Ενδοαστική διαπάλη γύρω από τη νομισματική πολιτική

Με κεντρικό ζητούμενο την τόνωση των νέων κερδοφόρων επενδύσεων στην Ευρωζώνη, συνεχίζεται η ενδοκαπιταλιστική διαπάλη γύρω από την αναλογία στο μείγμα της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την ενίσχυση του επίσημου πληθωρισμού στην Ευρωζώνη στο 1,1% το Δεκέμβρη του 2016, από 0,6% το Νοέμβρη και 0,2% το Δεκέμβρη του 2015, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε η Γιούροστατ. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος του πληθωρισμού δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη ούτε για την τόνωση των επενδύσεων ούτε βέβαια για την ανάκαμψη της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, παρά την πρόσφατη άνοδο, ο πληθωρισμός παραμένει πολύ χαμηλότερα από το στόχο της τάξης του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Την ίδια ώρα, παρά τη διοχέτευση πακτωλού κεφαλαίων μέσω των προγραμμάτων «νομισματικής χαλάρωσης» από την πλευρά της ΕΚΤ, τις ενισχύσεις από το λεγόμενο «επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ» και τους άλλους μηχανισμούς ενίσχυσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, οι νέες επενδύσεις στην ΕΕ παραμένουν ακόμη και σήμερα σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που εμφανίζονταν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην ΕΕ διαμορφώθηκαν το 2015 στο 19,2% του ΑΕΠ, σχεδόν 3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το 2007, ενώ σε ορισμένα κράτη η κατρακύλα ήταν ακόμη εντονότερη.
Σε αυτό το φόντο, η Ενωση των Γερμανικών Τραπεζών (BdB) σε μια «ισορροπημένη» ανακοίνωση, επισήμανε ότι «τα χαμηλά επιτόκια είναι τεράστιο πρόβλημα για τις τράπεζες αλλά η στροφή σε ό,τι αφορά τα επιτόκια της ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμοστεί προσεκτικά». Από την πλευρά του, ο επικεφαλής του γερμανικού ινστιτούτου ΙFO τόνισε πως «το άλμα του πληθωρισμού αποτελεί ένα μήνυμα για έξοδο από την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ». Σε αντίστοιχες επισημάνσεις προχώρησε και ο επικεφαλής του Κέντρου Προγνώσεων του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας (IfW) του Κιέλου, ζητώντας από την ΕΚΤ την «εγκατάλειψη της ακραίας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής», επειδή «κανείς δεν βλέπει καμιά αναγκαιότητά της».
Παράλληλα, ο συμπρόεδρος του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), Γ. Μόιτεν, σε χτεσινή συνέντευξή του στο «Ρόιτερς», τόνισε ότι το ευρώ είναι πολύ ισχυρό για τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ για τη Γερμανία και για αρκετές άλλες είναι πολύ αδύναμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ευρωζώνη θα πρέπει να χωριστεί σε δύο ομάδες, με έναν πιο ισχυρό πυρήνα γύρω από τη Γερμανία και μια πιο αδύναμη ομάδα, στην οποία θα περιλαμβάνεται και η Γαλλία, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα είναι τόσο αδύναμη που καμία άλλη χώρα δεν επιθυμεί να έχει το ίδιο νόμισμα με εκείνη.
Σε κάθε περίπτωση, οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί εκδηλώνονται στο έδαφος των χαμηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ, της εντεινόμενης ανισομετρίας μεταξύ των κρατών - μελών, ενώ, βέβαια, στο επίκεντρο βρίσκονται και τα επιμέρους συμφέροντα τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Σύμφωνα με την πρόσφατη «ενδιάμεση έκθεση» της Τράπεζας της Ελλάδας, στους παράγοντες που συνέβαλαν στην υποτονικότητα των επενδύσεων αναφέρονται οι αρνητικές εξελίξεις σε κλάδους όπου είχαν συσσωρευτεί «σημαντικές ανισορροπίες» (π.χ. κατασκευές σε Ισπανία, Ιρλανδία κ.ά.), στο τραπεζικό σύστημα, τα προγράμματα «δημοσιονομικής εξυγίανσης», που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, «ο κατακερματισμός της αγοράς κεφαλαίων», που δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων σε ορισμένα κράτη - μέλη, καθώς επίσης και «το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας σχετικά με την πορεία της οικονομίας και την οικονομική πολιτική».
Σε αυτό το φόντο, εκδηλώνονται και οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί γύρω από τα ανοιχτά ζητήματα, που αφορούν στην περαιτέρω «εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης» (ΟΝΕ). Για παράδειγμα, το ζήτημα της «τραπεζικής ένωσης» «σκαλώνει» στον τρόπο δημιουργίας του ενιαίου ταμείου εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων, δηλαδή γύρω από τον επιμερισμό της χασούρας σε περιπτώσεις νέων κλυδωνισμών στις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Το αντιλαϊκό πεδίο συμπληρώνεται από τις συζητήσεις και τις διεργασίες για τη δημιουργία «νομισματικού ταμείου» ως μηχανισμού στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με ενδεχόμενη «αναβάθμιση» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), που άλλωστε αποτελεί «βασικό παίχτη» στην υπόθεση διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους. Παράλληλα, το επόμενο διάστημα αναμένεται να αναθερμανθεί και η συζήτηση γύρω από την καθιέρωση «μόνιμου προέδρου» στο συμβούλιο Γιούρογκρουπ, με αφορμή το ενδεχόμενο εκλογικής αποτυχίας του «Εργατικού Κόμματος Ολλανδίας», στο οποίο ανήκει ο σημερινός επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, Γ. Ντάισελμπλουμ.
Τα ζητήματα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναμένεται να επανεξεταστούν στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου που προγραμματίζεται για τον ερχόμενο Μάρτη. Στην εν λόγω συνεδρίαση ενδέχεται να εξεταστεί και το ζήτημα της ένταξης ελληνικών ομολόγων στα όποια προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης», έτσι ώστε να ανοίξουν οι «κρουνοί» της φτηνής χρηματοδότησης προς τους εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους. Αυτό, με τη σειρά του, έχει ως όρο και προϋπόθεση το «κλείσιμο» της δεύτερης «αξιολόγησης» και βέβαια την επιβολή των νέων αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση της λεγόμενης «επιχειρηματικής εμπιστοσύνης» και η δυνατότητα επαναπρόσβασης του ελληνικού κράτους στις διεθνείς χρηματαγορές για νέα δάνεια απαιτούν τη διασφάλιση της αντιλαϊκής πολιτικής με μόνιμα μέτρα και για την περίοδο μετά το 2018.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις