Δείξε μου τους συμμάχους σου να σου πω ποιος είσαι ...
Συμμαχίες μέσα κι έξω από τη χώρα για τα Εργασιακά ισχυρίζεται ότι συγκροτεί η κυβέρνηση, προκειμένου - όπως λέει - να υπερασπιστεί το αποκαλούμενο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» έναντι του «νεοφιλελεύθερου», το οποίο αποδίδει στο ΔΝΤ.
Γενικά, η κυβέρνηση και το υπουργείο Εργασίας προσπαθούν να συντηρήσουν το χρεοκοπημένο παραμύθι των δυνάμεων του «καλού», στις οποίες εντάσσουν την πλευρά της ΕΕ στο κουαρτέτο, και του «κακού» (βλέπε Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), που έχει «ακραία νεοφιλελεύθερες απόψεις για τα Εργασιακά», όπως έλεγε τις προάλλες σε συνέντευξή του ο Γ. Κατρούγκαλος.
Ο υπουργός Εργασίας ανέφερε, επίσης, ότι στο πλαίσιο των προσπαθειών να συγκροτηθεί η συμμαχία υπεράσπισης του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», θα γίνει ένα διεθνές συνέδριο στην Αθήνα, μέσα στο Σεπτέμβρη, όπου θα συμμετάσχουν η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων και υπουργοί Απασχόλησης ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Αυστρία κ.ά.
Για να δούμε όμως: Τι κάνουν οι άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ στις χώρες τους σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά και ποιοι είναι στην πραγματικότητα οι «σύμμαχοι» της κυβέρνησης, σε μια διαπραγμάτευση η οποία, έτσι κι αλλιώς, καμιά σχέση δεν έχει με τα συμφέροντα των εργαζομένων και γίνεται αποκλειστικά για το κεφάλαιο;
Οι σύμμαχοι του ...εξωτερικού
Στη Γαλλία του Ολάντ, που θα έφερνε «νέο αέρα στην Ευρώπη», κατά τον Αλ. Τσίπρα, πρόσφατα επιβλήθηκε ο νόμος, γνωστός με το όνομα της υπουργού Απασχόλησης, «Ελ Κομρί». Μεταξύ άλλων, ο νόμος αυτός δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη να βάζει τον εργαζόμενο να δουλεύει μέχρι 10 ή και 12 ώρες.
Ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας παραμένει τυπικά στις 35 ώρες, όμως ορίζονται ως μέγιστο όριο οι 48 ώρες τη βδομάδα, που μπορεί να γίνουν 60 μετά από έγκριση της διοίκησης και να υπολογίζονται στο τρίμηνο. Πρόκειται δηλαδή για κλασική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στη βάση οδηγιών της ΕΕ που έχουν ενσωματωθεί στη νομοθεσία πολλών άλλων κρατών - μελών.
Ακόμα, ο ίδιος νόμος μείωσε την προσαύξηση του μισθού για τις υπερωρίες, έδωσε τη δυνατότητα αλλαγής των όρων μιας κλαδικής σύμβασης μέσω μιας επιχειρησιακής, διευκολύνει τόσο τις απολύσεις, μειώνοντας τις αποζημιώσεις, όσο και τις ομαδικές απολύσεις, δημιουργώντας προσχήματα γι' αυτές, όπως μέτρα «αναγκαία για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας» κ.ά.
Στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια προωθείται η αντεργατική μεταρρύθμιση με τον τίτλο «Job's Act» («Δράση για την Απασχόληση»), η οποία έχει ήδη εξασφαλίσει για τους μεγαλοεπιχειρηματίες ευκολότερες απολύσεις, διεύρυνση της δυνατότητας χρήσης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και άλλες ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Χαρακτηριστική είναι παλιότερη δήλωση του πρωθυπουργού, Μ. Ρέντσι, που αναδείκνυε τον αντεργατικό χαρακτήρα των αλλαγών αυτών: «Αν σήμερα υπάρχει μια εταιρεία που θεωρεί ότι είναι αδύνατο να επενδύσει στην Ιταλία εξαιτίας των συνθηκών στην αγορά εργασίας της, αυτές οι αμφιβολίες τώρα έχουν τελειώσει. Μπορούν (οι επιχειρήσεις) να επενδύσουν στην Ιταλία (έχοντας διασφαλίσει) μια πολύ ευέλικτη αγορά εργασίας»!
Στην Ισπανία, η μέχρι πρότινος κυβέρνηση του Μ. Ραχόι (τον οποίο επίσης θαύμαζε ο Αλ. Τσίπρας για τις ...διαπραγματευτικές του ικανότητες) προώθησε το 2012 αντεργατική μεταρρύθμιση που μείωσε δραστικά την αποζημίωση απόλυσης, έδωσε το δικαίωμα στους εργοδότες να μην τηρούν τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια ελαστικοποίησης του ωραρίου των εργαζομένων. Επίσης, επέκτεινε τη δυνατότητα χρήσης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μείωσε τις μέρες για την αποζημίωση απόλυσης στις 33 ανά έτος εργασίας, από 45 που ήταν πριν.
Μιλώντας για την Ισπανία, παρουσιάζει ενδιαφέρον και το εξής στοιχείο: Από τις 1.000.000 νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το 2014 και το 2015, οι περισσότερες έχουν να κάνουν με επισφαλή απασχόληση, «δουλειές του ποδαριού» ή «trabajo basura » («δουλειά για τα σκουπίδια»). Με απλά λόγια, το 92% των θέσεων αφορά ημιαπασχόληση, δουλειά η οποία είναι προσωρινή - μπορεί να διαρκεί και μερικές μέρες μόνο - και κακοπληρωμένη.
Στη Γερμανία, για να γίνει μια απεργία πρέπει να ψηφίσει υπέρ αυτής το 75% των μελών του συνδικάτου (!) ενώ οι εργοδότες έχουν το δικαίωμα να κάνουν λοκ-άουτ. Από το 2015 υποτίθεται ότι ισχύει το κατώτατο ωρομίσθιο, των 8,50 ευρώ, όχι όμως για όλους. Από αυτό εξαιρούνται οι νέοι κάτω των 18 ετών, οι εκπαιδευόμενοι, οι μακροχρόνια άνεργοι κατά τους πρώτους έξι μήνες μετά την πρόσληψή τους, όσοι κάνουν πρακτική έως τρεις μήνες και άλλες κατηγορίες. Ακόμα, μέχρι το τέλος του 2016 υπάρχουν κλάδοι που μπορούν να δίνουν λιγότερο από το κατώτατο μεροκάματο.
Στη χώρα - «ατμομηχανή» της ΕΕ, εποχικοί εργαζόμενοι που απασχολούνται σε επισιτισμό, τουρισμό και γεωργία λιγότερο από 70 μέρες δεν δικαιούνται Κοινωνική Ασφάλιση. Η πλήρης απασχόληση μειώνεται διαρκώς, δίνοντας τη θέση στις ελαστικές σχέσεις εργασίας: Οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης το 1997 ανέρχονταν στο 82,5% του συνόλου και σήμερα έχουν πέσει στο 55%. Κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι νέες μορφές απασχόλησης (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, προσωρινή εργασία κ.ά.) φθάνοντας στο 45%, από 17,5% που ήταν το 1997.
Τι επιβεβαιώνεται λοιπόν από τα παραπάνω; Οτι συνολικά στα κράτη - μέλη της ΕΕ επεκτείνονται η ελαστικότητα και η ευελιξία στην αγορά εργασίας, ως αναγκαία συνθήκη για να γίνει φτηνότερη η εργατική δύναμη. Αυτός είναι ο πυρήνας των αντεργατικών μέτρων που πάρθηκαν έως τώρα και στην Ελλάδα, αλλά και όσων σχεδιάζει να προωθήσει τώρα η κυβέρνηση, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι έχει αφήσει άθικτους όλους τους αντεργατικούς - αντιλαϊκούς νόμους των προηγούμενων.
Οι εγχώριοι σύμμαχοι
Στους εγχώριους συμμάχους της η κυβέρνηση κατατάσσει τις εργοδοτικές ενώσεις και τη συνδικαλιστική πλειοψηφία, που έχουν συνυπογράψει και «κοινή δήλωση» για τα Εργασιακά. Για την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται πλέον τον βρώμικο ρόλο της και στα μάτια τους έχει απαξιωθεί.
Για τον ΣΕΒ, όμως, και τις άλλες εργοδοτικές ενώσεις, πέρα από την πικρή πείρα που έχουν οι εργαζόμενοι από τη σκληρή πραγματικότητα που ζουν στους χώρους δουλειάς, υπάρχουν και τα ντοκουμέντα. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, οι συνεντεύξεις του προέδρου του ΣΕΒ και τα υπομνήματα που καταθέτουν οι βιομήχανοι για τα Εργασιακά, στα οποία τάσσονται υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων σε βάρος των κλαδικών και με στόχο τη χειροτέρευση των όρων εργασίας. Στην ίδια κατεύθυνση, αποκλείουν «μια παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν μέχρι τότε (σ.σ. εννοεί το 2009)», η οποία αν συμβεί «δεν συνιστά επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά στη στρέβλωση».
Παράλληλα, ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ότι «η ευελιξία στην αγορά εργασίας πρέπει να επεκταθεί» και προσθέτει πως «οι αλλαγές στην αγορά εργασίας είναι συνεχείς, εκθέτοντας τους εργαζόμενους συχνά στην εμπειρία αλλαγής των θέσεων εργασίας που κατέχουν». Με λίγα λόγια, λέει ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας πρέπει να επεκταθούν και ότι κάθε αντεργατικό μέτρο που λήφθηκε μέχρι τώρα είναι η κινητήριος δύναμη για τα κέρδη τους. Και ότι οι εργάτες θα πρέπει να συνηθίζουν να αλλάζουν αντικείμενο και τόπο εργασίας, να βολεύονται με τη μείωση των μισθών και τη δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας, καταπώς συμφέρει το κεφάλαιο.
Ο λαός να οργανώσει τη δική του συμμαχία
Πράγματι, λοιπόν, η κυβέρνηση έχει επιλέξει τους καλύτερους σύμμαχους μπροστά στη διαπραγμάτευση. Μόνο που όλοι τους κάθονται στην αντίθετη πλευρά του τραπεζιού από αυτή που κάθεται ο λαός στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ. Η συμμαχία τους, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, είναι για το παραπέρα χαντάκωμα των εργαζομένων, με μέτρα όπως αυτά που παίρνουν στις χώρες τους όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες, και τα οποία συνθέτουν τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. Μέτρα που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και στην παρούσα φάση υπηρετούν την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.
Τον ίδιο στόχο άλλωστε προβάλλει και το ΔΝΤ, απέναντι στο οποίο η κυβέρνηση δηλώνει πως έχει χαράξει «κόκκινες γραμμές», ειδικά στο θέμα των ομαδικών απολύσεων. Ωστόσο, όμως, τα ίδια με το ΔΝΤ λέει και η Κομισιόν, με χαρακτηριστικότερη όλων την επίτροπο για την Απασχόληση, Μ. Τίσεν: Σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στα μέσα Ιούλη, επισήμανε κατηγορηματικά ότι «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες» και «για τις συλλογικές απολύσεις που είναι πραγματικά ένα εμπόδιο στις επενδύσεις».
Απέναντι σ' αυτήν την αλγεινή συμμαχία, εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και μικρομεσαίοι αγρότες, όλοι αυτοί που πληρώνουν την κρίση και την ανάκαμψη του κεφαλαίου, έχουν συμφέρον να αντιτάξουν τη δική τους Λαϊκή Συμμαχία, που θα βάζει εμπόδια στην αντιλαϊκή πολιτική, παλεύοντας για ανάκτηση των απωλειών, κατάργηση των αντεργατικών νόμων και ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, την πολιτική που το υπηρετεί και την εξουσία του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου