ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: Η ανισομετρία, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και οι διεθνείς συμμαχίες

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο σημειώνουν σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΕΕ πως «Οι εξελίξεις μετά την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης το 2008 - 2009 επιβεβαιώνουν ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν αποτελούν ένα συνεκτικό, σταθερό, μόνιμο σχηματισμό».
Ακόμα σημειώνουν πως «ο συσχετισμός μεταβλήθηκε - τόσο στο σύνολο της ΕΕ όσο και στον ηγετικό πυρήνα της - υπέρ της Γερμανίας», ενώ σε σχέση με τα μέτρα στήριξης της πορείας ανάκαμψης με μικρή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ότι «Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορούν ωστόσο να πετύχουν την άμβλυνση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης».
Ακόμη, οι Θέσεις της ΚΕ αναφέρουν: «Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και η άνοδος του αστικού ευρωσκεπτικισμού στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο ενίσχυσης των φυγόκεντρων δυνάμεων, νέων δημοψηφισμάτων και νέας αποδυνάμωσης της ΕΕ», αλλά και ότι «η αντιπαράθεση για το μείγμα της ασκούμενης πολιτικής συνδέεται αντικειμενικά με την αντιπαράθεση για τις διεθνείς συμμαχίες της ΕΕ. Κι εδώ υπάρχουν μεγάλες διαφορές, τόσο ανάμεσα στα κράτη - μέλη όσο και στο εσωτερικό τους, όσον αφορά τη σχέση της ΕΕ και των επιμέρους κρατών με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα».
Για την ανισομετρία στο εσωτερικό της ΕΕ
Σε σχέση με το ζήτημα της ανισομετρίας στο εσωτερικό της ΕΕ, χρειάζεται να έχουμε κατά νου ότι στο εσωτερικό των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως είναι και η ΕΕ, η οικονομία των διαφορετικών κρατών - μελών της ΕΕ δεν εξελίσσεται ισόμετρα, αλλά αντίθετα, εμφανίζονται διάφορες κατηγορίες κρατών - μελών με βάση την οικονομική δύναμη, το αν η οικονομία τους βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, κρίσης ή στασιμότητας, τους ρυθμούς ανάπτυξης κ.λπ.
Είναι ενδεικτική η εικόνα που παρουσιάζει ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ, όπου τόσο κατά τη φάση που προηγήθηκε της εκδήλωσης της κρίσης όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι μονοπωλιακοί όμιλοι της Γερμανίας βελτίωσαν σημαντικά τη θέση τους σε σχέση με τους μονοπωλιακούς ομίλους στη Γαλλία και την Ιταλία. Ας δούμε πώς εξελίσσεται η οικονομία σε αυτές τις τρεις χώρες με δείκτες τους ρυθμούς ανάπτυξης, το κρατικό χρέος, τη βιομηχανική παραγωγή, τις εξαγωγές κ.ά.
Σήμερα η Γερμανία φαίνεται να έχει ξεπεράσει πλήρως την κρίση και να βρίσκεται στη φάση της ανόδου.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης εκτιμάται πως θα κινηθεί με ρυθμούς ανάπτυξης 1,7% συνολικά για το 2016 και στο 1,4% το 2017. Το ΑΕΠ της Γερμανίας έχει ξεπεράσει κατά 6% το ΑΕΠ του 2008, η βιομηχανική παραγωγή είναι κατά 8,1% αυξημένη και οι εξαγωγές κατά 2,6%. Το κρατικό χρέος της Γερμανίας βρίσκεται στο 68% του ΑΕΠ για το 2016.
Η Γαλλία έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ΑΕΠ προ κρίσης, αλλά δεν έχει ακόμα ξεπεράσει πλήρως την κρίση, όταν συνυπολογίσει κανείς το επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής.
Το ΑΕΠ της Γαλλίας έχει αυξηθεί κατά 3,2% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, όμως η βιομηχανική παραγωγή είναι κατά 4,6% ελαττωμένη και οι εξαγωγές κατά 5,5% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το κρατικό χρέος της Γαλλίας παραμένει σταθερά σε πολύ υψηλά επίπεδα, στο 96,5% για το 2016, με πρόβλεψη ελαφράς αύξησης στο 97% του ΑΕΠ το 2017, ενώ έχει αυξηθεί και ο δανεισμός των επιχειρήσεων στο 124% του ΑΕΠ από 104% του ΑΕΠ το 2008.
Η Ιταλία, απ' την άλλη, έχει τη χειρότερη κατάσταση απ' τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας, η βιομηχανική παραγωγή της έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Το ΑΕΠ της βρίσκεται πίσω από τα προ κρίσης επίπεδα κατά 7,3%, η βιομηχανική παραγωγή κατά 17% και οι εξαγωγές κατά 16%. Το κρατικό χρέος της Ιταλίας βρίσκεται στο 132,7% του ΑΕΠ χωρίς ενδείξεις μεσοπρόθεσμης αποκλιμάκωσης.
Οξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων
Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων που περιγράψαμε παραπάνω που οδηγούν στο να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, εμφανίζεται απόκλιση συμφερόντων ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους. Γι' αυτό και αναπτύσσονται, σε τμήματα του κεφαλαίου, αμφιβολίες σχετικά με τη δομή, την αρχιτεκτονική, αλλά και την ίδια την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ ή ακόμα και στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα, εκδηλώνεται διαπάλη για τον επιμερισμό των βαρών λόγω της εκδήλωσης της κρίσης. Ποιος θα πληρώσει δηλαδή την απαξίωση κεφαλαίου που πρέπει να γίνει, ποιος θα χάσει περισσότερο. Το πρόβλημα αυτό σήμερα εκδηλώνεται με τον υπέρογκο κρατικό αλλά και ιδιωτικό δανεισμό σε ορισμένα κράτη - μέλη της ΕΕ. Η διαχείριση αυτού του δανεισμού είναι σημείο έντονης τριβής ανάμεσα σε Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία. Ομως και η Γερμανία δεν είναι εξολοκλήρου υπεράνω του προβλήματος, αφού υπάρχει η προβληματική Deutsche Bank. Ωστόσο, η Γερμανία έχει την οικονομική δυνατότητα να διασώσει την Deutsche Bank αν χρειαστεί, παρόλο που η νομοθεσία της ΕΕ, που πέρασε με γερμανική ηγεσία, δεν το επιτρέπει.
Μια εικόνα αυτών των ανταγωνισμών γύρω από την απάντηση σε μια σειρά τέτοια κρίσιμα για το κεφάλαιο θέματα αποκαλύπτει, σε αδρές γραμμές, μια ΕΕ «χωρισμένη στα τρία»:
  • Από τη μια είναι η γερμανική αστική τάξη, που από τη θέση της πρώτης οικονομικά δύναμης στο εσωτερικό των ΕΕ - Ευρωζώνης, μαζί με τις αστικές τάξεις ορισμένων άλλων καπιταλιστικών κρατών φλερτάρουν με την ιδέα μιας ΕΕ «πολλών ταχυτήτων» επιμένοντας στην εφαρμογή αυστηρών κανόνων στη δημοσιονομική πολιτική.
  • Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, μαζί με αυτές του λεγόμενου «Club Med» (Πορτογαλία, Ελλάδα, Κύπρος), ζητούν μεγαλύτερη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να αξιοποιήσουν με μεγαλύτερη ευελιξία και να εξασφαλίσουν κεφάλαια που θα στηρίξουν τις προσπάθειες αναθέρμανσης των επενδύσεων. Ταυτόχρονα, πιέζουν τη Γερμανία να αναλάβει το ρόλο «εγγυητή» για τα υπερχρεωμένα κράτη και τις προβληματικές μεγάλες τράπεζες της ΕΕ.
  • Τέλος, μια ομάδα κρατών - μελών με στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως η ομάδα του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), αλλά και οι Σουηδία και Δανία, ζητούν στο πλαίσιο της ΕΕ την ενίσχυση της «αυτοτέλειας» των εθνικών πολιτικών, που θα τους δώσει το περιθώριο χειρισμών για λογαριασμό των δικών τους αστικών τάξεων σε μια σειρά από ζητήματα (π.χ. Μεταναστευτικό - Προσφυγικό).
Αυτές οι σχέσεις και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ που βγαίνουν στην επιφάνεια με κάθε ευκαιρία και περιλαμβάνουν μια «γκάμα» ζητημάτων που προβληματίζουν το κεφάλαιο σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, θα επηρεαστούν - και πιθανώς θα οξυνθούν - το επόμενο διάστημα από μια σειρά πολιτικές εξελίξεις, όπως το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ιταλία, τις εξελίξεις στην προώθηση του Brexit, τις εκλογές που θα γίνουν μέσα στο χρόνο σε Γαλλία και Γερμανία.
Για τις διεθνείς συμμαχίες της ΕΕ
Επιπλέον, πάνω σε αυτό το έδαφος, οι ανταγωνισμοί βρίσκουν την έκφρασή τους και στο ζήτημα των διεθνών συμμαχιών της ΕΕ, ζήτημα όπου συγκρούονται τα διαφορετικά συμφέροντα και οι προσανατολισμοί τμημάτων του κεφαλαίου, καπιταλιστικών κρατών και κέντρων στο εσωτερικό της ΕΕ.
Για παράδειγμα, η ΕΕ εμφανίζεται διχασμένη σε ό,τι αφορά τη διαπάλη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, «μέτωπο» στο οποίο σταθερά τα τελευταία χρόνια τα στοιχεία καταγράφουν τη σημαντική αλλαγή ισχύος σε βάρος των ΗΠΑ και υπέρ της Κίνας, με τις ΗΠΑ βεβαίως να συνεχίζουν να αποτελούν την ισχυρότερη οικονομικά και πολύ περισσότερο στρατιωτικο-πολιτικά δύναμη του πλανήτη, βλέποντας όμως απειλητικά την οικονομική άνοδο της Κίνας και την πολιτικοστρατιωτική ισχύ της Ρωσίας με την οποία η Κίνα έχει στενές σχέσεις.
Ετσι, στην πρωτοβουλία των ΗΠΑ για τη Διατλαντική Συνθήκη Εμπορίου (ΤΤΙΡ), που στοχεύει στο να θωρακίσει την ευρωατλαντική οικονομική ζώνη ως μια ενότητα υπό αμερικανική ηγεσία, τμήματα του γαλλικού και του γερμανικού κεφαλαίου προβάλλουν σθεναρή αντίθεση, μέχρι του σημείου να θεωρείται ως νεκρή η Συνθήκη.
Αλλη πλευρά της ίδιας διαπάλης ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ είναι η διαφοροποίηση σχετικά με την προσέγγιση της Ρωσίας. Τμήματα του κεφαλαίου, σε Γερμανία, Ιταλία και άλλες χώρες, βλέπουν θετικά μια βαθύτερη οικονομική σχέση με τη Ρωσία, αντιμετωπίζοντάς την ως πεδίο εξαγωγής κεφαλαίων και εισαγωγής ενεργειακών πόρων. Σ' αυτήν την προσέγγιση αντιτίθενται σφοδρά οι ΗΠΑ. Οι διαφοροποιήσεις αυτές εκφράστηκαν ξεκάθαρα στο μέγεθος και στη διάρκεια των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία με αφορμή τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Γενικότερα, οξύνεται ο οικονομικός πόλεμος της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Πλευρές αυτού του πολέμου είναι το πρόστιμο στη γερμανική «Φολκσβάγκεν» (VW) για τις εκπομπές ρύπων, το ζήτημα της αποφυγής της φορολογίας της αμερικάνικης εταιρείας «Apple» στην Ιρλανδία και το πρόστιμο στη γερμανική Deutsche Bank (DB) απ' τις αμερικανικές αρχές κ.ά.
Οι αντιπαραθέσεις αυτές φαίνεται να παίρνουν και νέες διαστάσεις, όπως δείχνει και μια σχετική διαφοροποίηση, στο εσωτερικό της ΕΕ, των εκτιμήσεων σχετικά με την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ που φέρεται να προσανατολίζεται σε περισσότερα μέτρα «προστατευτισμού» της οικονομίας των ΗΠΑ, που περιλαμβάνουν και την επανεξέταση διεθνών εμπορικών - οικονομικών συμφωνιών με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, την απαίτηση για μεγαλύτερη οικονομική συνεισφορά των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ, την προσέγγιση με τη Ρωσία για την αποδυνάμωση των σχέσεών της με την Κίνα κ.ά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις