ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟ 19ο συνέδριο του ΚΚΕ (2)

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΣΤΗΝ ΕΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

1. Η εκδήλωση της γενικευμένης και συγχρονισμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο τον ιστορικά ξεπερασμένο και απάνθρωπο χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, την επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, την ανάγκη ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, της χειραφέτησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Συνέβαλε στην όξυνση των ανισομετριών και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, στη ρευστότητα των συμμαχιών και στην ανάφλεξη παλαιών και νέων εστιών πολέμου.

Η καπιταλιστική κρίση έδωσε συντριπτικό χτύπημα στις αστικές θεωρίες, π.χ. περί αειφόρου ανάπτυξης. Ανέδειξε ολοκάθαρα την όξυνση των αντιφάσεων και δυσκολιών της αστικής διαχείρισης και γενικότερα τις δυσκολίες για το πέρασμα σε νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Η όποια ανάκαμψη σημειώθηκε ήταν ανισόμετρη, αναιμική, ενώ στην Ευρωζώνη και στην Ιαπωνία τη διαδέχτηκε νέα υποχώρηση. Ο επόμενος κύκλος της κρίσης σε διεθνές επίπεδο θα είναι ακόμα πιο βαθύς.

2. Η σύγχρονη φιλομονοπωλιακή πολιτική, η οποία έχει στρατηγικό χαρακτήρα και στοχεύει στην άνοδο του ποσοστού κέρδους (φτηνότερη εργατική δύναμη, αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.), ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '80 στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, στη συνέχεια επεκτάθηκε στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη και αλλού. Ο στρατηγικός χαρακτήρας της καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι προωθήθηκε εξίσου από τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αστικές κυβερνητικές δυνάμεις κατά την τελευταία τριακονταετία. Αποτελεί μονόδρομο της καπιταλιστικής ανάπτυξης για την ανάσχεση της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και την προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, όπου εντείνεται συνεχώς η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αγοράς της εργατικής δύναμης.

3. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δέχονται ισχυρότερα τις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ δυναμώνουν συνεχώς και οι εσωτερικές αντιθέσεις. Η κρίση επιδρά επιβραδυντικά και στις χώρες που παρουσιάζουν ακόμα ψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Οι κοινές στοχεύσεις του μεγάλου κεφαλαίου που καθορίζουν τη συγκρότηση της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν αναιρούν την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της, την εθνοκρατική οργάνωση πάνω στην οποία στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Η εκδήλωση της κρίσης ενίσχυσε την υποχώρηση των μεριδίων ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν την 1η θέση, όμως το μερίδιό τους στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν υποχωρεί από 22,23% το 2005 σε 18,9% το 2012 (βάσει ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης). Η Ευρωζώνη δε διατηρεί πλέον τη 2η θέση, με το μερίδιό της να υποχωρεί από 16,53% το 2005 σε 13,73% το 2012 (η ΕΕ-27 ως σύνολο βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με τις ΗΠΑ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ως άθροισμα, το μερίδιο των οικονομιών της ομάδας G7, δηλαδή των ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Καναδά, Ιαπωνίας που ήταν οι ισχυρότερες αναπτυγμένες οικονομίες, στο έδαφος της κρίσης, υποχώρησε από το 45,03% του παγκόσμια παραγόμενου προϊόντος το έτος 2005 στο 37,75% σύμφωνα με την πρόβλεψη για το 2012, με προοπτική για συνεχή περαιτέρω μείωση εντός των επόμενων ετών.

Αντίθετα, αυξάνεται σταθερά το μερίδιο της Κίνας και της Ινδίας στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν, ενώ σε σταθερά επίπεδα παραμένουν τα μερίδια των υπόλοιπων χωρών της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Δυναμώνει ο διεθνής ρόλος της Βραζιλίας λόγω του μεγέθους της χώρας και των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης, και επομένως του ρόλου που διαδραματίζει στη Λατινική Αμερική.

Ωστόσο όλες οι ανερχόμενες καπιταλιστικές οικονομίες εξακολουθούν να έχουν συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ η παραγωγικότητα των ΗΠΑ τις ξεπερνά κατά πολύ. Οι μόνες χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ που ξεπερνούν τις ΗΠΑ σε παραγωγικότητα (όγκος παραγωγής κατά εργαζόμενο στη μονάδα χρόνου) είναι η Νορβηγία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τις προσεγγίζουν η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.

4. Με βάση ένα σύνολο βασικών οικονομικών δεικτών (ρυθμός μεταβολής ΑΕΠ, βιομηχανική παραγωγή, παραγωγικότητα, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομική κατάσταση) διακρίνονται τρεις κατηγορίες στο εσωτερικό της σημερινής Ευρωζώνης. Η ισχυρή ομάδα (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία), η κατηγορία Γαλλίας -Ιταλίας, των οποίων η απόσταση από τη Γερμανία μεγαλώνει και η κατηγορία των ασθενέστερων υπερχρεωμένων οικονομιών (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα κ.λπ.).

Ο προσωρινός συμβιβασμός των Συνόδων Κορυφής κατέληξε στη δημιουργία κοινού εποπτικού μηχανισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα των κρατών - μελών και στη δυνατότητα απ' ευθείας ανακεφαλαιοποίησης των ευρωπαϊκών τραπεζών απ΄ τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.

Γι' αυτό η γερμανική και η γαλλική αστική τάξη βρίσκονται μπροστά σε σοβαρά διλήμματα σχετικά με το μέλλον της Ευρωζώνης. Στις Συνόδους Κορυφής το 2011 και το 2012 διαμορφώθηκε βαθμιαία ένας προσωρινός εύθραυστος συμβιβασμός που δεν αναιρεί τις αιτίες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ούτε σηματοδοτεί χαλάρωση της αντιλαϊκής πολιτικής που ακολουθείται σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Η κυρίαρχη τάση της γερμανικής αστικής τάξης θέτει ως προτεραιότητα τη θωράκιση του ευρώ, τη νομισματική σταθερότητα και αμφισβητεί τη σκοπιμότητα και τη δυνατότητα να επωμιστεί η Γερμανία μεγάλο βάρος υποτίμησης κεφαλαίου στις υπερχρεωμένες χώρες. Μια δεύτερη τάση, η οποία ενισχύεται, υπερτονίζει τον κίνδυνο για την ισχύ του ευρώ και τη σταθερότητα των ευρωατλαντικών σχέσεων αν αποβληθούν ορισμένοι αδύναμοι κρίκοι, εξέλιξη που θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς της ΕΕ. Μια τρίτη τάση αμφισβητεί συνολικά τη σημερινή μορφή της Ευρωζώνης και δίνει προβάδισμα στην προσέγγιση με τον άξονα Κίνας - Ρωσίας.

Η εκδήλωση νέας οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη το 2012 και οι διαμορφούμενες συνθήκες στη διεθνή αγορά δείχνουν ότι η εργατική τάξη σε όλα τα κράτη -μέλη της ΕΕ θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση, θα υποβληθεί σε θυσίες διαρκείας για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων. Αντικειμενικά, μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης θα έρθουν σε αντίθεση με τις αστικές διαχειριστικές λύσεις που προσπαθούν να ελέγξουν την έκταση της απαξίωσης κεφαλαίου και την κατανομή της ζημιάς στα διάφορα τμήματά του.

Η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

5. Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης η Ελλάδα, με στοιχεία υποχώρησης, παραμένει σε ενδιάμεση θέση στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, με εξαρτήσεις απ' τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η Ελλάδα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο, παραμένοντας σε βαθιά κρίση, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγωγή, αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό δημόσιο χρέος.

Διευρύνθηκε η απόσταση της Ελλάδας από τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης. Συμπεριλαμβάνεται στους πιο αδύναμους κρίκους σε περίπτωση ανασύνθεσής της. Αν και η θέση της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου παραμένει σημαντική, εξασθενεί συγκριτικά με τη θέση της Τουρκίας και του Ισραήλ. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας καταγράφεται απώλεια της καπιταλιστικής ανταγωνιστικής θέσης της, μεγάλη συρρίκνωση της παραγωγής, κυρίως στη μεταποίηση και τις κατασκευές και λιγότερο στην αγροτική παραγωγή, ενώ ο κλάδος της ναυτιλίας διατηρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στη διεθνή καπιταλιστική αγορά (ο ελληνόκτητος στόλος είναι 2η δύναμη παγκοσμίως και 1η δύναμη στην ΕΕ, ενώ ο στόλος υπό ελληνική σημαία είναι 6η δύναμη παγκοσμίως). Ο ελληνικός στόλος διακινούσε και εξακολουθεί να διακινεί σημαντικό μέρος των θαλάσσιων μεταφορών εμπορευμάτων και πετρελαίου προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί το μοναδικό τμήμα του εγχώριου κεφαλαίου που διαπραγματεύεται από θέση ισχύος μέσα στην ΕΕ.

Οι πραγματικές αιτίες της θέσης της Ελλάδας βρίσκονται στις πολύμορφες συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης ως αποτέλεσμα και της πορείας ενσωμάτωσης στην ΕΕ - Ευρωζώνη και γενικότερα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η οικονομική καπιταλιστική κρίση όξυνε ακόμα περισσότερο αυτήν την πραγματικότητα.

6. Η διαπάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τη συγκεκριμένη περίοδο, εστιάζεται στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων μεταφοράς τους, των πηγών νερού, των θαλάσσιων διαδρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων, με χαρακτηριστικές εστίες έντασης την Κασπία, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, την Αφρική, τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Αρκτική. Δυναμώνει ο κίνδυνος και πιο γενικευμένων περιφερειακών συγκρούσεων, ακόμα και ενός γενικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε αυτά τα πλαίσια αναδιατάσσονται ιμπεριαλιστικοί άξονες για τον έλεγχο αγορών και εδαφών.

7. Η στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή έχει ως αποτέλεσμα τον αντιφατικό χαρακτήρα των σχέσεων ανταγωνισμού με την Τουρκία, καθώς και την επιλογή στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ (στρατιωτική συνεργασία, οικονομική συνεργασία, ιδιαίτερα στους τομείς Ενέργειας, Τουρισμού, Γεωργίας), ενώ αναζητεί λύση στον καθορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Δεν έχει προχωρήσει στην ανακήρυξη της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί το πρώτο βήμα για την οριοθέτησή της, ζήτημα στο οποίο ασκείται κριτική και από αστική προσέγγιση. Ταυτόχρονα, προωθεί έρευνες ενεργειακών κοιτασμάτων σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη.

8. Η αναβάθμιση της θέσης της Τουρκίας συμβαδίζει με τη γεωστρατηγική του «νεοοθωμανισμού», η οποία στοχεύει να εδραιώσει και να επεκτείνει τη δράση του τουρκικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ασίας. Η επικρατούσα τουρκική στρατηγική αξιοποιεί, εκτός από την οθωμανική ιστορική παράδοση, και το θρησκευτικό πολιτιστικό στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή.

Το τουρκικό κράτος επιδιώκει να αξιοποιήσει προς όφελός του τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ του ευρωατλαντικού άξονα και του άξονα Ρωσίας Κίνας Ιράν στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και τις υπαρκτές αντιθέσεις στο εσωτερικό κάθε άξονα (π.χ. ΗΠΑ Ισραήλ). Διεξάγει μια σύνθετη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, με βασικούς στόχους τη διατήρηση ισχυρής παρουσίας στην Κύπρο, την επαναδιαπραγμάτευση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο (με έμφαση στην υπερφαλάγγιση του «εμποδίου» του Καστελλόριζου - Στρογγύλης στον προσδιορισμό της τουρκικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο) και την αποτροπή δημιουργίας ανεξάρτητου Κουρδιστάν στον άξονα Β. Ιράκ -Συρίας που θα αποσταθεροποιούσε και τα τουρκικά σύνορα. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιεί την ιδιαίτερη σημασία της γεωπολιτικής θέσης και της στρατιωτικής της ισχύος για την προώθηση των σχεδίων ΗΠΑ -ΝΑΤΟ, σχετικά με την οικοδόμηση «Νέας Μέσης Ανατολής». Απόδειξη είναι η συμμετοχή της Τουρκίας στην επέμβαση στη Λιβύη και στις εσωτερικές υποθέσεις της Συρίας, καθώς και η επιρροή της στα Βαλκάνια (προνομιακές σχέσεις με Αλβανία, ΠΓΔΜ κ.λπ.). Ωστόσο, ο κουρδικός πληθυσμός, σε συνδυασμό με την επιθετική πολιτική της απέναντι στη Συρία και το σύμμαχό της Ιράν, αποτελεί παράγοντα όξυνσης των εσωτερικών αντιθέσεων της Τουρκίας.

Τις εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων χαρακτηρίζει η διεύρυνση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κατά συνέπεια η πιο άμεση εμπλοκή τους στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και ανταγωνισμούς. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου που εντασσόταν και στο σχέδιο διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας το 1999, η στρατιωτική συμφωνία της Τουρκίας με την Αλβανία, η ακύρωση από το συνταγματικό δικαστήριο της Αλβανίας της ελληνοαλβανικής συμφωνίας για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων, η ενίσχυση της αμερικανοΝΑΤΟικής παρέμβασης για τη σύνδεση και ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο μεγαλοϊδεατισμός και ο αλυτρωτισμός που αναπτύσσονται από την ηγεσία της Αλβανίας υποδαυλίζονται επίσης από ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενισχύεται ο αλβανικός εθνικισμός σε βάρος της Ελλάδας και των άλλων κρατών της περιοχής, τροφοδοτώντας παράλληλα εθνικιστικούς κύκλους στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα.

Μεγαλώνουν οι κίνδυνοι, στην ευρύτερη περιοχή, για γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και άμεση εμπλοκή της Ελλάδας.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα

9. Από το 2009 εκδηλώνεται στην ελληνική οικονομία η βαθύτερη και πιο μεγάλη σε διάρκεια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του '50. Από την πρώτη στιγμή, ξεκίνησε από τα αστικά κόμματα, αλλά και τις ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, συστηματική προσπάθεια παραπληροφόρησης, συσκότισης, προκειμένου να συγκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες και οι παράγοντες της κρίσης. Στόχος τους, να παρεμποδιστεί και το μικρό ακόμα βήμα προς τη χειραφέτηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Προβλήθηκαν θεωρίες περί «καζινοκαπιταλισμού», περί κρίσης που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, της «υπερκατανάλωσης» ή, και το αντίθετο, της «υποκατανάλωσης», η οποία τελευταία αναπτύχθηκε μετά το Μνημόνιο του 2010.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε λόγω της ενσωμάτωσής της στην ΕΕ -Ευρωζώνη, η οποία όξυνε τις βαθιές ανισομετρίες στην ανάπτυξη/διάρθρωση των βιομηχανικών κλάδων και συνέβαλε στην απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής μεταποίησης, στην αύξηση των εισαγωγών, στη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.

10. Η διόγκωση του δημόσιου χρέους οφείλεται:

Στην πολιτική διαχείριση προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο με τη χρηματοδότησή τους, τη μείωση της φορολογίας, τις φοροαπαλλαγές. Στα έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004.

  • Στις τεράστιες δαπάνες σε εξοπλιστικά προγράμματα και αποστολές για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ.
  • Στις συνέπειες από τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος λόγω της ραγδαίας αύξησης των εισαγωγών από την ΕΕ.
  • Στο φαύλο κύκλο μεταξύ μείωσης του ΑΕΠ διόγκωσης του χρέους ως ποσοστού ως προς το ΑΕΠ και μέτρων εσωτερικής υποτίμησης.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ελαχιστοποιούσε, αντικειμενικά, τα περιθώρια και τις επιλογές χειρισμών στη νομισματική πολιτική, αφού αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ταυτόχρονα και η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας υφίσταται τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ και των κατοπινών Συμφωνιών, με βάση τις οποίες εκχωρούνται εθνοκρατικά δικαιώματα, αναγνωρίζεται η προτεραιότητα του κοινοτικού έναντι του εθνικού δικαίου σε πολλά ζητήματα. Παρ' όλα αυτά, η Ευρωζώνη δεν είναι συγκροτημένη ως ομοσπονδιακό κράτος, επομένως δεν έχει ενιαία όργανα ούτε πλήρως ενοποιημένη αγορά.

11. Στις συνθήκες της κρίσης, αφενός βάθυνε η ανισομετρία στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, αφετέρου οξύνθηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της για τη διαχείριση της κρίσης, για τον έλεγχο του δημόσιου χρέους, ακόμα και για τις προϋποθέσεις διατήρησης του κοινού νομίσματος. Τέτοιου είδους αντιθέσεις εκδηλώθηκαν και στο εσωτερικό τουλάχιστον των δύο ισχυρότερων δυνάμεων της Ευρωζώνης, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Σε αυτές τις αντιθέσεις πήρε ενεργό μέρος και το ΔΝΤ, αλλά και κράτη εκτός Ευρωζώνης, όπως η Βρετανία, καθώς και οι ΗΠΑ. Η Ελλάδα, ως πρώτη χώρα της Ευρωζώνης στην οποία εκδηλώθηκε με οξύτητα η κρίση, έγινε σημείο αναφοράς όλων των παραπάνω δυνάμεων και των μεταξύ τους αντιθέσεων.

12. Ο ελληνικός καπιταλισμός, επιδιώκοντας να βελτιώσει τη θέση του στην ΕΕ, στην περιοχή και γενικότερα στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, έχει ως στρατηγικούς στόχους: Την ανάδειξη της Ελλάδας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων από την Ασία προς την ΕΕ. Τη συνεκμετάλλευση των πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων (Αιγαίου - Ιονίου - Νότιας Κρήτης). Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου και της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας στην ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική συμμαχία. Προβάλλει επίσης το στόχο της ανάπτυξης ορισμένων κλάδων και τομέων όπως: Toυ τουρισμού, της παραγωγής ορισμένων αγροτικών προϊόντων, ορισμένων κλάδων της βιομηχανίας, με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Στους παραπάνω στρατηγικούς στόχους συγκλίνουν και τα άλλα πολιτικά κόμματα που στηρίζουν τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Βασικές τάσεις στην κοινωνική σύνθεση και στη δομή της απασχόλησης, στη διάρθρωση της οικονομίας

13. Την τελευταία δεκαετία, η συνολική απασχόληση μειώθηκε από 4,09 εκατομμύρια το 2001 σε 3,7 εκατομμύρια απασχολούμενους το 2012, ενώ σημείωνε αυξητική μεταβολή μέχρι το 2008, πριν την εκδήλωση της κρίσης.

Ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων στον αγροτικό -πρωτογενή τομέα μειώθηκε από 16,1% το 2001 σε 13% το 2012. Σημαντική είναι η μείωση στο δευτερογενή - βιομηχανικό τομέα από 23% το 2001 σε 16,1% το 2012. Αντίθετα, καταγράφεται αύξηση στην απασχόληση στον τριτογενή τομέα από 60,9% του συνόλου των απασχολούμενων το 2001 σε 70,4% το 2012.

Ο αριθμός των μισθωτών το 2012 είναι περίπου ίδιος με τον αριθμό των μισθωτών το 2001, 2,4 εκατομμύρια, αλλά αυτή η ισότητα αποκρύπτει μια σημαντική αύξηση του αριθμού των μισθωτών πριν την εκδήλωση της κρίσης και στη συνέχεια μια ταχεία μείωσή τους. Ως ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων αντιπροσώπευαν το 59,4% το 2001 και το 63,3% το 2012. Πριν την εκδήλωση της κρίσης ο αυξητικός ρυθμός μεταβολής ήταν μεγαλύτερος.

Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων ως ποσοστό του συνόλου εμφανίζεται λίγο αυξημένος, από 23,6% το 2001 σε 24,3% το 2012, ωστόσο σε απόλυτο μέγεθος παραμένει σχετικά σταθερός με μικρές διακυμάνσεις, στις 950 χιλιάδες. Ωστόσο υπήρξε πορεία μείωσης μέχρι την εκδήλωση της κρίσης, ενώ η φαινομενική αύξηση στη συνέχεια συγκαλύπτει ένα ποσοστό υποαπασχόλησης που προσεγγίζει οριακά την ανεργία.

Καταγράφεται σημαντική τάση μείωσης του αριθμού των απασχολούμενων και των μισθωτών στη μεταποίηση και τις κατασκευές. Αντίθετα, καταγράφεται αύξηση στους κλάδους τουρισμού-επισιτισμού, τηλεπικοινωνιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιστημονικών - τεχνικών υπηρεσιών.

Στη μεταποίηση ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει συρρίκνωση από 577 χιλιάδες το 2001 στις 367 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθωτών στη μεταποίηση μειώνεται από τις 426 χιλιάδες το 2001 στις 266 χιλιάδες το 2012. Το ποσοστό των μισθωτών παρουσιάζει ελαφρά κάμψη από 73,8% το 2001 σε 72,2% το 2012, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων παρουσιάζει αύξηση από 11,5% το 2001 σε 14,1% το 2012 .

Στις κατασκευές ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσιάζει πολύ μεγάλη μείωση από 307 χιλιάδες το 2001 σε 216 χιλιάδες το 2012, με τον αριθμό των μισθωτών να μειώνεται από τις 203 χιλιάδες στις 128 χιλιάδες την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Το ποσοστό της μισθωτής εργασίας ελαττώνεται επίσης σημαντικά, από 66% το 2001 στο 59% το 2012, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων από 18,1% σε 27%, με τον αριθμό τους να αυξάνεται ελαφρά από 56 χιλιάδες στις 58 χιλιάδες.

Στον κλάδο του εμπορίου, ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη πτώση από 705 χιλιάδες το 2001 σε 687 χιλιάδες το 2012 (πτώση 2,5%), ενώ ο αριθμός των μισθωτών σημειώνει την ίδια περίοδο σημαντική αύξηση από 345 χιλιάδες σε 383 χιλιάδες, με το ποσοστό τους να αυξάνεται από 49% το 2001 σε 56% το 2012. Πτώση σημείωσε και ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων από 213 χιλιάδες στις 190 χιλιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από το 30,2% το 2001 σε 27,7% το 2012. Ο κλάδος του εμπορίου έχει ακόμα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων, αλλά οι τάσεις συγκέντρωσης -συγκεντροποίησης και προλεταριοποίησης στον κλάδο αυτόν είναι εμφανείς.

Στον κλάδο του τουρισμού - επισιτισμού, λόγω της έντονης εποχικότητας της απασχόλησης, αναφερόμαστε στο διάστημα 2001 - 2011 όπου υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής μέσων όρων σε επίπεδο έτους. Ο αριθμός των απασχολούμενων στον κλάδο αυξήθηκε από 269 χιλιάδες στις 295 χιλιάδες το 2011 και ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε από 156 χιλιάδες στις 170 χιλιάδες το 2011. Το ποσοστό των μισθωτών παρέμεινε πρακτικά σταθερό στο 58%. Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων αυξήθηκε ελαφρά από 48 χιλιάδες στις 50 χιλιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από 17,8% σε 16,9% το 2011.

Στο χρηματοπιστωτικό κλάδο ο αριθμός των απασχολούμενων σημείωσε μικρή αύξηση από 108 χιλιάδες το 2001 σε 121 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε, επίσης, ελαφρά από 96 χιλιάδες το 2001 σε 107 χιλιάδες το 2012. Ο κλάδος έχει πολύ μεγάλο ποσοστό μισθωτής εργασίας που προσεγγίζει το 90%, πρακτικά σταθερό από το 2001 μέχρι το 2012.

Ο κλάδος των επιστημονικών τεχνικών υπηρεσιών απασχολεί 221 χιλιάδες εργαζόμενους, εκ των οποίων οι 85 χιλιάδες (39%) είναι μισθωτοί, οι 103 χιλιάδες (47%) είναι αυτοαπασχολούμενοι και οι 30 χιλιάδες (13%) εργοδότες. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε μια αύξηση της τάξης του 30% του κλάδου σε επίπεδο δεκαετίας.

Η επίσημη ανεργία, την περίοδο αυτή, εκτινάχθηκε από 11,2% το 2001 σε 25,4% το 2012, όχι όμως μονοσήμαντα. Η εκδήλωση της κρίσης οδήγησε σε απότομη αντιστροφή της πορείας μείωσής της μέχρι το 2008. Το ποσοστό ανεργίας δεν είναι ομοιογενές σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 16,9% το 2001 σε 12,3% το 2008, για να αυξηθεί στο 29% το 2012. Στους άνδρες, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 7,5% το 2001 σε 5,6% το 2008, για να αυξηθεί στο 22,7% το 2012. Στους αλλοδαπούς, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 11,7% το 2001 σε 7,4% το 2008 και στη συνέχεια αυξήθηκε στο 30% το 2012. Με βάση αυτά τα στατιστικά στοιχεία, από το 1,27 εκατομμύρια ανέργους το 2012, οι 180 χιλιάδες είναι αλλοδαποί.

Αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης, οι απόφοιτοι ΑΕΙ έχουν 16,2% ποσοστό ανεργίας, οι απόφοιτοι ΤΕΙ 26%, οι απόφοιτοι Γυμνασίου - Λυκείου περίπου 26%, οι απόφοιτοι Δημοτικού περίπου 22%, ενώ η ανεργία σε όσους δεν έχουν αποφοιτήσει από το Δημοτικό ξεπερνά το 33%. Αναφορικά με τις ηλικίες, στους νέους έως 24 ετών η ανεργία προσεγγίζει το 60%, ενώ στις ηλικίες 25-34 το ποσοστό ανεργίας φτάνει το 32,9%. Το ποσοστό ανεργίας έχει ξεπεράσει το 20% και στην ηλικιακή κατηγορία 35-44. Αποτέλεσμα της έκρηξης της ανεργίας είναι η σημαντική αύξηση του ποσοστού των ενηλίκων που διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο από 8,1% το 2008 σε 16,9% το 2012, ενώ εκτιμάται ότι το 12,6% των παιδιών κάτω των 18 ετών κατοικεί σε νοικοκυριό χωρίς κανέναν εργαζόμενο. Αναφορικά με τη γεωγραφική ανομοιογένεια, στην Ηπειρο - Δυτική Μακεδονία το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 28,5% και στη Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα στο 26,4%, ενώ και στις περιφέρειες με το μικρότερο ποσοστό ανεργίας αυτό προσεγγίζει πλέον το 20% (Κρήτη 19,6% και Αιγαίο 20%). Στην Αττική το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 25,9%.

Την περίοδο 2008 - 2011, επίσης, εκτινάχθηκε η μακροχρόνια ανεργία (αναζήτηση εργασίας για περισσότερο από ένα χρόνο). Από 3,2% για τους άνδρες και 7,9% για τις γυναίκες το 2008, έφτασε το 11,7% για τους άνδρες και 16,9% για τις γυναίκες το Β΄ τρίμηνο του 2012. Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων ξεπερνά πλέον τις 680 χιλιάδες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2011 στην Ελλάδα υπήρχαν επίσημα καταγραμμένοι 956.007 μετανάστες και μετανάστριες, δηλαδή ποσοστό 8,45% του πληθυσμού, που ανέρχεται στα 11.309.885, αρκετά υψηλότερο από το μέσο όρο στην ΕΕ που την ίδια χρονιά ήταν 6,63%. Η ποιοτική διαφορά σε σχέση με την ΕΕ είναι ότι στην Ελλάδα μόλις το 16% των μεταναστών είναι κοινοτικοί υπήκοοι, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των κοινοτικών μεταναστών στην ΕΕ είναι το 38,45%. Ο αριθμός των σημερινών μεταναστών έχει διαφοροποιηθεί, καθώς έχει προστεθεί νέο κύμα χιλιάδων μεταναστών, κυρίως γιατί η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως πύλη εισόδου για την εγκατάσταση σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ενα μέρος τους έχει επαναπατριστεί λόγω της ανεργίας και της αδυναμίας να ζουν στην Ελλάδα, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης.

Οταν οι αστικές κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και της αλματώδους αύξησης της ανεργίας, δεν μπορούν να διαχειριστούν τον εφεδρικό στρατό, τότε καταφεύγουν ως συλλογικοί εκφραστές των καπιταλιστών στην επίθεση περιορισμού και καταστολής της μετανάστευσης, κλείνουν τη στρόφιγγα της εισροής, χρησιμοποιούν μέτρα μαζικών διωγμών και απελάσεων. Η αντιμεταναστευτική πολιτική με τη βία και την καταστολή ενισχύει το κλίμα ρατσισμού.

Ο χώρος των μεταναστών είναι πρόσφορος και για την ανάπτυξη δραστηριότητας από μυστικές υπηρεσίες και πρεσβείες, κάτι που γινόταν και παλαιότερα στο χώρο των λεγόμενων εμιγκρέδων. Ταυτόχρονα, αυξάνεται σημαντικά η εγκληματικότητα με δράστες μετανάστες, που ωθούνται στη μικροεγκληματικότητα ή εμπλέκονται σε οργανωμένα εγκληματικά κυκλώματα.

14. Σε σχέση με τη διάρθρωση της οικονομίας, ο αγροτικός -πρωτογενής τομέας σημείωνε συνολική παραγωγή 8,6 δισ. ευρώ (Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία) το 2001, ενώ μειώθηκε στα 6,5 δισ. ευρώ το 2008 (η παραγωγή ήταν περίπου σταθερή μέχρι το 2005 και στη συνέχεια μειώθηκε σημαντικά), ενώ στην περίοδο της κρίσης παραμένει σταθερή (σημειώνοντας μια μικρή μάλιστα απόλυτη αύξηση το 2011 στα 6,7 δισ.). Ως ποσοστό μειώθηκε από 5,8% το 2001 σε 3,5% το 2008, για να αυξηθεί στο 4,1% το 2011 (λόγω της πτώσης του ΑΕΠ και όχι της μικρής απόλυτης αύξησης). Παρά τη μεγάλη μείωση, σε ορισμένα προϊόντα η παραγωγή φαίνεται ότι αυξήθηκε αυτήν την περίοδο (π.χ. σκληρό σιτάρι, αραβόσιτος και ρύζι).

Η παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, σε σύγκριση με το 1981 (ένταξη στην ΕΟΚ), παρουσιάζει σημαντική μείωση στο κρέας, στασιμότητα γενικά στην παραγωγή γάλακτος (με αύξηση στα νωπά προϊόντα γάλακτος), μείωση στο βούτυρο. Στην κτηνοτροφική παραγωγή, παρατηρείται σημαντική συγκέντρωση, παρόλο που παραμένει ένας μεγάλος αριθμός εκμεταλλεύσεων με πολύ περιορισμένο ζωικό κεφάλαιο.

Στον αγροτικό τομέα, η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης παραμένει πολύ μικρή μέχρι σήμερα (στο 25% του μέσου επιπέδου της ΕΕ). Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις με Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ) άνω των 48.000 ευρώ κάλυπταν το 2007 το 12,9% της αγροτικής γης έναντι του 3,94% το 1990. Θεωρούμε ότι μια εκμετάλλευση με ΤΑΚ κάτω των 48.000 ευρώ δε διασφαλίζει γενικά διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου της.

Ο δευτερογενής βιομηχανικός τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας συρρικνώθηκε από 21,1% το 2001 σε 17,1% το 2011. Με βάση τον όγκο παραγωγής, το 2011 η παραγωγή βρισκόταν στο 70% του επιπέδου του 2001. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, πραγματοποιήθηκε σημαντική συρρίκνωση της μεταποίησης και των κατασκευών.

Ο τριτογενής τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, αυξήθηκε από 75,2% το 2001 σε 78,8% το 2011. Εδώ περιλαμβάνονται στην αστική στατιστική ο βιομηχανικός κλάδος της ναυτιλίας, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου εκτιμάται ότι αυξήθηκε από 4,1 δισ. ευρώ το 2001 σε 7,8 δισ. ευρώ το 2011 και ο βιομηχανικός κλάδος των τηλεπικοινωνιών, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου αυξήθηκε από 3,1 δισ. ευρώ το 2001, σε 6,2 δισ. ευρώ το 2010.

Πολιτικές εξελίξεις, ο συσχετισμός δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα, διεργασίες για την αναμόρφωσή του

15.Η μεγαλύτερη αδυναμία στην άσκηση της καπιταλιστικής εξουσίας εκδηλώθηκε με τη μη ομαλή συμμετοχή του κράτους στη διεθνή αγορά κεφαλαίων, λόγω της απότομης διόγκωσης του δημόσιου χρέους και της απότομης ανόδου των επιτοκίων αγοράς. Ετσι εκδηλώθηκε αδυναμία αποπληρωμής του δανείου ή ανανέωσής του μέσω της αγοράς, που οδήγησε σε δανεισμό από το μηχανισμό ΔΝΤ - ΕΕ.

Ωστόσο, αυτές οι δυσλειτουργίες δεν πήραν χαρακτηριστικά πραγματικού κλονισμού σημαντικών θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, ούτε καν εκδηλώθηκαν ως αδυναμία του αστικού κοινοβουλίου να στηρίξει κυβερνήσεις που έφεραν στο Κοινοβούλιο βάρβαρες συμφωνίες - μνημόνια και αντεργατικούς νόμους. Δε διαμορφώθηκαν ακόμα συνθήκες εμφανούς αδυναμίας των κρατικών μηχανισμών, δεν επήλθε ακόμα αποδυνάμωση και αλλαγή στις διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Παραμένει ο συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων του καπιταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης.

16.Το αστικό πολιτικό σύστημα, σε συνθήκες δοκιμασίας από τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και ως γενική τάση, ανεξάρτητα από την ίδια την κρίση, ενισχύεται με νέους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κρατικούς και παρακρατικούς, με την υιοθέτηση πιο αντιδραστικών και αυταρχικών νόμων για το τσάκισμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Στην υπηρεσία της κρατικής καταστολής βίας είναι οι ευρωπαϊκοί κατασταλτικοί μηχανισμοί, η θεσμική κατοχύρωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Σε αυτήν την κατεύθυνση ισχυροποιείται η λειτουργία και ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών, της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), της ευρωπαϊκής μονάδας δικαστικής συνεργασίας (Εurojust), του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της ΕΕ (Frontex). Γίνεται ισχυρότερη διασύνδεση του «μηχανισμού πολιτικής προστασίας» και της «αμοιβαίας άμυνας και ρήτρας αλληλεγγύης», ενισχύονται τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά και η επιθετικότητα της ΕΕ για στρατιωτικές επεμβάσεις στα κράτη μέλη της, με πρόσχημα την «τρομοκρατία», «καταστροφή φυσικών ή ανθρωπογενών πόρων», «επιθέσεις στον κυβερνοχώρο» κ.ά. για το χτύπημα του εργατικού κινήματος και την προστασία του αστικού πολιτικού συστήματος. Κλιμακώνεται η αντιλαϊκή επίθεση με την υιοθέτηση της δράσης ενάντια στο «ριζοσπαστισμό» και τις «ακραίες ιδεολογίες», με πρόσχημα την «τρομοκρατία». Ποινικοποιείται η ιδεολογία και η πολιτική δράση που οδηγεί έξω από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, εντείνεται ο αντικομμουνισμός που διοχετεύεται μέσα από ποικιλόμορφα κανάλια χειραγώγησης. Εχουν πολλαπλασιαστεί οι μηχανισμοί παρακολούθησης και συγκέντρωσης στοιχείων σε βάρος των ριζοσπαστών αγωνιστών με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, ώστε το παραδοσιακό φακέλωμα ωχριά μπροστά στο σύγχρονο.

Η εξέλιξη της παρούσας οικονομικής κρίσης επέφερε ρωγμές στο υπάρχον αστικό πολιτικό σύστημα, ορισμένη δυσλειτουργία σε μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους και στις υπηρεσίες, όπως σε εφορίες, στα δημόσια νοσοκομεία, επιδεινώθηκε η κατάσταση στα ασφαλιστικά ταμεία, στη δημόσια εκπαίδευση. Δηλαδή, εκ των πραγμάτων αποδυναμώθηκαν μέσα με τα οποία το καπιταλιστικό κράτος εξασφάλιζε τον έλεγχό του σε εργατικές και λαϊκές μάζες, συμμετέχοντας άμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

Η αστική διακυβέρνηση προσαρμόστηκε σε νέα μορφή, αυτή της συνεργασίας αστικών κομμάτων - παρά τις αντιθέσεις τους - που για χρόνια εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση (κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου στηριζόμενη από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ και αρχικά και από τον ΛΑ.Ο.Σ., κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά στηριζόμενη από ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ μετά τις εκλογές στις 17 Ιούνη 2012). Δρομολογήθηκε η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, στοιχείο της οποίας είναι και η αναστήλωση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, που εκφράστηκε με την απότομη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό στελεχών του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του.

17. Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα, που υποστηρίζουν φιλομονοπωλιακή πολιτική διαχείρισης της κρίσης, εκδηλώνονται ως αντιπαραθέσεις υπέρ του ενός ή του άλλου μείγματος της διαχείρισης, της νομισματικής δημοσιονομικής και της επεκτατικής, με το μανδύα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη ρεφορμιστική - οπορτουνιστική. Και τα δύο μείγματα της διαχείρισης έχουν κοινό χαρακτηριστικό την εξυπηρέτηση των μονοπωλίων, την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, που αντικειμενικά θα οδηγήσει σε νέο κύκλο κρίσης. Η εναλλαγή τόσο του φιλελεύθερου όσο και του κεϋνσιανού μοντέλου διαχείρισης έφεραν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα κύκλους οικονομικής κρίσης, όξυναν τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Στη βάση της εναλλαγής του μείγματος διαχείρισης, προωθείται η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε να μπορεί να δώσει περισσότερες εναλλαγές κυβερνήσεων από συνεργαζόμενα κόμματα.

18.Στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι και η ένταση του κρατικού αντικομμουνισμού, καθώς και η ανάπτυξη -κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του εθνικοσοσιαλισμού/φασισμού, η όξυνση του αυταρχισμού και της κρατικής και παρακρατικής καταστολής. Ταυτόχρονα, δρομολογείται και η αναμόρφωση της λειτουργίας του αστικού κοινοβουλίου, ενώ προβάλλονται και προτάσεις υπέρ της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις, έφεραν πιο διακριτά στην πολιτική σκηνή νέα πολιτικά κόμματα που κινούνται στο τόξο του εθνικισμού, του ρατσισμού, του αντικομμουνισμού. Εθνικιστικές θέσεις υιοθετεί το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.

Η Χρυσή Αυγή είναι εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση. Ο εθνικοσοσιαλισμός, στο επίπεδο της ιδεολογίας, αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αξιοποιεί τα υπαρκτά προβλήματα που προκαλεί η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έρχεται στην Ελλάδα με σκοπό να μετακινηθεί προς την Ευρώπη. Η Χρυσή Αυγή στηρίζεται από σημαντικούς θύλακες του κράτους και του παρακράτους και ο ρόλος της στοχεύει στο χτύπημα του ΚΚΕ, στο τσάκισμα του εργατικού κινήματος.

Η Χρυσή Αυγή αποτελεί τμήμα και κόμμα του αστικού πολιτικού συστήματος, είναι οργάνωση της αστικής τάξης, του κεφαλαίου. Αποτελεί όχημα για να διεισδύουν στα εργατικά λαϊκά στρώματα αντιδραστικές ιδέες, περιτυλιγμένες με δήθεν αντιπλουτοκρατική γραμμή και δημαγωγία σε συνθήκες κρίσης. Αξιοποιεί τη φασιστική δημαγωγία και μιμείται ή θυμίζει θέσεις και πρακτικές των ταγμάτων εφόδου, ιδιαίτερα της περιόδου πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Προτάσσει την προβολή του ελληνικού έθνους υπεράνω των άλλων, με χαρακτηριστική θέση «πάνω απ' όλα είναι το ελληνικό αίμα». Θεωρεί φυλετικό εχθρό τους μετανάστες, κυρίως τους «σκουρόχρωμους», «μαύρους», τους Τσιγγάνους, όπως ο Χίτλερ τους Εβραίους κ.ά.

Συντελούνται διεργασίες εμφάνισης και άλλων εθνικιστικών μορφωμάτων, μετακινήσεις μεταξύ τους.

Η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, η αγροτιά, οι ριζοσπαστικές γυναικείες και νεολαιίστικες οργανώσεις πρέπει και μπορούν να αντιμετωπίσουν τη Χρυσή Αυγή στους τόπους δουλειάς, στη συνοικία, στην ύπαιθρο.

19.Στοιχείο της προσαρμογής του αστικού κράτους και του αστικού πολιτικού συστήματος στις ανάγκες του κεφαλαίου για φτηνότερη εργατική δύναμη και ενίσχυση της απελευθέρωσης των αγορών αποτέλεσαν και οι αλλαγές στο θεσμό της Τοπικής Διοίκησης με το νόμο «Καλλικράτης» που ήρθε ως συνέχεια του αρχικού νόμου «Καποδίστριας» και των άλλων θεσμικών αλλαγών που προηγήθηκαν.

Ο «Καλλικράτης» στα δύο χρόνια της εφαρμογής του επιβεβαίωσε τη θέση του ΚΚΕ ότι συνιστά την απαραίτητη προσαρμογή του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους στις σύγχρονες συνθήκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συντελείται μια σχετική αποκέντρωση λειτουργιών και αρμοδιοτήτων της κεντρικής στην Τοπική Διοίκηση, με βασικό στόχο την πιο άμεση εφαρμογή και κλιμάκωση της φιλομονοπωλιακής πολιτικής σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση. Η Τοπική Διοίκηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του καπιταλιστικού κράτους, για την ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης και της ανταγωνιστικότητας, τη δραστική περικοπή των κρατικών κοινωνικών δαπανών για Υγεία Πρόνοια, Παιδεία, Γεωργία, Κτηνοτροφία, αστικές μεταφορές, σε συνδυασμό με την αύξηση της τοπικής φορολογίας σε βάρος του εργαζόμενου λαού. Μέσω του «Καλλικράτη» διευρύνεται το καθεστώς του φτηνού ευέλικτου δυναμικού, η αφαίρεση εργασιακών δικαιωμάτων. Προωθείται επίσης η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες των τοπικών επιχειρήσεων με τις Ευέλικτες Ζώνες και την είσοδο επιχειρηματιών ως χορηγών στα σχολεία με τη διαμεσολάβηση των δήμων. Προωθείται η «διά βίου μάθηση», που στοχεύει να μαθαίνει το εργατικό δυναμικό ό,τι χρειάζονται οι επιχειρήσεις.

Σε κάθε δήμο ή και γειτονιά, σε κάθε χωριό και πόλη δρα πλήθος πολιτικών δυνάμεων, πλήθος παλιών και νέων κομματαρχών που συνδέονται με δημάρχους και περιφερειάρχες, με διευθυντές επιχειρήσεων, σχολείων, νοσοκομείων, με την Εκκλησία, με επιμελητηριακές οργανώσεις του κεφαλαίου, αλλά και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Οι ΜΚΟ αποτελούν ένα πολυδαίδαλο δίκτυο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης, που στηρίζεται και προωθείται από το κράτος, τους επιχειρηματικούς ομίλους και την ΕΕ, ως δήθεν σύγχρονη μορφή κοινωνικής οργάνωσης και αλληλεγγύης. Καλλιεργεί ελπίδες για εύρεση εργασίας, ενώ έρχεται σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις