Ο Τράμπ, ο φασισμός και η απατηλή αποτίμηση των αμερικανικών εκλογών
H εκλογή του Τράμπ στις ΗΠΑ πριν από λίγες μέρες ήρθε, σαν απροσδόκητη εξέλιξη, να κυριαρχήσει στην πολιτική συζήτηση. Είναι μια εξέλιξη χαρακτηριστική για το πού πηγαίνουν τα πράγματα. Μετά την άνοδο των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, τώρα έρχεται και η εκλογή ενός ακροδεξιού προέδρου στην μεγαλύτερη καπιταλιστική δύναμη στον κόσμο, στις ΗΠΑ. Εκλογή που έγινε ακριβώς με την ίδια πολιτική γραμμή που οι αντίστοιχες αστικές εφεδρείες ακροδεξιού τύπου ανεβαίνουν σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο: προνόμια στο κεφάλαιο (δήθεν για λύση της ανεργίας), εθνικισμός, ρατσισμός, καταστολή, δημαγωγίες για το «σύστημα», δηλαδή όλη η τυπική ακροδεξιά-φασιστική ατζέντα.
Η εκλογική μάχη στις ΗΠΑ φανέρωσε την ταξική πραγματικότητα και σε αυτή τη χώρα, πραγματικότητα που δεν μπόρεσε να κρυφτεί από τα καθημερινά happenings του απερχόμενου προέδρου στον Λευκό Οίκο με τα οποία μας τροφοδοτούσαν καθημερινά τα εγχώρια ΜΜΕ. Η κρίση του 2008 και οι πολιτικές πριν από αυτήν άφησαν ερείπια για την αμερικάνικη εργατική τάξη και τα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα: 55 εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, εκ των οποίων 15,5 εκατομμύρια είναι παιδιά. Με το μέσο όρο των εσόδων των ανώτερων εισοδηματικά τάξεων στις ΗΠΑ να είναι κατά 400 φορές μεγαλύτερος από το μέσο όρο των αποδοχών των εργαζόμενων στρωμάτων, οι ΗΠΑ κατατάσσονται σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ τέταρτες στον κόσμο στην εισοδηματική ανισότητα, μετά από Μεξικό, Χιλή και Τουρκία, αλλά πρώτες σε ρυθμό αύξησης αυτής της ανισότητας. Και εδώ θα πρέπει να προστεθούν και μια σειρά άλλες ανισότητες που διαπλέκονται άμεσα με το κοινωνικό ζήτημα στις ΗΠΑ (έγχρωμοι, μετανάστες κ.α.)
Σε αυτές τις συνθήκες, οι εξελίξεις στις ΗΠΑ, ακολούθησαν μια πορεία που είχε πολλά κοινά με τις καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς και τις ιδιομορφίες κάθε χώρας. Στο ξέσπασμα της κρίσης, βγήκε στο προσκήνιο μια αριστερή διακυβέρνηση-αμερικανικού τύπου- με τον πιο δυνατό συμβολισμό, τον πρώτο μη λευκό πρόεδρο των ΗΠΑ -και με διακηρύξεις για κοινωνική πολιτική, ελέγχους των τραπεζών, λιγότερους πολέμους κλπ.
Πολύ σύντομα αποδείχθηκε και στις ΗΠΑ ότι όλα αυτά σε συνθήκες κρίσης, επέλασης του καπιταλισμού που είχε προχωρήσει ήταν η αναμονή της δευτέρας παρουσίας: Οι ανισότητες διογκώθηκαν, οι επεμβάσεις αυξήθηκαν, τα κέρδη των καπιταλιστών ανέβηκαν, ενώ οι εργάτες και πολλοί μικροαστοί που τους πήρε η κατηφόρα της κρίσης παραμένουν στην φτώχεια και την ανέχεια, παγιδευμένοι σε ένα παρόν δίχως αύριο.
Όλα τα παραπάνω καθόρισαν τελικά και τα χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης: Μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης των Δημοκρατικών, που στην μεγάλη πλειοψηφία της ανήκει στην εργατική τάξη, ήξερε πολύ καλά ότι η Κλίντον δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα επιχορηγούμενο τσιράκι των πολυεθνικών (όπως και όλοι οι υποψήφιοι στις προεδρικές). Και συνδεόταν με μια πολιτική και οικογενειακή παράδοση της προ της κρίσης περιόδου, όταν οι πολιτικές του Κλίντον (απελευθέρωση των αγορών και διάλυση ακόμα και των τυπικών κανόνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα) οδήγησαν στην καταστροφή του 2008 και τα κοινωνικά της αποτελέσματα, τα οποία εκατομμύρια Αμερικανοί βιώνουν εδώ και χρόνια.
Ούτε τα προκλητικά φούμαρα περί υπεράσπισης των μειονοτήτων, των γυναικών κ.λπ. με τα οποία προσπάθησε να παίξει το επιτελείο των Δημοκρατικών έπιασαν τόπο. Οι μειονότητες στις ΗΠΑ και ειδικά οι έγχρωμοι βιώνουν καθημερινά τον ίδιο ρατσισμό και καταστολή, με τις ρατσιστικές δολοφονίες από αστυνομικούς στις ΗΠΑ να είναι θέμα που σχεδόν κάθε μήνα βρίσκεται στο προσκήνιο.
Όσο για τα περί γυναικών θα αρκούσε η δήλωση της -στρατευμένης στο Δημοκρατικό κόμμα και όχι καμιάς επαναστάτριας- ηθοποιού Σούζαν Σάραντον «Για μένα σημασία έχουν οι θέσεις και όχι το φύλο. Δεν ψηφίζω τη Χίλαρι, γιατί δεν ψηφίζω με το αιδοίο μου». Οι φαρισαϊσμοί περί «αντισεξισμού», την ώρα που η Μαντόνα έκανε παγκόσμια εκστρατεία υπέρ της Χίλαρι υποσχόμενη….. στοματικό έρωτα στους ψηφοφόρους των Dημοκρατικών και γενικότερα όλη η χορωδία των πολυεκατομμυριούχων καλλιτεχνών και των «ανοιχτόμυαλων» στελεχών των πολυεθνικών που έκαναν καμπάνια υπέρ της Χίλαρι, αποξένωσαν παραπέρα, αν δεν εξόργισαν κιόλας την εργατική βάση των Δημοκρατικών.
Σε αυτές τις συνθήκες και καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική (ακόμα και ο σοσιαλδημοκράτης Σάντερς που προσπάθησε να υιοθετήσει μια πιο «ευρωπαϊκού» τύπου αριστερή ρητορική πετάχτηκε έξω μετά από πόλεμο και τερτίπια), όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι έφτυσαν την ίδια την διαδικασία των εκλογών, την στημένη ρητορική του «μικρότερου κακού» και γύρισαν την πλάτη τους σε όλους τους μηχανισμούς εξουσίας που τον κορόιδευαν εκτιμώντας-και πολύ σωστά-ότι κανένας από τους δύο υποψηφίους δεν θα άλλαζε κάτι στην κοινωνική του κατάσταση.
Αν και τα επίσημα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα από το Γραφείο Στατιστικής, οι περίπου 120 εκατομμύρια ψηφοφόροι που φέρεται να ψήφισαν στις εκλογές της περασμένης Τρίτης ισοδυναμούν με το 54% περίπου των 227 εκατομμυρίων Αμερικανών πολιτών άνω των 18 ετών, ηλικία που τους καθιστά ικανούς να ψηφίσουν. Το ποσοστό αυτό είναι μακριά από τα ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές τόσο του 2008 (63.6%) όσο και του 2012 (61.8%), που κέρδισε ο Ομπάμα.
Το θέμα της αποχής είναι σημαντικό γιατί δείχνει και την απάτη της θεωρίας ότι ο Τράμπ κέρδισε την εργατική τάξη, ή ακόμα χειρότερα ότι εξέφρασε γενικά τα «θύματα της παγκοσμιοποίησης» όπως υποστηρίζουν διάφοροι δεξιοί και αριστεροί (όλων των εκδοχών) διανοούμενοι. Οι μισοί Αμερικανοί δεν πήγαν να ψηφίσουν και εκεί βρίσκονται τα περισσότερα «θύματα της παγκοσμιοποίησης». Αν εδώ προσθέσουμε και το μεγάλο τμήμα της εργατικής βάσης των Δημοκρατικών που πήγε με βαριά καρδιά στην κάλπη, με την λογική του μικρότερου κακού, θα δούμε ότι η πραγματική εικόνα βρίσκεται πολύ μακριά από το μήνυμα που -καθόλου αθώα-προσπαθούν να περάσουν τα ΜΜΕ-εγχώρια και ξένα-.
Και ενώ η εργατική τάξη των ΗΠΑ γύρισε την πλάτη στους Δημοκρατικούς (από ότι φαίνεται ούτε οι υποστηρικτές του Σάντερς πήγαν στην κάλπη) ή πήγαινε με τα χίλια ζόρια να ψηφίσει, ο Τράμπ με την ακροδεξιά και φασιστική γραμμή του συσπείρωσε όσο χρειαζόταν τις δυνάμεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Πρόκειται για συντηρητικές -μέχρι και φασίσουζες δυνάμεις- που, (όπως και σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες) έχουν βαθιές ρίζες στην ιστορία, διασυνδέσεις με τον κρατικό κατασταλτικό νομικό μηχανισμό και το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα -βλέπε και κινητοποίηση του FBI ενάντια στην Κλίντον-, υλική υποστήριξη από το μεγάλο κεφάλαιο και διακλάδωση μέσα από τα πολυάριθμα ακροδεξιά φασιστικά λόμπι στις ΗΠΑ (οπλοκατοχή, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, παραστρατιωτικές οργανώσεις και υπηρεσίες ασφαλείας κ.α.) τα οποία ταυτόχρονα διαπλέκονται με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Πρόκειται δηλαδή ξεκάθαρα για ένα αντιδραστικό αστικό πολιτικό ρεύμα ακροδεξιού-φασιστικού τύπου που καμία σχέση δεν έχει με «αντισυστημικές ψήφους» όπως πονηρά γράφουν οι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι για να στήνουν βολικές για αυτούς «εναλλακτικές».
Όλα αυτά δεν αποκλείουν την πιθανότητα μέσα στην εκλογική μάχη να υπήρξαν μετατοπίσεις εργαζομένων κάτω από μια διάθεση αποδοκιμασίας των Δημοκρατικών και της Κλίντον συγκεκριμένα. Όμως όπου υπήρξαν αυτές οι μετατοπίσεις αφορούσαν τα πιο συντηρητικά τμήματα της λευκής εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων και δεν καθόρισαν το αποτέλεσμα.
Αυτό φαίνεται και από ένα άλλο στοιχείο: Η νίκη του Τραμπ, δεν είναι τόσο μεγάλη όσο εμφανίζεται, καθώς οι ψήφοι που πήρε ήταν τελικά γύρω στις 200.000 λιγότερες από αυτές της Κλίντον. Το ποσοστό του Τραμπ (47,5%) ήταν ελαφρώς μικρότερο από αυτό της Κλίντον (47.7%). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ποσοστό του είναι σχεδόν ίδιο με αυτό του Μπούς στις εκλογές του 2000, πριν την 11η Σεπτέμβρη (47,9%, με μικρότερη συμμετοχή). Όσο για τους ψήφους ο Τράμπ πήρε περίπου όσους ψήφους πήρε και ο Μακ Κέιν (60.000.000 και 45,7%) στην πρώτη αναμέτρηση με τον Ομπάμα το 2008, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι βρίσκονταν σε καθοδική πορεία μετά την κρίση και την δεύτερη τετραετία Μπούς. Σε εκείνες της εκλογές μάλιστα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή την οποία καρπώθηκε σχεδόν ολόκληρη ο Ομπάμα (περίπου 70 εκατομμύρια ψήφους).
Πουθενά λοιπόν δεν φαίνεται κάποιο ρεύμα, κάποια σημαντική μετατόπιση μπρος τους Ρεπουμπλικάνους.Στην πραγματικότητα οι εκλογές και η προεκλογική εκστρατεία έδειξαν-μέσω των ΜΜΕ- σε όλο τον κόσμο την βαθιά απαξίωση και των δύο κομμάτων και γενικότερα του πολιτικού συστήματος στην Αμερική, απαξίωση που προφανώς εκμεταλλεύτηκε ο Τράμπ για να εκλεγεί.
Αφού αυτή είναι η πραγματική εικόνα τότε γιατί όλοι οι δεξιοί και αριστεροί μηχανισμοί προσπαθούν να μας παρουσιάσουν τον Τράμπ-συχνά ασκώντας του και κριτική για ξεκάρφωμα-σαν εκφραστή των «θυμάτων της παγκοσμιοποίησης» και «αντισυστημικό»;. Γιατί ο Τράμπ και όλα τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα στην Ευρώπη, αποτελούν μια βολικότατη εναλλακτική και η ανάδειξη τους με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνει καλύτερους όρους για να εγκλωβιστούν προκαταβολικά οι όποιες αντιδράσεις στα δίπολα τύπου Τράμπ-Κλίντον. Αυτό φυσικά βολεύει και την αριστερά για τις επόμενες εκδοχές του «μικρότερου κακού».
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την επομένη των εκλογών άρχισαν και στην Ελλάδα οι αριστερές αναλύσεις για την «αντισυστημική» ψήφο, όπως είχε γίνει και παλιότερα και με άλλα αποκαλούμενα «αντισυστημικά» φαινόμενα τύπου Γκρίλο στην Ιταλία. Tο γεγονός ότι σε αυτές τις αναλύσεις συναντιούνται διάφορες εκδοχές της αριστεράς είναι θέμα συνολικής αντίληψης και όχι μόνο αποτέλεσμα πολιτικού τυχοδιωκτισμού ή αυταπατών για δήθεν «παρέμβαση» στα ακροδεξιά ρεύματα. Ούτε πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι π.χ η διεύθυνση της εφημερίδας ΠΡΙΝ, της εφημερίδας της εκδοχής της «αντικαπιταλιστικής» αριστεράς (της αυτοαποκαλούμενης ως «πραγματικής» σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι η «ψεύτικη»), σε σημερινό της άρθρο, ουσιαστικά σιγοντάρει και νομιμοποιεί τις φασιστικές απόψεις του Τράμπ: “Δεν μπορεί όμως η Αριστερά των ΗΠΑ, της Ευρώπης ή της Ελλάδας να αφήνει αναπάντητους τους φόβους της εργατικής τάξης ότι οι μετανάστες θα της φάνε τις δουλειές, επειδή δέχονται να παίρνουν χαμηλότερους ή και πολύ χαμηλότερους μισθούς”. Δεν έχουν εξάλλου περάσει πολλά χρόνια εξάλλου που από αντίστοιχες σελίδες και χώρους ακουγόντουσαν ύμνοι για τον ακροδεξιό Ορμπάν επειδή δήθεν τα…. έβαλε με το ΔΝΤ.
Στις ΗΠΑ λοιπόν έγινε ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη: Ο καπιταλισμός κράτησε το ξεπέρασμα της κρίσης για αυτούς που είναι φτιαγμένος να εξυπηρετεί: Τους αστούς, ορισμένα μικροαστικά στρώματα και το πολυάριθμο πολιτικό, οικονομικό, κρατικό και ιδεολογικό τους προσωπικό. Οι υπόλοιποι που έμειναν απέξω έμειναν στο 2008 χωρίς μέλλον. Καθώς τα καύσιμα από το δεξιό και αριστερό δούλεμα εξαντλήθηκαν, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα γυρνάν την πλάτη στις εκλογικές διαδικασίες και ξεπροβάλλουν οι ακροδεξιοί και οι φασίστες. Δεν πρόκειται για μια εξέλιξη «μία από τα ίδια»: για παράδειγμα η εκλογή Τράμπ δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο ούτε το εσωτερικό, ούτε το εξωτερικό, θα οξύνει ακόμα περισσότερο όλες τις αντιθέσεις και θα επιταχύνει πολλές αντιδραστικές εξελίξεις που έτσι και αλλιώς προχωρούσαν και με τους Δημοκρατικούς.
Όσο και αν η λύση της αποχής που επέλεξαν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στην Αμερική (αλλά και σε άλλες χώρες) είναι απολύτως λογική (και σίγουρα πιο λογική από το να ψήφιζαν Κλίντον που πήρε 500 εκατομμύρια-πόσο ρεκόρ-από τις πολυεθνικές για να κάνει προεκλογική εκστρατεία την ώρα που 50 εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική-στην Αμερική των Δημοκρατικών-έχουν πρόβλημα σίτισης-) δεν αποτελεί πραγματική λύση.
Η αποχή δεν βγάζει άλλη πρόταση εξουσίας. Η ανάγκη για πραγματική εναλλακτική-σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο-προβάλλει περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Και πια ξέρουμε ότι αυτή η εναλλακτική, αν έρθει, δεν θα έρθει από την αριστερά η οποία συγκροτήθηκε γύρω από σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές όλων των εκδοχών είτε στην θεωρία είτε/και στην πράξη τον 20οαιώνα. Στρατηγικές που οι κοινωνικές και πολιτικές τους βάσεις η οι διεθνείς συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκαν (μεταπολεμική ισορροπία, ψυχρός πόλεμος) κ.λπ. έχουν εκλείψει προ πολλού. Για αυτό εξάλλου όπου αναλαμβάνουν την εξουσία ταχύτατα εκφυλίζονται σε αριστερά γραφεία τύπου της εκάστοτε αστικής τάξης.
Σήμερα, τόσο στην δική μας χώρα αλλά και διεθνώς, χρειαζόμαστε ένα νέο αφήγημα. Και αυτό δεν θα πρέπει να αναπαράγει ούτε τις αυταπάτες αλλά ούτε και τα λάθη προηγούμενων εποχών. Αφήγημα που θα απευθύνεται ενωτικά, πρώτα και κύρια σε όλους όσους έχουν πραγματικό ταξικό συμφέρον να αγωνιστούν για να τελειώνει οριστικά ο εφιάλτης του κοινωνικού μεσαίωνα που ζούμε. Και αυτό το αφήγημα , αν υπάρξει, για να απαντήσει στα σημερινά προβλήματα θα πρέπει να δει πιο πέρα, στην συγκρότηση μιας άλλης πρότασης για την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας. Αξιοποιώντας και όλη την αρνητική και θετική πείρα του παρελθόντος. Εδώ βρίσκεται η επικαιρότητα της Κομμουνιστικής πολιτικής, με την εργατική τάξη μπροστά, σαν τον μόνο δρόμο που μπορεί σήμερα να ενώσει τους εργαζόμενους στην προοπτική ενός καλύτερου αύριο και στον αγώνα ενάντια στον φασισμό που είναι εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου