Πολιτικές διεργασίες στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ

Οι δυσκολίες στην καπιταλιστική ανάκαμψη, που παρατηρούνται σε διαφορετικό βαθμό στις χώρες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η διεύρυνση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της, φέρνουν πιο απροκάλυπτα στην επιφάνεια τις ενδοαστικές αντιπαραθέσεις σε κάθε χώρα, που επιδρούν και στο αστικό πολιτικό σύστημα. Εκεί που έχει σχετικά ξεπεραστεί η κρίση του 2008 (π.χ. Γερμανία), δεν υπάρχει ουσιαστική δυναμική ανάκαμψης και επιτείνεται η διαπάλη για την πολιτική διαχείρισης που θα δώσει ώθηση στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Την ίδια ώρα, ζητούμενο είναι πώς θα είναι πιο αποτελεσματική η χειραγώγηση και ενσωμάτωση λαϊκών στρωμάτων στις επιδιώξεις του κεφαλαίου, που εμφανίζονται σε κάθε χώρα ως «εθνική υπόθεση» ...για μια δήθεν «βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη». Αυτό είναι το μοτίβο, με όποιες παραλλαγές, που χρησιμοποιείται, είτε κυβερνούν οι νεοφιλελεύθεροι «δεξιοί», είτε οι «αριστεροί» διαχειριστές. Ταυτόχρονα, η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη σε πολλά πεδία επιδρά με τη σειρά της στις διεργασίες στα αστικά πολιτικά συστήματα. Η διαπάλη ανάμεσα στους διαχειριστές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, που βιώνουν έτσι κι αλλιώς οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, εκφράζεται με τις τάσεις για μεγαλύτερη διεθνοποίηση (που είναι αντικειμενική τάση της λειτουργίας του κεφαλαίου) και των μέτρων προστατευτισμού της εθνοκρατικής βάσης της παραγωγής, που προβάλλεται ως επιλογή που μπορεί να βγάλει την οικονομία από την κρίση και δήθεν να ανακουφίσει τα λαϊκά στρώματα. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στις εξελίξεις που έχουμε στις πιο ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, όπου θα αναφερθούμε ενδεικτικά.
"Εναλλακτικές" στην αντιλαϊκή πολιτική στη Γερμανία
Στη Γερμανία, παρότι είναι η πιο ισχυρή οικονομία της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με την αστική τάξη πιο ωφελημένη από την κρίση σε σχέση με άλλες στη λυκοσυμμαχία, υπάρχει ανησυχία για τη χαμηλή ανάπτυξη (1,7% του ΑΕΠ το 2016) και τις όχι τόσο αισιόδοξες προβλέψεις (1,4% για το 2017). Ειδικά μετά την απόφαση για αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, παρατηρείται ανησυχία για αύξηση της συμμετοχής της Γερμανίας από 21% στο 25% στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, ενώ η στατιστική υπηρεσία καταγράφει πτώση εξαγωγών ειδικά εκτός Ευρωζώνης.
Γι' αυτό και μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατώνεκδηλώνονται διαφοροποιήσεις για την ανάγκη τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, που προσδοκούν να διασκεδάσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα πολλά χρόνια «παγώματος» των μισθών και του χτυπήματος δικαιωμάτων, που ξεκίνησε από τη λεγόμενη «Ατζέντα 2010» του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, που περιόρισε κοινωνικές παροχές, έφερε το νόμο Χαρτς IV, που αύξησε τη σύνταξη στα 67 έτη και διεύρυνε τη μερική απασχόληση και τα λεγόμενα «μινι τζομπς» των 400 ευρώ το μήνα. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν και στις λεγόμενες προτάσεις για «δημοσιονομική χαλάρωση» που γίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ειδικά οι Σοσιαλδημοκράτες, παρότι συμφώνησαν με τους Χριστιανοδημοκράτες να κατεβάσουν κοινό υποψήφιο, τον νυν υπουργό Εξωτερικών σοσιαλδημοκράτη Φρ. Β. Σταϊνμάγερ, στις προεδρικές εκλογές το Φλεβάρη του 2017, θα κονταροχτυπηθούν για την αναλογία μείγμα διαχείρισης, στις βουλευτικές εκλογές τον Οκτώβρη, με τους ίδιους να εμφανίζονται ως προστάτες του «κοινωνικού κράτους». Αξίζει να θυμίσουμε ότι οι επίσης σοσιαλδημοκράτες του κόμματος «Λίνκε» - Αριστερά (που συμπροεδρεύει με τον ΣΥΡΙΖΑ στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς) έτρεξαν να παρουσιάσουν τον Σταϊνμάγερ ως ευκαιρία για κοινό υποψήφιο της αριστεράς, αλλά όταν «αδειάστηκαν» ...κατάπιαν τη γλώσσα τους.
Στοιχείο που δείχνει τις διεργασίες που γίνονται είναι η άνοδος του νέου εναλλακτικού κόμματος του κεφαλαίου «Alternative fur Deutschland» (AfD - Εναλλακτική για τη Γερμανία), που ιδρύθηκε μόλις το 2013 και ξεπήδησε μέσα από τις ρατσιστικές διαδηλώσεις της «Pegida» (κατά της λεγόμενης «ισλαμοποίησης της Ευρώπης»). Το κόμμα αυτό έχει αύξηση σε όλες τις τοπικές βουλές (δημοσκοπικά σε παν-γερμανικό επίπεδο βρίσκεται πάνω από 10%) και εκφράζει το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που βλέπει τη Γερμανία σε διαφορετική σχέση με την Ευρωζώνη, με επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, χειραγωγώντας και λαϊκά στρώματα.
Στη σκιά της Λεπέν η Γαλλία
Με το «Εθνικό Μέτωπο» (Front National - FN) της Λεπέν να παραμένει πρώτο στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές της επόμενης άνοιξης, στη Γαλλία εντείνονται οι διεργασίες και στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και σε αυτόν που χαρακτηρίζεται «πιο συντηρητικός».
Αυτό δείχνουν οι άφθονες «ανεξάρτητες» υποψηφιότητες που κατέθεσαν πρώην υπουργοί κυβερνήσεων Ολάντ - Βαλς, όπως ο Αρνό Μοντεμπούργκ και ο Εμανουέλ Μακρόν. Αυτό δείχνει και η ρευστότητα στην κεντροδεξιά, όπου ο μέχρι πρότινος πρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων (κόμμα - μετεξέλιξη του UMP, που αναβαπτίστηκε για να στηθεί νέο σχήμα της άλλοτε γκολικής δεξιάς), Ν. Σαρκοζί, έμεινε εκτός β' γύρου για το προεδρικό χρίσμα και ο «αουτσάιντερ» Φρ. Φιγιόν θεωρείται το φαβορί που πιθανώς θα αναμετρηθεί με τη Λεπέν για την καρέκλα στα Ιλίσια Πεδία. Κοινός παρονομαστής η διάθεση «επαναξιολόγησης» διαφόρων πλευρών και της εξωτερικής πολιτικής, όπως οι σχέσεις με τη Ρωσία. Αλλά και στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ιεραρχείται η μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών αποφάσεων, για μεγαλύτερα περιθώρια στήριξης των ντόπιων μονοπωλίων απέναντι σε ανταγωνιστές τους.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα σφίγγει η θηλιά, που διαμορφώνουν αφενός οι ασταμάτητες μεταρρυθμίσεις για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μετά το πέρασμα του νόμου «Ελ Κομρί», για χάρη του οποίου η (κατά πολλούς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) «αριστερή» κυβέρνηση παρέκαμψε αρκετές φορές το Κοινοβούλιο και χρησιμοποίησε Προεδρικά Διατάγματα, τώρα παίρνουν σειρά νέες προτάσεις, όλες ενταγμένες στις κοινές κατευθύνσεις που συνδιαμορφώνονται στις Βρυξέλλες, όλες απαραίτητες για τη στήριξη της «ανταγωνιστικότητας» των γαλλικών μονοπωλίων.
Αφετέρου, στο όνομα της «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας», η χώρα παραμένει σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» από τον περσινό Νοέμβρη και θα συνεχίσει μέχρι (τουλάχιστον;) την άνοιξη, αστυνομικοί και στρατιώτες συνεχίζουν να είναι ακροβολισμένοι πάνοπλοι σε μεγάλα αστικά κέντρα και μια σειρά μέτρα καταστολής να παραμένουν σε ισχύ, στοχοποιώντας οποιαδήποτε απόπειρα του λαού να αντισταθεί και να οργανωθεί για τα δικά του συμφέροντα.
Καταλύτης το Βrexit
Το βρετανικό δημοψήφισμα του περασμένου Ιούνη εντείνει τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας, καθώς η αδυναμία των κομμάτων εξουσίας να πετύχουν κάτι παραπάνω από μία αναιμική καπιταλιστική ανάκαμψη δημιουργεί αντιπαραθέσεις. Αυτό συμβαίνει παρά την προφανή ενίσχυση των λεγόμενων ευρωσκεπτικιστών από το αποτέλεσμα υπέρ του Brexit (της αποχώρησης δηλαδή της χώρας από την ΕΕ), διότι η κόντρα αυτών με τις δυνάμεις που επιθυμούν την παραμονή στην ΕΕ και κυρίως τη διατήρηση της πρόσβασης στην ενιαία αγορά κλιμακώνεται σε όλα τα επίπεδα. Και στο εσωτερικό της κυβέρνησης των Συντηρητικών της Τερέζα Μέι, όπου οι υπουργοί έχουν χωριστεί σε «στρατόπεδα» υπέρ και κατά του Brexit, και στο εσωτερικό των δύο μεγαλύτερων κομμάτων εξουσίας (Συντηρητικοί και Εργατικοί), όπου το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αμφισβήτησε τις ηγεσίες που υπήρχαν προ του δημοψηφίσματος.
Ο πρώην πρωθυπουργός και τότε ηγέτης των Συντηρητικών, Ντέιβιντ Κάμερον, που υποστήριξε την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και από την κυβέρνηση και από την ηγεσία του κόμματος, παραδίδοντας τη σκυτάλη στην Τερέζα Μέι.
Ο ηγέτης των Εργατικών, Τζέφρι Κόρμπιν, αμφισβητήθηκε ανοικτά από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του και αναγκάστηκε να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την ηγεσία των Εργατικών, αφού οι 172 από τους 230 Εργατικοί βουλευτές τον κατηγόρησαν ότι έκανε απρόθυμα εκστρατεία εναντίον του Brexit. Από την πρόκληση αυτή, ο Κόρμπιν βγήκε ενισχυμένος και αδιαμφισβήτητος αρχηγός, παίρνοντας το 61,8% των ψήφων των μελών του κόμματος.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται ενισχυμένες αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις, που προσπαθούν να επωφεληθούν για να εγκλωβίσουν και να χειραγωγήσουν λαϊκά στρώματα, προς όφελος των μονοπωλιακών συμφερόντων που εκπροσωπούν, όπως φαίνεται να συμβαίνει με το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP). Ο αρχηγός του, Νάιτζελ Φάρατζ, υπέβαλε αρχικά την παραίτησή του λίγες βδομάδες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, λέγοντας πως «πέτυχε» το στόχο του. Ομως, οι συγκρούσεις που σημειώθηκαν εσωκομματικά, όχι μόνο παρέτειναν την παραμονή του στην αρχηγία του UKIP, αλλά τον επανέφεραν ενισχυμένο, και λόγω της καλής σχέσης που καλλιέργησε με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Δημοψήφισμα με ευρύτερη σημασία στην Ιταλία
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 4ης Δεκέμβρη ίσως επιδράσει καθοριστικά στον πολιτικό χάρτη της Ιταλίας, με δεδομένο ότι ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επαναφέρει το ενδεχόμενο παραίτησής του αν καταψηφιστούν οι αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και επικρατήσει το «όχι».
Το δημοψήφισμα αφορά αλλαγές που θα ενισχύσουν την ευελιξία της αστικής κρατικής μηχανής. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης προκρίνουν το «όχι» ως καταδίκη της σημερινής κυβέρνησης, χωρίς αναγκαστικά να διαφωνούν με το στρατηγικό πυρήνα των προτεινόμενων αλλαγών.
Ολες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν σημαντικό προβάδισμα στο «όχι», μέχρι και με δέκα ποσοστιαίες μονάδες διαφορά. Ωστόσο, ενδεικτικές των διεργασιών είναι τοποθετήσεις όπως αυτές του πρώην υπουργού, πρώην γραμματέα και νυν βουλευτή του PD, Πιερλουίτζι Μπερσάνι, ότι θα ψηφίσει «όχι», επειδή «τυχόν νίκη του "ναι" θα δημιουργήσει μεγαλύτερη αστάθεια». Παράλληλα, υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση πρέπει να μείνει στη θέση της» (σε κάθε περίπτωση), αλλά και ότι «μέσα στον επόμενο χρόνο είναι ανάγκη να ασχοληθούμε αμεσότερα και με την οικονομία», χαρακτηρίζοντας «βλακείες» τα περί «εξόδου από το ευρώ» αν επικρατήσει το «όχι» και υπογραμμίζοντας: «Η Ευρώπη έχασε μεγάλο ποσοστό ομοιογένειας εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης (...) Πρέπει να ποντάρουμε σε νέες ευρωπαϊκές πολιτικές. Αλλά και να καταστήσουμε σαφές ότι παραμένουμε ευρωπαϊστές».
Τους τελευταίους μήνες, πάντως, η ίδια η κυβέρνηση Ρέντσι διεκδίκησε επίμονα μεγαλύτερη «ευελιξία» ως προς τη δημοσιονομική προσαρμογή με βάση τις συμφωνίες της ΕΕ, στο πλαίσιο της ευρύτερης διαπάλης για το μείγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, συνεχίζει να ενισχύεται και το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Κίνημα των Πέντε Αστέρων», εκφράζοντας μερίδες του κεφαλαίου που ιεραρχούν άλλες συμμαχίες.
Αντίστοιχες διεργασίες στο αστικό σύστημα γίνονται και σε άλλες χώρες. Η Ισπανία σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας μετά από ένα χρόνο παζαριών, με το νεοφιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα του Μ. Ραχόι, που έχει την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών, όπου υπήρξαν έντονοι διχασμοί με παραίτηση του γραμματέα τους, και τους «Πολίτες» (συνονθύλευμα σαν το Ποτάμι). Στην Αυστρία στις 4 Δεκέμβρη γίνεται ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, με τον αντιδραστικό Νόμπερτ Χόφερ του «Κόμματος Ελευθερίας» να προβάλλει αντιλήψεις πιο κοντά στο αστικό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα. Στην Πορτογαλία σχηματίστηκε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με τη στήριξη των αριστερών (συμπεριλαμβανομένου του Πορτογαλικού ΚΚ), που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν οι άλλες αστικές κυβερνήσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις