Εξωραϊσμός και απάτη
Η κυβέρνηση με το ένα χέρι κόβει το ΕΚΑΣ και μειώνει τις συντάξεις και με το άλλο μοιράζει μια εφάπαξ ψευτοπαροχή στους πιο εξαθλιωμένους από τους συνταξιούχους για να χρυσώσει το χάπι.
Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς «μαγειρεύεται» η συμφωνία για τα Εργασιακά, κάνει ό,τι μπορεί για να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους και να κρύψει την αλήθεια για τα μέτρα που συζητάει με το κουαρτέτο, για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν η επιχειρηματολογία κυβερνητικών στελεχών και η αρθρογραφία για το θέμα των ομαδικών απολύσεων, όπου η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση «Lafarge» παρουσιάζεται περίπου σαν «βάλσαμο» για τους εργαζόμενους.
«Ευρωπαϊκό "μπλόκο" στην εργοδοτική αυθαιρεσία» έγραφε τις προάλλες η «Αυγή», εκθειάζοντας προκλητικά τη δικαστική απόφαση, που ανοίγει το δρόμο για παραπέρα απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και στη χώρα μας.
Προπάντων, όμως, πρόκειται για απόφαση που υπερασπίζεται τον ακρογωνιαίο λίθο της ΕΕ, τις ελευθερίες δηλαδή του κεφαλαίου, απέναντι σε οποιονδήποτε, ακόμα και υποτυπώδη, περιορισμό μπορεί να θέτει η εθνική νομοθεσία στα κράτη - μέλη.
Σύμφωνα με την εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι «εκ πρώτης όψεως θετική», «διατηρείται ανέπαφος ο ισχύων νόμος για τις ομαδικές απολύσεις» και συνιστά «απόφαση - σταθμό».
Η κυβέρνηση σκόπιμα εστιάζει στο αν θίγεται ή όχι η αρμοδιότητα του κράτους να εγκρίνει το αίτημα για ομαδικές απολύσεις, όταν η απόφαση του Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι στόχος της ευρωπαϊκής οδηγίας και επομένως των εθνικών νόμων, δεν είναι να αποτρέψουν τις ομαδικές απολύσεις (πολύ περισσότερο να τις απαγορεύσουν), αλλά να καθορίσουν τη διαδικασία με την οποία θα γίνονται αυτές.
Εκεί εμπλέκεται το κράτος με βάση την ελληνική νομοθεσία, που καλείται τώρα να προσαρμοστεί καλύτερα στο πνεύμα και στο γράμμα της ευρωπαϊκής οδηγίας.
Με βεβαιότητα, αυτή η αναπροσαρμογή θα υπηρετεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την ανάγκη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων να συγχωνεύονται, να συρρικνώνουν τη δραστηριότητά τους ή να μετεγκαθίστανται, χωρίς να τους απασχολεί αν και πόσες θέσεις εργασίας θα χαθούν.
Εξίσου προκλητική είναι όμως και η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης γύρω από το θέμα της ανάκαμψης της οικονομίας. Ισχυρίζεται, για παράδειγμα, η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου, ότι «δεν υφίσταται ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, χωρίς τη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας και δίκαιη εισοδηματική κατανομή».
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας (57,4% τον περασμένο Νοέμβρη) είναι υποαπασχόλησης, μερικής απασχόλησης και «εκ περιτροπής» εργασίας; Κι αν η κυβέρνηση κάνει «δίκαιη εισοδηματική κατανομή», τότε πώς εξηγούνται τα στοιχεία του ΙΚΑ, από τα οποία προκύπτει ότι:
-- Περίπου 550.000 εργαζόμενοι παίρνουν μισθό κάτω από 586 ευρώ το μήνα.
-- Το διάστημα 2012 - 2016, τέσσερις στις 10 επιχειρησιακές συμβάσεις ήταν στα όρια του κατώτατου μισθού.
-- Ο μέσος μισθός όσων ακόμη εργάζονται με πλήρη απασχόληση διαμορφώθηκε τον περασμένο Απρίλη σε 1.181 ευρώ μεικτά, από 1.401 το 2012 (μείωση 14,85%).
Διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, ή αποδίδοντας τη σημερινή εργασιακή ζούγκλα αποκλειστικά στις προηγούμενες κυβερνήσεις, ενώ δεν έχει καταργήσει ούτε έναν από τους ψηφισμένους αντεργατικούς νόμους, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξωραΐσει την ταξική αντιλαϊκή πολιτική της στα μάτια των εργαζομένων.
Και ταυτόχρονα, να τους συμφιλιώσει με το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, καλλιεργώντας προσδοκίες ότι αυτή μπορεί να γίνει με «δίκαιο» τρόπο, να υπηρετεί την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, από τη μια, και τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, από την άλλη.
Η προσπάθεια αυτή της κυβέρνησης πρέπει να πέσει στο κενό. Να απαντηθεί με μαζικούς επιθετικούς αγώνες, με ακόμα μεγαλύτερη συσπείρωση στο πλαίσιο πάλης που προβάλλουν οι ταξικές δυνάμεις στο κίνημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου