Το ταξικο κριτηριο στην τοποθετηση του ΣΕΒ για το νομοσχεδιο Γαβρογλου
Οι αλλαγές που προωθούνται στην Εκπαίδευση μπορούν να αξιολογηθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις υπό το πρίσμα της σχέσης Παιδείας - οικονομίας, στο έδαφος της κάθε φορά οικονομίας, εν προκειμένω της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας με δεδομένη τη μεταβατική φάση που αυτή διέρχεται. Από τη σκοπιά αυτή πρέπει να κριθεί και το πανεπιστήμιο που διαμορφώνεται από τις διατάξεις του νομοσχεδίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση που έχει φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Για το σκοπό αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να μελετήσει κανείς τις σχετικές παρεμβάσεις του ΣΕΒ, ο οποίος αμέσως μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου Γαβρόγλου στη Βουλή, έβγαλε ανακοίνωση για την «τοποθέτηση ΣΕΒ επί του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Παιδείας». Η ανακοίνωση συνοδεύεται και από την επιστολή που έστειλε ο Σύνδεσμος στο υπουργείο.
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι στα δύο αυτά κείμενα είναι ευδιάκριτη η διαφορά στον τόνο, κάτι που έχει την εξήγησή του: Η ανακοίνωση στοχεύει στο να δώσει το στίγμα των εκπροσώπων των βιομηχάνων στην οξυμένη αντιπαράθεση που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετούς μήνες, έχει δηλαδή δημόσια αναφορά, αναδεικνύει τα ζητήματα που ο ΣΕΒ κρίνει ότι χρειάζεται να ζυμωθούν στο δημόσιο διάλογο, στη λεγόμενη κοινή γνώμη. Η επιστολή, από την άλλη, αφορά τις άμεσες υποδείξεις των εκπροσώπων του κεφαλαίου στην κυβέρνηση, που διαχειρίζεται και προωθεί τα συμφέροντά του. Το κοινό στοιχείο και των δύο κειμένων είναι ότι έχουν το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό επίπεδο.
Οι αλλαγές που ζητάει ο ΣΕΒ
Ετσι, λοιπόν, ο ΣΕΒ στην ανακοίνωσή του κάνει λόγο για «ένα νομοσχέδιο που περιλαμβάνει ρυθμίσεις που διευρύνουν το χάσμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης με την οικονομία», εστιάζοντας σε πολύ συγκεκριμένα σημεία του νομοσχεδίου. Συγκεκριμένα, ο ΣΕΒ εστιάζει στα εξής:
-- «Ιδρυση νέων θεσμών με ασαφή κατεύθυνση (Ακαδημαϊκά Συμβούλια)», ζητώντας περαιτέρω διασαφηνίσεις του ρόλου και της λειτουργίας τους.
-- «Ανάθεση νέων ρόλων στα ιδρύματα χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση (Κύκλοι Επαγγελματικής Εκπαίδευσης)», ζητώντας δηλαδή να διασφαλιστεί η λειτουργία τους, καθώς άλλωστε το διαρκώς επανακαταρτιζόμενο φτηνό εργατικό δυναμικό αποτελεί προϋπόθεση για το στέριωμα της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, πατώντας πάνω στα συντρίμμια της κρίσης.
-- «Εισαγόμενη πολυπλοκότητα στην οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών και η αποθάρρυνση ανάπτυξής τους», ζητώντας ουσιαστικά απλοποίηση των διαδικασιών και μεγαλύτερη ευελιξία στη λειτουργία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Για να μη μείνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις προτεραιότητες που θέτουν ως προς το νομοσχέδιο Γαβρόγλου οι θεσμικοί εκπρόσωποι των βιομηχάνων, η ανακοίνωση του ΣΕΒ καταλήγει επισημαίνοντας ότι «κρίνουμε αναγκαία την επανεξέταση των συγκεκριμένων άρθρων του νομοσχεδίου».
Μηνύματα με πολλούς αποδέκτες
Φυσικά, σε ένα πολιτικό σκηνικό στο οποίο σημειώνονται πολλές διεργασίες και με το χώρο της Παιδείας να έχει επιλεγεί ως χώρος ζύμωσης ανακατατάξεων (δεν είναι τυχαία η συνεχής αναφορά από τη μεριά της αντιπολίτευσης στην «ευρύτατη συναίνεση» στην υπερψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου), ο ΣΕΒ παρεμβαίνει, στέλνοντας μηνύματα με πολλούς αποδέκτες.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην εισαγωγή της ανακοίνωσής του υπογραμμίζει ότι «η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα και η οριστική έξοδος της χώρας από την κρίση προϋποθέτουν ευρύτερες συναινέσεις», καλώντας έτσι τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού έναντι οποιουδήποτε διακυβεύματος την πορεία προς τη σταθεροποίηση του περάσματος σε φάση ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ρητορική περί ανάγκης συναίνεσης, ιδίως ως προς τα εκπαιδευτικά, χρησιμοποιείται κατά κόρον, πέρα από την αντιπολίτευση, και από τον υπουργό Παιδείας.
Συνεχίζοντας, ο ΣΕΒ σημειώνει την κρισιμότητα που έχουν οι «σημαντικές επενδύσεις στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας», γεγονός που άλλωστε είναι αναμφισβήτητο αφού, όπως λέει και το εύστοχο σύνθημα, χωρίς τον εργάτη γρανάζι δε γυρνά και για την κερδοφορία του κεφαλαίου είναι απαραίτητοι οι εργάτες με δεξιότητες που προσαρμόζονται εύκολα στις εκάστοτε απαιτήσεις του εργοδότη τους. Παρότι, όμως, υπάρχει στρατηγική σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιπολιτευόμενων αστικών κομμάτων στην κατεύθυνση αυτή, οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις συχνά βάζουν πρόσκαιρα εμπόδια στην επιτάχυνση των απαιτούμενων αναδιαρθρώσεων και στην υλοποίηση των απαραίτητων γι' αυτούς προσαρμογών. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο ΣΕΒ υπογραμμίζοντας ότι, «δυστυχώς, ο χώρος της Παιδείας έχει επί πολλά χρόνια ταλαιπωρηθεί με αλλεπάλληλες και αντικρουόμενες αλλαγές». Διόλου τυχαίο το ότι αντίστοιχες διατυπώσεις θα ακούσουμε αυτές τις μέρες στη Βουλή από όλα τα αστικά κόμματα. Ο ΣΕΒ, από μεριάς του, ζητάει επιμονή στην κατεύθυνση «μετάβασης σε μια σύγχρονη οικονομία της γνώσης, όπου τα πανεπιστήμια και οι επιχειρήσεις συνεργάζονται αρμονικά».
Η επιστολή του ΣΕΒ
Η επιστολή που απέστειλαν οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων στο υπουργείο επ' αφορμή του νομοσχεδίου, χωρίς να κινείται σε διαφορετική γραμμή, έχει διαφορετικό περιεχόμενο, όσο και ύφος.
Σε αυτή, ο ΣΕΒ εμφανίζεται πιο επιθετικός προς την κυβέρνηση, κάτι που εύκολα εξηγείται: Απευθύνονται οι βιομήχανοι σε αυτούς που έχουν αναλάβει να προωθήσουν τις θέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της στην πράξη. Είναι, δηλαδή, διαφορετικό το πλαίσιο της τοποθέτησης, διαφορετικό το επίπεδο σχέσεων μεταξύ τους. Εξ ου και είναι και διαφορετικός ο λόγος που χρησιμοποιείται, σε σχέση με τα όσα προορίζονται για ευρεία κατανάλωση.
Τα ζητήματα που θέτει η επιστολή του ΣΕΒ αφορούν τις πιο επιθετικές αξιώσεις των βιομηχάνων σε σχέση με καθυστερήσεις που διατηρούνται και από το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για την ακόμα πιο άμεση εμπλοκή των επιχειρήσεων στη λειτουργία των πανεπιστημίων, στο περιεχόμενο και την οργάνωση των σπουδών. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι συγκεκριμένες παρεμβάσεις που ζητάει ο ΣΕΒ.
Τι απαιτούν οι βιομήχανοι
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι ο ΣΕΒ θέτει ζήτημα απευθείας συνεργασίας πανεπιστημίων και επιχειρήσεων για τη διοργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων, ενώ ζητά και «αξιολόγηση και πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών από ανεξάρτητους φορείς ώστε να διασφαλίζεται ότι ανταποκρίνονται στις εξελίξεις των επιστημών, των επαγγελματικών προοπτικών αλλά και των σύγχρονων τάσεων στην αγορά εργασίας».
Προτάσσοντας την ανάγκη να διασφαλίζεται και μέσω του μηχανισμού των πανεπιστημίων φθηνό εργατικό δυναμικό για τις επιχειρήσεις, ο ΣΕΒ απαιτεί την «καθιέρωση της πρακτικής άσκησης εντός του προγράμματος σπουδών, σε Σχολές και Τμήματα θετικής, τεχνολογικής και οικονομικής κατεύθυνσης με πιστωτικές μονάδες, με ελάχιστη διάρκεια 3 ημερολογιακών μηνών», με την πληρωμή των πρακτικάριων φυσικά να μην επιβαρύνει τις επιχειρήσεις, εξ ου και ο ΣΕΒ ζητά τον «προσδιορισμό πόρων και πηγών χρηματοδότησης», καθώς και τη διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου που διασφαλίζει ότι δε θα επιβαρύνονται ούτε με ασφαλιστικές εισφορές, θέτοντας το ζήτημα της «ασφάλισης φοιτητών κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης», μετά από διαβούλευση «με την επιχειρηματική κοινότητα, βασικό συντελεστή στον θεσμό της πρακτικής άσκησης».
Εκτιμώντας ως «κατ' αρχήν θετική» την πρόβλεψη του νομοσχεδίου για διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης για αποφοίτους των ΕΠΑΛ, ο ΣΕΒ ζητά την «αποσαφήνιση της σύνδεσης των 2ετών κύκλων με την αγορά εργασίας και ιδιαίτερα με τη διάγνωση αναγκών της αγοράς εργασίας», δίνοντας έτσι το στίγμα για το τι ακριβώς επιδιώκεται από τη συγκεκριμένη ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση, ενώ θέτει και ζήτημα «κάλυψης της χρηματοδοτικής επιβάρυνσης των ιδρυμάτων από την ανάληψη του συγκεκριμένου έργου», ουσιαστικά ζητώντας πιο ενεργό ρόλο των επιχειρήσεων στην οικονομική λειτουργία των ιδρυμάτων.
Σε ό,τι αφορά τα μεταπτυχιακά, η κριτική του ΣΕΒ περιορίζεται στην ανάγκη άρσης γραφειοκρατικών εμποδίων, αλλά και στις αμοιβές των διδασκόντων, ζήτημα το οποίο δεν αναφέρεται φυσικά στους διδάσκοντες (μόνιμους και συμβασιούχους) που πλήττονται από την αφαίμαξη των μισθών τους, αλλά στα στελέχη και συνεργάτες επιχειρήσεων (από την Ελλάδα και το εξωτερικό) που χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς των ιδρυμάτων για να ενισχύσουν την κίνηση των τραπεζικών τους λογαριασμών. Μάλιστα, ο ΣΕΒ επιζητά και τη ρητή αναφορά στη δυνατότητα στελεχών των επιχειρήσεων να διδάσκουν στα μεταπτυχιακά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επισημάνσεις του ΣΕΒ σε σχέση με τη λειτουργία των ΕΛΚΕ, ζήτημα για το οποίο επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δυσχεραίνουν «την ευελιξία στη διαχείριση των οικονομικών εισροών των Πανεπιστημίων από συνεργασίες με τις επιχειρήσεις τόσο σε θέματα Ερευνας και Ανάπτυξης όσο και σε ευρύτερα θέματα παροχής υπηρεσιών», εντοπίζοντας μάλιστα το πρόβλημα στο ότι η μεταφορά «μέρους των εσόδων του ΕΛΚΕ στον προϋπολογισμό των Πανεπιστημίων καθώς και η μεταφορά των αποθεματικών του ΕΛΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος αφαιρούν ευελιξία από την αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω πόρων», τονίζοντας τον κίνδυνο μετατροπής του ΕΛΚΕ από «ευέλικτο εργαλείο διαχείρισης πόρων» σε «υπηρεσία του κεντρικού υπουργείου».
Τέλος, σε σχέση με το θεσμό του Περιφερειακού «Ακαδημαϊκού Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας (ΑΣΑΕΕ)» που εισάγεται από το νομοσχέδιο, ο ΣΕΒ διατυπώνει αμφιβολίες όχι ως προς το περιεχόμενό του, αφού η περιφερειακή διάσταση στη χάραξη της αναπτυξιακής στρατηγικής του κεφαλαίου αποτελεί βασικό εργαλείο σε επίπεδο ΕΕ, αλλά σε σχέση με την ικανότητα που θα έχουν, βάσει στελέχωσης και άλλων προβλεπόμενων ρυθμίσεων, στα όργανα αυτά να «δίδεται ουσιαστικός ρόλος των επιχειρήσεων στη χάραξη προτάσεων στρατηγικής».
Αντιπαράθεση σε ξένα αλώνια
Το να παρατηρεί κανείς τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των αστικών κομμάτων και επιτελείων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μπορεί να διακρίνει την κοινή τους αγωνία για την προώθηση των ενιαίων στρατηγικών στοχεύσεων του κεφαλαίου ταυτόχρονα με τους διαγκωνισμούς για τον τρόπο προώθησης, την καταλληλότητα όσων επιζητούν ρόλο στη χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής αυτής, τις εσωτερικές έριδες και ανταγωνισμούς μεταξύ μερίδων της αστικής τάξης.
Αυτό δεν πρέπει, βέβαια, να αποσπά κανένα από το κύριο: Από το γεγονός ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές γίνονται σε έδαφος εχθρικό για τις ανάγκες της εργατικής τάξης, των φοιτητών της λαϊκής οικογένειας, όσων σε λίγα χρόνια θα πιάσουν δουλειά. Ανεξάρτητα από το βαθμό της επιστημονικής τους ειδίκευσης και από τον ιδρώτα των χεριών και το στύψιμο του μυαλού τους, το κεφάλαιο θα επιζητά να αυγαταίνει σε βάρος τους τα κέρδη του.
Από τη σκοπιά αυτή μπορεί να δει κανείς και τη συζήτηση για το νομοσχέδιο Γαβρόγλου και, με ανυποχώρητο κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες, να το στείλει εκεί που του αξίζει: Στον κάλαθο των αχρήστων. Κι αυτό, γιατί είναι χρήσιμο μόνο για όσους νοιάζονται για το πώς οι «ελληνικές επιχειρήσεις θα έχουν έμμεσα σημαντικά οφέλη», όπως επιχαίρει ότι πετυχαίνει το υπουργείο, στην έκθεση συνεπειών που συνοδεύει το νομοσχέδιο.
Δημήτρης ΚΟΙΛΑΚΟΣ
Μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου