Αντιλαϊκα μετρα χωρις τελος, στο "μονοπατι" της ευθραυστης καπιταλιστικης ανακαμψης

 διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές, θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια".
Με αυτήν την «επισήμανση», που έρχεται να προστεθεί στις ανάλογες εκτιμήσεις και «προτροπές» του εγχώριου κεφαλαίου και των εκπροσώπων των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, στο επίκεντρο, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δημοσίευσε την περασμένη Τετάρτη την τριμηνιαία έκθεσή του (Απρίλης - Ιούνης 2017), όπου καταγράφονται οι σημαντικότερες οικονομικές εξελίξεις, οι εκτιμήσεις, αλλά και η ατελείωτη λίστα των αντιλαϊκών μέτρων, των αναδιαρθρώσεων και των υπόλοιπων «προαπαιτούμενων» για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας που βρίσκεται μπροστά.
"Αμεση εφαρμογή" των νέων αντιλαϊκών μέτρων...
Η έκθεση, καταγράφοντας ως σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη του προηγούμενου τριμήνου την ολοκλήρωση της 2ης «αξιολόγησης» του 3ου μνημονίου, που «δημιουργεί κατ' αρχάς προϋποθέσεις» «για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας», αλλά και τα όσα ακολούθησαν, όπως η απόφαση του ΔΝΤ, η έκδοση του 5ετούς κρατικού ομολόγου αλλά και ομολόγων επιχειρηματικών ομίλων κ.ο.κ., επισημαίνει πως «με την δεύτερη αξιολόγηση δεν τέλειωσε η προσαρμογή» και πως «η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι πρόσκαιρη (όπως το 2014) αν η κυβέρνηση στείλει αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και, συγκεκριμένα, αν δεν προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των 113 δράσεων του συμπληρωματικού μνημονίου και της συμφωνίας με το ΔΝΤ που αποτυπώνεται στο letter of intent ("επιστολή προθέσεων") που απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση στο Ταμείο».
Θυμίζοντας δε τη λαίλαπα των αντιλαϊκών μέτρων που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση από κοινού με τους «θεσμούς» για το αμέσως επόμενο διάστημα, επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα πως «η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην Ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα. Μεταξύ των παρεμβάσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, είναι (...) η αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των εργαζομένων, η πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά (...) Επίσης, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλάζουν οι όροι χορήγησης των αναπηρικών και των οικογενειακών επιδομάτων, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο...».
Σημειώνει δε ότι «ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και των επόμενων θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων» αλλά και ότι «πέρα από το θέμα του χρόνου, σημαντική είναι και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα».
...και μνημόνια στο διηνεκές...
Η έκθεση, που ουσιαστικά καταγράφει πως η πρόσφατη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, ως διαδικασία επαναδανεισμού του αστικού κράτους, «ναι μεν σηματοδοτεί την αργή επιστροφή στην "κανονικότητα" αλλά (...) θα επιφέρει και νέες επιβαρύνσεις γιατί τα επιτόκια δανεισμού θα είναι υψηλότερα από αυτά του ΕΜΣ», επιβαρύνσεις βέβαια που θα πληρώσει και πάλι ο λαός, ασχολείται και με το ζήτημα της μελλοντικής χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών της χώρας μετά το τέλος του 3ου προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, και τις τρεις βασικές επιλογές που έχει μπροστά της η αστική τάξη: «α. Την "καθαρή" έξοδο στις αγορές, β. Την έξοδο με προληπτική γραμμή πίστωσης υπό όρους και γ. Το νέο δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ή τέταρτο μνημόνιο κατά το πρότυπο των προηγούμενων)».
Βάζοντας ως κεντρικό ερώτημα, «είναι η χώρα προετοιμασμένη να υποβληθεί στην "πειθαρχία" των αγορών για τη δημοσιονομική πολιτική της;», και συμπληρώνοντας ότι «πολλά θα κριθούν κατά την εφαρμογή του "συμπληρωματικού μνημονίου συνεννόησης" τους αμέσως επόμενους μήνες, από τη διευθέτηση του χρέους και από την επιστροφή στην ανάπτυξη», η έκθεση καταλήγει ότι «όποια λύση και αν τελικά επιλεγεί, η "καθαρή" έξοδος στις αγορές ή το αγκυροβόλιο του ΕΜΣ (π.χ. μέσω μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης), θα συνοδεύεται από εποπτεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, πράγμα που συχνά παραβλέπει η δημόσια συζήτηση», προσθέτοντας πως «δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη "πολυμερής εποπτεία" είναι μέρος των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση (...) Επομένως, μεγάλο τμήμα των εθνικών οικονομικών επιλογών προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη».
...για "διάρκεια" κερδών...
«Η έξοδος στις αγορές, για να έχει συνέχεια, προϋποθέτει ισχυρή οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια», επισημαίνει η έκθεση, καταγράφοντας ταυτόχρονα ότι η «διατηρησιμότητα» της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανάκαμψης εξαρτάται από ένα πλέγμα παραγόντων και συγκεκριμένα:
-- Τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, για την οποία λέει πως αποτελεί τη μεγάλη πηγή αβεβαιοτήτων, «οι δανειστές μας δεν έχουν καταλήξει σε οριστικές λύσεις», ενώ «εκτός από άλλα, ανοιχτό μένει και το ερώτημα αν θα έπρεπε να προηγηθεί της εξόδου στις αγορές η αναδιάρθρωση του χρέους», επισημαίνοντας ωστόσο πως «η λύση αυτή (σ.σ. της αναδιάρθρωσης πριν την έξοδο), την οποία προκρίνει έμμεσα και το ΔΝΤ, δεν γίνεται δεκτή από τους Ευρωπαίους εταίρους».
-- Τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, για την οποία σημειώνει πως «δεν θα είναι εύκολη υπόθεση» και πως «οι επιδόσεις της χώρας στον τομέα αυτόν ήταν μέχρι σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, αμφίβολες».
-- Τη σταθερότητα των θεσμών, επισημαίνοντας ότι «η θεσμική σταθερότητα συνυφαίνεται με τις βαθύτερες αξίες και πεποιθήσεις των ατόμων όπως (...) πεποίθηση ότι η επιτυχία εξαρτάται από την ατομική προσπάθεια κ.λπ. Και εδώ είναι η μεγάλη δυσκολία, γιατί αυτές οι αξίες διαμορφώνονται ιστορικά και δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη».
-- Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, όπου σημειώνει πως «το ΓΠΚΒ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή. Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στον εξορθολογισμό των δαπανών και στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή ορθολογική μείωση των φόρων».
-- Την ύπαρξη εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, που «εξυπηρετεί την ανάγκη για ένα μακροχρόνιο "σχέδιο" για τη δομή της ελληνικής οικονομίας ως το 2025 ή 2030 που θα οργανώνει την κρατική παρέμβαση κατά το βαθμό που είναι αναγκαία και θα προσανατολίζει το ίδιο το κράτος και την επιχειρηματικότητα», επισημαίνοντας ότι ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να εξειδικεύεται κλαδικά και να προσανατολίζει στην «εξωστρέφεια» της καπιταλιστικής οικονομίας ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό χαρακτηρίζει θετικό γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει την επεξεργασία της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2021» καθώς και ότι αυτή περιλαμβάνει δέσμες δράσεων ανά υπουργείο, ενώ ζητάει μεγαλύτερη «σαφήνεια» στα μέτρα και στην ποσοτικοποίησή τους, επισημαίνει τη σημασία ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου και κριτικάρει την ίδρυση «σωρείας δημόσιων φορέων αμφίβολης χρησιμότητας».
-- Τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, κάνοντας λόγο για το ότι «η εκτεταμένη ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων χωρίς αντίστοιχη μείωση των τιμών, η "νέα φτώχεια" και τα νέα πρότυπα επισφαλούς εργασίας απαιτούν στοχευμένη στρατηγική αντιμετώπισης (...) Η "κοινωνική πόλωση" όσο δεν αντιμετωπίζεται, αποτελεί βάση για πολιτική αστάθεια».
Τέλος, η έκθεση αναφέρεται και στις αλλαγές που δρομολογούνται στην Ευρωζώνη επισημαίνοντας πως «οι αναπόφευκτες από ό,τι φαίνεται αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική θα προσφέρουν κατά πάσα πιθανότητα και σημαντικές ευκαιρίες στις χώρες που θα μπορούν να τις παρακολουθήσουν. Η Ελλάδα πρέπει να είναι μία από αυτές».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις