Μια ακόμη μορφή εκδήλωσης οξύτατων ανταγωνισμών σε φόντο αβέβαιης ανάπτυξης

Την περασμένη βδομάδα o αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Γενς Σπαν, δήλωσε στο «Reuters» ότι η νομισματική πολιτική χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προκαλεί πολλές «παρενέργειες», προβάλλοντας την ανάγκη για «μια προσεκτική έξοδο» από αυτήν την πολιτική. Προηγουμένως είχε ανακοινωθεί η ετήσια αύξηση των τιμών καταναλωτή κατά 1,1% στην ΕΕ για τον Δεκέμβρη, αντανακλώντας τον υψηλότερο ρυθμό από τον Δεκέμβρη του 2013, που χρησιμοποιήθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση ως επιχείρημα κατά της πολιτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τρεις μέρες μετά την παρέμβαση του Γερμανού αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, επίθεση στην ΕΚΤ έκανε η Ενωση Τραπεζιτών της Γερμανίας (BdB) για το ίδιο ζήτημα, επικεντρώνοντας κυρίως στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ. Πολιτική που έχει ως στόχο την ενίσχυση του πληθωρισμού στο 2% όπως προβλέπεται από το καταστατικό της. Σε ανακοίνωσή της ζήτησε από την ΕΚΤ να προχωρήσει σε αλλαγή κατεύθυνσης της πολιτικής, λέγοντας ότι «τα χαμηλά επιτόκια είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τις τράπεζες».
Η πολιτική χαλάρωσης της ΕΚΤ περιλαμβάνει αγορά κρατικών ομολόγων και ομολόγων τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων που διαχειρίζονται τράπεζες, δίνοντας ρευστό χρήμα, προκειμένου να δανείζουν οι τράπεζες για επενδύσεις. Περιλαμβάνει επίσης χρηματοδότηση με ελάχιστα ή και μηδενικά επιτόκια, ενώ έχει αρνητικά επιτόκια καταθέσεων που «σπρώχνουν» τις τράπεζες να μην καταθέτουν. Ανάλογη πολιτική ακολουθούν και οι τράπεζες σε κάθε κράτος - μέλος των Ευρωζώνης - ΕΕ.
Τι είναι ο «δείκτης τιμών καταναλωτή»; Είναι ένας δείκτης που αντιπροσωπεύει τις τιμές των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που αγοράζει ένα δείγμα νοικοκυριών, το οποίο θεωρείται αντιπροσωπευτικό του συνόλου των νοικοκυριών. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή προκύπτει από τη στάθμιση των τιμών των διαφόρων εμπορευμάτων και υπηρεσιών και προκύπτει ως μέσος όρος των τιμών όλων των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών που τον καθορίζουν. Επιδρά δε και στην εκτίμηση για τον πληθωρισμό.
Παλιά διαμάχη
Δεν είναι πρώτη φορά που η πολιτική της ΕΚΤ δέχεται σφοδρή κριτική από τη Γερμανία. Πολιτική που δεν έχει στόχο την κάλυψη λαϊκών αναγκών και την άνοδο της ευημερίας των εργαζομένων, αλλά τη συμβολή στις επενδύσεις των επιχειρηματικών ομίλων Ευρωζώνης και ΕΕ, ιδιαίτερα των οικονομιών που δεν μπορούν ακόμη να ανακάμψουν δυναμικά (π.χ. Γαλλία), ή αντίθετα κινδυνεύουν ακόμη και με νέα οικονομική κρίση (π.χ. Ιταλία), γενικά τα κράτη του Νότου της ΕΕ.
Τον Απρίλη του 2016, ο Β. Σόιμπλε έκανε οξύτατη επίθεση στον Μ. Ντράγκι, για το πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αιτιολογία της επίθεσης ήταν ότι τα χαμηλά επιτόκια πλήττουν τις συνταξιοδοτικές παροχές και τις αποταμιεύσεις των απλών Γερμανών. Δηλαδή, δεν αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων λόγω χαμηλών επιτοκίων. Ταυτόχρονα, του «χρέωνε» ευθύνη για τη μεγάλη ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).
Στον Β. Σόιμπλε αντιπαρατέθηκε τότε ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, λέγοντας ότι «πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο παιχνίδι κατηγοριών εις βάρος της ΕΚΤ (...) Το πρόβλημα δεν είναι η ΕΚΤ αλλά η άρνηση να παραιτηθεί κανείς από την μονόπλευρη πολιτική της λιτότητας».
Τον Αύγουστο του 2016, ο Β. Σόιμπλε επανήλθε δριμύτερος. Σε δήλωσή του στην «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung» χαρακτήρισε την πολιτική της ΕΚΤ μακροπρόθεσμα «επιβλαβή» για την Ευρωζώνη και ζήτησε την εγκατάλειψή της.
Η ανησυχία εκφράστηκε πολύ εντονότερη από τους Γερμανούς τραπεζίτες, που προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο τραπεζικής κρίσης, εξαιτίας της πολιτικής της ΕΚΤ. Η Bundesbank ζητούσε, μάλιστα, επειγόντως κρατική εγγύηση των καταθέσεων, προκειμένου σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να προστατευθούν οι καταθέτες, αλλά και όσοι έχουν επενδύσει σε συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Ο επικεφαλής της Deutsche Bank, Τζον Κράιαν, έγραψε στην «Handelsblatt»: «Στο μεταξύ όμως η νομισματική πολιτική λειτουργεί ενάντια στους στόχους της ενίσχυσης της οικονομίας και της διασφάλισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος». Εγραψε επίσης ότι «για τους καταθέτες και τα συνταξιοδοτικά προγράμματά τους οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές», αν δεν αλλάξει η πολιτική της ΕΚΤ.
Γιατί, όμως, οι Γερμανοί τραπεζίτες έχουν τέτοια ανησυχία; Μα γιατί τα μηδαμινά και αρνητικά επιτόκια σημαίνουν και δραστική μείωση των κερδών τους. Καλλιεργούν επίσης αποστροφή στις όποιες λαϊκές καταθέσεις, άρα μειώνεται και η δυνατότητα των τραπεζών να αξιοποιούν τις καταθέσεις ως κεφάλαιο και να κερδοσκοπούν, ενώ εμποδίζουν γενικά την άντληση χρηματικού κεφαλαίου.
Επίσης, η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας δεν είναι καλή γι' αυτό και ο φόβος των Γερμανών τραπεζιτών. Η μετοχή της Ντόιτσε Μπανκ μέσα στο 2016 έχασε πάνω από το 45% της αξίας της, υποχωρώντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών. Είχε ζημιές και το 2015 και το 2016. Εχει τεράστια περιουσιακά στοιχεία (π.χ. παράγωγα) με ρίσκο. Οι τράπεζες της Γερμανίας κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ, άρα είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους, λόγω των τεράστιων κόκκινων δανείων (360 δισ. ευρώ) των ιταλικών τραπεζών. Deutsche Bank, Commerzbank, η κρατική NordLB είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους από «κλειστά επενδυτικά κεφάλαια» ναυτιλιακών εταιρειών, με μεγάλη πτώση τζίρου - κερδών ή έχουν και ζημιές. Αυτά και μόνο τα παραδείγματα αρκούν για να δείξουν έναν παράγοντα της επίθεσης στην ΕΚΤ.
Οξύτατοι ανταγωνισμοί
Από όλα τα παραπάνω, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην αντιπαράθεση Γερμανίας - ΕΚΤ εκδηλώνονται οξύτατοι ανταγωνισμοί εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αλλωστε, αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε καινούργιο. Εκφράζεται σε όλη την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά το 2012 με αφορμή την κρίση στην Ελλάδα και την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, ενώ το 2015 η κόντρα ανάμεσα σε Γερμανία - Γαλλία πήρε τεράστιες διαστάσεις πάλι με επίκεντρο την Ελλάδα. Εκδηλώθηκε επίσης, με επίκεντρο την πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης, με τη Γαλλία να επιμένει σε εμβάθυνση και πολιτική ενοποίηση και τη Γερμανία να επιμένει στον διακυβερνητικό χαρακτήρα της ΕΕ. Ουσιαστικά, η πολιτική της ΕΚΤ συμφέρει Γαλλία, Ιταλία, κ.λπ. που ζορίζονται στον τομέα των επενδύσεων λόγω μεγάλων κρατικών χρεών.
Ενα δεύτερο συμπέρασμα είναι η ύπαρξη οξύτατων ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Γερμανίας ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου. Και φαίνεται από τις διαφορετικές τοποθετήσεις Σόιμπλε - Γκάμπριελ, ο οποίος (Γκάμπριελ) πρόσφατα, ως επικεφαλής του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) πιθανός υποψήφιος καγκελάριος, επανέφερε το θέμα αλλαγής πολιτικής, δηλαδή για να χαλαρώσει. Κατηγορήθηκε ότι ενισχύει τους ευρωσκεπτικιστές. Επομένως, η επίθεση του Σόιμπλε στην ΕΚΤ και στον Ντράγκι ότι ενισχύει το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα - επιχειρηματίες το έχουν ιδρύσει - «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), που θέλει επαναφορά του μάρκου αντί του ευρώ ως νόμισμα της Γερμανίας, άρα εναντιώνεται στη σημερινή μορφή ενοποίησης, παίρνει υπόψιν ότι τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα θέλουν χαλαρή πολιτική διαχείρισης και περισσότερη εθνοκρατική δράση, ανεξάρτητα από τις επιμέρους μεταξύ τους διαφορές.
Επομένως και η επίθεση στη γραμμή Γκάμπριελ, που, παρεμπιπτόντως, δεν εναντιώνεται στην ενοποίηση και στο ευρώ, συμφωνεί όμως με την πολιτική που θέλουν να εφαρμοστεί οι Γαλλία, Ιταλία, γενικά ο Νότος, δείχνει διαφορετικές πολιτικές επιλογές για την εξέλιξη Ευρωζώνης - ΕΕ, των κρατών - μελών τους, διαφοροποιήσεις σε συμμαχίες, εντός ΕΕ αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Σε αβέβαιες συνθήκες
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση έχει μεγαλώσει την ανισομετρία μέσα σε Ευρωζώνη - ΕΕ, ακόμη και ανάμεσα σε Γερμανία - Γαλλία σε βάρος της δεύτερης, γεγονός που η Γερμανία θέλει να ενισχύσει υπέρ της, ενώ η Γαλλία σε βάρος της Γερμανίας.
Ολ' αυτά πρέπει να τα εκτιμούμε στο φόντο της αδύναμης καπιταλιστικής ανάπτυξης των Ευρωζώνης - ΕΕ, ακόμη και της Γερμανίας, 1,9% το 2016, 1,5% το 2017 και με δυσκολίες στις εξαγωγές τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Κίνα, που σημαίνει τάσεις προς τα κάτω. Επίσης, σε συνθήκες επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, ενίσχυσης της τάσης προστατευτισμού, που θα φέρουν επίσης δυσχέρειες.
Επιβεβαιώνονται, επομένως, οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ όπως εκφράζονται στις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο»:
«Στα χρόνια που ακολούθησαν την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης ο συσχετισμός μεταβλήθηκε - τόσο στο σύνολο της ΕΕ όσο και στον ηγετικό πυρήνα της - υπέρ της Γερμανίας. Η διεύρυνση του χάσματος σε βάρος της Γαλλίας και της Ιταλίας εκδηλώνεται πρώτα απ' όλα στους περιορισμένους μέσους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ ανά δεκαετία (...)
Σε επίπεδο δεκαετίας (2006 - 2016), ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κυμάνθηκε στο 0,54%, δηλαδή παρουσιάζει στασιμότητα. Η υπεροχή της Γερμανίας αντανακλάται και στο μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξής της, ο οποίος ανέρχεται στο 1,2% έναντι 0,6% της Ιταλίας και 0,7% της Γαλλίας (...)
Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορούν ωστόσο να πετύχουν την άμβλυνση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η οποία αποτυπώνεται στη διεύρυνση της ψαλίδας ανάμεσα στα κράτη που σημειώνουν σταθερά εμπορικά πλεονάσματα (Γερμανία, Ολλανδία κ.λπ.) και την πλειοψηφία των κρατών που σημειώνουν αντίστοιχα ελλείμματα. Στο έδαφος αυτό κατατέθηκε το 2015 η γνωστή πρόταση των 5 προέδρων (Κομισιόν, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Eurogroup) με στόχο να λειτουργήσει ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την "Ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης της Ευρώπης". Αυτή η πρόταση εστιάζει στο ζήτημα της Χρηματοοικονομικής Ενωσης, της Δημοσιονομικής Ενωσης και της εμβάθυνσης με στόχο την Πολιτική Ενωση, στη βάση των υπαρχουσών συνθηκών της ΕΕ(...)
Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας - καθώς και των υπόλοιπων χωρών που ανήκουν στο λεγόμενο "Club Med" που συγκροτήθηκε με την υπογραφή της λεγόμενης "Διακήρυξης της Αθήνας" - ζητούν από τη μια τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να αξιοποιήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό εργαλεία της δημοσιονομικής πολιτικής για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και από την άλλη την εμβάθυνση σε μία πορεία ενοποίησης της Ευρωζώνης (ενιαίο κοινοβούλιο και ενιαίος προϋπολογισμός Ευρωζώνης, ενιαία διακυβέρνηση κ.ά.), ώστε να αναλάβει η Γερμανία στην πράξη ρόλο εγγυητή για τα υπερχρεωμένα κράτη και τις προβληματικές μεγάλες τράπεζες της ΕΕ. Παράλληλα, στη Γαλλία και στην Ιταλία δυναμώνει το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα της αντιπολίτευσης.
Κάποια κράτη - μέλη που διατηρούν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως η ομάδα του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) καθώς και χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία, ζητούν τη διατήρηση του διακυβερνητικού χαρακτήρα της ΕΕ και την ενίσχυση της αυτοτέλειας των εθνικών πολιτικών σε διάφορα θέματα (π.χ. Μεταναστευτικό - Προσφυγικό).
Η αντιπαράθεση για το μείγμα της ασκούμενης πολιτικής συνδέεται αντικειμενικά με την αντιπαράθεση για τις διεθνείς συμμαχίες της ΕΕ. Κι εδώ υπάρχουν μεγάλες διαφορές, τόσο ανάμεσα στα κράτη - μέλη όσο και στο εσωτερικό τους, όσον αφορά τη σχέση της ΕΕ και των επιμέρους κρατών με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα».
Ολ' αυτά βρίσκονται και πίσω από την αντιπαράθεση Γερμανίας - ΕΚΤ. Μόνο που είναι ξένα για την εργατική τάξη, τους λαούς. Που δεν έχουν άλλο δρόμο από την αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική πάλη, έως την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για να ανοίξει ο δρόμος για τη δική τους ευημερία και όχι να συντάσσονται πίσω από τη μια ή την άλλη πολιτική αστικής διαχείρισης για έξοδο από την κρίση σε όφελος του κεφαλαίου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις