Υπαγορευμένο από τις ανάγκες του κεφαλαίου το πόρισμα των "ειδικών"

Οι εργαζόμενοι να το στείλουν στα σκουπίδια. Οργάνωση και αγώνας για ανάκτηση των απωλειών, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, κατάργηση των αντεργατικών νόμων, ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών
Το πόρισμα της επιτροπής είναι άλλη μια επιβεβαίωση
ότι οι "βέλτιστες πρακτικές" της ΕΕ είναι ναρκοπέδιο
για τα δικαιώματα και τις ανάγκες του λαού
Η δημοσιοποίηση (έστω και στην αγγλική έκδοση...) του πορίσματος που συνέταξε για λογαριασμό της κυβέρνησης η Επιτροπή των Ανεξάρτητων Ειδικών για τα Εργασιακά και οι διθύραμβοι του υπουργού Εργασίας για το έργο και τα συμπεράσματα της Επιτροπής ένα πράγμα επιβεβαιώνουν: Οτι ένας νέος γύρος επίθεσης βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι το πόρισμα των «ειδικών» θα αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση στην προσπάθειά της να κατοχυρώσει και να επεκτείνει τη σημερινή ζούγκλα στην αγορά εργασίας, για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Το πόρισμα πράγματι στηρίζει τις θέσεις της κυβέρνησης, όπως ισχυρίζεται ο Γ. Κατρούγκαλος. Ο λόγος όμως που συμβαίνει αυτό δεν είναι επειδή η κυβέρνηση μάχεται τάχα για τα εργατικά δικαιώματα, αλλά επειδή σκοπεύει να τα τσακίσει ακόμα περισσότερο, με στόχο να προσφέρει στο κεφάλαιο μια αγορά εργασίας καλύτερα προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο η επιτροπή ευθύς εξαρχής υπενθυμίζει στο πόρισμά της τη συμφωνία από το 3ο μνημόνιο, ότι «οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή στις ρυθμίσεις του παρελθόντος που δεν είναι συμβατές με τους στόχους της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης». Η ίδια διατύπωση επανέρχεται και στο κεφάλαιο για τον κατώτερο μισθό, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ακολουθούν τα βασικά σημεία του πορίσματος της επιτροπής.
1. Συνδικαλιστική δράση
Σύμφωνα με το πόρισμα, «η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την απεργία». Ο λόγος είναι, όμως, ότι το σημερινό νομικό πλαίσιο δίνει με επάρκεια τη δυνατότητα στην εργοδοσία και στο κράτος να υπονομεύουν ανοιχτά το δικαίωμα στην απεργία.Καθόλου τυχαία, η επιτροπή διαπιστώνει ότι «υπάρχει ένας σημαντικός όγκος νομολογίας σύμφωνα με την οποία οι απεργίες κρίθηκαν παράνομες με βάση την αρχή της αναλογικότητας» και επομένως «εναπόκειται στον Ελληνα νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας σεβόμενος το συνταγματικό πλαίσιο».
Ιδια είναι η επιχειρηματολογία και για το lock-out. Το πόρισμα αποφαίνεται κυνικά ότι «λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που υπάρχουν στο δικαίωμα της απεργίας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για τους εργοδότες να ασκήσουν ένα lock-out» και επομένως δεν υπάρχει «κάποιος επείγων λόγος για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας».
Αυτό που συστήνει όμως η επιτροπή, είναι «να διευκρινίσει ο Ελληνας νομοθέτης πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση». Η συγκεκριμένη επισήμανση αφορά το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα, το οποίο επικαλείται η εργοδοσία σε τέτοιες περιπτώσεις (στο πόρισμα παρατίθεται σχετική νομολογία από το Εφετείο Πατρών). Επειδή όμως «η λύση αυτή δεν είναι αδιαμφισβήτητη», η επιτροπή συστήνει να συγκεκριμενοποιηθεί από τον νομοθέτη ότι το άρθρο αυτό επί της ουσίας υποκαθιστά μια ενδεχόμενη ρύθμιση για την ανταπεργία.
Στο ίδιο κεφάλαιο, η επιτροπή θεωρεί χρήσιμη, στο πλαίσιο «ενός ουσιαστικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου», μία συζήτηση «για τα προβλήματα του συνδικαλιστικού νόμου», πλευρές του οποίου σκοπεύει να «ανοίξει» ο υπουργός Εργασίας, όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη.
2. Ομαδικές απολύσεις
Η επιτροπή, χωρίς περιστροφές, αποφαίνεται ότι «οι ομαδικές απολύσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους ως ένα λειτουργικό εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης» και για την τελική ρύθμιση του ζητήματος παραπέμπει στην αναμενόμενη (αρνητική κατά πάσα βεβαιότητα) απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση «Lafarge».
Παράλληλα, όμως, η επιτροπή κλείνει το μάτι στην κυβέρνηση να αξιοποιήσει τη «φασαρία» γύρω από τις ομαδικές απολύσεις για να νομιμοποιήσει την παραπέρα ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.Συγκεκριμένα, στα μέτρα που προτείνει ως αντίβαρο στις ομαδικές απολύσεις, είναι «η εργασία μειωμένου ωραρίου», που «πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης», όταν αυτή βρεθεί σε «οικονομική δυσχέρεια», φτάνοντας μέχρι και τις μηδέν ώρες (!), αρκεί ο εργαζόμενος «να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από το δημόσιο ή το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ώρες που δεν μπόρεσε να εργαστεί», αν αυτές υπερβαίνουν ένα όριο. Στην πραγματικότητα, η προτεινόμενη ρύθμιση ενισχύει τον εκβιασμό «δέξου τη δουλειά - λάστιχο για να μη σε απολύσω».
3. Κατώτατος μισθός
Το πόρισμα γράφει ότι «θα πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος κατώτατος μισθός που θα λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς». Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιτροπή διευκρινίζει ορθά - κοφτά ότι «δεν συνιστούμε την επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα, ειδικά στα επίπεδα των μισθών που υπήρχαν πριν από την κρίση, αλλά έναν εκσυγχρονισμό, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή βέλτιστη πρακτική».
Στο πόρισμα καταγράφεται επίσης «η διαφωνία στην επιτροπή ως προς την αρμοδιότητα καθορισμού του ύψους και των αυξήσεων του κατώτατου μισθού», αφού «ένα μέρος της επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με καθολική εφαρμογή» και «ένα άλλο μέρος της επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες».
Οι φράσεις - κλειδιά στις προτάσεις της επιτροπής είναι η «κατάσταση» και οι «προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», αλλά και οι «ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες», που θα καθορίζουν το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τα κριτήρια της «ανταγωνιστικότητας» και της «ανάπτυξης», ανεξάρτητα αν στο τέλος για τον κατώτερο μισθό θα αποφασίζουν εργοδότες και εργαζόμενοι, ή θα καθορίζεται απευθείας από το κράτος. Οπως και να έχει, αν επανέλθει η συλλογική διαπραγμάτευση, αυτή θα γίνεται πλέον σε ασφυκτικά για τους εργαζόμενους πλαίσια και με σημαδεμένη τράπουλα, αφού η επιτροπή των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων είναι ο τρίτος παίχτης που μπαίνει στη συλλογική διαπραγμάτευση στο πλευρό της εργοδοσίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η επιτροπή προτείνει να παραμείνει η άθλια διάκριση που ισχύει σήμερα στον κατώτερο μισθό για τους πάνω και κάτω των 25 ετών, είτε με διατήρηση της νομοθεσίας ως έχει (με κριτήριο τα ηλικιακά όρια) είτε καμουφλαρισμένη, «με αντικατάσταση του κατώτατου μισθού των νέων από ένα μειωμένο κατώτατο μισθό βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη».
4. Συλλογικές διαπραγματεύσεις
Στις προτάσεις της για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επιτροπή ξεπερνάει ακόμα και τον υπουργό Εργασίας στη μαστοριά με την οποία προσπαθεί να εξαπατήσει τους εργαζόμενους. Ετσι, σύμφωνα με το πόρισμα, «οι αντιπροσωπευτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα μπορούν να επεκτείνονται από το κράτος κατόπιν αίτησης ενός από τα διαπραγματευόμενα μέρη σε κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο», αλλά από εκεί και κάτω ξεκινάνε μια σειρά προϋποθέσεων που καθιστούν την καθολική ισχύ των κλαδικών συμβάσεων διακήρυξη κενή περιεχομένου.
Για παράδειγμα, το πόρισμα σημειώνει ότι «οι συλλογικές συμβάσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές εφόσον καλύπτουν το 50% των εργαζομένων της διαπραγματευτικής μονάδας του κλάδου/επαγγέλματος», αλλά αυτό θα πρέπει να αποδειχτεί με «αξιόπιστο έλεγχο του ποσοστού των εργαζομένων που αντιπροσωπεύεται στη διαπραγματευτική μονάδα».
Προβλέπεται, επίσης, για την «αρχή της εύνοιας» (υπερίσχυση της καλύτερης σύμβασης αν υπάρχουν περισσότερες από μία, π.χ. επιχειρησιακή - κλαδική) πως «οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων».
Δηλαδή, πριν ακόμα επικυρώσουν την αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης, αρχίζουν να την ξηλώνουν, για να καταστεί τελικά η κλαδική σύμβαση ένα πουκάμισο αδειανό για τους εργαζόμενους. Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η δεύτερη γνώμη που διατυπώθηκε από μέλη της επιτροπής, ότι είναι σημαντική «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο», που σημαίνει ότι «συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο».
Σε ό,τι αφορά τη χρονική επέκταση, τη μετενέργεια και τη διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, προτείνεται να αποφασίζονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Διαφορετικά, η μετενέργεια να διαρκεί έξι μήνες, να καλύπτει όλους τους συμφωνηθέντες όρους εργασίας και η συλλογική σύμβαση να μπορεί να καταγγέλλεται με προειδοποίηση τριών μηνών.
Το ίδιο ισχύει και για τις μισθολογικές ωριμάνσεις (τριετίες κ.τ.λ.), ενώ για την προσφυγή στον ΟΜΕΔ η επιτροπή τάσσεται υπέρ των θέσεων της εργοδοσίας και γνωμοδοτεί ότι «οι όροι της συλλογικής σύμβασης μπορούν να καθορίζονται μέσω διαιτησίας, κατά προτίμηση εφόσον και τα δύο μέρη συμφωνούν. Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία θα πρέπει να θεωρείται έσχατο μέσο, αφού καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις