Στρατηγικές συγκλίσεις και ταυτίσεις με στόχο την αντιλαϊκή ανάκαμψη
Αλ. Τσίπρας - Γ. Στουρνάρας
|
Σειρά από στρατηγικού αλλά και διαχειριστικού χαρακτήρα συγκλίσεις, ακόμη και σε σημεία απόλυτης ταύτισης, προκύπτουν από τη σύγκριση των θέσεων που διατυπώνει η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ), με αυτές της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, των κομμάτων της αστικής διαχείρισης, του ΣΕΒ και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου.
Και βέβαια δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να ξεσηκώσει μπόλικο επικοινωνιακό κουρνιαχτό, με αφορμή την έκθεση της ΤτΕ για τη «νομισματική πολιτική». Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια αντιδικία αφορά στο περίβλημα, τα διαδικαστικά ζητήματα, την απόδοση προσωπικών ευθυνών, όπως για ...«αντιθεσμικές παρεμβάσεις» που τάχα δυσκολεύουν τη συγκυβέρνηση στα παζάρια της με τους «θεσμούς» της τρόικας, λες και αυτά θα μπορούσαν έστω να ανακουφίσουν τα λαϊκά στρώματα από τις επιπτώσεις της οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης.
«Απ' όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρή προσέγγιση στους όρους και η απόσταση που απομένει να διανυθεί για την ολοκλήρωση της συμφωνίας είναι μικρή», διαπιστώνει η έκθεση της ΤτΕ. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της αντιλαϊκής συμφωνίας, κρίνει ως «κεφαλαιώδους σημασίας» τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, προκειμένου να επεκταθεί ο αναγκαίος χρόνος για τη δημοσιονομική προσαρμογή και να προστεθούν «βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής». Πρόκειται, δηλαδή, για το μείγμα διαχείρισης της πολιτικής που επιδιώκει και η συγκυβέρνηση και προκρίνει η εγχώρια αστική τάξη, προκειμένου να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων.
Στη συνέχεια, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ευ. Τσακαλώτος, συναντήθηκε με το διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα. Οπως ανακοίνωσαν «στη συνάντηση, που έγινε σε πολύ καλό κλίμα, διαπιστώθηκαν συγκλίσεις στα θέματα που συζητήθηκαν, τα οποία ήταν η πορεία των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων, καθώς και η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος»...
Την ανάγκη κατάληξης των διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών» σε μια «αποτελεσματική συμφωνία», τόνισε η πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, Λ. Κατσέλη, σε προχτεσινή της ομιλία σε εκδήλωση της ΟΤΟΕ. Η Λ. Κατσέλη (ανέλαβε καθήκοντα από τη σημερινή κυβέρνηση) υποστήριξε τα ίδια ακριβώς με αυτά που προβάλλει και ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, κάτι που βέβαια που δεν αποτελεί ζήτημα «προσωπικών επιλογών».
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, «αποτελεσματική συμφωνία» σημαίνει να είναι:
α. Υλοποιήσιμη, με ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα.
β. Σταθεροποιητική, που να μειώνει την αβεβαιότητα και να εγγυάται τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους στο μέλλον.
γ. Αναπτυξιακή, με διαρθρωτικά μέτρα που θα διοχετεύουν την απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά.
Στην ίδια ρότα και ο ΣΕΒ
Ο επικεφαλής του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, στο πλαίσιο της ετήσιας γενικής συνέλευσης των επιχειρήσεων - μελών, εστίασε στην «ανάγκη» να κλείσει η αντιλαϊκή συμφωνία και αυτό, γιατί, όπως υποστήριξε, «ο χρόνος τελειώνει και τα χρήματα έχουν εξαντληθεί».
«Η ελληνική οικονομία ήδη υφίσταται τις δυσμενείς επιδράσεις της ακραίας αβεβαιότητας που συνοδεύει τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, υπό την πίεση και του χρόνου για την ολοκλήρωσή τους, καθώς οι εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας δεν θα είναι δυνατό να εξυπηρετηθούν από ένα χρονικό σημείο και μετά». Το παραπάνω επισημαίνει ο ΣΕΒ, στο «εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία». Την ίδια ώρα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, οι βιομήχανοι προειδοποιούν για το λάθος μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής, τόσο προς την πλευρά της συγκυβέρνησης όσο και σε αυτή των δανειστών. «Καθώς οι διαπραγματεύσεις προσεγγίζουν σημείο καμπής, η έμφαση στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης αναδεικνύει το αναπτυξιακό έλλειμμα της επιδιωκόμενης συμφωνίας», επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΕΒ τονίζει ότι οι προτάσεις της κυβέρνησης και των εταίρων που είδαν το φως της δημοσιότητας, «έρχονται να επισφραγίσουν την καταδίκη της όποιας αναπτυξιακής δυναμικής».
Είναι φανερό το γεγονός ότι προετοιμάζουν το έδαφος πιέζοντας για την απόσπαση νέων προκλητικών προνομίων και στο πλαίσιο της «επόμενης μέρας», ως αντιστάθμισμα στο «αναπτυξιακό έλλειμμα» της διαφαινόμενης συμφωνίας, π.χ. μέσω φοροελαφρύνσεων, μείωσης του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» (ασφαλιστικές εισφορές, ενεργειακό κόστος κ.ά.), νέες κρατικές ενισχύσεις μέσω διαφόρων «αναπτυξιακών πακέτων» (επενδυτικό ταμείο Γιούνκερ, ΕΣΠΑ) κ.λπ.
Με το βλέμμα στη διαχείριση του χρέους
Η ΤτΕ δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ενδιάμεσης μεταβατικής συμφωνίας, η οποία «δημιουργεί τις συνθήκες προς μια νέα μεσοπρόθεσμη συμφωνία». Αυτή με τη σειρά της θα έχει ως στόχο την«ομαλή μετάβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές και θα συνοδεύεται από την υλοποίηση της δέσμευσης του Γιούρογκρουπ της 27ης Νοέμβρη 2012» για την «ελάφρυνση του κρατικού χρέους». Το ζήτημα της ελάφρυνσης του κρατικού χρέους προβάλλει και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Κοινός στόχος τους, είναι να απελευθερώσουν διαθέσιμα κεφάλαια, προκειμένου αυτά να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των επενδύσεων του ντόπιου κεφαλαίου μέσα από τα διάφορα «αναπτυξιακά πακέτα», καθώς και σε φοροελαφρύνσεις και νέα προνόμια για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Η ΤτΕ, ως μέλος του συστήματος των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης, αλλά και με βάση τις στρατηγικές επιλογές του εγχώριου κεφαλαίου, τονίζει ότι «η αποτυχία στις διαπραγματεύσεις θα είναι η αρχή μιας επώδυνης διαδικασίας, που θα οδηγήσει αρχικά σε πτώχευση και τελικά στην έξοδο της χώρας από τη ζώνη του Ευρώ και -πιθανότατα- από την ΕΕ». Μάλιστα, επισημαίνουν ότι όλα αυτά σημαίνουν «βαθιά ύφεση, δραματική μείωση των εισοδημάτων, πολλαπλασιασμό της ανεργίας» (...), με αποτέλεσμα «η Ελλάδα να μετατραπεί σε μια φτωχή χώρα της νότιας Ευρώπης».
«Βασική απόλυτα καθοριστική προϋπόθεση», προκειμένου να αρθεί η αβεβαιότητα, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι «να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πιστωτικού γεγονότος και να διασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στο Ευρώ». Αναφέρει ότι αυτό μπορεί να γίνει, εφόσον «επιτευχθεί σύντομα ρεαλιστική συμφωνία»και στη συνέχεια «να εφαρμοστούν με συνέπεια και χωρίς καθυστερήσεις οι όροι της, μέσα σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας».
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο
«Με την άρση της αβεβαιότητας, πρέπει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για τη διαμόρφωση της αναπτυξιακής πολιτικής», τονίζεται στην έκθεση.
Σ' αυτή την κατεύθυνση, οι άξονες της πολιτικής, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι οι παρακάτω:
-- Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με κεντρική στόχευση τη μετακίνηση συντελεστών παραγωγής «προς τις αποδοτικές τους χρήσεις», ειδικότερα στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Η συγκυβέρνηση από την πλευρά της, τονίζει την απόφασή της να προχωρήσει στην κρίσιμη μάζα των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων της επόμενης μέρας. Μάλιστα, έχει ζητήσει και τη συνδρομή του ΟΟΣΑ, ο οποίος «εξειδικεύεται» γύρω από αυτά τα ζητήματα.
-- Ενίσχυση των «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας να συνάδουν με τις βέλτιστες πρακτικές σε επίπεδο ΕΕ και να μην αποθαρρύνουν την πρόσληψη νέου προσωπικού στη φάση ανόδου της ελληνικής οικονομίας». Να υπενθυμίσουμε ότι οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ είναι συστατικό στοιχείο και της πολιτικής της συγκυβέρνησης. Εδώ συμβάλλουν και οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Παράλληλα, έμφαση δίνεται στα προγράμματα «εκπαίδευσης και κατάρτισης», δηλαδή στα προγράμματα ανακύκλωσης της επίσημης ανεργίας και στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.
-- Συνεκτικό και στοχευμένο δίκτυο κοινωνικής προστασίας, που θα «ενσωματώνει μεμονωμένες πολιτικές και θα περιλάβει νέες». Πρόκειται για τα συστήματα διαχείρισης των ακραίων φαινομένων φτώχειας. Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, Λ. Κατσέλη, αναφέρεται στη«διασφάλιση συνθηκών κοινωνικής συνοχής και εργασιακής ειρήνης».
-- Διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με πρωτογενή πλεονάσματα και με παρεμβάσεις «κυρίως διαρθρωτικού χαρακτήρα και λιγότερο φοροεισπρακτικού χαρακτήρα». Οπως και η συγκυβέρνηση, έτσι και η ΤτΕ κάνει λόγο για τη «βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων μέσω περιορισμού των ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις», που σημαίνει αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, κόψιμο των λεγόμενων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων κ.ά.
Η ΤτΕ τσουβαλιάζοντας όποιες εκπτώσεις φόρου έχουν απομείνει στο λαό (π.χ. το μειωμένο ΦΠΑ για τα νησιά του Αιγαίου) με τις προκλητικές φοροαπαλλαγές υπέρ του κεφαλαίου, αναφέρει ότι οι «φοροαπαλλαγές» κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό 3,6 δισ. ευρώ. Παράλληλα, προτρέπει εμμέσως την κυβέρνηση να καταργήσει όσες εκπτώσεις έχουν απομείνει για το λαό και να τις αντικαταστήσει «με στοχευμένη επιδοματική πολιτική». Πρόκειται για τις γνωστές και πάγιες αντιλαϊκές αξιώσεις, που σήμερα έρχεται να εφαρμόσει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, μαζί βέβαια με την απογείωση της φοροεξαχρείωσης απέναντι στο λαϊκό εισόδημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου