Παραμένουν οι αβεβαιότητες στην οικονομία Ευρωζώνης - ΕΕ

Μπορεί στην Ιταλία να συγκροτήθηκε «νέα» κυβέρνηση, μετά το δημοψήφισμα και την παραίτηση Ρέντσι, αλλά η αρθρογραφία και η προβολή διαφόρων εκτιμήσεων αστικών επιτελείων για τις εξελίξεις στην τρίτη οικονομία των Ευρωζώνης - ΕΕ και την επίδρασή της τόσο στην πορεία της οικονομίας των Ευρωζώνης - ΕΕ, όσο και στη διεθνή οικονομία συνεχίζονται. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού στην Ιταλία δεν φαίνεται στον ορίζοντα δυνατότητα δυναμικής ανάκαμψης του κεφαλαίου. Η αστική πολιτική που εφαρμόζεται διαπλέκεται αντικειμενικά με την πολιτική της Ευρωζώνης στην οποία βάζει τη σφραγίδα της η Γερμανία, αν και η προηγούμενη κυβέρνηση Ρέντσι αντιδρούσε στην πιστή εφαρμογή της. Φαίνεται όμως ότι η αδυναμία ανάκαμψης όξυνε τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς και ενίσχυσε φυγόκεντρες από Ευρωζώνη - ΕΕ δυνάμεις. Ταυτόχρονα, η ολοένα και πιο βαθιά καπιταλιστική διεθνοποίηση είναι ο παράγοντας αλληλεπίδρασης των συνεπειών και των κινδύνων μιας οικονομίας σε άλλες και μάλιστα και σε ισχυρές.
Απειλές...
Ετσι, σε πρόσφατο άρθρο των NEW YORK TIMES για την Ιταλία («Καθημερινή» 13/12/2016), μιλώντας για «αναιμική οικονομία» αναφέρεται ότι «οι παγκόσμιες αγορές δεν στερούνται από παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας. Τώρα, πλέον, σε αυτούς προστέθηκε και η Ιταλία (...)
Επιπλέον, ανακίνησαν τις ανησυχίες για την ανθεκτικότητα του ευρώ και την περαιτέρω οικονομική ενοποίηση της ΕΕ, ενώ, παράλληλα, επέτειναν την αίσθηση ότι η Ευρώπη είναι η γη της απογοητευτικής ανάπτυξης, της πολιτικής δυσλειτουργίας (...) Οι παγκόσμιες αγορές απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από τις ιταλικές τράπεζες (...) Τα ιταλικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν σωρεύσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εν μέρει επειδή η οικονομία της χώρας είναι μικρότερη απ' ό,τι προ δεκαετίας, εκατομμύρια άτομα έχασαν τη δουλειά τους, η αγοραστική τους δύναμη εξανεμίστηκε».
Το άρθρο στέκεται στις παγκόσμιες αγορές («απέσυραν την εμπιστοσύνη»), και στους κινδύνους γι' αυτές από την κατάσταση της οικονομίας αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία - επιδρούν στην πορεία της οικονομίας - εστιάζοντας στο τραπεζικό σύστημα και τα τεράστια «κόκκινα δάνεια» (360 δισ. ευρώ), στην αρνητική επίδραση στο ευρώ, «ανησυχίες για την ανθεκτικότητα του ευρώ και την περαιτέρω οικονομική ενοποίηση της ΕΕ», αλλά και συνολικά στην «έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης».
Ουσιαστικά αναδεικνύει την έλλειψη δυνατοτήτων για επενδύσεις κεφαλαίων πρωταρχικά στο τραπεζικό σύστημα, αφενός επειδή οι τράπεζες απαξιώνονται (τα «κόκκινα» δάνεια επιδρούν πτωτικά στην αξία των μετοχών τους, των ομολόγων τους), αλλά και στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, για να μπορούν να συμβάλουν με δάνεια σε επενδύσεις, ώστε και οι ίδιες να αυξάνουν τα κέρδη τους και η οικονομία να αναπτύσσεται με δεδομένη όμως τη συρρίκνωση της ιταλικής οικονομίας. Παράγοντες που, αφενός έχουν μειώσει δραστικά ή και δημιουργήσει ζημιές σε ξένα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί, ενώ αποτρέπουν άμεσες ξένες επενδύσεις ακριβώς λόγω της αβεβαιότητας στην κερδοφορία. Επίσης, το μεγάλο κρατικό χρέος, ύψους 2,3 τρισ. ευρώ εμποδίζει κρατική χρηματοδότηση για επενδύσεις.
Εχει, βεβαίως, τη σημασία της και η εκτίμηση για το ευρώ και την πορεία των Ευρωζώνης - ΕΕ. Ενα αδύναμο ευρώ, συγκριτικά με το δολάριο κυρίως, ενισχύει τις εξαγωγές των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, αλλά η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας γίνεται εμπόδιο στην αύξηση των εξαγωγών.
Η αδύναμη ανάκαμψη
Την ίδια ώρα, η οικονομία των Ευρωζώνης - ΕΕ, αγκομαχάει. Και το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο η Ελλάδα, το 2% της οικονομίας της ΕΕ, αλλά πρωταρχικά Γαλλία και Ιταλία. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν, στην Ευρωζώνη αναμένεται ρυθμός ανάπτυξης 1,7% για το 2016 (από 1,6% στις προηγούμενες εκτιμήσεις) και για το 2017 1,5% (1,8% στις προηγούμενες εκτιμήσεις). Ρυθμοί που δεν δείχνουν δυναμική ανάκαμψη και μάλιστα με τάση πτωτική. Συνολικά στην ΕΕ αναμένονται ρυθμοί ανάπτυξης 1,8% το 2016 και 1,6% (από 1,9% προηγούμενη εκτίμηση) το 2017. Πιο ειδικά, προβλέπονται οι εξής ρυθμοί ανάπτυξης: Γερμανία 2016: 1,9%, 2017: 1,5%. Γαλλία 2016: 1,3%, 2017: 1,4%. Ιταλία 2016: 0,7%, 2017: 0,9%. Επομένως, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα σε Ιταλία, Γαλλία.
Στις 13/12/2016 είδε το φως της δημοσιότητας άρθρο των «Φαϊνάσιαλ Τάιμς» με τίτλο: «Η Ιταλία "απειλή" για Ευρωζώνη και ΕΕ» στο οποίο αναφέρονταν: «Η μοίρα της Ιταλίας στην Ευρωζώνη και η πιθανότητα μιας προεδρίας Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία είναι οι δύο μεγάλες απειλές για την Ευρωζώνη και την ΕΕ (...) Το έλλειμμα της Ιταλίας είναι στα 359 δισ. ευρώ. (...) ο κύριος όγκος οφείλεται σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως σιωπηρό bank run (μαζική απόσυρση καταθέσεων/τραπεζικός πανικός)». Η φυγή καταθέσεων (φυγή κεφαλαίων είναι), εξηγείται με την πολιτική αβεβαιότητα, αλλά και την αρνητική κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Επίσης, η ιταλική οικονομία δεν μπορεί να ανακάμψει δυναμικά όπως δείχνει και η εκτίμηση της Κομισιόν για την εξέλιξη των ρυθμών ανάπτυξης στα χρόνια 2016 και 2017.
Υπάρχουν εκτιμήσεις σε αστικά οικονομικά επιτελεία που λένε ότι: Μια μαζική «αποτυχία» ιταλικών τραπεζών θα πυροδοτήσει πανικό σε όλο το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Γιατί; Τα τραπεζικά συστήματα σε Ευρωζώνη και ΕΕ, όπως και διεθνώς, αλληλοδιαπλέκονται, λόγω της βαθιάς διεθνοποίησης. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση έχει δυσμενείς συνέπειες σ' αυτά όπως π.χ. τα «κόκκινα δάνεια». Για παράδειγμα οι τράπεζες της Γερμανίας κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ. Μόνο η Ντόιτσε Μπανκ έχει πάνω από 11,76 δισ. ευρώ έκθεση στα ιταλικά ομόλογα, άρα οι κίνδυνοι των ιταλικών τραπεζών προκαλούν κινδύνους και στις γερμανικές. Επομένως, η αποτυχία των ιταλικών τραπεζών θα έχει αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Και η ζημιά στην «καρδιά» της οικονομίας, που είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελεί παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει σε κρίση. Αρα η αρνητική κατάσταση στην οικονομία της Ιταλίας έχει αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία της Ευρωζώνης και στη διεθνή οικονομία κατ' επέκταση. Πολύ περισσότερο, όταν και άλλες οικονομίες κρατών όπως π.χ. η Γαλλία, δεύτερη στην Ευρωζώνη, δεν φαίνεται να έχουν δυναμική ανάπτυξης.
Το Νοέμβρη 2016, είδαν το φως της δημοσιότητας ρεπορτάζ όπως: «Πτώση της τάξης του 1,1% εμφάνισε τον Σεπτέμβριο η βιομηχανική παραγωγή στη Γαλλία, σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό συρρίκνωσης των τελευταίων επτά μηνών. Σε ετήσιο επίπεδο, η παραγωγή υποχώρησε επίσης κατά 1,1%. Διεύρυνση εμφάνισε τον Σεπτέμβριο το εμπορικό έλλειμμα στη Γαλλία, καθώς ανήλθε σε 4,77 δισ. ευρώ, έναντι 4,19 δισ. ευρώ τον Αύγουστο. Η αύξηση αποδίδεται στην πτώση των εξαγωγών. Ελλειμματικό αποδείχθηκε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών αυξήθηκε σε 0,8 δισ. ευρώ (0,2 δισ. τον Αύγουστο) και στο ισοζύγιο αγαθών σε 2,7 δισ. ευρώ (2,4 δισ. τον Αύγουστο)». Η Γαλλία επίσης έχει μεγάλο κρατικό χρέος 2,2 δισ. ευρώ.
Οι υπαρκτοί κίνδυνοι
Εν κατακλείδι, οι κίνδυνοι που αναφέρουν αστικά επιτελεία εδράζονται στην οικονομία ΕΕ - Ευρωζώνης, που δεν δείχνει σημάδια δυναμικής ανάκαμψης, με δεδομένη ταυτόχρονα την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας που σημαίνει μείωση των εξαγωγών των κρατών της Ευρωζώνης, που επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, τα μεγάλα κρατικά χρέη και σε ισχυρά κράτη (Ιταλία, Γαλλία), σε συνδυασμό με την τήρηση των δεικτών του Συμφώνου Σταθερότητας δυσκολεύουν την κρατική χρηματοδότηση επενδύσεων.
Την ίδια ώρα, σε πρόσφατη έκθεση της ΕΚΤ, αναφερόταν η εκτίμηση ότι «ενδεχόμενη υιοθέτηση μέτρων προστατευτισμού από τις ΗΠΑ και η πολιτική αβεβαιότητα, θα μπορούσε να οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε αναζωπύρωση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, δηλαδή σε οικονομική κρίση». Αν όντως η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ εφαρμόσει πολιτική προστατευτισμού, θα οξύνει τις δυσκολίες της ανάπτυξης των οικονομιών των κρατών - μελών Ευρωζώνης - ΕΕ.
Στο ρεπορτάζ των NEW YORK TIMES για την Ιταλία, αναφέρονται «ανησυχίες για την περαιτέρω οικονομική ενοποίηση της ΕΕ». Το θέμα αυτό, επίσης, δεν είναι καινούριο. Ηδη με διάφορες αφορμές έρχεται και επανέρχεται, αφού ρωγμές εμφανίζονται και ανάμεσα σε Γερμανία - Γαλλία με αφορμή το ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης και της πολιτικής ενοποίησης των Ευρωζώνης - ΕΕ.
Η Γαλλία προτείνει τη δημιουργία μιας «οικονομικής κυβέρνησης στην Ευρωζώνη», με έναν υπουργό αρμόδιο όχι μόνο για τα δημοσιονομικά στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, αλλά για την οικονομική ανάπτυξη. Θα προσφέρει πόρους για επενδύσεις, θα διαθέτει σημαντικά περισσότερα οικονομικά μέσα απ' ό,τι μέχρι τώρα, ενώ τα περισσότερα χρήματα είναι απαραίτητα, ώστε να προστατευθούν τα κράτη - μέλη από τις οικονομικές αναταράξεις με αμοιβαιοποίηση των κινδύνων από οικονομική κρίση, αφού και η ίδια βρίσκεται σ' αυτήν την κατάσταση, όπως και η Ιταλία. Η Γερμανία επιμένει ότι η διακρατική Ενωση όπως μέχρι τώρα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το Σύμφωνο Σταθερότητας, η τήρησή τους, είναι επαρκή για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, η δε αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης αποτελεί υπόθεση του κράτους - μέλους. Οι κόντρες γύρω από τη διακυβέρνηση σχετίζονται με την αναγκαία πολιτική για την αντιμετώπιση της αδύναμης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Ενώ έχουν δει το φως της δημοσιότητας και απόψεις από τη γερμανική κυβέρνηση για «Ευρώπη δύο ή περισσότερων ταχυτήτων».
Οι ρωγμές...
Αυτή η κόντρα εκδηλώνεται και στο εσωτερικό κρατών - μελών των Ευρωζώνης - ΕΕ, ακόμη και στη Γερμανία, ενισχύοντας πολιτικές δυνάμεις (π.χ. Εναλλακτική για τη Γερμανία), που εκφράζουν φυγόκεντρες τάσεις, περισσότερη εθνοκρατική δράση και προβάλλουν πολιτική με στοιχεία προστατευτισμού. Γεγονός που αναδεικνύει μεγαλύτερες ρωγμές σε Ευρωζώνη - ΕΕ και κινδύνους να επικρατήσουν σε κυβερνήσεις, ιδιαίτερα ισχυρών κρατών (π.χ. Λεπέν στη Γαλλία, Γκρίλο στην Ιταλία), δυνάμεις με στροφή στον εθνοκεντρισμό και στον προστατευτισμό. Που θα επιφέρει και αλλαγές στη σημερινή μορφή ενοποίησης.
Είναι αλήθεια ότι ήδη οι ρωγμές μέσα σε ΕΕ - Ευρωζώνη μεγαλώνουν ανάμεσα σε ομάδες κρατών, όπως αυτή των κρατών γύρω από τη Γερμανία (Φινλανδία, Ολλανδία κ.ά.), τα κράτη του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), αλλά και ο λεγόμενος Νότος.
Ολα τα παραπάνω εκφράζουν έντονες ανησυχίες του κεφαλαίου λόγω δυσκολιών για μια δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό συνοδεύεται με έντονη επίσης λαϊκή αγανάκτηση που αξιοποιείται από αστικές δυνάμεις για την έκφραση λαϊκής αντίθεσης σε ΕΕ - Ευρωζώνη, όχι όμως από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων αλλά τμημάτων του κεφαλαίου. Και αξιοποιούνται, ταυτόχρονα, για να φοβίσουν τους λαούς και να τους κάνουν να αποδεχτούν μέτρα που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για ανάκαμψη.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι ενδοευρωενωσιακές κόντρες που εκδηλώνονται με αφορμή τις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση της Ελλάδας. Που δείχνουν και τις συνεχιζόμενες δυσκολίες για ανάκαμψη.
Το ποια θα είναι η πορεία των εξελίξεων δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά. Αλλά ό,τι και αν γίνει, το σίγουρο είναι ότι τα δεινά από τα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα για την εργατική τάξη, τους λαούς θα μεγαλώνουν, η επίθεση του κεφαλαίου θα είναι συνεχής, ενώ θα αυξάνεται και η όξυνση των ανταγωνισμών με απρόβλεπτη την επίδραση στις εξελίξεις. Μονόδρομος για τους εργαζόμενους είναι η αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις