Μάχη που μας αφορά όλους
Από παλιότερη κινητοποίηση για τα Εργασιακά
|
Ολες οι εξελίξεις έως τώρα επιβεβαιώνουν ότι κεντρικός στόχος για όλους τους εμπλεκόμενους στη διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά, ήταν και παραμένει η κατοχύρωση και σε ορισμένες περιπτώσεις η επέκταση της υπάρχουσας «τάξης πραγμάτων» στην αγορά εργασίας, την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να εξωραΐσει με τις προτάσεις της, όπως για παράδειγμα για τις ΣΣΕ και τον κατώτερο μισθό.
Αυτές οι προτάσεις, ακόμα κι αν συμφωνηθούν με το κουαρτέτο, καμιά ουσιαστική αλλαγή προς το καλύτερο δεν πρόκειται να φέρουν στο σημερινό καθεστώς. Αντίθετα, θα κουκουλώσουν με το μανδύα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων ένα μηχανισμό διαμόρφωσης των μισθών και των άλλων όρων εργασίας, ο οποίος θα παράγει αποτέλεσμα τουλάχιστον ίδιο με αυτόν που προβλέπει η σημερινή νομοθεσία.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Η κυβέρνηση προτείνει την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων και ταυτόχρονα την εξαίρεση από αυτή των επιχειρήσεων σε έναν κλάδο που έχουν οικονομικά προβλήματα. Δηλαδή, κοροϊδεύει τους εργαζόμενους ότι η κάλυψή τους από την κλαδική ΣΣΕ θα είναι υποχρεωτική και την ίδια ώρα διαβεβαιώνει τους εργοδότες ότι στις επιχειρήσεις τους θα μπορούν να επιβάλλουν ό,τι μισθούς θέλουν, με επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις, όπως κάνουν και σήμερα!
Να σημειωθεί ότι στο κείμενο της συμφωνίας που διαμορφώνεται, δεν φαίνεται να καταργείται η πρόβλεψη για την υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων από «ενώσεις προσώπων». Κάτι τέτοιο κάνει την παράκαμψη της κλαδικής ΣΣΕ ακόμα πιο εύκολη για την εργοδοσία.
Το ίδιο ισχύει και για τον κατώτερο μισθό. Η κυβέρνηση προτείνει να τον διαπραγματεύονται εργαζόμενοι και εργοδότες, μέσα σ' ένα πλαίσιο όμως που θα καθορίζεται από μια επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» και με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το ίδιο πάνω - κάτω προβλέπει και ο νόμος που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση, για να εφαρμοστεί μετά το 2017. Χώρια που η κυβερνητική πρόταση, όπως καταγράφεται στο πόρισμα των «ειδικών», διατηρεί τη διάκριση σε κατώτερο και «υπο-κατώτερο» μισθό.
Αγώνας επιθετικός
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς: Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή στα Εργασιακά ελάχιστα έχουν απομείνει να γίνουν και αν τα μέτρα που τώρα συζητιούνται συντηρούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη σημερινή κατάσταση, τότε ποιος λόγος υπάρχει να κινητοποιηθεί κανείς; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα στο συνδικαλιστικό νόμο, οι αλλαγές που συζητιούνται είτε βάζουν επιπλέον εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση, είτε ανοίγουν το δρόμο για να συμβεί αυτό σε ένα επόμενο στάδιο.
Για παράδειγμα, το ξήλωμα του 1264/82 σε ό,τι αφορά τις αιτίες που δικαιολογούν την απόλυση ενός συνδικαλιστή ή τις προϋποθέσεις για την προκήρυξη μιας απεργίας, είναι αυτονόητο ότι δεν πρόκειται να σταματήσει στο πρώτο κύμα των ανατροπών, αλλά θα συνεχιστεί μέχρι τέλους, ακόμα κι αν αυτό δεν γίνει τώρα «μια κι έξω».
Το ίδιο ισχύει και με τις ομαδικές απολύσεις, όπου όπως όλα δείχνουν, αυξάνονται τα ποσοστά που προβλέπει ο νόμος και αίρονται τα τελευταία εμπόδια στην εργοδοσία να απαλλάσσεται με συνοπτικές διαδικασίες ή να ανακυκλώνει το προσωπικό.
Αυτή είναι η μια πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με το ότι ο αγώνας σήμερα δεν μπορεί να περιορίζεται στο να μην περάσουν χειρότερα μέτρα ή τουλάχιστον να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Οι εργαζόμενοι χρειάζεται να διεκδικήσουν επιθετικά την ανάκτηση των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, αυξήσεις στους μισθούς και πλήρη επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων, κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών.
Αυτό απαντάει σήμερα στα πραγματικά τους συμφέροντα. Αυτό μόνο μπορεί να βάλει εμπόδια στην επιθετικότητα του κεφαλαίου και των κομμάτων του, που θέλουν λυμένα τα χέρια για να σαρώσουν τα πάντα. Τέτοιον αγώνα προτείνει το ΠΑΜΕ και πρωτοστατεί να τον οργανώσει, την ίδια ώρα που οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες χαριεντίζονται με τον ΣΕΒ και την κυβέρνηση, υπογράφοντας μαζί τους «κοινές δηλώσεις» για τα Εργασιακά.
Αλήθεια 1η: Κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο
Ακόμα πιο πέρα: Μέσα σε ένα καθεστώς γενικευμένης ευελιξίας στην αγορά εργασίας, που επεκτείνεται με τις προτάσεις της κυβέρνησης για τα δήθεν «αντισταθμιστικά» στις ομαδικές απολύσεις, ποιος μπορεί να αισθάνεται σίγουρος ότι δεν θα είναι ο επόμενος που θα δοκιμάσει την ευελιξία, ακόμα κι αν μέχρι σήμερα δουλεύει με σχετικά σταθερές σχέσεις, όταν οι συνάδελφοι δίπλα του, στην ίδια επιχείρηση, είναι ημιαπασχολούμενοι, υποαπασχολούμενοι, εκ περιτροπής ή και εποχικοί;
Οσο θωρακίζεται νομικά και επεκτείνεται το τέρας της ευελιξίας, τόσο πιο αδηφάγο γίνεται. Μάλιστα, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής ρευστότητας, όπως το σημερινό, απειλεί ακόμα και παλιούς εργαζόμενους, με 10, 20 και 30 χρόνια προϋπηρεσίας, που ενδεχόμενα να θίχτηκαν λιγότερο από τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθούν από μια σύμβαση με πλήρη απασχόληση, σε μια σύμβαση μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας.
Αυτό ακριβώς αποδεικνύουν και τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη», τα οποία ανεβάζουν πλέον τις νέες συμβάσεις εργασίας με ευελιξία στο 62% του συνόλου τους. Αυτό σημαίνει ότι κανένας εργαζόμενος δεν είναι στο απυρόβλητο όσο δεν καταργείται το καθεστώς της ευελιξίας, σε όλες του τις μορφές, όπως προτείνει το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και για όσους παλιότερους εργαζόμενους έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να προστατεύονται από κάποια συλλογική σύμβαση (π.χ. κλαδική), διατηρώντας μέρος των δικαιωμάτων τους και ένα σχετικά υψηλότερο μισθό. Στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για εργαζόμενους που η κλαδική τους σύμβαση έχει εκπνεύσει προ καιρού, οι όροι της έχουν μετατραπεί σε ατομικούς, η υπογραφή καινούργιας κλαδικής δεν φαίνεται στον ορίζοντα και η εργοδοσία προαιρετικά διατηρεί τους ίδιους, ή σχεδόν τους ίδιους όρους με την κλαδική.
Οταν όμως δίπλα τους μπαίνουν στην παραγωγή νέοι εργαζόμενοι μόνο με το βασικό μισθό ή με συμβάσεις ευελιξίας, είναι αναπόφευκτο να μεγαλώνει η πίεση για γενίκευση αυτών των συνθηκών σε όλη την επιχείρηση ή τον κλάδο. Να γιατί η μάχη για επαναφορά συλλογικών συμβάσεων που θα έχουν καθολική ισχύ, δεν αφορά μόνο όσους εργαζόμενους και μισοεργαζόμενους βρίσκονται στον «πάτο» του βαρελιού, αλλά ολόκληρη την εργατική τάξη. Ακόμα και αυτούς που σήμερα, για διάφορους λόγους, έχουν ευνοϊκότερους όρους δουλειάς και σχετικά καλύτερους μισθούς.
Αλήθεια 2η: Τάση μείωσης του μέσου μισθού
Αλλά μήπως και η ύπαρξη του σημερινού εξευτελιστικού κατώτερου μισθού των 586 ευρώ μεικτά είναι κάτι που αφορά μόνο όσους εργάτες καταδικάζονται από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του να επιβιώνουν με αυτόν; Η πείρα έχει δείξει ότι όσο αυτός ο μισθός υπάρχει και σταθεροποιείται, χωρίς την ύπαρξη συλλογικών συμβάσεων, κυρίως κλαδικών, τόσο θα δεσπόζει στο σύνολο των αμοιβών, θα γίνεται το σημείο αναφοράς προς το οποίο οι καπιταλιστές θα πιέζουν να διαμορφώνονται όλοι ανεξαίρετα οι μισθοί.
Πολύ περισσότερο που δίπλα στον κατώτερο μισθό έχει θεσμοθετηθεί και ο «υπο-κατώτερος», ενώ τα κριτήρια που τίθενται για τη διαμόρφωσή του, προϊδεάζουν για μισθό αν όχι μικρότερο, τουλάχιστον κοντά στο σημερινό. Θυμίζουμε ότι ήδη, η πλειοψηφία των επιχειρησιακών προβλέπουν μισθούς στα όρια του κατώτερου, ενώ αυτή είναι η βάση από την οποία η εργοδοσία ξεκινάει πλέον τις διαπραγματεύσεις και για τις κλαδικές, θέλοντας να παρασύρει προς τα κάτω το μέσο μισθό.
Δεν πρέπει, εξάλλου, να ξεχνάμε ότι παρά την ύπαρξη του κατώτερου μισθού, στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης διαμορφώθηκε μια μεγάλη μάζα εργαζομένων που αμείβεται με μισθούς ακόμα χαμηλότερους και απ' αυτόν. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της «Εργάνη», το 2015, 126.956 μισθωτοί λάμβαναν μισθό κάτω από 100 ευρώ (!), 54.208 μισθωτοί λαμβάνουν το μήνα από 100 έως 200 ευρώ (πάντα μεικτά), 66.312 μισθωτοί λαμβάνουν μεικτό μισθό από 200 έως 300 ευρώ και ακόμα 96.284 μισθωτοί από 300 έως 400 ευρώ μεικτά.
Συνολικά, κάτω και από τα κατώτερα όρια, δηλαδή μέχρι 586 ευρώ μεικτά, λάμβαναν συνολικά 477.445 μισθωτοί. Δηλαδή, το 29,5% των μισθωτών (τρεις στους δέκα) έχει εισόδημα πολύ μικρότερο και απ' αυτό του κατώτερου μισθού! Τι είναι αυτό που μπορεί να διασφαλίσει έναν ελάχιστο βαθμό προστασίας στον εργαζόμενο; Να μην υπάρχει κανένας μισθός κάτω από 751 ευρώ και να αποκατασταθούν οι κλαδικές συμβάσεις με τους όρους που προέβλεπαν οι τελευταίες σε κάθε κλάδο. Αυτά παλεύει και αυτά διεκδικεί το ΠΑΜΕ.
Αλήθεια 3η: Καμιά προστασία από τις ομαδικές απολύσεις
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις ομαδικές απολύσεις, κανείς εργαζόμενος ή άνεργος δεν μπορεί να λέει ότι δεν τον ενδιαφέρουν. Ακόμα κι αυτοί που απασχολούνται σήμερα σε μια εύρωστη οικονομικά επιχείρηση, δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι στη σημερινή ρευστότητα, με τον ανταγωνισμό να οξύνεται ανάμεσα σε κλάδους και επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, καμιά θέση εργασίας δεν είναι εξασφαλισμένη. Μπορούμε όλοι, για παράδειγμα, να φανταστούμε τι έλεγαν οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ «Μαρινόπουλος», πριν από μερικά χρόνια που η επιχείρηση ήταν πρώτη στον κλάδο...
Η κυβέρνηση σήμερα πουλάει παραμύθι ότι η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων είναι άσκοπο να γίνει, καθώς αφορά έναν πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων και έτσι κι αλλιώς, στις επιχειρήσεις μέχρι 20 εργαζόμενους, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία στη χώρα μας, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Αν έτσι έχει το ζήτημα, τότε θα πρέπει κάποιος να απαντήσει: Γιατί αυτή η επιμονή εκ μέρους του ΣΕΒ; Προφανώς επειδή γνωρίζει καλύτερα ποιον υπηρετεί μια ανατροπή σε αυτό το επίπεδο και γιατί.
Πρώτον, η κατάργηση της διοικητικής έγκρισης αφορά μαζικές απολύσεις πάνω από τα θεσμοθετημένα όρια στους μεγάλους ομίλους, προκειμένου να πετυχαίνουν αναδιαρθρώσεις και συγχωνεύσεις χωρίς να έχουν βαρίδι τους εργαζόμενους που θεωρούν ως πλεονάζον προσωπικό. Αν σκεφτεί κανείς μεγάλες πρώην ΔΕΚΟ που βρίσκονται σε φάση ιδιωτικοποίησης, αλλαγής της μετοχικής σύνθεσης και αναδιάρθρωσης, δεν θα πέσει έξω.
Δεύτερον, γιατί και η αύξηση του ποσοστού από το 5% που ισχύει σήμερα στο 10% για επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζομένων, πάλι εξυπηρετεί τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και όχι το ...φούρνο της γειτονιάς. Υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας τέτοιες επιχειρήσεις; Οχι μόνο υπάρχουν, αλλά απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, οι οποίοι θα βρεθούν στο στόχαστρο στην περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος των απολύσεων.
Σύμφωνα με την «Εργάνη», το 2015, μόλις 523 επιχειρήσεις με αριθμό άνω των 250 ατόμων απασχολούσαν 447.188 εργαζόμενους, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 26,72% του συνόλου των μισθωτών, ενώ ακόμα 3.089 επιχειρήσεις με αριθμό εργαζομένων από 50 έως 249 άτομα απασχολούσαν 307.551 εργαζόμενους ή το 18,38% των μισθωτών. Κατά συνέπεια, μόλις μια χούφτα καπιταλιστικών ομίλων που δεν ξεπερνά το 2% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολεί το 45% των μισθωτών.
Ε, γι' αυτούς τους ομίλους ο ΣΕΒ «καίγεται» να ανατραπεί το καθεστώς των απολύσεων και η κυβέρνηση παριστάνει ότι δήθεν δεν υπάρχει ζήτημα! Και οι δύο, βέβαια, ο καθένας από τη θέση του και το ρόλο του, αποβλέπουν στο ίδιο: Να παραδώσουν 750.000 μισθωτούς χωρίς την ελάχιστη προστασία, έρμαια στα νύχια της εργοδοσίας και να υπηρετηθεί ο στόχος της ανταγωνιστικότητας της «εθνικής» οικονομίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου