Η συζήτηση την επομένη των εκλογών στις ΗΠΑ
Καθόλου φειδωλά δεν είναι τα αστικά επιτελεία στις αναλύσεις τους για το τι οδήγησε στην επικράτηση του Τραμπ έναντι της Κλίντον, για τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που βάρυναν στην εκλογή του, για τις συντελούμενες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και τις επιδράσεις τους στο αντίστοιχο της Ευρώπης, για τα «πολιτικά διακυβεύματα» και τους «κινδύνους» που προκύπτουν από την ανάδειξη και επικράτηση τέτοιων δυνάμεων σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπου μάλιστα προηγήθηκαν των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, διαβάζουμε στον αστικό Τύπο ότι ο Τραμπ είναι «ο Μπερλουσκόνι της Αμερικής» και ότι διαμορφώνεται σιγά - σιγά μια «μαύρη διεθνής», η οποία «θέτει το δίλημμα μπρος Τραμπ και πίσω κατάρρευση του καπιταλισμού». Ειδικά για την Ελλάδα, γράφεται ότι «είναι ζήτημα χρόνου η ανάδυση ελληνογενούς Τραμπ» και ότι «η νέα προγραμματική διακήρυξη είναι εδώ γύρω ζωντανή και συμπαγής», υπονοώντας το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της ενίσχυσης τέτοιων πολιτικών δυνάμεων.
Από άλλους γίνεται η εκτίμηση ότι αντίπαλος του Τραμπ δεν ήταν οι ελίτ, «αλλά οι δυτικές αξίες, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η δικαιοσύνη» και ότι η εκλογή του δίνει «αέρα στα πανιά της ευρωπαϊκής και ανά τον κόσμο ακροδεξιάς». Οτι οι εξελίξεις παραπέμπουν σε «σκηνικό μεσοπολέμου» και ότι οι ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας υπήρξαν «πρόδρομοι» για φαινόμενα τύπου Τραμπ.
Η συζήτηση αυτή ακολουθείται από μια δεύτερη, για το ποιος θα μπορούσε να διαχειριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια με τρόπο που να μη διαχέεται σε δυνάμεις με τα χαρακτηριστικά που ενσαρκώνει ο Τραμπ, με δεδομένο ότι στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται.
Για παράδειγμα, σε μερίδα του Τύπου είναι διάχυτος ο προβληματισμός για το ότι «η εξτρεμιστική δεξιά μπορεί να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά από την αριστερά το θυμό και την απελπισία» και ότι «η ψήφος παίρνει και ταξικά χαρακτηριστικά που εκφράζονται μέσω του ακατάσχετου λαϊκισμού, όπου οι κοινωνίες βρίσκουν αντίδοτο». Στη συζήτηση αυτή παρεμβαίνει και η «Αυγή», η οποία εκφράζει την άποψη ότι θα έπρεπε οι Δημοκρατικοί να επιλέξουν για υποψήφιο Πρόεδρο τον Σάντερς (υποψήφιος των Δημοκρατικών που νικήθηκε από την Κλίντον και δεν πήρε το χρίσμα) και ότι η εκλογή Τραμπ είναι μήνυμα σε Γάλλους, Γερμανούς και Αυστριακούς σοσιαλδημοκράτες «να στραφούν αριστερά».
Γράφει ακόμα ότι η πολιτική που εκφράζει ο Τραμπ πρέπει να βρει απέναντι «τον κόσμο της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, του ουμανισμού» και ότι όσοι πετροβολούν την «αριστερά» δεν πρέπει να το κάνουν, επειδή «η καμπάνα χτυπάει και για αυτούς», από την άνοδο της ακροδεξιάς. Στο ίδιο πνεύμα, κάνει προσπάθεια να απαντήσει στο επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, οι «Podemos», ο Σάντερς, ή το κίνημα «occupy» έχουν την ίδια νομιμοποιητική βάση στη συνείδηση του κόσμου με αυτήν που έχει ο Τραμπ και οι όμοιοί του.
Ποιο είναι το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης; Ποια πολιτική δύναμη και με ποια αναλογία στο μείγμα της διαχείρισης μπορεί να διασφαλίσει με μεγαλύτερη αξιοπιστία την καπιταλιστική ανάκαμψη και ταυτόχρονα να χειραγωγήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει. Για παράδειγμα, δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ εκθειάζουν τη σοσιαλδημοκρατία και εκφράζουν την προτίμησή τους για την πολιτική Σάντερς, όπως έκαναν προηγουμένως για την πολιτική Ομπάμα.
Δεν λένε, βέβαια, ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια που τελικά κατευθύνθηκε εκλογικά προς τον Τραμπ (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της), όχι μόνο δεν κόπασε, αλλά μεγάλωσε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα, ο οποίος εφάρμοσε περισσότερα επεκτατικά μέτρα στη διαχείριση της οικονομίας των ΗΠΑ σε σχέση με αυτά που εφαρμόστηκαν στην ΕΕ. Αλλά και ο σοσιαλδημοκράτης Ολάντ, που επίσης αποθεώνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αύξησε με την πολιτική του τη λαϊκή δυσαρέσκεια, μεγάλο μέρος της οποίας καρπώνεται τώρα εκλογικά η Λεπέν.
Το κριτήριο για κάθε πολιτική δύναμη είναι ποιανού τα συμφέροντα υπηρετεί, των μονοπωλίων ή του λαού, ανεξάρτητα από την αναλογία επεκτατικών και περιοριστικών μέτρων στο μείγμα της διαχείρισης που προτείνει. Ανεξάρτητα, όμως, και από τις διαφορετικές ιστορικές και ιδεολογικές καταβολές, που είναι υπαρκτές και αξιοποιούνται κάθε φορά για τη συστράτευση του λαού σε στόχους αλλότριους προς τα πραγματικά του συμφέροντα.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, πραγματική διέξοδο για τους λαούς μπορεί να υπάρξει, αν απεγκλωβιστούν από τη «Σκύλλα» και τη «Χάρυβδη» της αστικής διαχείρισης, αν χαράξουν το δικό τους δρόμο ρήξης και ανατροπής του σάπιου συστήματος που γεννάει φτώχεια, κρίσεις και πολέμους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου