Ποιος παραπληροφορεί για τις ομαδικές απολύσεις;

Σε συνέντευξή της στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής, η επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης του υπουργείου Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, ρωτήθηκε για τις ομαδικές απολύσεις και συγκεκριμένα για το αν στο πόρισμά τους οι «ειδικοί» «συστήνουν περαιτέρω ευελιξία των εργασιακών σχέσεων με το πρόσχημα της αποφυγής των επιπτώσεων από τις ομαδικές απολύσεις». Η απάντηση που έδωσε ήταν η εξής: «(...) Η σύσταση αυτή της Επιτροπής έχει παρερμηνευτεί ιδιαιτέρως, με πολλούς να κάνουν λόγο για πλήρη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, στο σημείο αυτό, το πόρισμα είναι πολύ πιο ευνοϊκό για τους εργαζόμενους από την ισχύουσα κατάσταση. Μάλιστα, ήδη υπό το ισχύον Δίκαιο, στο πλαίσιο των υποχρεωτικών διαβουλεύσεων που προηγούνται της πρότασης για ομαδικές απολύσεις, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες οφείλουν να εξερευνήσουν λύσεις που θα αποτρέψουν τις απολύσεις, μεταξύ άλλων και αυτή του μειωμένου ωραρίου. Ποιο είναι το καινούργιο στοιχείο που εισηγείται η Επιτροπή; Οτι σε περίπτωση μειωμένου ωραρίου, ο εργαζόμενος θα πρέπει να λάβει επίδομα για τις ώρες που δεν εργάστηκε, κάτι που υπό το ισχύον Δίκαιο δεν προβλέπεται. Γι' αυτό και η πρόταση των εμπειρογνωμόνων στο συγκεκριμένο σημείο είναι περισσότερο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους και όσα περί του αντιθέτου γράφονται ή λέγονται, έχουν έντονα στοιχεία παραπληροφόρησης».
Ποιος παραπληροφορεί και γιατί; Ο νόμος 1387/83 για τις ομαδικές απολύσεις προβλέπει ένα στάδιο διαβούλευσης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στους εργοδότες, κατά το οποίο η εργοδοσία ενημερώνει για «τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, το χρονικό διάστημα στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις, τα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν». Αντίστοιχα, η οδηγία 75/129/ΕΟΚ για τις ομαδικές απολύσεις αναφέρει ότι «οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των εξ αυτών συνεπειών». Σε κανένα από τα δυο κείμενα, που παραμένουν βαθιά αντεργατικά, δεν προσδιορίζεται ως μέσο αποφυγής ή περιορισμού των ομαδικών απολύσεων η παραπέρα ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η εργοδοσία, κάνοντας χρήση της νομοθεσίας που ήδη υπάρχει («εκ περιτροπής» εργασία, υποχρεωτική άδεια, μείωση ωραρίου και μισθών μέσω ατομικών συμβάσεων, μετατροπή της αορίστου χρόνου σύμβασης σε ορισμένου χρόνου), δεν εκβιάζει τους εργαζόμενους να απεμπολήσουν εργασιακά δικαιώματα, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προχωρήσει σε απολύσεις, ομαδικές ή άλλες.
Τι προτείνει τώρα το πόρισμα των «ειδικών», για το οποίο η εκπρόσωπος του υπουργείου Εργασίας - καθόλου αδικαιολόγητα - μιλάει με τα θερμότερα λόγια; Στην πραγματικότητα, προτείνει αυτός ο εργοδοτικός εκβιασμός να αποκτήσει θεσμική υπόσταση, να γίνει μέρος ενός νέου νόμου για τις ομαδικές απολύσεις. Να τι συστήνει το πόρισμα των «ειδικών»: «Σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από το Δημόσιο ή το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ώρες που δεν μπόρεσε να εργαστεί. Μετά την πάροδο της κρίσης, ο εργοδότης θα μπορεί να προχωρήσει στην επανέναρξη της πλήρους δραστηριότητάς του με τη βοήθεια ενός έμπειρου εργατικού δυναμικού». Παράλληλα, το πόρισμα επισημαίνει: «Το σημερινό ελληνικό σύστημα δεν εξαντλεί πλήρως τις δυνατότητες να παρθούν μέτρα προκειμένου να μετριαστούν οι συνέπειες των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Για παράδειγμα, το υφιστάμενο καθεστώς για εργασία μειωμένου χρόνου περιορίζεται σε τρεις μήνες το χρόνο. Αυτό δεν είναι αρκετό διάστημα για να ξεπεράσει μια πραγματική κρίση. Το μοντέλο της εκ περιτροπής εργασίας - ως δεύτερη επιλογή - είναι ένα είδος αναγκαστικής εργασίας με μερική απασχόληση, η οποία μειώνει το εισόδημα του εργαζόμενου στο 50% και περιορίζεται σε εννέα μήνες το χρόνο (...)».
Μετά απ' όλα αυτά, οι «ειδικοί» καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: «Αυτοί οι κανόνες είναι αρκετά άκαμπτοι και πρέπει να αντικατασταθούν από ένα πιο ευέλικτο μοντέλο. Για τις περιπτώσεις προσωρινής κρίσης μιας επιχείρησης, ένα από τα εναλλακτικά μέτρα είναι ο περιορισμός του χρόνου εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η καθημερινή ή η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας μειώνεται, ακόμη και στις μηδέν ώρες. Ο εργαζόμενος παίρνει επίδομα ανεργίας ως αποζημίωση για τις ώρες που δεν δουλεύει. Αυτή είναι η κύρια διαφορά με τους ισχύοντες κανόνες στην Ελλάδα». Επομένως, η επιτροπή προτείνει την παραπέρα ελαστικοποίηση της «άκαμπτης» (!) αγοράς εργασίας, με την επέκταση των προβλεπόμενων από το νόμο ορίων εφαρμογής της μειωμένης απασχόλησης και της «εκ περιτροπής» εργασίας, συνδέοντάς την έμμεσα με τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων. Επιπλέον, προτείνει μέρος του χαμένου εισοδήματος του εργαζόμενου να αναπληρώνεται από το επίδομα ανεργίας. Αυτό σημαίνει, όμως, να επιδοτείται ο εργοδότης και όχι ο εργαζόμενος για όσο διάστημα υποαπασχολεί τον εργαζόμενο, ενώ κανείς δεν εγγυάται ότι θα τον επαναπροσλάβει όταν τελειώσει το καθεστώς της υποαπασχόλησης και της επιδότησης του μισθού με το επίδομα ανεργίας. Για την κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο, αυτά είναι βέβαια ψιλά γράμματα, αφού οι ομαδικές απολύσεις είναι συστατικό στοιχείο της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, αφού αυτό που μετράει σε τελική ανάλυση είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας μιας επιχείρησης, με μείωση του λεγόμενου κόστους εργασίας, είτε με μείωση του προσωπικού, είτε με επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, ακόμα και με επιδότηση της εργοδοσίας με το πενιχρό επίδομα της ανεργίας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις