Προκρούστεια κλίνη

Η ολιγόλογη αναφορά του Ριζοσπάστη στο θάνατο του Χρόνη Μίσσιου πυροδότησε αντιδράσεις και κατηγορίες από όψιμους και παλιούς αριστερούς για την εμπάθεια του ΚΚΕ, ενώ ο ίδιος ο θάνατός του στάθηκε αφορμή σε όλους, από την αριστερά έως τη δεξιά να μη φεισθούν επαίνων και επιδοκιμασιών για τους αγώνες που έγιναν,  πάντα στο όνομα  κάποιας αόριστης νεφελώδους ιδεολογίας, εκείνα τα σκληρά χρόνια.

Η αρνητική κριτική στο ΚΚΕ για το μονόστηλο στο Ριζοσπάστη και οι αγωνιστικές κορώνες, που αναφέρονται όμως σε άλλες εποχές, είναι η αρνητική και η θετική έκφραση της ίδιας αντίληψης, η οποία στοχεύει από τη μια στη συναίνεση και παραδοχή του τωρινού καθεστώτος, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη που πρέπει να απολαμβάνει η κυρίαρχη τάξη εξαιτίας της θέσης της και της λειτουργίας της στον κόσμο της παραγωγής, κι από την άλλη στην επιβολή του γοήτρου της, το οποίο το αντλεί από το σφετερισμό των αγώνων άλλων, που βέβαια έγιναν σε άλλες συγκυρίες.

Στην επίσημη εκδοχή που καθιερώθηκε μετά τη μεταπολίτευση μιλάμε για εθνική αντίσταση και εμφύλιο και αποσιωπάται η ταξική βάση αυτής της σύγκρουσης και ο επαναστατικός της χαρακτήρας που ήθελε να καταλύσει το ίδιο το καθεστώς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι όλοι όσοι συμμετείχαν ήθελαν την κατάλυσή του. Κάποιοι στόχευαν μόνο στη μεταρρύθμισή του, αλλά από τη μια η ανικανότητα και η απροθυμία των αστών για μαζική αντίσταση στο γερμανό κατακτητή και από την άλλη η αγριότητα στους αγωνιστές από την μεριά του κυρίαρχου κράτους, μετά την απελευθέρωση, οδήγησε πολλούς στο ΚΚΕ, χωρίς όμως να ονειρεύονται κατ’ ανάγκη όλοι τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Γι’ αυτό και πολλοί αγωνιστές, που στρατεύθηκαν στα σκληρά χρόνια της δεκαετίας του ’40 με το ΚΚΕ, τράβηξαν αργότερα διαφορετικούς δρόμους μέσα από διαφωνίες, έντονες συγκρούσεις κλπ. Ιδιαίτερα μετά την κατοχή, όπου επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας και δεν υπάρχει ούτε θεσμικό ούτε νομικό ούτε άλλου είδους καταφύγιο για την αριστερά και τους αριστερούς, μόνο το ΚΚΕ στη σκέψη πολλών ήταν βασική πολιτική δύναμη και μια πραγματική  πρόταση εναλλακτικής πορείας.

Από τη δεκαετία του ‘60, με παράνομο το ΚΚΕ, η κριτική για το  καθεστώς από την αριστερά δεν γίνεται πια γι’ αυτό που είναι πραγματικά, δηλ. καπιταλιστικό, αλλά για την καθυστερημένη κι αναχρονιστική του μορφή. Μεγάλο μέρος του χώρου που χαρακτηρίζεται αριστερά και δεν περιλαμβάνει μόνο κομμουνιστές, κι ας τους ενοποιεί όλους σαν συνοδοιπόρους ο κυρίαρχος λόγος, γίνεται φορέας των αστικοδημοκρατικών αιτημάτων και η γενίκευση της επίθεσης ενάντια στο καθυστερημένο ελληνικό κράτος εξαπλώνεται σιγά σιγά σε όλο το ονομαζόμενο προοδευτικό στρατόπεδο, που αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερα στρώματα και της ελληνικής αστικής τάξης, τα οποία σκοπεύουν στην ανάπτυξη και τον εκδημοκρατισμό που όμως αρνιόταν  να πραγματώσει ένα τμήμα της άρχουσας τάξης και το κράτος.

Μετά τη δικτατορία όλα αυτά τα αιτήματα δεν ήταν πια τέτοια που να οδηγήσουν σε πτώση ή βαθειά κρίση το καθεστώς, αλλά σε καπιταλιστική ολοκλήρωση και η αστική τάξη ήταν έτοιμη να τα δεχτεί. Κι έτσι τα περισσότερα αιτήματα με τα οποία ο αριστερός μεταρρυθμιστής πολέμαγε το καθεστώς, με τη μεταπολίτευση βρέθηκαν ενσωματωμένα και αποδεκτά από το σύστημα. Πολλοί από τους παλιούς αγωνιστές θεώρησαν ότι έστω και εν μέρει οι αγώνες τους δικαιώθηκαν και πολλοί άλλοι πείστηκαν ότι πια οι μεταρρυθμίσεις του συστήματος μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ ακόμη περισσότεροι ενσωματώθηκαν ασμένως στο σύστημα. Μη ξεχνάμε πώς λειτούργησαν η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, η συμφιλίωση των αντιπάλων του εμφυλίου, Βαφειάδη και Τσακαλώτου, το κάψιμο των φακέλων κλπ. Μέσα σ’ εκείνη την διεθνή συγκυρία και στην Ελλάδα η ονομαζόμενη σοσιαλιστική πολιτική, αφήνοντας άθικτη την οικονομική δομή, προσπάθησε μια μερική αναδιανομή του εισοδήματος και γενικότερα την εφαρμογή κοινωνικής πρόνοιας μέσω του κράτους. Θριάμβευαν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που διέγραψαν το πρόβλημα της ταξικής σκοπιάς με την οποία πολιτεύονταν. Οι κομμουνιστές δεν έπαιζαν και σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, λόγω της εμπιστοσύνης των μαζών στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο πολιτικής, αλλά και της αρνητικής εικόνας που είχε πια το σοβιετικό μοντέλο, μετά την κατάρρευσή του, η αίγλη τους όμως και οι αγώνες τους χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα υπόλοιπα κόμματα … κατά το δοκούν. Εξάλλου, η κυρίαρχη ερμηνεία για τα γεγονότα εκείνης της ματωμένης δεκαετίας κλήθηκε να αποδείξει θεωρήματα που εξυπηρετούσαν τη σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία κι έτσι να νομιμοποιήσει μεταγενέστερες θέσεις και αποφάσεις. Φτάσαμε να θεωρούμε ότι οι ισχυροί μετά την απελευθέρωση ήταν οι κομμουνιστές και ήταν στο χέρι τους να επιβάλουν την επιλογή τους, σαν το αντίπαλο στρατόπεδο να ήταν αδύναμο και να μην είχε τη βοήθεια μιας αυτοκρατορίας. Αν δεν επέλεξαν λοιπόν σωστά οι αριστεροί αυτό δεν είχε να κάνει με πολύπλοκες διεργασίες, συσχετισμούς κλπ. αλλά με την ποιότητα της ηγεσίας του κινήματος.

Και στην εδραίωση αυτής της πεποίθησης πολλοί παλιοί αγωνιστές συμβάλλαν. Ο Μίσσιος συνεισέφερε σ’ αυτό με το βιβλίο του «… καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Κι αυτή η μαρτυρία του που καταθέτει μέσα από το βιβλίο του είναι το σημείο ρήξης με τους κομμουνιστές. Μιλά στο βιβλίο για το κόμμα, τα λάθη του, τα ξεστρατίσματά του, την ιδεολογία. Μέσα από την πίκρα της μετέπειτα ήττας, αλλά και της μερικής δικαίωσης που πολλοί παλιοί αγωνιστές ένιωσαν ότι έγινε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, αναζήτησε την αιτία της ήττας. Και ήταν εύλογο γι αυτόν και για χιλιάδες ανθρώπους που για χρόνια η κατατρεγμένη ζωή τους περνά στο περιθώριο μιας κοινωνίας να τους κατακλύζει η πίκρα για την ήττα. Κι έτσι δημιουργείται ο μύθος για το όραμα που έγινε πολιτική σκοπιμότητα, για καθοδηγητές «κομμένες κεφαλές», που εξαιτίας τους ήρθε η ήττα. Και βέβαια πολλοί θα ήταν τέτοιοι, και βέβαια μέσα σ έναν αγώνα διασταυρώνονται πολλές σκοπιμότητες, πολύ περισσότερο όταν αυτός ο αγώνας γίνεται μέχρις εσχάτων και δεν γίνεται βέβαια με τριαντάφυλλα ούτε είναι γιορτή. Η αιτία της ήττας όμως είναι ένα ζήτημα πολυσύνθετο για να αποδοθεί σε πέντε καθοδηγητές που φάνηκαν «ανθρωπάκια»  ή  σε μια ηγεσία,  που σε αντίθεση με την κατοχή, τώρα ξαφνικά αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων και να ξεχνάμε τον αντίπαλο, τον σκληρό, αδυσώπητο κι ανυποχώρητο. Κάποιοι αγωνιστές αντέχουν να κρατηθούν, κάποια άλλοι σπάνε, άλλοι προδίδουν τότε, άλλοι ενσωματώνονται αργότερα, όλοι όμως αυτοί αποτέλεσαν εκείνο το μεγάλο κίνημα που τόλμησε να φτάσει τον αγώνα του μέχρι το τέλος κι ήταν το κομμουνιστικό κόμμα με το όραμά του που το ενέπνευσε.

Κι αν τώρα όλοι οι περί τους κυβερνώντες αγάπησαν τόσο αυτόν τον παλιό αγωνιστή είναι ίσως γιατί απ’ όλη του τη ζωή, που, στρατευμένος σε ένα όραμα, πέρασε στις εξορίες και στις φυλακές, κράτησαν αυτή τη ματαιότητα για την πραγματοποίηση του οράματος που ένιωσε ο ίδιος και βολεύει κι αυτούς, για να δικαιολογήσουν δικές τους αποφάσεις και ενέργειες και να εξουδετερώσουν την οργάνωση άλλων εναντίον τους. Γίνεται δηλ. προσπάθεια για αλλοίωση της ιστορίας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και η περιγραφή του σαν μια ατέλειωτη διαδοχή σκοπιμοτήτων, παραλείψεων ακόμα κι εγκλημάτων, φαίνεται να μη έχει άλλο στόχο από την εγκατάλειψη της ίδιας της κομμουνιστικής συνείδησης. Όμως το κομμουνιστικό κόμμα οργάνωσε εκείνο τον αγώνα, ενέπνευσε εκείνα τα οράματα και όσοι συμμετείχαν πρόσφεραν ό, τι είχαν ή μπορούσαν και τις μικροπρέπειές τους και τη μεγαλοσύνη τους. Ήταν ένας αγώνας γεμάτος αντιφάσεις και συγκρούσεις που άλλες ξεπεράστηκαν, άλλες όχι κι άλλες φτάνουν ως τις μέρες μας.

Η διάκριση ανάμεσα σε έναν λαό της αριστεράς και το ηγετικό κόμμα, όπου από δω στέκει η μικρόνοια, η πολιτική τύφλωση και σκοπιμότητα κι από κει η επαναστατικότητα, η αυταπάρνηση και ο ιδεαλισμός χρεώνει στο κομμουνιστικό κόμμα κάθε αποτυχία του παρελθόντος και του μέλλοντος, έτσι ώστε ποτέ ξανά να μη τολμήσει να διανοηθεί  κανείς ότι μπορεί να οργανωθεί, να παλέψει και να νικήσει, γιατί πάντα στο τέλος  ο αγώνας υπονομεύεται και παραμονεύει η συντριπτική ήττα.

Dies brumalis

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις