Ποιό κοινωνικό κράτος;
Ενας από τους λόγους για τους οποίους -υποτίθεται πως- δεν καταλήξαμε σε συμφωνία με τους «θεσμούς», είναι η εμμονή των δανειστών μας για λιγότερο «κοινωνικό κράτος». Οι «τα πάντα πληρούντες και τα πάντα ειδόντες» εταίροι μας επιμένουν πως για να καλυτερέψουν τα πράγματα σε τούτον εδώ τον τόπο, πρέπει να μειώσουμε κι άλλο τις ήδη καταβαραθρωμένες δαπάνες για συντάξεις, υγεία, παιδεία, κοινωνική αντίληψη κλπ.
Αυτές οι απόψεις είναι γνωστές και δεν εκπλησσόμαστε πλέον όταν τις ακούμε. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την απορία της κυβέρνησης. Δηλαδή, τι άλλο περίμεναν να ακούσουν οι διαπραγματευτές μας από αυθεντικούς εκφραστές του καπιταλισμού σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ; «Αυξήστε τις κοινωνικές παροχές κόβοντας κονδύλια από την χρηματοδότηση των επενδύσεων του κεφαλαίου»; Ούτε στα παραμύθια δεν γίνονται αυτά.
Πριν δυόμισυ χρόνια, σε συνέντευξή της στους Financial Times, η καγκελλάριος της Γερμανίας ήταν σαφέστατη: «Εάν η Ευρώπη αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, περί το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και πρέπει να χρηματοδοτήσει το 50% των κοινωνικών δαπανών παγκοσμίως, τότε είναι προφανές ότι οφείλει να εργασθεί πολύ σκληρά για να διατηρήσει την ευημερία και τον τρόπο ζωής της». Και για όποιον δεν κατάλαβε, πρόσθεσε: «Όλοι μας πρέπει να σταματήσουμε να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε ετησίως».
Όσο κι αν τα παραπάνω λόγια εκφράζουν απόλυτα την θέση εκείνων που διαφεντεύουν τις τύχες των λαών, δεν παύουν να συνιστούν μια απόλυτη μπουρδολογία, μια κενολογία που την έχουν πάρει οι διάφοροι «αναλυτές» και την έχουν αναγάγει σε θέσφατο και υψηλή φιλοσοφία. Κι όμως, είναι τόσο εύκολο να την αποδομήσουμε αν την διαβάσουμε ανάποδα!
Όταν λέμε «γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας», τί ακριβώς εννοούμε; Κατ” αρχάς,«δώρο» δεν είναι, αφού οι ασφαλισμένοι πληρώνουν τον κώλο τους για να εξασφαλίσουν δικαίωμα πρόσβασης σ” αυτό το κωλοσύστημα. Όμως, ούτε «γενναίο» είναι, αφού μετά από μια ζωή εισφορές, σε καταδικάζει σε συντάξεις που δεν φτάνουν ούτε για να πληρώσεις τον μπακάλη και τον μανάβη τής γειτονιάς σου, σε βάζει να πληρώνεις ιατρικές εξετάσεις και φάρμακα, σε υποχρεώνει να ματώνεις για να στείλεις τα παιδιά σου σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς κλπ.
Προφανώς, η «γενναιοδωρία» τού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας αφορά εκείνους οι οποίοι μονίμως γίνονται αποδέκτες αυτής της γενναιοδωρίας: ιδιώτες πάροχοι υπηρεσιών υγείας, ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, προμηθευτές φαρμακευτικού και νοσοκομειακού υλικού, φαρμακοβιομηχανίες κλπ. Όλοι αυτοί, δόξα τω θεώ, μια χαρά τα πάνε με το υπάρχον σύστημα.
Πάμε παρακάτω. Ας δεχτούμε ότι αυτό που υποστηρίζει η κυρία Μέρκελ είναι σωστό και στην Ευρώπη αντιστοιχούν πράγματι το 7% του πληθυσμού τής γης, το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 50% των παγκοσμίων κοινωνικών δαπανών. Ωραία; Μάλιστα. Και ποιό ακριβώς είναι το συμπέρασμα; Ότι η Ευρώπη έχει ένα γενναιόδωρο (δηλαδή, σπάταλο) σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ή ότι το υπόλοιπο 93% του παγκόσμιου πληθυσμού ψοφάει επειδή κανένας δεν του δίνει όχι απλώς σημασία αλλά συχνά ούτε μια μπουκιά ψωμί να βάλει στο στόμα του ή ένα ποτήρι νερό να πιει;
Για όσους δεν κατάλαβαν, θέλω να πω πως είναι φυσιολογικό να δείχνει γενναιόδωρη η Ευρώπη αν την συγκρίνει κανείς με το Μπαγκλαντές ή με την Μπουργκίνα Φάσο. Όπως ακριβώς πρέπει να αισθάνεται ευτυχής ο ζητιάνος τής γωνίας αν συγκριθεί με τους σκλάβους που τραβούσαν κουπί στις γαλέρες τού Καίσαρα. Ή όπως ακριβώς μπορούμε να θεωρήσουμε ευνοημένο από την ζωή όποιον δεν έχει παπούτσια να φορέσει, αν τον συγκρίνουμε με κάποιον που δεν έχει πόδια.
Παρενθεσούλα. Υπάρχει μια κρυμμένη απειλή στα λόγια τής κυρίας Μέρκελ ή είναι ιδέα μου; Δηλαδή, μήπως εννοεί η γερμανίδα καγκελλάριος πως, αν δεν δουλέψω σκληρά, κινδυνεύω να καταντήσω όπως οι εργάτες στις Φιλιππίνες και στην Ταϋλάνδη; Λέω, μήπως… Κλείνει η παρένθεση.
Συνεχίζουμε. Αυτό το ότι πρέπει να εργαστούμε πολύ σκληρά για να διατηρήσουμε την ευημερία και τον τρόπο ζωής μας, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω και μάλλον ως ανέκδοτο μου ακούγεται. Ποιά ευημερία και ποιόν τρόπο ζωής να διατηρήσω, δηλαδή; Να δουλεύω 7 μέρες την εβδομάδα, μιας και μου κατάργησαν την αργία τής Κυριακής; Να χτυπάω κάρτα για 50 ή 60 ώρες εβδομαδιαία και να πληρώνομαι τις 40 (κι αυτές τσεκουρωμένες και δίχως επιδόματα); Να περιμένω τρία τέρμινα για να κάνω εξετάσεις σε δημόσιο νοσοκομείο; Να γιορτάζω τα εβδομηκοστά γενέθλιά μου και να μην έχω ακόμη κατοχυρώσει δικαίωμα για πλήρη σύνταξη; Να έχω τελειώσει δυο πανεπιστήμια και να θεωρούμαι τυχερός αν βρω τετράωρη δουλειά ως πίτσα-μπόυ; Να στριμώχνω την τετραμελή μου οικογένεια σε ένα τριάρι επειδή δεν αντέχω οικονομικά να νοικιάσω μεγαλύτερο σπίτι; Να κοντεύω τα σαράντα αλλά να μένω ακόμη με τους γονείς μου επειδή τα ψίχουλα από την δουλειά μου δεν αρκούν για να μείνω μόνος μου; Να έχω μια γκόμενα επί 15 χρόνια και να μη μπορώ να την κάνω σύζυγό μου, καθ” ότι «χωρίς δεκάρα, πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου; πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Αη-Γιάννη;», όπως τραγούδαγε η Ελένη Βιτάλη στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πριν καμμιά σαρανταριά χρόνια;
Και για να τελειώνουμε, ας μας πει η κυρία Μέρκελ μήπως πρέπει να πάρουμε ως υπόδειγμα την χώρα της, όπου τα περίφημα mini jobs έγιναν αιτία να δημιουργηθεί μια νέα κοινωνική τάξη: οι φτωχοί εργαζόμενοι. Μια χώρα όπου οι φτωχοί αβγαταίνουν χρόνο με τον χρόνο, παρ’ ότι τα πλεονάσματα των εμπορικών της ισοζυγίων υπερβαίνουν ακόμη και το 6%. Αν όλοι αυτοί οι κακομοιραίοι καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν, πώς δημιουργούνται τα πλεονάσματα και πώς αυξάνεται το ΑΕΠ; Δεν είναι προφανές πώς κάτι δεν πάει καλά;
Αυτό το σύστημα είναι που πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να το διατηρήσουμε; Ωραία. Με το μπαρδόν, ούνσερε λίμπε φράου, αλλά χεστήκαμε γι” αυτό το σύστημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου