Στήνουν παγίδα στους εργαζόμενους
Τα Εργασιακά και η διαπραγμάτευση, που βρίσκεται σε εξέλιξη με τους «θεσμούς», είναι το θέμα άρθρου της υπουργού Εργασίας, Εφης Αχτσιόγλου, στην «ΤΗΕ ΗUFFINGTON POST». Η υπουργός δεν πρωτοτυπεί. Παρουσιάζει τη γνωστή θέση της κυβέρνησης, η οποία υποστηρίχτηκε και μια μέρα νωρίτερα στο Ευρωκοινοβούλιο από τους ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο, ότι η Ελλάδα βρίσκεται δήθεν «εκτός ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», ότι αποτελεί αρνητική «εξαίρεση» σε έναν καθολικό «κανόνα» που ισχύει στην ΕΕ και πως αυτό είναι ανεπίτρεπτο και εγκυμονεί κινδύνους για την πορεία της ίδιας της Ενωσης.
Ο ισχυρισμός αυτός βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα και ειδικότερα με τη ζούγκλα που επικρατεί στην αγορά εργασίας ολόκληρης της ΕΕ. Η αλήθεια είναι ότι ο «ευρωπαϊκός κανόνας» είναι τόσο αντεργατικός, όσο και τα νομοθετήματα της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων στη χώρα μας. Μάλιστα, η μήτρα αυτών των αντεργατικών νομοθετημάτων βρίσκεται στην ίδια την ΕΕ και στις σχετικές οδηγίες - στρατηγικές κατευθύνσεις για την αγορά εργασίας.
Η «ενοικίαση εργαζομένων», η μερική απασχόληση, η κατάργηση του οχτάωρου και η περίφημη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», η δουλειά μιας μέρας ακόμα και ολίγων ωρών, οι αμοιβές κάτω από τις συμβάσεις, νομοθετήθηκαν στην ΕΕ και «άνθισαν» πολύ πριν την καπιταλιστική κρίση, πριν τα «μνημόνια» στη χώρα μας και σίγουρα δεν αποτελούν «εθνική» πρωτοτυπία, όπως βολεύεται να το παρουσιάζει η κυβέρνηση. Η ευελιξία και η επέκτασή της στην αγορά εργασίας είναι ο κανόνας σε ολόκληρη την ΕΕ, ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ.
Επομένως, η λεγόμενη «επιστροφή» της χώρας στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό εφεύρημα της κυβέρνησης, με το οποίο προσπαθεί να καλλιεργήσει προσδοκίες και να κρύψει ότι το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» είναι η άθλια καθημερινότητα που ήδη ζει η εργατική - λαϊκή οικογένεια και στην Ελλάδα.
Απ' αυτήν την άποψη, είναι χαρακτηριστικός ο απολογισμός που κάνει στο άρθρο της η υπουργός, για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και τη σημασία τους. Γράφει, μεταξύ άλλων: «Από το 2010, αρκετές μεταρρυθμίσεις έχουν εισαχθεί στον τομέα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ο στόχος αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να περιορίσουν το ρόλο των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και να φτιάξουν ένα σύστημα αποκεντρωμένων διαπραγματεύσεων προωθώντας τις συλλογικές συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης. Τα υιοθετούμενα μέτρα πέτυχαν στο πρώτο κομμάτι, αλλά απέτυχαν στο δεύτερο (...) η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις έπεσε από 80% σε λιγότερο από 40%. Συνολικά, οι ατομικές συμβάσεις καθορίζουν τις συνθήκες απασχόλησης για το μεγαλύτερο κομμάτι του εργαζόμενου πληθυσμού».
Τα λέει αυτά η εκπρόσωπος μιας κυβέρνησης που δεν έχει καταργήσει κανέναν από τους προηγούμενους αντεργατικούς νόμους, μεταξύ αυτών και τον νόμο για τις «ενώσεις προσώπων», που υπογράφουν αβέρτα επιχειρησιακές συμβάσεις με μισθούς στο ύψος του κατώτερου. Ο,τι προβλέπει, δηλαδή, και η συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών συμβάσεων.
Μιας κυβέρνησης επίσης, που, στο «πόρισμα των ειδικών», το οποίο υιοθέτησε, αποδέχεται ένα κάρο εξαιρέσεις από την καθολική ισχύ των κλαδικών συμβάσεων και από την αρχή των «βέλτιστων όρων», με αποτέλεσμα να καταργεί στην πράξη τις κλαδικές και να επιτρέπει την υπογραφή επιχειρησιακών χωρίς κανέναν ουσιαστικό περιορισμό προς τα κάτω για την εργοδοσία. Θυμίζουμε, άλλωστε, ότι από τα βασικά αιτήματα του ΣΕΒ είναι να υπερισχύσουν οι επιχειρησιακές των κλαδικών συμβάσεων και αυτό προτείνει η κυβέρνηση με τις «εξαιρέσεις» που ενσωματώνει στο πόρισμα.
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιχειρηματολογία της υπουργού για τους λόγους που πρέπει να υπάρξει άμεσα συμφωνία για τα Εργασιακά στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αφού σημειώνει πως «υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν τη συμφωνία», αναφέρει πως «η διασφάλιση ισότιμων όρων για τις εταιρείες στον τομέα των αμοιβών, επιτρέπει ουσιαστικά να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε θέματα παραγωγικότητας, αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας και ενθάρρυνσης του κοινωνικού διαλόγου και της κοινωνικής ειρήνης».
Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση «καίγεται» να κλείσει τη συμφωνία, μεταξύ άλλων, και επειδή πρέπει να κατοχυρωθούν «ισότιμοι όροι» στον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Θέση που - όχι τυχαία - υποστηρίζει ένθερμα και ο ΣΕΒ. Οι εργοδότες θέλουν ένα μίνιμουμ κοινών κανόνων στην αρένα του μεταξύ τους ανταγωνισμού και αυτό θέλει να τους εξασφαλίσει η κυβέρνηση, παράλληλα με την «κοινωνική ειρήνη».
Επαληθεύεται, δηλαδή, ότι το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης είναι το κλείσιμο μιας συμφωνίας που θα δίνει επιπλέον εργαλεία για την ένταση της εκμετάλλευσης και επιχειρήματα υπέρ της «κοινωνικής συναίνεσης». Αλλωστε, στο λεξιλόγιο της ΕΕ και της κυβέρνησης, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταφράζονται σε «κοινωνικό διάλογο», που θεωρείται αναγκαίος στην επίτευξη του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Με τον τρόπο αυτό και χωρίς να παραγνωρίζονται οι μεταξύ τους διαφορές, κυβέρνηση, κουαρτέτο και εργοδοσία στήνουν παγίδα στο λαό. Στο χέρι του είναι να μην πέσει στο λάκκο που του σκάβουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου