Και πάλι για τη σημασία της επαναστατικής ηγεσίας
Παρακολουθώ τις δυο τελευταίες μέρες ποικίλες συζητήσεις για τον αν η Κούβα έχει δικτατορία ή δημοκρατία. Το ερώτημα αυτό το θέτουν όχι μόνο άτομα που αντιπαθούν το σοσιαλισμό, αλλά ενίοτε και κάποιοι που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί.
Το ερώτημα από τη φύση του ταιριάζει σε αστικο- φιλελεύθερους διανοούμενους, οι οποίοι φαντασιώνονται μια ιστορία δημιουργημένη όχι από την πάλη των τάξεων, αλλά από τη σύγκρουση των «δημοκρατιών» με τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα.
Το ερώτημα δημοκρατία ή δικτατορία είναι από μαρξιστική σκοπιά κενό περιεχομένου, δεδομένου ότι βρίσκεται πέραν της εξέτασης των ταξικών συμφερόντων και των κοινωνικών σχέσεων που υπερασπίζεται και υπηρετεί μια κρατική εξουσία.
Από μαρξιστική σκοπιά η πιο ανεπτυγμένη και ισχυρή δημοκρατία στον κεφαλαιοκρατικό κόσμο είναι πάντα μια δικτατορία του κεφαλαίου – της αστικής τάξης. Και είναι τόσο πιο φιλελεύθερη, δημοκρατική, ανεκτική και … γοητευτική (για ορισμένους), όσο πιο ισχυρή, ακλόνητη, αδιαμφισβήτητη είναι η εξουσία της κυρίαρχης αστικής τάξης.
Και φυσικά τέτοιες είναι οι δημοκρατίες των πλέον ανεπτυγμένων και ισχυρών κεφαλαιοκρατικών χωρών, όπου ο ελεύθερος πολυκομματισμός και κοινοβουλευτισμός είναι η άλλη όψη μιας αδιαμφισβήτητης συνθήκης: ότι δεν επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστο τις κυρίαρχες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής – ιδιοκτησίας, την ελεύθερη αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης, την ελεύθερη συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου.
Τώρα, όσον αφορά τον εμφανώς ισχυρά συγκεντρωτικό χαρακτήρα των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων (συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Κούβας), τον ιδιαίτερο ρόλο της (συχνά προσωποπαγούς) ηγεσίας σε αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι στις συνθήκες του 20ου αιώνα τα εν λόγω καθεστώτα δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να έχουν άλλα χαρακτηριστικά. Αν δεν ήταν συγκεντρωτικά (και ενίοτε ιδιαίτερα αυταρχικά απέναντι στους αντιπάλους τους) δε θα είχαν υλοποιήσει κανένα στόχο τους, δε θα είχαν υπάρξει.
Η συσπείρωση γύρω από την επαναστατική πρωτοπορία, γύρω από τον ιστορικό ηγέτη (η διαδοχή του οποίου ήταν πάντα εξαιρετικά δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα) είχε πρωτίστως να κάνει με το γεγονός ότι στις συνθήκες του 20ου αιώνα μόνο λίγες ηγετικές μορφές και επαναστατικές πρωτοπορίες μπορούσαν να έχουν την τεράστια οξυδέρκεια, βούληση και αυταπάρνηση που απαιτούνταν για να οδηγήσουν τα τμήματα των εξεγερμένων (πλην όμως στερούμενων την ικανότητα της στρατηγικής σκέψης και στοχοθεσίας) προλεταρίων σε ένα παντελώς άγνωστο και ιδιαιτέρως δύσκολο δρόμο ριζικής αναδιοργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων.
Στις συνθήκες του 20ου αιώνα μόνο λίγες επαναστατικές πρωτοπορίες και ηγεσίες μπορούσαν να αποτολμήσουν ένα εγχείρημα εξαιρετικά συγκρουσιακό, το οποίο απαιτούσε μεγάλες θυσίες, απειλούμενο διαρκώς τόσο από τις πανίσχυρες δυνάμεις των ιμπεριαλιστικών κρατών, όσο και από την εσωτερική αντεπανάσταση και κυρίως από τις εσωτερικές διατηρούμενες αντιθέσεις της εργασίας που αναπαρήγαν καθημερινά και αυθόρμητα σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού στάσεις αδιαφορίας ή και εχθρότητας προς τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία.
Και είναι γεγονός ότι οι ηγέτες των πρώτων σοσιαλιστικών επαναστάσεων υπήρξαν μορφές ηρωικές, μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες.
Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων ήταν αναπόδραστη συνέπεια του εξαιρετικά ασταθούς χαρακτήρα τους, της αναπόδραστης αδυναμίας τους να εξαλείψουν τις μεγάλες απειλές που αντιμετώπιζαν και κυρίως να καταστήσουν τις νέες κοινωνικές σχέσεις μη αναστρέψιμες.
Η κραυγαλέα «γεροντοκρατία» που παρατηρείται στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες ήταν συνέπεια του ισχυρού φόβου ότι σε συνθήκες άσκησης τεράστιας πίεσης από το εξωτερικό (και ενίοτε από το εσωτερικό) πάνω στο κυβερνών κόμμα και πρωτίστως πάνω στην ηγεσία του και απουσίας σαφούς – δοκιμασμένης στρατηγικής οικοδόμησης της νέας κοινωνίας (όταν απαιτούταν ακόμη πολύ μεγάλη διαδρομή μέχρι αυτή η κοινωνία να καταστεί μη αναστρέψιμη) η πιθανή μη ασφαλής διαδοχή ηγεσίας μπορούσε να αποβεί μοιραία για την τύχη του καθεστώτος.
Σαφώς την ίδια κατάσταση αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει (τώρα με μεγαλύτερη ένταση, δεδομένου του εξαιρετικά αρνητικού διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων) και η Κούβα.
Εν κατακλείδι, ας έχουμε υπόψη ότι η πραγματική διαδικασία εμφάνισης και ανάπτυξης της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν ήταν και δε θα μπορούσε να είναι ποτέ αποτέλεσμα εφαρμογής κάποιου καλού – καθαρού – ατσαλάκωτου μοντέλου.
Μερικοί έχουν υπόψη ένα μοντέλο σοσιαλιστικού κράτους του τύπου της Κομμούνας του Παρισιού, το οποίο εισηγήθηκε ο Μαρξ. Αν εξετάσουμε όμως προσεκτικά τις σχετικές ιδέες που διατύπωσε ο Μαρξ θα διαπιστώσουμε ότι στις συνθήκες όλου του 19ου και του 20ού αιώνα αποτελούσαν καθαρή ουτοπία.
Η μεγάλη κοινωνική πρόοδος που συνετελέσθη στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, άσκησε εξαιρετικά ευεργετική επίδραση στη θέση των εργαζομένων και στον καπιταλιστικό κόσμο) συνοδευόταν αναπόφευκτα από ανεπίλυτες αντιφάσεις, διαρκείς σκληρές συγκρούσεις, μεγάλα σφάλματα, αναπόδραστους ελιγμούς, συμβιβασμούς και οπισθοχωρήσεις!
Σε αυτή τη συγκλονιστική, ηρωική και συνάμα δραματική ιστορική πορεία των νέων κοινωνιών η διαρκής παρέκκλιση από την εφαρμογή ενός «καθαρού» κομμουνιστικού ιδεώδους ήταν τελικά αναγκαίος όρος για την όποια εφικτή υλοποίησή του. Φυσικά, η παρέκκλιση αυτή πέραν συγκεκριμένου (και πάντα δυσδιάκριτου) μέτρου, μπορούσε να είναι και ο όρος της ήττας του επαναστατικού εγχειρήματος.
Παρατήρησα ότι δημοσιεύσατε κείμενό μου με λάθος όνομα:Θανάσης Αλεξίου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλώ να το αντικαταστήσετε με το ορθό: Περικλής Παυλίδης