Κοροϊδία και νέα προσπάθεια εφησυχασμού από την κυβέρνηση
Ισχυρές δόσεις καθησυχασμού και κοροϊδίας σε σχέση με το Ασφαλιστικό, αλλά και τροχιοδεικτικές βολές για τις αντιδραστικές αλλαγές που έπονται στα Εργασιακά, περιέχονται στη συνέντευξη που δίνει ο Γ. Κατρούγκαλος στην εφημερίδα Real News.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, η κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί καμία προϋπόθεση για την κήρυξη απεργιών, καθώς, όπως ισχυρίζεται, «η απεργία είναι το έσχατο όπλο των εργαζομένων. Θα το υπερασπιστούμε μέχρι το τέλος. Σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχθούμε να μην είναι δυνατό να αμύνονται και να διεκδικούν οι εργαζόμενοι, πολύ περισσότερο στο σημερινό περιβάλλον της εργασιακής ζούγκλας που προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αναστρέψουμε».
Οι «εγγυήσεις» που δίνει ο Γ. Κατρούγκαλος για το δικαίωμα στην απεργία, είναι πουκάμισο αδειανό. Αυτό που σχεδιάζει η κυβέρνηση, μαζί με το κουαρτέτο, είναι η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για να κηρύξει απεργία μια συνδικαλιστική οργάνωση, με το πρόσχημα μάλιστα ότι οι απεργιακές κινητοποιήσεις χρειάζεται να αποφασίζονται από περισσότερους εργαζόμενους, για να είναι η απόφαση πιο δημοκρατική.
Για παράδειγμα, έχει πέσει στο τραπέζι το μέτρο να αποφασίζεται η απεργία από το 50%+1 των εργαζόμενων μιας επιχείρησης ή των μελών ενός σωματείου, πράγμα που καθιστά σχεδόν αδύνατη την κήρυξη της απεργίας από ένα κλαδικό, ή ένα μεγάλο επιχειρησιακό συνδικάτο.
Από την άλλη, όπως είχε γράψει και στο υπόμνημα που παρέδωσε στην «επιτροπή σοφών» το υπουργείο Εργασίας, η σημερινή νομοθεσία επαρκεί για να κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές η πλειοψηφία των απεργιών που αποφασίζονται. Έτσι οι εργοδότες δείχνουν να προτιμούν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, ακόμα και έναντι μιας πιθανής επιλογής να εφαρμόσουν το «lock out».
Οικονομικός στραγγαλισμός των σωματείων:
Σε ότι αφορά το συνδικαλιστικό νόμο, ο Γ. Κατρούγκαλος προαναγγέλλει αλλαγές στη χρηματοδότηση των συνδικάτων, κάνοντας κυριολεκτικά το άσπρο - μαύρο σε ό,τι αφορά το ισχύον καθεστώς. Έτσι, σύμφωνα με τον υπουργό, τα συνδικάτα θα πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται, ώστε να είναι αυτόνομα από το κράτος, ενώ θεωρεί «μη υγιή» τη χρηματοδότησή τους από την πρώην εισφορά υπέρ της Εργατικής Εστίας, που σήμερα εισπράττεται από τον ΟΑΕΔ.
Όπως λέει στη συνέντευξη, «πολλές φορές το δημόσιο χρήμα αποτελεί εργαλείο πολιτικού εκμαυλισμού και δημιουργίας εργατικών αριστοκρατιών, που καμία σχέση δεν έχουν με τους αγώνες των εργαζομένων (...) αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να λυθούν με συζήτηση με τους συνδικαλιστικούς φορείς εργοδοτών και εργαζομένων». Προσθέτει μάλιστα ότι «γι' αυτόν το λόγο επέλεξα να είναι εκτός συζητήσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση και για φέτος να συνεχιστεί το υφιστάμενο καθεστώς χρηματοδότησης».
Τα λεφτά της πρώην Εργατικής Εστίας είναι εισφορές των εργαζομένων, ένα μέρος των οποίων καταλήγει στη χρηματοδότηση των συνδικάτων. Επομένως, καμιά «κρατική χρηματοδότηση» δεν υπάρχει στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Εκεί που αναπτύσσονται φαινόμενα εκφυλισμού, είναι κυρίως στα σωματεία όπου πλειοψηφεί ο εργοδοτικός κυβερνητικός συνδικαλισμός και διαχειρίζονται ευρωπαϊκά και άλλα κονδύλια για προγράμματα κατάρτισης και άλλα παρόμοια.
Αυτός είναι πράγματι ένας μηχανισμός εξαγοράς και εκμαυλισμού συνειδήσεων, που συνειδητά χρησιμοποιεί το κράτος, μέσω και του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού. Οι μηχανισμοί αυτοί, όμως, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το πότε και πώς θα διαμορφωθεί ο νέος τρόπος χρηματοδότησης των σωματείων, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θα αποσκοπεί στον παραπέρα οικονομικό στραγγαλισμό τους.
Για τις συλλογικές συμβάσεις ο Γ. Κατρούγκαλος αναλώνεται σε μεγαλοστομίες ότι «σε καμιά περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε να ισχύσει στην Ελλάδα ο Εργατικός Κώδικας του Πινοσέτ», όταν η ζούγκλα στην αγορά εργασίας και όσα ακούγονται για τις επόμενες μεταρρυθμίσεις τον διαψεύδουν από μόνες τους.
Συνεχίζει την κοροϊδία με το ΕΚΑΣ:
Για το ΕΚΑΣ, τέλος, προσπαθεί να επιμερίσει και στα άλλα κόμματα την ευθύνη για την κατάργησή του, λέγοντας ότι αυτή «δεν αποτελεί μέτρο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, είχε ψηφιστεί και με τις ψήφους ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού από τον Ιούλιο του 2015», σε μια προσπάθεια να αποσείσει από τις πλάτες της κυβέρνησης την πίεση που της ασκεί η λαϊκή κατακραυγή για τη σταδιακή περικοπή του ΕΚΑΣ στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Κατά τα άλλα, επαναλαμβάνει τη ψευδολογία ότι «εμείς βάλαμε στη θέση του την εθνική σύνταξη, που αποτελεί αποτελεσματικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, γιατί δίνεται χωρίς έλεγχο εισοδημάτων και αντιστοιχεί απολύτως στο όριο της φτώχειας. Μέχρις ότου όμως επανυπολογιστούν -τέλος του 2018, όπως προβλέπεται- οι συντάξεις των παλαιών συνταξιούχων που χάνουν το ΕΚΑΣ, προβλέψαμε αντισταθμιστικά μέτρα που, ως ένα βαθμό, θα τους ανακουφίσουν».
Από την ίδια τους την πείρα, οι χαμηλοσυνταξιούχοι που χάνουν το ΕΚΑΣ ξέρουν ότι τα λεγόμενα «αντισταθμιστικά» είναι ψίχουλα μπροστά στις απώλειες που είχαν και μάλιστα με ημερομηνία λήξης (ορισμένα έχουν ορίζοντα εφαρμογής μόλις μέχρι το τέλος του χρόνου). Ενώ με τον επανυπολογισμό των συντάξεων το 2018, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει «ισορροπία», αλλά αυτή θα είναι προς τα κάτω, με νέες απώλειες εισοδημάτων για όλους τους συνταξιούχους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου