Παρατηρήσεις για τις νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Πριν από λίγες μέρες, ο υπουργός Παιδείας έκανε δηλώσεις σχετικά με τη συνέχεια της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στο πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της παρουσίας του στην Εκτακτη Σύνοδο Πρυτάνεων. Καμιά έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι όλες οι υποτιθέμενες «νέες» εξαγγελίες είναι η συνέχεια της πολιτικής που εφάρμοζαν τόσα χρόνια και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, με κομβικό στοιχείο το λεγόμενο «Νόμο Διαμαντοπούλου» (που διατηρείται στο ακέραιο...), συνέχεια και εξειδίκευση της στρατηγικής τελικά του κεφαλαίου στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στο πνεύμα και στο γράμμα των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ.
Αντιδραστικός μοχλός η "αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ"
Αξίζει να επικεντρώσουμε σε τρία ζητήματα. Καταρχήν, στο ζήτημα της «αυτονομίας των πανεπιστημίων» και της «ενίσχυσης του αυτοδιοίκητου». Η «αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ» είναι ζήτημα που το επικαλούνται όλες οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις (πλην ΚΚΕ) μέχρι σήμερα, εμφανίζοντάς το ως την πεμπτουσία της δημοκρατίας στα πανεπιστήμια. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι εργαλείο ταχύτερης προώθησης της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας τους.
Η «αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ στην πράξη διευκολύνει τα Ιδρύματα να διαχειρίζονται την ακαδημαϊκή και οικονομική τους δραστηριότητα με μεγαλύτερη ευελιξία. Ταυτόχρονα, απαλλάσσει το κράτος από οικονομικά βάρη ενίσχυσης των ΑΕΙ, τα οποία μετακυλίει στα Ιδρύματα, κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο σήμερα λόγω της κρίσης και των δημοσιονομικών δυσκολιών των κυβερνήσεων. Η «αυτοδιοίκηση» δίνει τη δυνατότητα σε ένα Ιδρυμα να προχωρά την εμπορική δραστηριότητα με τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά προϊόντα του και να συνάπτει συμβόλαια με επιχειρήσεις, με μεγαλύτερη ταχύτητα και ενδεχομένως αποτελεσματικότητα. Εν ολίγοις, «λύνει τα χέρια» των διοικήσεων των Ιδρυμάτων στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση της λειτουργίας των ΑΕΙ, χωρίς να παρεμβάλλεται ένας πολυπλόκαμος κρατικός μηχανισμός.
Οι συνέπειες από την «αυτοδιοίκηση» είναι ήδη εμφανείς στα ΑΕΙ και γίνονται ακόμα πιο αποκαλυπτικές με τις δηλώσεις Γαβρόγλου. Λαμβάνοντας υπόψη τα άδεια ταμεία των Ιδρυμάτων, μπορεί κανείς να καταλάβει τι σημαίνει το πέρασμα της σίτισης και της στέγασης από το κράτος στην ευθύνη των ΑΕΙ. Ηδη και σήμερα, με την ευθύνη της στέγασης και των Εστιών στο ΙΝΕΔΙΒΙΜ (Ιδρυμα Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης - ΝΠΙΔ), είναι καταφανής η εγκατάλειψη και των στοιχειωδών αναγκών των φοιτητών για στέγαση. Η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη με το πέρασμα της ευθύνης στα Ιδρύματα, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα περισσότερα ΑΕΙ δεν έχουν χρήματα ούτε για να αγοράσουν χαρτί για το φωτοτυπικό..! Ετσι, για τις διοικήσεις των Ιδρυμάτων ήδη η διέξοδος προς τους εργολάβους είναι διατυπωμένη, αφού και οι ίδιες συναινούν στην εμπορευματοποίηση και αυτής της πτυχής της ακαδημαϊκής λειτουργίας.
Πλευρά της «αυτοδιοίκησης» θα είναι και το περαιτέρω σάρωμα των εργασιακών σχέσεων σε διδακτικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα - πρόδρομος αυτής της εξέλιξης είναι άλλωστε οι αποκαλούμενοι «πανεπιστημιακοί υπότροφοι» σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, οι οποίοι διδάσκουν και παράγουν ερευνητικό έργο στα Ιδρύματα και πληρώνονται από τα ίδια τα Ιδρύματα, εάν και εφόσον αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κονδύλια... Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας να σκεφτεί κανείς ότι η πληθώρα των εργασιακών σχέσεων που εμφανίζεται στα ΑΕΙ (ωρομίσθιοι, ορισμένου χρόνου, με «μπλοκάκι» κ.ά.) θα συνοδευτεί από περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, χωρίς καμιά διασφάλιση των μισθών, με ταυτόχρονη έκρηξη της απλήρωτης εργασίας.
Γενικότερα, η «αυτοδιοίκηση» γίνεται μοχλός για να περάσουν οι πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση, μπερδεύοντας μάλιστα έναν κόσμο που μπορεί να αγανακτεί με αυτές και να μην εντοπίζει την κεντρική και ενιαία ευθύνη, την οποία εξακολουθούν να έχουν το κράτος και η κυβέρνηση στη χάραξη της στρατηγικής κατεύθυνσης.
Νέα όργανα υλοποίησης του "επιχειρηματικού πανεπιστημίου"
Δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της συγκρότησης των Περιφερειακών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΠΣΑΕ) που έρχονται να αντικαταστήσουν τα παλιά «Συμβούλια Ιδρύματος» του «Νόμου Διαμαντοπούλου». Και εδώ δεν πρόκειται για κανένα μεγάλο νεοτερισμό. Στην πραγματικότητα, επανεξετάζεται η αποτελεσματικότητα της διοίκησης των ΑΕΙ, σε σχέση με τη σύνδεσή τους με τα μονοπώλια και τις στρατηγικές στοχεύσεις του κεφαλαίου. Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι όλο το προηγούμενο διάστημα τα Συμβούλια Ιδρύματος, απαρτιζόμενα κυρίως από ξένους πανεπιστημιακούς - έμπειρους μεν στη σύνδεση πανεπιστημίου-επιχειρηματικότητας, αλλά όχι σε άμεση επαφή με την ελληνική πραγματικότητα - έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανενεργά. Δεν ανταποκρίθηκαν δηλαδή στις προσδοκίες των κυβερνήσεων (προηγούμενων και τωρινής) σε σχέση με το ρόλο που είχαν αναλάβει ως μεσολαβητές ανάμεσα στα Ιδρύματα και την αγορά.
Τα νέα όργανα που προτείνει σήμερα η κυβέρνηση, ακουμπώντας πιο στέρεα πάνω στις ανάγκες της ελληνικής αστικής τάξης και του εγχώριου κεφαλαίου, φιλοδοξούν να διαδραματίσουν έναν πιο προωθημένο ρόλο σε σχέση με την επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ. Η λεγόμενη «σύνδεση με την παραγωγική ανασυγκρότηση», στην οποία θα προσβλέπουν τα νέα όργανα, όπως δήλωσε ο υπουργός, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η οργανικότερη σύνδεση των πανεπιστημίων με τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου κεντρικά και σε επίπεδο περιφέρειας.
Τα Ιδρύματα, άλλωστε, με πρωτοβουλία των σημερινών πρυτανικών αρχών και διαφόρων καθηγητών - μάνατζερ επιχειρήσεων, έχουν να επιδείξουν πολύτιμο έργο σε αυτήν την κατεύθυνση για τους κεφαλαιοκράτες. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η ίδρυση κόμβου νεανικής επιχειρηματικότητας ανάμεσα στο ΤΕΙ Πειραιά και στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, αλλά και η πρόσφατη εξαγγελία της κυβέρνησης για την επανίδρυση του Τμήματος Τουρισμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Χίο (είχε καταργηθεί με το σχέδιο «Αθηνά»), το οποίο προσβλέπει να ενισχύσει «την τουριστική πρόοδο του νησιού και της κρουαζιέρας»... Αντίστοιχο παράδειγμα είναι η ίδρυση και επιδότηση cluster (συνεργατικός σχηματισμός μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων, δημόσιων φορέων και επιχειρήσεων) ανάμεσα στην Περιφέρεια Αττικής και στο Πανεπιστήμιο Πατρών για την είσοδο καινοτόμων πρακτικών και νέων τεχνολογιών στις επιχειρήσεις. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η πρωτοβουλία της Περιφέρειας Αττικής και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου να διοργανώσουν ημερίδα για τις «προωθούμενες καλλιέργειες στην Ανατολική Αττική» και πλείστα άλλα παρόμοια παραδείγματα.
Η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση πλέον στην περιφέρεια δεν είναι τυχαία. Είναι γνωστό ότι τα όργανα της Τοπικής Διοίκησης είναι το «μακρύ χέρι» της κυβέρνησης, υλοποιώντας και εξειδικεύοντας στρατηγικές του κεφαλαίου ιδιαίτερα στους τομείς με «συγκριτικό πλεονέκτημα», ανταγωνιστικούς δηλαδή και κερδοφόρους για το κεφάλαιο. Δήμοι και Περιφέρειες έχουν διανύσει ήδη μια απόσταση στη συνεργασία με πανεπιστήμια και ΤΕΙ μεσολαβώντας στη διάχυση της εφαρμοσμένης κυρίως γνώσης και καινοτομίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους κλάδους με μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας. Είναι επομένως μια δοκιμασμένη «φόρμουλα», που θα απλοποιήσει και θα επιταχύνει τη σύνδεση των ΑΕΙ με τα στάνταρντ της αγοράς. Φορείς της Τοπικής Διοίκησης έχουν ενσωματώσει ακόμα πλευρές της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας», συμμετέχοντας από κοινού με διάφορα πανεπιστήμια (Πάντειο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ.ά.) σε δράσεις, προγράμματα και συνέδρια. Ρητός στόχος τους είναι να προωθήσουν τη «Διά Βίου Εκπαίδευση στην κοινωνική επιχειρηματικότητα», δηλαδή την εκπαίδευση μακροχρόνια άνεργων και ευπαθών ομάδων στην επιχειρηματικότητα, την ανακύκλωση τελικά ενός απαξιωμένου εργατικού δυναμικού σε τομείς προτεραιότητας για το κεφάλαιο.
Ολα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι τα ΠΣΑΕ, που εξήγγειλε ο υπουργός Παιδείας, προσφέρουν πιο στοχευμένες εγγυήσεις από τα Συμβούλια Ιδρύματος για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Και τελικά, ας αναρωτηθούμε: Αραγε όλη αυτή η προώθηση της επιχειρηματικότητας, τι έδωσε πραγματικά στη μεγάλη μερίδα των νέων που σπουδάζουν; Η περιβόητη σύνδεση με την αγορά εργασίας, της ζούγκλας των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της απληρωσιάς, κ.ά., κάθε άλλο παρά έχει ανακόψει τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας, που φτάνουν στο 20% για τους πτυχιούχους πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αντίθετα είναι θεμέλιο στήριξης και έντασης της εκμετάλλευσης.
Ξανά η χρηματοδότηση των ΑΕΙ στο στόχαστρο
Τρίτο ζήτημα είναι αυτό της χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Και σε αυτό το πεδίο αναμένουμε εξελίξεις και νέες μεγάλες περικοπές, ιδιαίτερα σε ζητήματα φοιτητικής μέριμνας. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις πρόσφατα το υπουργείο Παιδείας προανήγγειλε μείωση των δικαιούχων δωρεάν σίτισης, εμπαίζοντας μάλιστα χυδαία τους φοιτητές, όταν ανέφερε, λίγο ή πολύ, ότι αποκλείονται από τις Λέσχες οι φτωχοί γιατί τρώνε οι πλούσιοι... Στην ίδια ρότα, καλεί τα Ιδρύματα, αξιοποιώντας και το «αυτοδιοίκητο», να προχωρήσουν πιο θαρρετά στο ξεπούλημα και στην εμπορική αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους, αλλά και των υπηρεσιών που προσφέρουν. Το υπουργείο ήδη επαίρεται ότι έχει υπογράψει δανειακή σύμβαση 138.000.000 ευρώ με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που στην ουσία σηματοδοτεί μνημόνιο χρέους για τα ΑΕΙ, με δυσμενείς όρους αποπληρωμής για τα Ιδρύματα. Την ίδια στιγμή, οι στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες των Ιδρυμάτων ακόμα... αποτυπώνονται, όταν είναι παραπάνω από εμφανές ότι πανεπιστήμια και ΤΕΙ αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και στοιχειώδη έξοδα για θέρμανση, ρεύμα, τηλέφωνο. Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο γέλιο (ή κλάμα) μπορεί να προκαλέσει το μέτρο της ρύθμισης των 36 δόσεων των χρεών των ΑΕΙ προς τη ΔΕΗ, όταν τα χρέη αυτά ανέρχονται σε πάνω από 14.000.000 ευρώ (μαζί με τα ερευνητικά κέντρα) και σε αρκετά Ιδρύματα οι τρέχοντες λογαριασμοί και οι προβλεπόμενες δόσεις των χρεών ανέρχονται σε ποσά κατά πολύ μεγαλύτερα από τον ετήσιο συνολικό προϋπολογισμό του Ιδρύματος.
Επαγρύπνηση και ετοιμότητα
Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται για άλλη μια φορά σαφές ότι και τα νέα μέτρα που έρχονται στην Ανώτατη Εκπαίδευση βελτιώνουν τους όρους που λειτουργούν τα πανεπιστήμια της αγοράς και επιφέρουν νέα χτυπήματα στα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών των λαϊκών οικογενειών. Φοιτητές και σπουδαστές, οι διδάσκοντες που δεν συναινούν σε αγοραίες πρακτικές, ενόψει μάλιστα του Συνεδρίου της Ομοσπονδίας τους το Φλεβάρη, οφείλουν να απαντήσουν στη νέα επίθεση που εξαπολύεται και στο κομμάτι της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Η απαίτηση να μην πληρώσει ούτε ένας φοιτητής και σπουδαστής από την τσέπη του για σίτιση, στέγαση, μεταφορές, αναλώσιμα, επανέρχεται στο προσκήνιο ως «κόκκινη γραμμή». Στο ίδιο κάδρο μπαίνουν και τα αιτήματα για μόνιμο προσωπικό, για αναβάθμιση των υποδομών των Ιδρυμάτων, για μεταπτυχιακά χωρίς δίδακτρα. Απάντηση πρέπει να δοθεί και στο ζήτημα της βαθύτερης σύνδεσης των ΑΕΙ με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Και η απάντηση αυτή αντικειμενικά θέτει καθαρά επί τάπητος το ζήτημα «πανεπιστήμια για τα μονοπώλια ή το λαό;», το ζήτημα τελικά του χαρακτήρα της οικονομίας και της ανάπτυξης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις