Ρωγμές σε Ευρωζώνη - ΕΕ σε φόντο αδύναμης ανάκαμψης
Ζ. Κ. Γιούνκερ, Μ. Ντράγκι, Β. Σόιμπλε
|
Ποια πραγματικότητα διαμορφώνεται σε ΕΕ - Ευρωζώνη μετά το Brexit; Δύσκολο να απαντήσει κανείς, αλλά φαίνεται να ενισχύονται οι φυγόκεντρες δυνάμεις. Με φόντο τους ανταγωνισμούς που οξύνονται περισσότερο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ξεκινάμε με την είδηση πως το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάσισε ότι «το πρόγραμμα επείγουσας αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεν υπερβαίνει τις αρμοδιότητές της. Επιπλέον, αν εφαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (σ.σ. είχε πάρει τη γνώμη του), δεν συνιστά συνταγματική απειλή για τη Γερμανία». Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η ΕΚΤ επιτρέπεται, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, με γερμανική συμμετοχή, να στηρίζει χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα χρηματοδότησης, αγοράζοντας κρατικά ομόλογά τους, στηρίζοντας έτσι το ευρώ. Η απόφαση αφορούσε προσφυγή 35.000 Γερμανών, με επικεφαλής πολιτικούς και ακαδημαϊκούς, στο Συνταγματικό Δικαστήριο, που υποστήριζαν ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα της ΕΚΤ συνιστούσε παράνομη νομισματική χρηματοδότηση.
Διαφορές για την τραπεζική ένωση
Δεν είναι πρώτη φορά που τμήματα του κεφαλαίου της Γερμανίας εναντιώνονται σε ΕΚΤ και Κομισιόν. Για παράδειγμα, η Γερμανία αμφισβητεί το δικαίωμα της ΕΚΤ, που προκύπτει από αρμοδιότητά της, για πλήρη έλεγχο στις γερμανικές τράπεζες. Μάλιστα, έχει ψηφιστεί νόμος γι' αυτό.
Σε πρόσφατη παρέμβασή του, από το Λουξεμβούργο, ο Β. Σόιμπλε είπε ότι η Γερμανία είναι πρόθυμη να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο από τις Βρυξέλλες σχετικά με την προστασία των καταθέσεων στις προβληματικές τράπεζες μέσω ενός πανευρωπαϊκού σχήματος, λέγοντας: «Για την ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης δεν θα ξεκινήσουμε με το (ευρωπαϊκό) σχήμα εγγύησης καταθέσεων, αλλά αντί αυτού θα αρχίσουμε να μειώνουμε τους υφιστάμενους κινδύνους του τραπεζικού κλάδου βήμα βήμα». Η Κομισιόν επιζητεί λύση στο ποιος πληρώνει τις ζημίες των τραπεζών σε περίπτωση χρεοκοπίας, αναζητώντας συμβιβασμό μεταξύ των διαφορετικών κανονιστικών πλαισίων που έχουν ήδη υιοθετήσει Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία («Financial Times»).
Η Γερμανία έχει αλλάξει τη νομοθεσία ώστε να είναι ευκολότερη η επιβολή ζημιών σε κάθε είδους ομόλογα υψηλής εξασφάλισης. Η επιλογή των Γάλλων ήταν να δημιουργήσουν μια νέα κατηγορία τραπεζικού χρέους. Η ιταλική κυβέρνηση προτίμησε να προτάξει την προστασία των καταθετών έναντι των ομολογιούχων (μετά και το πολιτικό φιάσκο πέρυσι, όταν αρκετές ιταλικές τράπεζες είχαν επιβάλει «κούρεμα» σε μικροκαταθέτες, τους οποίους οι τραπεζίτες είχαν πείσει να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους σε ομόλογα με δέλεαρ λίγο υψηλότερη απόδοση). Φιλοδοξία της Κομισιόν είναι να συμφωνηθεί μια κοινή σειρά με την οποία θα επιβάλλονται ζημίες στους επενδυτές των τραπεζών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η Κομισιόν προτιμάει το γαλλικό και το ιταλικό μοντέλο. Το γερμανικό μοντέλο θα μπορούσε να προκαλέσει αρκετές «αρνητικές επιπτώσεις», συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών μεσοπρόθεσμα.
Επίθεση στην ΕΚΤ...
Τον Απρίλη του 2016, υπήρξαν ρεπορτάζ για την επίθεση του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι, με περιεχόμενο το πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ο Β. Σόιμπλε επιτέθηκε στον Μ. Ντράγκι για τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ, που πλήττουν, όπως έλεγε, τις συνταξιοδοτικές παροχές και τις αποταμιεύσεις των Γερμανών, κατηγορώντας τον ως υπαίτιο για το ότι δεν αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων λόγω χαμηλών επιτοκίων, προβάλλοντας μάλιστα κινδύνους φτωχοποίησης. Ουσιαστικά, τα χαμηλά επιτόκια δυσκολεύουν τα κέρδη των τραπεζών.
Στις επιθέσεις απάντησε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γ. Βάιντμαν, στηρίζοντας τον Ντράγκι. Ο δε σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, είπε ότι «πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο παιχνίδι κατηγοριών εις βάρος της ΕΚΤ (...) Το πρόβλημα δεν είναι η ΕΚΤ και ο κ. Ντράγκι αλλά η άρνηση να παραιτηθεί κανείς από την μονόπλευρη πολιτική της λιτότητας».
Η Γερμανία, όπως έχει δηλώσει ο Β. Σόιμπλε, εναντιώνεται στην αρμοδιότητα ελέγχου των κρατικών προϋπολογισμών των κρατών - μελών της Ευρωζώνης από την Κομισιόν, και προτείνει τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής ελέγχου. Ουσιαστικά, το πρόβλημα έχει σχέση με την αυστηρή τήρηση των δεικτών του Συμφώνου Σταθερότητας ως μέσο που συμβάλλει στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. Δηλαδή, την τήρηση του 3% στα ελλείμματα των προϋπολογισμών και του 60% του ΑΕΠ στο κρατικό χρέος. Είναι μέρος της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
...και στην Κομισιόν
Σε άρθρο του «Spiegel» για τον Ζ. Κ. Γιούνκερ γραφόταν: «Για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο κ. Γιούνκερ φαίνεται να πιστεύει ότι δεν ισχύει πλέον. "Επειδή είναι η Γαλλία", απάντησε πρόσφατα, όταν ρωτήθηκε γιατί επιτρέπει στη χώρα αυτή πρόσθετες εξαιρέσεις από τους κανόνες του χρέους, σπάζοντας επί της ουσίας ένα ταμπού, μιλώντας για "εξαιρετικά προβληματική" συμπεριφορά του Ζ. Κ. Γιούνκερ. Μερικοί από τους πολιτικούς συμμάχους (Juncker από το γερμανικό κόμμα CDU της Α. Μέρκελ) έχουν επίσης εκφράσει την ανησυχία τους. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, είπε πρόσφατα στην επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι ανησυχεί πολύ για το πώς η Κομισιόν ως θεματοφύλακας των Ευρωπαϊκών Συνθηκών θα πρέπει να "ενεργήσει με σαφείς, διαφανείς και αντικειμενικούς λόγους", έτσι ώστε να αποφευχθεί η εντύπωση ότι αντιμετωπίζει μεγαλύτερες χώρες με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τις μικρότερες. Ανάλογη κριτική δέχεται ο Γιούνκερ και για την καθυστέρηση των κυρώσεων σε Ισπανία και Πορτογαλία, για τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματά τους» («Ημερησία», 19/6/2016).
Να αλλάξει, αλλά σε ποια κατεύθυνση;
Σύμφωνα με ρεπορτάζ σε αστικά ΜΜΕ τη βδομάδα που πέρασε, ο Β. Σόιμπλε, μιλώντας σε οικονομικό συνέδριο στο Βερολίνο, είπε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να αλλάξει, είτε η Βρετανία ψηφίσει να παραμείνει είτε ψηφίσει να αποχωρήσει από την ΕΕ, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Η Ευρώπη δεν είναι σε καλή κατάσταση». Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, είπε, «δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε όπως κάναμε μέχρι τώρα».
Τα ίδια είπε και ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Π. Μοσκοβισί, λέγοντας ότι «ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στις 23 Ιουνίου, θα πρέπει να αναλάβουμε δράση. Η ΕΕ δεν θα είναι η ίδια μετά την ψηφοφορία, ασχέτως του αποτελέσματος, δεν θα πρέπει να αποτρέψει άλλους να προχωρήσουν περαιτέρω... πρέπει να προχωρήσουμε».
Την ίδια ώρα, σε άρθρο τους στο «Βήμα» στις 18/6/2016, οι Ζ. Κ. Γιούνκερ και Μαρκ Ρούτε, πρωθυπουργός της Ολλανδίας, πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αντίστοιχα, έγραφαν:
«Επισημάναμε μερικές από τις πλέον επείγουσες προτεραιότητες για την ενιαία αγορά της Ευρώπης, ώστε αυτή να λειτουργήσει για όλους...
Οταν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα συναντηθούν στο τέλος αυτού του μήνα, τους καλούμε να υποστηρίξουν πλήρως τις προτάσεις αυτές και πολλές άλλες που υπέβαλε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ζητούμε να κάνουν δύο πράγματα επειγόντως: Να αναλάβουν σαφή δέσμευση έγκρισης όλων των νομοθετικών πράξεων για την ενιαία αγορά πριν από το τέλος του 2018 και να υποβάλλουν κάθε χρόνο κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου απολογισμό της προόδου σχετικά με την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν τα δύο επόμενα χρόνια, αλλά οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης δεν μπορούν να περιμένουν».
Αλήθεια, σε ποια ρότα θα προχωρήσουν, με δεδομένους τους οξύτατους ανταγωνισμούς σε ΕΕ και Ευρωζώνη, όπως φαίνεται απ' όλες τις πιο πάνω αναφορές; Με τη Γερμανία να εναντιώνεται σε ΕΚΤ - Κομισιόν (εκφράζεται με επίθεση σε Ντράγκι - Γιούνκερ), με την Κομισιόν να συμφωνεί με προτάσεις των Γαλλίας - Ιταλίας για την «καρδιά» της οικονομίας, τις τράπεζες, και βεβαίως να επιμένει ότι οι προτάσεις της για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ πρέπει να ψηφιστούν;
Υπαρκτά τα ρήγματα
Αυτό που τους δυσκολεύει αφάνταστα είναι η αδύναμη ανάκαμψη και οι κίνδυνοι νέας κρίσης. Αυτή η κατάσταση ωθεί κάθε κράτος - μέλος να ενδιαφέρεται πρωτίστως για τους δικούς του καπιταλιστές και την ενίσχυσή τους, γεγονός που οξύνει τους ανταγωνισμούς, αποδυναμώνει την τάση ενοποίησης και προκαλεί διαφορετικούς προβληματισμούς ως προς την πορεία των Ευρωζώνης - ΕΕ. Ουσιαστικά, τα ρήγματα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη μεγαλώνουν. Δεν είναι μόνο η Βρετανία που με το δημοψήφισμα αποφάσισε την έξοδο από την ΕΕ ή η διαίρεση Βορρά - Νότου, ή τα κράτη του Βίσεγκραντ, (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία), με επικεφαλής την Πολωνία, που διεκδικούν θέση ως ένας ακόμη πόλος. Υπάρχουν βαθιές αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό των κρατών - μελών. Πρώτ' απ' όλα φαίνεται ανάγλυφα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Φαίνεται επίσης στη Γερμανία όταν ο Β. Σόιμπλε εναντιώνεται στον Μ. Ντράγκι, ενώ οι Βάιντμαν και Γκάμπριελ τον υπερασπίζονται, ή με την ενδυνάμωση του Afd, (Εναλλακτική για τη Γερμανία) που θέλει επιστροφή στο μάρκο ως νόμισμα. Φάνηκε στην Πολωνία όταν αστικά κόμματα οργάνωσαν τεράστιες διαδηλώσεις υπεράσπισης της ΕΕ, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση της χώρας δρα περισσότερο εθνικιστικά απέναντι στην ΕΕ. Και στη Γαλλία υπάρχουν ανάλογες διαιρέσεις, στην Ιταλία κ.α.. Υπάρχουν τμήματα του κεφαλαίου που τα συμφέροντά τους δεν εξυπηρετούνται πλέον εντός της ΕΕ, προσπαθούν δε να αξιοποιήσουν την οξυμένη λαϊκή δυσαρέσκεια από τις συνέπειες της κρίσης και την πολιτική διαχείρισής της σε όφελος του κεφαλαίου.
Το Brexit ενισχύει τέτοιες αντιθέσεις. Για παράδειγμα, οι ηγέτες των ισχυρών κρατών της ΕΕ, λένε οτι πρέπει να προχωρήσει γρήγορα η έξοδος, προβάλλοντας το ενιαίο των 27 πλέον, προβάλλοντας το «περισσότερη Ευρώπη».Τα κράτη του Βίζενγκραντ θέλουν, αντίθετα, αλλαγές χαλάρωσης, «λιγότερη Ευρώπη», δηλαδή ενίσχυση των εθνικών κυβερνήσεων. Για ανάλογο δημοψήφισμα μιλά η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και τα σύμμαχά της κόμματα σε Ολλανδία, Αυστρία, Δανία.
Στην «Καθημερινή», στις 16/06/2016 αναφερόταν πως το ΔΝΤ στην Εκθεσή του για την Ευρωζώνη «εκτιμά ότι για την τόνωση της ανάπτυξης και την προώθηση της ενοποίησης εντός της Ευρωζώνης απαιτείται ένα πιο ισορροπημένο μείγμα πολιτικής. Επισημαίνει ότι απαιτείται να αναληφθούν σε κεντρικό επίπεδο πρωτοβουλίες για τη στήριξη της ζήτησης και του καταμερισμού του κινδύνου, προκειμένου να καταστήσουν τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη περισσότερο ελκυστική, τη συνέχιση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και την επιτάχυνση της εξυγίανσης των τραπεζών που θα διευκολύνει την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης». Πλαίσιο που βρίσκει αντίθετη τη Γερμανία. Σ' αυτό το πλαίσιο βεβαίως πασχίζει και η ελληνική οικονομία να ανακάμψει, με αβέβαιη αυτήν την προοπτική.
Η απ' εδώ και πέρα πορεία των Ευρωζώνης - ΕΕ, όποια και αν είναι, θα εκφράζεται με άκρατη επιθετικότητα του κεφαλαίου στην εργατική τάξη, στους λαούς της ΕΕ, σε συνδυασμό με ρωγμές στο αστικό πολιτικό σύστημα. Το ΔΝΤ στην Εκθεσή του αναφέρει ότι οι εντεινόμενες πολιτικές διαιρέσεις εντός της Ευρωζώνης και ο αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός έχουν αποδυναμώσει τις προοπτικές για την ανάπτυξη συλλογικών δράσεων. Το αποτέλεσμα είναι η Ευρωζώνη να γίνεται ολοένα και πιο ευάλωτη σε μια σειρά από κινδύνους, σε μια εποχή μάλιστα που τα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων στενεύουν.
Η εργατική - λαϊκή πάλη χρειάζεται να μεγαλώνει τέτοιες ρωγμές. Πάλη για την ικανοποίηση εργατικών - λαϊκών αναγκών σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή ρότα, με ανασύνταξη του κινήματος, λαϊκή συμμαχία, για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου