κατά τ' άλλα, η πλειοψηφία δεν κήρυξε ούτε μια στάση εργασίας ενάντια στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε την Τρίτη, δεν έκανε το παραμικρό για να βάλει σε κίνηση τους εργαζόμενους.
Με τέτοιες πλειοψηφίες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, με τη γραμμή του κοινωνικού εταιρισμού να κυριαρχεί και με το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων να είναι ανοργάνωτο, είναι βέβαιο ότι το αντεργατικό σχέδιο του κεφαλαίου και των κομμάτων του θα βρίσκει χώρο να περπατάει. Διέξοδος για το λαό μπορεί να υπάρξει, μόνο αν απέναντι σ' αυτό το αντιδραστικό μπλοκ οι εργαζόμενοι αντιτάξουν το δικό τους «αντίπαλο δέος»: Ενα εργατικό κίνημα μαχητικό, ταξικό, ασυμβίβαστο, που σε συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα θα συνδυάζει αποτελεσματικά την άμυνα με την επίθεση απέναντι στο κεφάλαιο και την εξουσία του, μέχρι να την ανατρέψει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις