Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: ΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ

Ι. Η νέα εποχή και ο νέος κοινοβουλευτισμός
Η θέση των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο, ευθύς εξ αρχής, από την εποχή ακόμα της Α΄ Διεθνούς, στην αξιοποίηση των αστικών κοινοβουλίων για τους σκοπούς της προπαγάνδας. Η συμμετοχή στο κοινοβούλιο εξεταζόταν από την άποψη της ανάπτυξης της ταξικής αυτοσυνείδησης, δηλαδή της αφύπνισης της ταξικής έχθρας του προλεταριάτου προς τις άρχουσες τάξεις. Αυτή η σχέση δεν άλλαξε κάτω από την επίδραση της θεωρίας, αλλά κάτω από την επίδραση της πορείας της πολιτικής εξέλιξης. Στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της διεύρυνσης του πεδίου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός και μαζί του τα κοινοβουλευτικά κράτη απέκτησαν μακροχρόνια σταθερότητα.
Από εδώ προέκυψε η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων στην «οργανική» νομοθετική εργασία του αστικού κοινοβουλίου και η όλο και αυξανόμενη σημασία της πάλης για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η κυριαρχία του λεγόμενου προγράμματος μίνιμουμ της σοσιαλδημοκρατίας, η μετατροπή του προγράμματος μάξιμουμ σε μια πλατφόρμα για συζητήσεις γύρω από έναν αρκετά απομακρυσμένο «τελικό στόχο». Στη βάση αυτή αναπτύχτηκαν φαινόμενα κοινοβουλευτικού καριερισμού, ανοιχτής ή συγκαλυμμένης προδοσίας των στοιχειωδέστερων συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η σχέση της Γ΄ Διεθνούς προς τον κοινοβουλευτισμό δεν καθορίζεται από μια νέα θεωρία, αλλά από την αλλαγή του ρόλου του ίδιου του κοινοβουλευτισμού. Κατά την ιστορική εποχή που προηγήθηκε, το κοινοβούλιο ως εργαλείο του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού πραγματοποίησε με μια ορισμένη έννοια μια ιστορικά προοδευτική εργασία. Στις τωρινές όμως συνθήκες του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού το κοινοβούλιο έγινε ένα από τα εργαλεία του ψέματος, της εξαπάτησης, της βίας και της εξουθενωτικής φλυαρίας μπροστά στην ιμπεριαλιστική ερήμωση, τις ληστείες, τις βιαιοπραγίες, τις κλοπές και τις καταστροφές. Οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις, στερούμενες συστηματικότητας, σταθερότητας και σχεδιασμού, χάνουν την όποια πρακτική σημασία για τις εργαζόμενες μάζες.
Ο κοινοβουλευτισμός χάνει τη σταθερότητά του μαζί με όλη την αστική κοινωνία. Το πέρασμα από την οργανική περίοδο στην κρίσιμη δημιουργεί τη βάση για μια νέα τακτική του προλεταριάτου στον τομέα του κοινοβουλευτισμού. Έτσι, για παράδειγμα, το εργατικό κόμμα Ρωσίας (μπολσεβίκοι) από την προηγούμενη ήδη περίοδο επεξεργάστηκε την ουσία του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού, επειδή η Ρωσία από το 1905 βρέθηκε αποκομμένη από την κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας και μπήκε σε μια περίοδο καταιγίδων και κλονισμών.
Στο βαθμό που ορισμένοι σοσιαλιστές, που τείνουν στον κομμουνισμό, υποστηρίζουν ότι δεν έχει φτάσει ακόμα η στιγμή της επανάστασης για τις χώρες τους και απορρίπτουν τη διάσπαση με τους κοινοβουλευτικούς οπορτουνιστές, ουσιαστικά ξεκινούν από την εκτίμηση, συνειδητή ή μισοσυνειδητή, της επικείμενης εποχής ως εποχής σχετικής σταθερότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας και θεωρούν ότι, στην πάλη για μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη βάση, ο συνασπισμός με τον Τουράτι και τον Λονγκέ μπορεί να δώσει πρακτικά αποτελέσματα.
Ο κομμουνισμός πρέπει να ξεκινά από τη θεωρητική ερμηνεία του χαρακτήρα της τωρινής εποχής (του κολοφώνα του καπιταλισμού, της ιμπεριαλιστικής αυτοάρνησης και αυτοκαταστροφής, του αδιάκοπου ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου κλπ.). Στις διάφορες χώρες οι μορφές των πολιτικών αλληλοσχέσεων και ομαδοποιήσεων μπορεί να διαφέρουν. Όμως η ουσία παραμένει παντού η ίδια, το θέμα για μας είναι η άμεση πολιτική και τεχνική προετοιμασία της εξέγερσης του προλεταριάτου με στόχο την καταστροφή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας του προλεταριάτου.
Σήμερα το κοινοβούλιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι για τους κομμουνιστές πεδίο πάλης για μεταρρυθμίσεις, για βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, όπως συνέβαινε ορισμένες στιγμές του παρελθόντος. Το κέντρο βάρους της πολιτικής ζωής έχει μετακινηθεί εντελώς και τελεσίδικα έξω από τα όρια του κοινοβουλίου. Από την άλλη, η αστική τάξη, όχι μόνο λόγω της σχέσης της με τις εργαζόμενες μάζες αλλά και λόγω των σύνθετων σχέσεων στο εσωτερικό των αστικών τάξεων, είναι αναγκασμένη να υλοποιεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέρος των μέτρων της μέσα από το κοινοβούλιο, όπου οι διάφορες κλίκες παζαρεύουν την εξουσία, δείχνουν τις δυνατές και προδίνουν τις αδύνατες πλευρές τους, εκτίθενται κ.ο.κ.
Γι’ αυτό το άμεσο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης συνίσταται στο ν’ αποσπάσει αυτούς τους μηχανισμούς από τα χέρια των αρχουσών τάξεων, να τους σπάσει, να τους καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση τους νέα όργανα της προλεταριακής εξουσίας. Ταυτόχρονα, το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται πολύ να έχει τους πράκτορές του στα κοινοβουλευτικά ιδρύματα της αστικής τάξης για τη διευκόλυνση αυτού του καταστροφικού καθήκοντος. Από εδώ γίνεται εντελώς σαφής η ριζική διαφορά μεταξύ της τακτικής του κομμουνιστή που μπήκε στο κοινοβούλιο με επαναστατικό σκοπό και της τακτικής του σοσιαλιστή κοινοβουλευτικού. Αυτός ο τελευταίος ξεκινά από την προϋπόθεση της σχετικής σταθερότητας, της ακαθόριστης μακροημέρευσης του υπάρχοντος καθεστώτος. Βάζει το καθήκον να πετύχει μεταρρυθμίσεις με όλα τα μέσα και ενδιαφέρεται να εκτιμάται κάθε κατάκτηση από τις μάζες σαν συμβολή του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού (Τουράτι, Λονγκέ και Σία). Σε αντικατάσταση του παλιού προσαρμοστικού κοινοβουλευτισμού έρχεται ο νέος κοινοβουλευτισμός, που είναι ένα από τα εργαλεία καταστροφής του κοινοβουλευτισμού γενικά. Ωστόσο, οι αποκρουστικές παραδόσεις της παλιάς κοινοβουλευτικής τακτικής εξωθούν ορισμένα επαναστατικά στοιχεία στο στρατόπεδο των επί της αρχής αντιπάλων του κοινοβουλευτισμού (Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου1, επαναστάτες συνδικαλιστές2, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας3). Παίρνοντας αυτά υπόψη, το δεύτερο συνέδριο της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς οδηγείται στα ακόλουθα συμπεράσματα. 
ΙΙ. Ο κομμουνισμός, η πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου και την αξιοποίηση των αστικών κοινοβουλίων
1. Ο κοινοβουλευτισμός, ως κρατικό σύστημα, έγινε η «δημοκρατική» μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης, που, σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης, χρειάζεται την επίφαση λαϊκής εκπροσώπησης, που εξωτερικά εμφανίζεται σαν μια μη ταξική οργάνωση «λαϊκής θέλησης», όμως στην ουσία είναι όργανο καταπίεσης και υποδούλωσης στα χέρια του κυρίαρχου κεφαλαίου.
2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι μια ορισμένη μορφή κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μορφή της κομμουνιστικής κοινωνίας, που δεν γνωρίζει ούτε τάξεις, ούτε ταξική πάλη, ούτε καμία κρατική εξουσία.
3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να είναι ούτε η μορφή της προλεταριακής κρατικής διεύθυνσης στη μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου. Τη στιγμή της οξυμμένης ταξικής πάλης, που περνά στον εμφύλιο πόλεμο, το προλεταριάτο πρέπει άμεσα να χτίσει τη δική του κρατική οργάνωση ως τη μαχητική οργάνωση, στην οποία δεν επιτρέπεται η παρουσία εκπροσώπων των τάξεων που προηγούμενα ήταν κυρίαρχες. Για το προλεταριάτο είναι βλαβερή σε αυτό το στάδιο κάθε φαντασίωση περί λαϊκής θέλησης, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται και το βλάπτει ο κοινοβουλευτικός καταμερισμός των εξουσιών. Μορφή της προλεταριακής δικτατορίας είναι η Σοβιετική δημοκρατία.
4. Τα αστικά κοινοβούλια, που αποτελούν έναν από τους σημαντικούς μηχανισμούς της αστικής κρατικής μηχανής, δεν μπορούν να κατακτηθούν, όπως δεν μπορεί να κατακτηθεί από το προλεταριάτο το αστικό κράτος γενικά. Το καθήκον του προλεταριάτου συνίσταται στο να αποσπάσει την κρατική μηχανή της αστικής τάξης, να την καταστρέψει και μαζί της να καταστρέψει τα κοινοβουλευτικά ιδρύματα, είτε είναι δημοκρατικά είτε συνταγματικά μοναρχικά.
5. Το ίδιο αφορά και τα δημοτικά ιδρύματα της αστικής τάξης, που είναι λάθος από την άποψη της θεωρίας να αντιπαρατίθενται στα κρατικά όργανα. Στην πραγματικότητα αποτελούν παρόμοιους μηχανισμούς του κρατικού μηχανισμού της αστικής τάξης, που πρέπει να καταστραφούν από το επαναστατικό προλεταριάτο και να αντικατασταθούν από τοπικά Σοβιέτ (συμβούλια) εργατών αντιπροσώπων.
6. Συνεπώς, ο κομμουνισμός απορρίπτει τον κοινοβουλευτισμό ως μορφή της μελλοντικής κοινωνίας, τον απορρίπτει ως μορφή της ταξικής δικτατορίας του προλεταριάτου, απορρίπτει τη δυνατότητα κατάκτησης των κοινοβουλίων για μακρύ χρονικό διάστημα. Βάζει στόχο την καταστροφή του κοινοβουλευτισμού. Γι’ αυτό λόγος μπορεί να γίνεται μόνο για αξιοποίηση των αστικών κρατικών ιδρυμάτων με στόχο την καταστροφή τους. Με αυτή και μόνο με αυτή την έννοια μπορεί να τεθεί το ζήτημα.
7. Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική, επειδή σε τελική ανάλυση είναι πάλη για την εξουσία. Κάθε απεργία, που απλώνεται σε όλη τη χώρα, αρχίζει να απειλεί το αστικό κράτος κι έτσι παίρνει πολιτικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια ανατροπής της αστικής τάξης και του κράτους της σημαίνει τη διεξαγωγή πολιτικής πάλης. Η δημιουργία προλεταριακού ταξικού μηχανισμού διεύθυνσης και καταστολής της αστικής τάξης που αντιστέκεται, οποιοσδήποτε και να είναι αυτός ο μηχανισμός, σημαίνει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
8. Συνεπώς, το θέμα της πολιτικής πάλης δεν ανάγεται καθόλου στο ζήτημα της σχέσης με τον κοινοβουλευτισμό. Αυτό είναι ένα γενικό ζήτημα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, στο βαθμό που αυτή η πάλη περνά από το μικρό και επιμέρους αγώνα στον αγώνα για την κατάρριψη του αστικού συστήματος γενικά.
9. Η σοβαρότερη μέθοδος πάλης του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης, δηλαδή της κυρίαρχης εξουσίας της, είναι πρώτα απ’ όλα η μέθοδος των μαζικών εκδηλώσεων. Αυτές οι μαζικές εκδηλώσεις οργανώνονται και κατευθύνονται από τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου (ενώσεις, κόμματα, Σοβιέτ) κάτω από τη γενική καθοδήγηση του συσπειρωμένου, πειθαρχημένου, συγκεντρωτικού κομμουνιστικού κόμματος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πόλεμος. Σε αυτόν τον πόλεμο το προλεταριάτο πρέπει να διαθέτει το δικό του καλό σώμα αξιωματικών, το δικό του καλό γενικό επιτελείο, που καθοδηγεί όλες τις επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της πάλης.
10. Η μαζική πάλη αποτελεί ολόκληρο σύστημα εκδηλώσεων, που αναπτύσσονται, οξύνονται ως προς τη μορφή τους και λογικά οδηγούν στην εξέγερση εναντίον του καπιταλιστικού κράτους. Σε αυτή τη μαζική πάλη, που εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο, το καθοδηγητικό κόμμα του προλεταριάτου πρέπει, σύμφωνα με το γενικό κανόνα, να εξασφαλίζει όλες τις νόμιμες θέσεις κάθε είδους, κάνοντάς τες επικουρικά σημεία στήριξης της επαναστατικής δουλειάς του και εντάσσοντάς τες στο σχέδιο της κύριας εκστρατείας, της εκστρατείας της μαζικής πάλης.
11. Ένα από αυτά τα επικουρικά σημεία στήριξης είναι το βήμα του αστικού κοινοβουλίου. Το γεγονός, ότι είναι ένα αστικό κρατικό ίδρυμα, δεν πρέπει καθόλου να τίθεται ως πρόσχημα εναντίον της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική πάλη. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν μπαίνει σε αυτό το ίδρυμα για να κάνει εκεί οργανική δουλειά, αλλά για να βοηθήσει από τους κόλπους του κοινοβουλίου τις μάζες να υποσκάψουν με τη δράση τους την κρατική μηχανή της αστικής τάξης και το ίδιο το κοινοβούλιο από τα μέσα (για παράδειγμα, στη Γερμανία η δράση του Λίμπκνεχτ4, των μπολσεβίκων στην τσαρική Δούμα, στη Δημοκρατική Σύσκεψη5, στο Προκοινοβούλιο6 του Κερένσκι, στη Συντακτική συνέλευση7, στα δημοτικά συμβούλια και τέλος η δράση των Βούλγαρων κομμουνιστών).
12. Αυτή η δουλειά στα κοινοβούλια, που συνίσταται κυρίως σε επαναστατική προπαγάνδα από το κοινοβουλευτικό βήμα, σε αποκάλυψη των αντιπάλων, σε ιδεολογική συσπείρωση των μαζών που –ιδιαίτερα στις καθυστερημένες περιοχές– προσβλέπουν στο κοινοβουλευτικό βήμα παραγεμισμένες από δημοκρατικές αυταπάτες, αυτή η δουλειά πρέπει να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στους στόχους και τα καθήκοντα της μαζικής πάλης εκτός κοινοβουλίου.
Η συμμετοχή στην προεκλογική εκστρατεία και η επαναστατική προπαγάνδα από το κοινοβουλευτικό βήμα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πολιτική κατάκτηση εκείνων των στρωμάτων εργαζομένων –όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενες μάζες του χωριού– που μέχρι τώρα στέκονταν πέρα από το επαναστατικό κίνημα και την πολιτική ζωή.
13. Στην περίπτωση που οι κομμουνιστές πάρουν την εξουσία στα δημοτικά ιδρύματα, πρέπει:
α) να αποτελούν επαναστατική αντιπολίτευση στην αστική κεντρική εξουσία,
β) να κάνουν τα πάντα, ώστε να παρέχουν υπηρεσίες στο φτωχότερο μέρος του πληθυσμού (οικονομικά μέτρα, οργάνωση ή απόπειρα οργάνωσης ένοπλης εργατικής πολιτοφυλακής κλπ.),
γ) σε κάθε περίπτωση να αποκαλύπτουν τα εμπόδια που βάζει η αστική κρατική εξουσία σε όλες τις πραγματικά μεγάλες αλλαγές,
δ) σε αυτό το έδαφος να κάνουν δραστήρια επαναστατική προπαγάνδα, χωρίς να φοβούνται τη σύγκρουση με την κρατική εξουσία,
ε) ν’ αντικαθιστούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης με τοπικά Σοβιέτ εργατών αντιπροσώπων. Έτσι, όλη η δουλειά των κομμουνιστών στα δημοτικά ιδρύματα πρέπει να είναι μέρος της δουλειάς τους για τη διάλυση του καπιταλιστικού συστήματος.
14. Η ίδια η προεκλογική εκστρατεία δεν πρέπει να διεξάγεται στο πνεύμα του κυνηγητού όσο το δυνατό περισσότερων κοινοβουλευτικών εδρών, αλλά στο πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών γύρω από τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Τον εκλογικό αγώνα πρέπει να τον διεξάγει όλη η μάζα των μελών του κόμματος και όχι μόνο η κορυφή του κόμματος. Είναι μάλιστα απαραίτητο να αξιοποιούνται όλες οι μαζικές εκδηλώσεις (απεργίες, διαδηλώσεις, κινήσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και ναύτες κλπ.) που γίνονται τη δεδομένη περίοδο και να αποκαθίσταται στενή σχέση με αυτές. Είναι αναγκαίο να τραβιούνται στη δραστήρια δουλειά όλες οι μαζικές προλεταριακές οργανώσεις.
15. Με την τήρηση αυτών, αλλά και των όρων που αναφέρονται στην ιδιαίτερη οδηγία, η κοινοβουλευτική δουλειά αποτελεί την πλήρη αντίθεση στο βρώμικο πολιτικαντισμό που ασκούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όλων των χωρών, που πηγαίνουν στο κοινοβούλιο για να στηρίξουν αυτό το «δημοκρατικό» ίδρυμα ή στην καλύτερη περίπτωση για να το «κυριεύσουν». Το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο υπέρ της θέσης της αξιοποίησης του κοινοβουλευτισμού στο πνεύμα του Καρλ Λίμπκνεχτ και των μπολσεβίκων.
16. Ο «αντικοινοβουλευτισμός» ως θέση αρχής, με την έννοια της απόλυτης και κατηγορηματικής άρνησης συμμετοχής στις εκλογές και στην κοινοβουλευτική επαναστατική δουλειά, αποτελεί συνεπώς μια αφελή παιδιάστικη θεωρία που δεν αντέχει την κριτική, που στη βάση της έχει μια υγιή, μερικές φορές, αποστροφή για τους πολιτικάντηδες βουλευτές, που όμως ταυτόχρονα δε βλέπει τη δυνατότητα επαναστατικού κοινοβουλευτισμού. Επιπλέον αυτή η θεωρία συχνά συνδυάζεται με μια εντελώς εσφαλμένη άποψη για το ρόλο του κόμματος, που δε βλέπει στο κομμουνιστικό κόμμα τη μαχητική συσπειρωμένη πρωτοπορία των εργατών, αλλά ένα αποκεντρωμένο σύστημα κακά συνδεδεμένων μεταξύ τους ομάδων.
17. Από την άλλη πλευρά, από την αποδοχή της κοινοβουλευτικής δουλειάς από θέσεις αρχών δεν προκύπτει μια απόλυτη και χωρίς οποιουσδήποτε όρους αναγνώριση της ανάγκης συγκεκριμένων εκλογικών αναμετρήσεων και συγκεκριμένης συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις. Εδώ το θέμα εξαρτάται από σειρά ειδικών προϋποθέσεων. Με ορισμένη σύνθεση αυτών των όρων μπορεί να αποδειχτεί αναγκαία η αποχώρηση από το κοινοβούλιο. Έτσι έκαναν οι μπολσεβίκοι, όταν αποχώρησαν από το κοινοβούλιο, ώστε να το διαλύσουν, να το αποδυναμώσουν άξαφνα και να του αντιπαραθέσουν το Σοβιέτ της Πετρούπολης, το οποίο βρισκόταν στο κατώφλι της καθοδήγησης της εξέγερσης. Έτσι έκαναν στη Συντακτική Συνέλευση την ημέρα της διάλυσής της, μεταφέροντας το κέντρο βάρους των πολιτικών εξελίξεων στο 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σε άλλες συνθήκες μπορεί να είναι απαραίτητο το μποϊκοτάρισμα των εκλογών και η άμεση βίαιη καταστροφή τόσο του συνόλου του αστικού κρατικού μηχανισμού, όσο και της αστικής κοινοβουλευτικής κλίκας ή η συμμετοχή στις εκλογές με αποχή από το ίδιο το κοινοβούλιο κλπ.
18. Συνεπώς, αναγνωρίζοντας ως γενικό κανόνα την ανάγκη συμμετοχής στις εκλογές, τόσο στα κεντρικά κοινοβούλια όσο και στα όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης και επίσης και τη δουλειά σε αυτά τα ιδρύματα, το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να λύνει το ζήτημα συγκεκριμένα, ξεκινώντας από την εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της τρέχουσας στιγμής. Η αποχή από τις εκλογές ή το κοινοβούλιο, όπως και η αποχώρηση από το τελευταίο, είναι επιτρεπτή, κυρίως όταν υπάρχουν οι συνθήκες για άμεσο πέρασμα στον ένοπλο αγώνα για την εξουσία.
19. Είναι απαραίτητο να λαμβάνεται συνεχώς υπόψη η σχετικά μικρή σημασία αυτού του ζητήματος. Επειδή το κέντρο βάρους βρίσκεται στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα για την κρατική εξουσία, είναι αυτονόητο ότι το ζήτημα της προλεταριακής δικτατορίας και της μαζικής πάλης γι’ αυτήν είναι μη συγκρίσιμο με το ειδικό ζήτημα της αξιοποίησης του κοινοβουλευτισμού.
20. Γι’ αυτό η Κομμουνιστική Διεθνής υπογραμμίζει κατηγορηματικά ότι θεωρεί μεγάλο λάθος κάθε διάσπαση ή προσπάθεια διάσπασης μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία ακολουθούν αυτή τη γραμμή και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Το Συνέδριο καλεί όλα τα στοιχεία που στέκουν στο έδαφος της αναγνώρισης της μαζικής πάλης για την προλεταριακή δικτατορία κάτω από την καθοδήγηση του συγκεντρωτικού κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου, που ασκούν την επιρροή τους σε όλες τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, να επιδιώξουν την πλήρη ομοφωνία των κομμουνιστικών στοιχείων, παρά τις πιθανές διαφωνίες σχετικά με το ζήτημα της αξιοποίησης των αστικών κοινοβουλίων. 
ΙΙΙ. Ο επαναστατικός κοινοβουλευτισμός
Για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής στην πράξη, είναι απαραίτητα τα εξής:
1. Το κομμουνιστικό κόμμα συνολικά και η ΚΕ του από το προκαταρκτικό στάδιο, δηλαδή πριν τις κοινοβουλευτικές εκλογές, πρέπει να φροντίζουν συστηματικά για την ποιότητα της σύνθεσης των κοινοβουλευτικών ομάδων. Η ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να έχει την ευθύνη για όλη τη δουλειά της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών. Η ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να απορρίπτει τον οποιονδήποτε υποψήφιο της οποιασδήποτε οργάνωσης, εάν δεν είναι σίγουρη ότι αυτός ο υποψήφιος, περνώντας στο κοινοβούλιο, θα ασκήσει πραγματικά κομμουνιστική πολιτική.
Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να απορρίψουν την παλιά σοσιαλδημοκρατική συνήθεια να προβάλλουν αποκλειστικά ως υποψήφιους τους λεγόμενους «έμπειρους» κοινοβουλευτικούς, κυρίως δικηγόρους κλπ. Κατά κανόνα είναι απαραίτητο να προωθούνται ως υποψήφιοι εργάτες, χωρίς να ενοχλεί ότι μερικές φορές μπορεί να είναι απλά μέλη του κόμματος χωρίς μεγάλη κοινοβουλευτική εμπειρία. Το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να καταδιώκει ανελέητα εκείνα τα καριερίστικα στοιχεία που προσκολλώνται στα κομμουνιστικά κόμματα με σκοπό την είσοδο στο κοινοβούλιο. Οι ΚΕ των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να επικυρώνουν τις υποψηφιότητες εκείνων μόνο των ανθρώπων που απέδειξαν με τη μακροχρόνια δουλειά τους την αναμφισβήτητη αφοσίωσή τους στην εργατική τάξη.
2. Όταν ολοκληρώνονται οι εκλογές, η υπόθεση της οργάνωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να βρίσκεται ολοκληρωτικά στα χέρια της ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος - εντελώς ανεξάρτητα από το αν το κόμμα συνολικά τη δεδομένη στιγμή είναι νόμιμο ή παράνομο. Ο πρόεδρος και το προεδρείο της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών πρέπει να εγκρίνονται από την ΚΕ του κόμματος. Η ΚΕ του κόμματος πρέπει να έχει ένα μόνιμο εκπρόσωπό της στην κοινοβουλευτική ομάδα με δικαίωμα βέτο. Σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα η κοινοβουλευτική ομάδα υποχρεούται να ζητάει προκαταρκτικές κατευθύνσεις από την ΚΕ του κόμματος. Η ΚΕ έχει δικαίωμα και υποχρεούται σε κάθε επικείμενη σημαντική τοποθέτηση των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο να ορίζει ή να απορρίπτει τον ομιλητή της ομάδας, να απαιτεί από αυτόν την εκ των προτέρων παρουσίαση των θέσεων της ομιλίας ή της ίδιας της ομιλίας για έγκρισή τους στην ΚΕ κλπ. Από κάθε υποψήφιο σε ψηφοδέλτιο των κομμουνιστών πρέπει να ζητείται εντελώς επίσημα η γραπτή συμφωνία, ότι σε πρώτη απαίτηση της ΚΕ του κόμματος ο εν λόγω υποψήφιος υποχρεούται να παραιτηθεί, ώστε σε περίπτωση ανάγκης το κόμμα να μπορέσει να υλοποιήσει οργανωμένα μια απόφαση αποχώρησης από το κοινοβούλιο.
3. Στις χώρες όπου κατάφεραν να εισχωρήσουν στις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμουνιστών ρεφορμιστικά, μισορεφορμιστικά ή απλώς καριερίστικα στοιχεία (και αυτό έχει ήδη γίνει σε ορισμένες χώρες), οι ΚΕ των κομμουνιστικών κομμάτων είναι υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν ριζική κάθαρση της σύνθεσης των κοινοβουλευτικών ομάδων, ξεκινώντας από την αρχή ότι για την υπόθεση της εργατικής τάξης είναι πολύ πιο ωφέλιμο να έχει μια μικρή αλλά πραγματικά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα, παρά μια πολυάριθμη κοινοβουλευτική ομάδα χωρίς σταθερή κομμουνιστική γραμμή.
4. Ο κομμουνιστής βουλευτής είναι υποχρεωμένος με απόφαση της ΚΕ να συνδυάζει τη νόμιμη και την παράνομη δουλειά. Στις χώρες όπου ο κομμουνιστής βουλευτής έχει ακόμα κάποια κοινοβουλευτική ασυλία έναντι των αστικών νόμων, αυτή η ασυλία πρέπει να αξιοποιείται για να βοηθά την παράνομη οργάνωση και προπαγάνδα του κόμματος.
5. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να υποτάσσουν όλες τους τις κοινοβουλευτικές τοποθετήσεις στην εξωκοινοβουλευτική δουλειά του κόμματός τους. Με υπόδειξη του κόμματος και της Κεντρικής του Επιτροπής πρέπει να γίνεται τακτική εισαγωγή ενδεικτικών νομοσχεδίων, που δεν προορίζονται για υπερψήφιση από την αστική πλειοψηφία, αλλά για προπαγάνδα, αγκιτάτσια και οργάνωση.
6. Όταν γίνονται εργατικές διαδηλώσεις και άλλες επαναστατικές εκδηλώσεις, ο κομμουνιστής βουλευτής υποχρεούται να είναι στην πρώτη, ορατή θέση, επικεφαλής των προλεταριακών μαζών.
7. Οι κομμουνιστές βουλευτές, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, πρέπει να διατηρούν (κάτω από τον έλεγχο του κόμματος) γραπτές και κάθε είδους επαφές με τους επαναστάτες εργάτες, αγρότες και άλλους εργαζόμενους, χωρίς σε καμία περίπτωση να μοιάζουν με τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές που διαγκωνίζονται για ρουσφέτια στους εκλογείς. Πρέπει να βρίσκονται συνέχεια στη διάθεση της κομμουνιστικής οργάνωσης για την οποιαδήποτε προπαγανδιστική δουλειά στη χώρα.
8. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής υποχρεούται να θυμάται ότι δεν είναι «νομοθέτης», που πρέπει να αναζητεί τη συμφωνία με τους άλλους νομοθέτες, αλλά αγκιτάτορας του κόμματος, που στάλθηκε στο στρατόπεδο των εχθρών για να εφαρμόσει εκεί τις αποφάσεις του κόμματος. Ο κομμουνιστής βουλευτής δεν είναι υπεύθυνος μπροστά στη διασκορπισμένη μάζα των εκλογέων, αλλά μπροστά στο κομμουνιστικό κόμμα του, είτε αυτό είναι νόμιμο είτε παράνομο.
9. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να μιλούν στο κοινοβούλιο με γλώσσα που θα είναι κατανοητή σε κάθε απλό εργάτη, αγρότη, πλύστρα, βοσκό, ώστε το κόμμα να μπορεί να τυπώνει τις ομιλίες τους σε προκηρύξεις και να τις διαδίδει στις πιο απομακρυσμένες επαρχιακές γωνιές της χώρας του.
10. Οι απλοί εργάτες μέλη του κόμματος πρέπει, χωρίς να διστάζουν, να μιλούν στα αστικά κοινοβούλια, χωρίς να υποχωρούν μπροστά στους λεγόμενους έμπειρους βουλευτές, ακόμα και στην περίπτωση που οι εργάτες είναι καινούργιοι στον κοινοβουλευτικό τομέα. Σε περίπτωση ανάγκης, οι εργάτες βουλευτές μπορούν να διαβάζουν την ομιλία τους κατευθείαν από το γραπτό, ώστε μετά η ομιλία να μπορεί να τυπωθεί σε εφημερίδες ή προκηρύξεις.
11. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να αξιοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα όχι μόνο για την αποκάλυψη της αστικής τάξης και των επίσημων τσιρακιών της, αλλά και των σοσιαλπατριωτών, των ρεφορμιστών, των μεσοβέζων πολιτικών του «κέντρου» και των άλλων εχθρών του κομμουνισμού και για την πλατιά προπαγάνδιση των ιδεών της Γ΄ Διεθνούς.
12. Οι κομμουνιστές βουλευτές, ακόμα και στην περίπτωση που είναι ένας ή δυο σε ολόκληρο το κοινοβούλιο, με όλη τους τη συμπεριφορά πρέπει να ρίχνουν το γάντι στον καπιταλισμό και να μην ξεχνούν ποτέ ότι το όνομα του κομμουνιστή το αξίζει μόνο εκείνος που είναι –στην πράξη και όχι στα λόγια– θανάσιμος εχθρός του αστικού συστήματος και των σοσιαλπατριωτικών τσιρακιών του. 
Σημειώσεις:
*  Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που ψηφίστηκε στις 2 Αυγούστου 1920. Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο του περιοδικού «Κομμουνιστική Διεθνής», Νο 13, 1920 και αντιπαραβολή με το κείμενο του βιβλίου «Der Zweite Kongress der Kommunistischen Internationale . Protokoll der Verhandlungen vom 19 Juli in Petrograd und vom 23 Juli bis 7 August 1920 in Moskau», Hamburg, 1921.
1. Industrial Workers of the World (IWW) - Συνδικαλιστικό κίνημα επαναστατικής κατεύθυνσης που δημιουργήθηκε το 1905 σε βιομηχανικούς χώρους. Απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές και τη συμμετοχή στην Aμερικανική Συνομοσπονδία Εργασίας (AFL). Η επιρροή του υποχώρησε μετά τη δημιουργία του ΚΚ ΗΠΑ το 1919. Η πλειοψηφία των IWW απέρριψε την ένταξη στην ΚΔ το 1921.
2. Οι «επαναστάτες συνδικαλιστές» και οι αναρχο-συνδικαλιστές αποτελούσαν μια σχετικά ισχυρή τάση (με ποικίλες αποχρώσεις) στο συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής που θεωρούσε ότι η εργατική τάξη διαμορφώνει την πρωτοπορία της με την μορφή των συνδικάτων και ότι θα πραγματοποιήσει την κοινωνική επανάσταση διαμέσου των συνδικάτων. Ήταν, από άποψη αρχών, εχθρικοί στο ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων και στην αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
3. Το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (KAPD)  προήρθε από τη διάσπαση από το ΚΚ μιας υπεραριστερής πτέρυγας τον Οκτώβρη 1919. Έγινε δεκτό ως συμπαθών τμήμα της ΚΔ το Νοέμβρη του 1920. Γρήγορα οδηγήθηκε στη φθορά και τη διάσπαση, με πολλά μέλη του να προσχωρούν στο ΚΚ Γερμανίας.
4. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919) ήταν επιφανής παράγοντας του γερμανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος. Πάλεψε δραστήρια ενάντια στον οπορτουνισμό και τον μιλιταρισμό. Στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου τάχθηκε ενάντια στην υποστήριξη της κυβέρνησης της «χώρας του» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στις 2 Δεκέμβρη 1914 ήταν ο μόνος απ’ όλο το Ράιχσταγκ (γερμανικό κοινοβούλιο) που καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις.
5. Η Πανρωσική Δημοκρατική Σύσκεψη συγκλήθηκε από την μενσεβίκικη-εσέρικη πλειοψηφία των Σοβιέτ το Σεπτέμβρη του 1917. Διακηρυγμένος στόχος της ήταν η λύση του ζητήματος της εξουσίας, όμως πραγματικός της σκοπός ήταν να αποτραβηχτεί η προσοχή των λαϊκών μαζών από την επανάσταση που φούντωνε. Στη Σύσκεψη, όπου υπο-αντιπροσωπεύονταν οι εργατικές και αγροτικές μάζες, συμμετείχαν οι Μπολσεβίκοι, με σκοπό να την χρησιμοποιήσουν σαν βήμα για το ξεσκέπασμα των μενσεβίκων και των εσέρων. (Για περισσότερες πληροφορίες δες Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, σημείωση 76).
6. Το Προκοινοβούλιο (Πανρωσικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας) ορίστηκε από τα μέλη της Δημοκρατικής Σύσκεψης. Αντιπροσώπευε έναν συμβιβασμό των εσέρων και των μενσεβίκων με τους καντέτους, μια προσπάθεια να καλλιεργηθούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες στον λαό. Η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων, με πρόταση του Λένιν και υπερνικώντας την αντίσταση του Κάμενεφ, του Ρίκοφ και άλλων, αποφάσισε την αποχώρηση των Μπολσεβίκων από το Προκοινοβούλιο. (Για περισσότερες πληροφορίες δες Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, σημείωση 76).
7. Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση, που είχαν προκηρυχτεί από την Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι, έγιναν μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης με βάση τον παλιό εκλογικό νόμο και πριν μεγάλες μάζες του πληθυσμού αντιληφθούν την σημασία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι δεξιοί εσέροι που πήραν την πλειοψηφία στις απομακρυσμένες από τα βιομηχανικά κέντρα περιοχές. Η Σοβιετική κυβέρνηση συγκάλεσε τη Συντακτική Συνέλευση τον Γενάρη του 1918. Η άρνηση της αντεπαναστατικής πλειοψηφίας της Συνέλευσης να αναγνωρίσει την Σοβιετική εξουσία, οδήγησε στη διάλυσή της με απόφαση της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις