Εφυγε το παραβάν

Αν κάτι κατέρρευσε από την πρώτη κιόλας συνάντηση του κουαρτέτου με την κυβέρνηση για τα Εργασιακά, ήταν η προπαγάνδα της περί «ακραίων» στη διαπραγμάτευση, τους οποίους ταύτιζε αποκλειστικά με την πλευρά του ΔΝΤ, «βγάζοντας λάδι» την ΕΕ, το κεφάλαιο και, βεβαίως, τη δική της αντιλαϊκή πολιτική.
Οπως προκύπτει, όμως, από τα σχετικά δημοσιεύματα, αυτός που έδωσε πραγματικά «τα ρέστα του» για την υπεράσπιση των αντεργατικών μεταρρυθμίσεων που ζητάει το κεφάλαιο, δεν ήταν μόνο το ΔΝΤ, αλλά και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ντ. Κοστέλο, ο οποίος διαμήνυσε «να ξεχάσουμε την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων» όπως τις ξέραμε.
Στην πραγματικότητα, συνέβη το αναμενόμενο. Ολοι οι συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση, κυβέρνηση, κουαρτέτο, αλλά και οι εγχώριοι «κοινωνικοί εταίροι», ως βάση θέτουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και διαφορές, προωθούν ενιαία την απρόσκοπτη και χωρίς παρεκκλίσεις εφαρμογή του 3ου μνημονίου. Κοινός στόχος όλων είναι η ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Αυτό είναι που θέτει την ατζέντα της διαπραγμάτευσης, πέρα και πάνω από την προσπάθεια της κυβέρνησης να κοροϊδέψει το λαό ότι μπορεί με τις κατάλληλες συμμαχίες και με μια «καλή» διαπραγμάτευση να περισώσει τα εναπομείναντα δικαιώματα, ή και να αποκαταστήσει ορισμένα από αυτά που χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Επομένως, και σ' αυτό το νέο σίριαλ της διαπραγμάτευσης που στο επίκεντρο βρίσκονται τα Εργασιακά, το πρώτο «κρατούμενο» είναι τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Συμφέροντα που αποτυπώνονται και εκφράζονται είτε από το κουαρτέτο, είτε με το πόρισμα των «εμπειρογνωμόνων», είτε με την «κοινή θέση» των κοινωνικών εταίρων, η οποία, σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, εκφράζει και τις θέσεις της κυβέρνησης.
Βέβαια, αυτή η «κοινή θέση» καθόλου δεν εμπόδισε τον ΣΕΒ, στην προχτεσινή συνάντηση με το κουαρτέτο, να υποστηρίξει την υπερίσχυση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων έναντι των κλαδικών. Ούτε απέτρεψε την ηγεσία της ΕΣΕΕ να συζητά - όπως έγραψε στο υπόμνημά της - την αύξηση των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10% και μάλιστα με την επισήμανση ότι αυτό θα σημάνει «εναρμόνιση με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία»!
Αυτή τη νομοθεσία επικαλείται σε όλους τους τόνους και η κυβέρνηση, για να αποδείξει το «βάσιμο» των αιτημάτων της, την εναρμόνιση δηλαδή με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», ενώ στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει είναι να «βγάζει λάδι» την ΕΕ και την αντιλαϊκή στρατηγική της, που τσακίζει ενιαία το λαό στην Ελλάδα και σε όλα τα κράτη - μέλη.
Αλλωστε, μόλις τον προηγούμενο μήνα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο προσέφυγε η κυβέρνηση για «συμπαράσταση», στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση αναφέρει: «Τα κράτη - μέλη θα πρέπει συνεπώς, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να σέβονται και να ενθαρρύνουν τους μηχανισμούς καθορισμού των μισθών που επιτρέπουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης των πραγματικών μισθών στις εξελίξεις της παραγωγικότητας (...)».
Η ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, που οδηγούν αναπόφευκτα σε συμπίεση των μισθών και σε μεγέθυνση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, είναι το «ιερό Ευαγγέλιο» που καθοδηγεί τη δράση των αστικών δυνάμεων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την ΕΕ.
Γι' αυτό η διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά, όπως και για το Ασφαλιστικό, έχει προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν απ' αυτή και χρειάζεται τώρα να χαράξουν το δικό τους σχέδιο δράσης, με επιθετικά αιτήματα και στόχους πάλης, κλιμακώνοντας με όλες τις μορφές και με πανεργατική πανελλαδική απεργία. Η ανταπόκριση στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ προς όλα τα σωματεία να κηρύξουν απεργία για τις 24 Νοέμβρη, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις