Η αντεπανάσταση στην Ουγγαρία το 1956

Στις 23 Οκτώβρη του 1956 ξέσπασε αντεπανάσταση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Βεβαίως, τα πρώτα ανοιχτά αντεπαναστατικά γεγονότα δεν προϊδέαζαν το τι θα επακολουθήσει. Αλλωστε, μια απλή φοιτητική διαδήλωση δε φανερώνει ότι μπορεί να είναι γεγονός - αφετηρία ένοπλης πάλης κατά της λαϊκής εξουσίας. Και όμως, η συνέχεια ήταν οδυνηρή για την εργατική τάξη και το λαό της Ουγγαρίας. Ας δούμε όμως τα γεγονότα που εξελίχτηκαν ραγδαία, αλλά όχι τυχαία.

Ολα ήταν μια καλά προσχεδιασμένη επιχείρηση από την αστική τάξη - που νικήθηκε και έχασε την εξουσία - σε αγαστή συνεργασία και συμμαχία με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη που δεν μπορούσαν να «χωνέψουν», πολύ περισσότερο να αποδεχτούν, ότι μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια σειρά χώρες αποσπάστηκαν από την αλυσίδα του καπιταλισμού και η εργατική τάξη σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, καταχτώντας την εξουσία ακολουθούσαν το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτό ήταν και το πιο σπουδαίο, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του πολέμου για τους λαούς. Και τον οικοδομούσαν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, τόσο λόγω του πολέμου και των καταστροφών που προκάλεσε, όσο και εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης.

Στις 23 Οκτώβρη, λοιπόν, έγινε στη Βουδαπέστη μια φοιτητική διαδήλωση. Ηταν σαν τη σπίθα που άναψε τη φωτιά της αντεπανάστασης, αφού το συγκεκριμένο γεγονός εκμεταλλεύτηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις, για να προκαλέσουν ένοπλες συγκρούσεις αμέσως μετά τη φοιτητική διαδήλωση.

Ο Ιμρε Νάγκι, που εκτελούσε χρέη πρωθυπουργού της ΛΔ Ουγγαρίας, από τις 24 Οκτώβρη 1956 αποδείχτηκε ότι δεν ήταν απλά ένας οπορτουνιστής ή - όπως η αστική προπαγάνδα τους ονομάζει - ένας «μεταρρυθμιστής», προκειμένου να... αναπνεύσει η δημοκρατία και η ελευθερία που δήθεν καταστέλλονται από την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Αυτή η προπαγάνδα άλλωστε ήταν αιχμή της αντικομμουνιστικής - αντισοσιαλιστικής εκστρατείας του ιμπεριαλισμού, αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Ιμρε Νάγκι ήταν ένας αντεπαναστάτης, αφού υποστήριζε ανοιχτά τις ενέργειες για την ανατροπή της εργατικής εξουσίας. Πήρε ο ίδιος μέτρα για την ενίσχυση, και μάλιστα σε δυνάμεις και όπλα από το εξωτερικό, της αντεπανάστασης. Ηταν αυτός που σαν πρωθυπουργός, με το ξέσπασμα των γεγονότων στις 23 Οκτώβρη 1956 άνοιξε τα σύνορα με την Αυστρία και μπήκαν ανεξέλεγκτα όλα τα φασιστικά, αντιδραστικά στοιχεία που είχαν εγκαταλείψει την Ουγγαρία μετά την επανάσταση και τη νίκη της λαϊκής δημοκρατίας. Ετσι διείσδυσαν στην Ουγγαρία χιλιάδες οπλισμένοι φυγάδες από το εξωτερικό. Δηλαδή δυνάμεις οργανωμένες από τους καπιταλιστές και τσιφλικάδες της Ουγγαρίας που εγκατέλειψαν τη χώρα μετά την επανάσταση. Ετσι εξελίχτηκε ανοιχτό ένοπλο πραξικόπημα για την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο εξοπλισμός και ο ανεφοδιασμός των αντεπαναστατών γινόταν μέσω της αερογέφυρας Βιέννης - Βουδαπέστης, κύρια από αμερικανικά αεροπλάνα. Οι διπλωματικοί εκπρόσωποι των ΗΠΑ κι άλλων καπιταλιστικών κρατών έδιναν άμεσες οδηγίες στην ηγεσία τους.

Στην πρώτη φάση, μεταξύ 23 και 30 Οκτώβρη, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να εμφανιστούν ανοιχτά με αντισοσιαλιστικά συνθήματα και προπαγάνδα για την ανατροπή της εξουσίας. Πρόβαλαν αιτήματα, όπως π.χ. «αποσταλινοποίηση», «εκδημοκρατισμός και αποκέντρωση», «ουγγρικός εθνικός κομμουνισμός»1κλπ. «Μεταρρυθμίσεις» δηλαδή, για ένα «δημοκρατικό σοσιαλισμό με ελευθερία», στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών. Μήπως όλες οι απόπειρες αντεπανάστασης και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες με τον ίδιο τρόπο, από την άποψη της προπαγάνδας, δεν ξεκίνησαν;

Στη δεύτερη φάση του πραξικοπήματος φάνηκε ανοιχτά ποιοι κρύβονται πραγματικά πίσω τους. Η αντίδραση, ενθαρρυμένη από την εξωτερική υποστήριξη, καθώς κι από την προδοτική πολιτική του Ιμρε Νάγκι, πέρασε μετά τις 30 Οκτώβρη στην ανοιχτή τρομοκρατία. «Στους δρόμους της Βουδαπέστης κυριαρχούσε η αντεπαναστατική τρομοκρατία, ομαδικά δολοφονούνταν κομμουνιστές και προοδευτικοί άνθρωποι. Κατά χιλιάδες φυλακίζονταν σ' όλη τη χώρα αγωνιστές του Κόμματος, πρόεδροι αγροτικών ενώσεων, πρόεδροι συμβουλίων, οπαδοί του σοσιαλισμού και προετοιμαζόταν η σφαγή τους. Στον πολιτικό στίβο είχαν επανεμφανιστεί οι καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, τραπεζίτες, πρίγκιπες και κόμητες, με επικεφαλής τον Μίντσεντι. Εμφανίστηκαν στη Βουλή, ίδρυσαν μέσα σε δύο μέρες 28 αντεπαναστατικά κόμματα».2

Στις 3 Νοέμβρη 1956 δημιουργήθηκε - με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ - η επαναστατική εργατοαγροτική κυβέρνηση, για να υπερασπίσει τη λαϊκή εξουσία. Το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και η νέα εργατοαγροτική κυβέρνηση απευθύνθηκαν στην ουγγρική εργατική τάξη, κάνοντας έκκληση για υπεράσπιση της λαϊκής εξουσίας από την αντίδραση. Η Σοβιετική Ενωση ανταποκρίθηκε στην παράκληση της νέας ουγγρικής κυβέρνησης για διεθνιστική βοήθεια και συνέβαλε στη συντριβή των ένοπλων αντεπαναστατικών ομάδων. Με τη βοήθεια του Κόκκινου Στρατού αποσοβήθηκε στην Ουγγαρία ένας μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην αντεπανάσταση.

Από τότε μέχρι σήμερα η αστική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα αξιοποιεί την αντεπανάσταση στο αντισοβιετικό - αντικομμουνιστικό της οπλοστάσιο, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Κατηγορεί την ΕΣΣΔ αποδίδοντας την αιτία της δημιουργίας των γεγονότων στην επέμβαση του Κόκκινου Στρατού, ενώ αποδεδειγμένα οφείλονται στην ενθάρρυνση των υπολειμμάτων του προηγούμενου αστικού καθεστώτος από τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό έως και τη δική του επέμβαση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αξιοποιούνται ιστορικά γεγονότα σαν αφορμή για την ίδια τη διαστρέβλωση της Ιστορίας. Το ιστορικό γεγονός αυτό καθεαυτό προσδιορίζει την πραγματικότητα του φαινομένου. Η προσέγγισή του, η κριτική του εξέταση, απαιτεί την ολόπλευρη αποκάλυψη των παραγόντων που το δημιούργησαν, αλλά και η αντικειμενικότητα της κριτικής εξαρτάται επίσης από ποια ταξική - πολιτική σκοπιά εξετάζεται, τόσο το ιστορικό γεγονός, όσο και οι παράγοντες που το δημιούργησαν. Εχει σημασία, επίσης, αυτή η προσέγγιση, όταν, μάλιστα, γίνεται μετά από την πάροδο αρκετών χρόνων.

Ο διεθνής ιμπεριαλισμός, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, που πήραν το πάνω χέρι από τη Βρετανία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα μετά τον πόλεμο, ουδέποτε αποδέχτηκε τα αποτελέσματα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την ενίσχυση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και την Ασία (Κίνα, ΛΔ Κορέας). Γίνεται φανερό από τα μέτωπα που άνοιξε στην Απω Ανατολή κατά της ΛΔ Κίνας και κατά της ΛΔ Κορέας στα 1950, με την ωμή στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή. Αλλωστε, ενδιαφερόταν ταυτόχρονα και για τα γεωστρατηγικά του συμφέροντα στην περιοχή, στον ανταγωνισμό του με την Ιαπωνία και ας ήταν ηττημένη στον πόλεμο.

Η συγκρότηση όμως του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ήταν ο υπ' αριθμόν ένα αντίπαλος του ιμπεριαλισμού, οι θέσεις του οποίου και συρρικνώθηκαν στην παγκόσμια σκηνή. Εγκαινιάζοντας τη στρατηγική του ψυχρού πολέμου, προσπάθησε, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και της εντεινόμενης ανάπτυξης των εξοπλισμών, να ενισχύσει τη δράση του, έχοντας ως στόχο την υπονόμευση των «νεαρών» τότε Λαϊκών Δημοκρατιών της Ευρώπης. Πρώτο «θύμα» αυτής της στρατηγικής ήταν η ίδια η ηττημένη Γερμανία, πιο σωστά ο γερμανικός λαός, που με ευθύνη των ιμπεριαλιστικών κρατών που έλεγχαν το δυτικό τμήμα της, διασπάστηκε, αφού σ' αυτό το τμήμα οργανώθηκε - με τις παλιές πολιτικές δυνάμεις του κεφαλαίου - αστική εξουσία, ενώ ενισχυόταν ποικιλόμορφα η γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού, με ενδυνάμωση των κεφαλαιοκρατών που έκαναν τον πόλεμο. Ετσι, ένα αποφασιστικό μέτρο ήταν και ο επανεξοπλισμός στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας. Στο ανατολικό τμήμα ο λαός, με επικεφαλής την εργατική τάξη και το Κόμμα της, πήρε την εξουσία μετά την ίδρυση δυτικογερμανικού κράτους και άρχισε να οικοδομεί το σοσιαλισμό στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Την οποία επίσης οι ιμπεριαλιστές έκαναν απόπειρα (στα 1953) να ανατρέψουν.

Με την ίδρυση του NATO, τον Απρίλη του 1949, ενισχύονται οι εξοπλισμοί στη Δυτική Γερμανία, που είναι πλέον χώρα - μέλος του, και μάλιστα με επιθετικά όπλα, αφού τα σύνορα των δύο Γερμανιών είναι και γεωγραφικά όρια των δύο αντίπαλων συστημάτων. Ταυτόχρονα, η πολιτική της υπονόμευσης των νέων λαϊκοδημοκρατικών χωρών, εκτός της ΓΛΔ, βάζει στο στόχαστρο την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, σε συνδυασμό με την προσπάθεια διάσπασης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας (4-1-1957) έγιναν συνομιλίες ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη ΓΛΔ. «Οι συνομιλίες αυτές παίρνουν μεγαλύτερη σημασία όταν τις δει κανείς στη χρονική στιγμή που πραγματοποιούνται, μετά δηλαδή τις τελευταίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του NATO, με την ιδιαίτερη σημασία που δίνουν οι αποφάσεις αυτές στην πολεμική βιομηχανία της Δυτικής Γερμανίας, με το σχέδιο εξοπλισμού της Δ. Γερμανίας με ατομικά όπλα και με την επιμονή της κυβέρνησης της Βόννης στην πολιτική των στρατιωτικών συνασπισμών και της διαίρεσης της Γερμανίας».3

Χαρακτηριστικό της πολιτικής και των επιδιώξεων του ιμπεριαλισμού είναι και η εκτίμηση των ΗΠΑ για την περιοδεία του Τσου Εν Λάι στην ΕΣΣΔ, στη ΛΔ της Πολωνίας και τη ΛΔ της Ουγγαρίας εκείνη την περίοδο.

«Η "Ντέιλι Μίρορ" εκφράζοντας τη γνώμη επίσημων κύκλων έγραφε σχετικά ότι "η επίσκεψη αυτή δημιούργησε μεγάλη έκπληξη σε μερικούς ειδικούς του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που βάσιζαν όλη τους την ως τώρα πολιτική πάνω στην προϋπόθεση ότι κάποτε οι Κινέζοι κομμουνιστές θ' αποσπαστούν από τη Μόσχα"».4

Βεβαίως, στην πορεία έγινε και αυτό, η διάσπαση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μετά το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, στο τέλος της 10ετίας του '50, αρχές της 10ετίας του '60. Παρακολουθούσε απλώς ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τις διαφωνίες στρατηγικής που προέκυψαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ή τις υπέθαλπε κιόλας, προκειμένου να συμβάλει στη διάσπαση του αντιπάλου του συστήματος, ως μέρος της ταχτικής του για την εξάλειψη του σοσιαλισμού; Μάλλον και τα δύο συνέβαιναν, όπως αποδείχτηκε με τα αντεπαναστατικά γεγονότα του 1989-1991.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα, λοιπόν, διεθνούς ιμπεριαλιστικής έντασης, αμέσως μετά τον πόλεμο διαμορφώνονταν οι συνθήκες για το ξέσπασμα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.

Υπήρχαν στοιχεία υποστήριξης της αντεπανάστασης ή και αποδείξεις ιμπεριαλιστικής επίδρασης; Το ζήτημα τέθηκε και στον ΟΗΕ με επιμονή.

Επανειλημμένα το ουγγρικό πρόβλημα μπήκε τόσο στην έκτακτη, όσο και στην τακτική 11η Σύνοδο του ΟΗΕ για συζήτηση και παρ' όλη την άρνηση της Ουγγαρίας ψηφίστηκε τελικά το σχέδιο της αμερικανικής απόφασης, για αποστολή παρατηρητών στις γειτονικές χώρες της Ουγγαρίας που είχαν σκοπό τη συλλογή πληροφοριών ενάντια στο λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς.5

Αραγε, γιατί ενδιέφερε τόσο πολύ τις ΗΠΑ, ώστε να επιμένουν για παρατηρητές; Μήπως για να δημιουργήσουν προγεφύρωμα πιο άμεσης επέμβασης στο μέλλον; Την ίδια περίοδο σε άρθρο της εφημερίδας «Πράβντα» αναφέρονται τα εξής: «Οι δυτικές αστικές εφημερίδες γράφουν με αρκετή ειλικρίνεια πως τα γεγονότα της Ουγγαρίας τα προετοίμαζε από πολύν καιρό και με επιμέλεια η αντίδραση, τόσο στο εσωτερικό, όσο κι απ' έξω, πως από την αρχή έβλεπε κανείς σε όλα το έμπειρο χέρι των συνωμοτών. Ο καθοδηγητής της αμερικανικής κατασκοπείας Αλεν Ντάλες δήλωσε ανοιχτά πως "ξέραμε" από πριν τι θα γινόταν στην Ουγγαρία. Ο ανταποκριτής της δυτικογερμανικής εφημερίδας "Βέλι Αουτζόνταγκ" γράφει για έναν απ' τους στασιαστές: "Το πρώτο που είδα πάνω του ήταν το παράσημο του γερμανικού σιδηρού σταυρού". Η εφημερίδα "Φρανς-Σουάρ" δηλώνει πως οι αμερικανικοί ραδιοσταθμοί που μεταδίδουν τις "εκκλήσεις για ανταρσίες, έκαναν μεγάλο κακό"στην Ουγγαρία. Η ίδια εφημερίδα παραδέχεται πως στα γεγονότα της Ουγγαρίας έπαιξαν καθοδηγητικό ρόλο "τα πιο αντιδραστικά και έκδηλα φασιστικά στοιχεία"».6

Η εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιωθεί ύστερα από 40 ακριβώς χρόνια. «Ο Βρετανός αξιωματούχος» - του οποίου η ταυτότητα δεν αποκαλύπτεται - λέει στο βιβλίο του Μάικλ Σμιθ, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα στις 7 Νοέμβρη 1996: «Το 1954, "παίρναμε πράκτορες από τα ουγγαρέζικα σύνορα", τους οποίους οδηγούσαμε στην υπό βρετανικό έλεγχο περιοχή της Αυστρίας. "Τους πηγαίναμε στα βουνά και τους δίναμε μαθήματα μάχης... Μετά, αφού τους εκπαιδεύαμε με εκρηκτικά και όπλα, τους γύριζα πίσω... Τους εκπαιδεύαμε για την εξέγερση"».7

Ποιος, λοιπόν, έκανε την επέμβαση; Η ΕΣΣΔ ή ο ιμπεριαλισμός; Ηταν αναγκαία η διεθνιστική βοήθεια της ΕΣΣΔ; Ας αφήσουμε να απαντήσει ο Τίτο σ' αυτό, που δεν ήταν και υπέρμαχος, της με τέτοιο τρόπο έκφρασης του διεθνισμού μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλωστε, αν και είχε αρχίσει η επαναπροσέγγιση τότε των Γιουγκοσλάβων με τους Σοβιετικούς, ο Τίτο και το καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας ουδέποτε εγκατέλειψε τη φιλοδυτική του εξωτερική πολιτική, που ξεκίνησε ήδη από το 1948:

«Τα γεγονότα στην Ουγγαρία, πήραν τέτοια έκταση που έγινε φανερό ότι εκεί θα γίνει τρομερή σφαγή, τρομερός εμφύλιος πόλεμος, που σαν αποτέλεσμά του μπορεί να ξοφλούσε ο σοσιαλισμός πέρα για πέρα και τα πράγματα να τέλειωναν μ' έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Αν κι εμείς είμαστε ενάντια στις επεμβάσεις, δήλωσε ο Τίτο, η σοβιετική επέμβαση ήταν αναγκαία».8

Μετά απ' όλα αυτά καθένας μπορεί να αντιληφθεί ποιος οδήγησε στα γεγονότα, ποιος οργάνωσε την αντεπανάσταση και ποιος έκανε την επέμβαση. Αλλά επιβεβαιώνεται επίσης το γεγονός ότι η ταξική πάλη και μετά την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της απαιτεί την προσήλωση του Κόμματος στις αρχές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, στη μέγιστη κινητοποίηση των λαϊκών δυνάμεων για την οικοδόμησή του και στη μέγιστη δυνατή επαγρύπνηση, ώστε να μην αφήνονται περιθώρια αξιοποίησης από τον ιμπεριαλισμό της όποιας παραβίασής τους ή να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποφασιστικά οι ενέργειές του όταν εκδηλώνονται. Οπως τόνιζε η κυβέρνηση της Ουγγαρίας, που συγκροτήθηκε στις 3 Νοέμβρη του 1956, σε ανακοίνωσή της (6/1/57) «τα μέτρα της επαναστατικής κυβέρνησης των εργατών και αγροτών έγιναν δεκτά με αχαλίνωτη κακία και μίσος απ' την αντεπανάσταση κι απ' το διεθνή ιμπεριαλισμό που την πατρονάρει. Η κακία και το μίσος τους οφείλονται στο γεγονός ότι η κυβέρνησή μας δεν είναι κυβέρνηση των τσιφλικάδων, των καπιταλιστών και των ιμπεριαλιστών του δολαρίου, μα κυβέρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, των εργατών και των αγροτών, κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου».9

Επίσης, στην Εισήγηση της ΚΕ του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΟΣΕΚ) στην Κομματική Σύσκεψη της 27 Ιούνη του 1957 αναφέρονται τα εξής: «Η αντεπαναστατική επίθεση επιβεβαίωσε χωρίς εξαίρεση και από κάθε άποψη την εκατοντάχρονη διδασκαλία του μαρξισμού. Η ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, αυτή η θέση που διατυπώθηκε από τον Μαρξ πριν 100 χρόνια, εκφράστηκε με εκρηκτική μορφή τον Οκτώβρη του 1956. Στην περίοδο των αγώνων του ΚΚΣΕ το 1917, την εποχή που οι αναθεωρητές και άλλα μικροαστικά στοιχεία απαιτούσαν "καθαρή δημοκρατία και ελευθερία", ενώ είχαν επιτεθεί ενάντια στην εξουσία του προλεταριάτου, ο Λένιν απέδειξε ότι κάτω από τις δοσμένες συνθήκες τέτοια αιτήματα είναι αιτήματα της καταπιεζόμενης από την εξουσία του προλεταριάτου αστικής τάξης. Αυτές οι διαπιστώσεις του Λένιν αποδείχτηκαν και στη δική μας περίπτωση ορθές».10

1, 2. Γιάνος Κάνταρ: «Για μια σοσιαλιστική Ουγγαρία», εκδ. «Μαρξίστισε Μπλέτερ», 1976, σελ. 4, «Ιμπεριαλιστική Αντεπανάσταση», ένθετο «Ρ», Νοέμβρης 2001.

3, 4, 5. «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος Γενάρη 1957.

7. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» 23/10/96.

6, 8. «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος Δεκέμβρη 1956.

9. «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος Γενάρη 1957.

10. Γιάνος Κάνταρ, στο ίδιο, σελ. 20, και «Ιμπεριαλιστική Αντεπανάσταση», ένθετο «Ρ», Νοέμβρης

2001.

«Επανάσταση των μαζών» ή αντεπανάσταση;

Την εποχή της κυριαρχίας του καπιταλισμού - ιμπεριαλισμού, με ή χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη του νέου κοινωνικού συστήματος, του σοσιαλισμού, η έκβαση κάθε μορφής κοινωνικής σύγκρουσης, ακόμα και άσχετα από την πρόθεση των υποκειμένων που εμπλέκονται σε αυτήν ωφελεί αντικειμενικά μόνο ένα από τα δύο βασικά παγκόσμια «στρατόπεδα»: ή αυτό των ιμπεριαλιστών και της συντήρησης - ενίσχυσης της εξουσίας του κεφαλαίου, ή αυτό της παγκόσμιας εργατικής τάξης και της υπόθεσης σοσιαλισμού/ κομμουνισμού. «Τρίτος δρόμος» δεν μπορεί να υπάρχει.

Στην περίπτωση της Ουγγαρίας του '56, αυτό φάνηκε καθαρά. Ασχετα από την ποσοτική συμμετοχή των εκπροσώπων της αστικής τάξης (βιομήχανοι, καπιταλιστές μεγαλοϊδιοκτήτες γης και μεγαλοαγρότες, ανώτατος καθολικός κλήρος, στρατιωτικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του προηγούμενου, φασιστικού - καπιταλιστικού καθεστώτος Χόρτι), αυτή η τάξη επέβαλε την ηγεμονία της στην αντεπανάσταση.

Αυτής της τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετούσε η αντεπανάσταση, άσχετα από τις προθέσεις των τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων, που συμμετείχαν σε αυτήν (τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, καθώς και της εργατικής τάξης, ενώ οι μικρομεσαίοι αγρότες συμμετείχαν σε μικρότερο ποσοστό, καθώς η αντεπανάσταση διακήρυττε ανοιχτά την επαναφορά της «ιδιοκτησίας τους» στους παλιούς μεγαλοϊδιοκτήτες, στους οποίους παρεμπιπτόντως συγκαταλεγόταν και η ουγγρική Καθολική Εκκλησία ).

Οι θεωρίες περί «ουγγρικού» ή «καλύτερου» σοσιαλισμού ή περί μιας ταξικά μη προσδιορισμένης «δημοκρατίας», αποτέλεσαν απλά το προπέτασμα καπνού, την ιδεολογική ομίχλη, μέσα στην οποία οι αστοί μπόρεσαν να ελιχθούν πιο αποτελεσματικά. Οσοι αρνούνταν τη δυνατότητα ανάπτυξης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρόβαλλαν ως εναλλακτική λύση έναν ανύπαρκτο «σοσιαλισμό», ώστε μπλοκάροντας τη λαϊκή επαγρύπνηση και αντίσταση, να γίνει ευκολότερα η επιστροφή στον «υπαρκτό καπιταλισμό».

Η αντεπανάσταση ήταν η επιθετική έκφραση της ουγγρικής μεγαλοαστικής τάξης, που είχε πληγεί από τα αποτελέσματα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοπινής οικονομικής κρίσης.

Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας και μέχρι σήμερα, ο ιμπεριαλισμός, πέρα από τις οξύτατες αντιθέσεις στο εσωτερικό του, με βάση το αυξημένο αίσθημα της ταξικότητας, αντιμετωπίζει ενιαία τον κοινό αντίπαλο, την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα.

Το 1871, η νικήτρια του γαλλογερμανικού πολέμου γερμανική αστική τάξη, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, όταν απελευθέρωνε 60.000 Γάλλους αιχμάλωτους στρατιώτες, για να ενισχύσει τη «μισητή» κατά τ' άλλα γαλλική αστική τάξη, στην προσπάθεια κατάπνιξης της Παρισινής Κομμούνας. Δηλαδή 60.000, από τις 100.000 που συνολικά πήραν μέρος στην πολιορκία του Παρισιού και στη σφαγή των προλεταρίων!

Στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, νικητές και ηττημένοι ιμπεριαλιστές δεν είχαν κανένα απολύτως συνειδησιακό πρόβλημα, ούτε κανένα σύμπλεγμα «αυτοδιάθεσης», όταν ενώθηκαν και από κοινού προσπάθησαν να καταπνίξουν τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Πάμπολλα είναι και τα μεταπολεμικά παραδείγματα για το πώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός εννοεί το σεβασμό της δημοκρατίας και της κυριαρχίας των λαών. Από τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση, το Δεκέμβρη του '44, και την αμερικανική επέμβαση την περίοδο του Εμφυλίου στην Ελλάδα, από τον πόλεμο στην Κορέα και μέχρι τις σημερινές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, κλπ. ο ιμπεριαλισμός έδειξε και δείχνει ότι έχει πλήρη επίγνωση της αναγκαιότητας, να επιδεικνύει έμπρακτα το «διεθνισμό» του, στο διαρκή του - άλλοτε καλυμμένο και άλλοτε απροκάλυπτο - πόλεμο κατά της εργατικής τάξης και των άλλων ριζοσπαστικών λαϊκών στρωμάτων.

Απέναντι σε αυτήν την ενιαία σύμπραξη της παγκόσμιας αστικής τάξης, η αντίστοιχη τάξη των προλεταρίων, στο βαθμό που οργανωνόταν και συνειδητοποιούσε ποιος και πόσο ισχυρός είναι ο βασικός αντίπαλός της, ήταν από τα πράγματα υποχρεωμένη να στραφεί στα ίδια όπλα: στην οργάνωση του αγώνα της σε διεθνές επίπεδο και στη διεθνή αλληλεγγύη, τον προλεταριακό διεθνισμό. Εναν διεθνισμό που θα εκφραζόταν με όλα τα μέσα και σύμφωνα με όλες τις δυνατότητες που παρείχε η κάθε χρονική περίοδος ή συγκυρία.

Η ίδρυση, άλλωστε, τριών μέχρι σήμερα, Διεθνών σε αυτό αποσκοπούσε. Οι εθελοντές μαχητές της Α΄ Διεθνούς στο Παρίσι του 1871 ήταν μια από τις πρώτες εκφράσεις αυτού του διεθνισμού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πάντοτε βέβαια ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, το επίπεδο οργάνωσης της εργατικής τάξης και το ρόλο των κομμάτων της.

Κατά τη διάρκεια της Οχτωβριανής Επανάστασης και της κατοπινής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η διεθνής εργατική τάξη, που μόλις αναδιοργανωνόταν συμπαραστάθηκε έμπρακτα στο νέο εργατικό κράτος: από τη συλλογή και αποστολή υλικής βοήθειας και τις διαδηλώσεις κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, μέχρι τις λιποταξίες και τις στάσεις των φαντάρων των ιμπεριαλιστικών στρατών. (Πράξεις που όταν συμβαίνουν στο αντίπαλο στρατόπεδο θεωρούνται «συνετές», πού και πού, ακόμα και «ηρωικές», όταν όμως συμβαίνουν στη δική τους πλευρά, οι αστοί, σύμφωνα με το δικό τους «δίκιο» τις θεωρούν «εγκληματική προδοσία» και «ανοσιούργημα».)

Ταυτόχρονα, η δράση των επαναστατών σε κάθε χώρα, από τις εργατικές επαναστάσεις σε Φινλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, κλπ. μέχρι τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του '20, πέραν των άλλων, επιτέλεσαν αντικειμενικά και ρόλο διεθνιστικό, όχι μόνο ως έμπνευση και παραδειγματισμό, αλλά και επειδή ανάγκασαν τον ιμπεριαλισμό να αποδυναμώσει τη «γραμμή πυρός» στο μέτωπο της Σοβιετικής Ενωσης.

Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, ο ίδιος διεθνισμός εκφράστηκε με ακόμα πιο προωθημένες μορφές. Με προτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χιλιάδες εκπρόσωποι της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στήριξαν με το όπλο στο χέρι τον ισπανικό λαό. (Αυτήν την πράξη διεθνισμού, αστοί και οπορτουνιστές δεν τολμούν - ακόμα; - να τη διαβάλουν, καθότι εκεί συμμετείχαν και εκπρόσωποι διάφορων πολιτικών χώρων, ακόμα και κατοπινοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανίας και της Ιταλίας).

Παρόμοια κορυφαία έκφραση προλεταριακού διεθνισμού ήταν και η παρουσία των Κινέζων εθελοντών μαχητών στο πλευρό των Κορεατών επαναστατών, όταν ο διεθνής ιμπεριαλισμός τούς κήρυξε τον πόλεμο.

Στα παραπάνω πλαίσια είναι πλήρως ενταγμένη και η διεθνιστική ένοπλη βοήθεια του σοβιετικού λαού και η συμβολή της ΕΣΣΔ στην ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.

Στην αντιπαράθεση ιμπεριαλισμού - σοσιαλισμού, που στην Ουγγαρία του '56 εκφράστηκε με μια από τις πιο οξυμένες μορφές, την ένοπλη πάλη, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σύσσωμα και άμεσα τάχθηκαν στο πλευρό της αντεπανάστασης. Οχι μόνο τη στήριξαν πολιτικά, αλλά και την εξόπλισαν. Οχι μόνο διευκόλυναν τη λαθραία είσοδο στη χώρα σε διάφορους αστούς φυγάδες του '45/'46 αλλά, όπως αναφέραμε στο α΄ μέρος του άρθρου, καθοδήγησαν και συντόνισαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η κατά τ' άλλα «ουδέτερη» Αυστρία δέχτηκε πρόθυμα να γίνει έδαφος για την εξαγωγή της αντεπανάστασης, πριν καν συμπληρωθεί ένα έτος από την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων και την αντίστοιχη δέσμευσή της για «ουδετερότητα».

Από την άλλη, οι επαναστατικές δυνάμεις της χώρας βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Η οπορτουνιστική ηγεσία όχι μόνο τις εξαπατούσε συνεχώς, υποσχόμενη ότι θα πατάξει τους αντεπαναστάτες, αλλά και τις αφόπλιζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επαναστατικές εργατικές φρουρές, που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες επιχειρήσεις στα περίχωρα της Βουδαπέστης καθώς και σε κομματικά γραφεία, η «κυβέρνηση» Νάγκι υποσχόταν όπλα, που τελικά παραδίνονταν στους αντεπαναστάτες, για να κατασφάξουν ακριβώς τέτοιες φρουρές. Μόνο σε ορισμένα μέρη στην επαρχία κατάφεραν επαναστάτες αγρότες και εργάτες μεταλλείων να οπλιστούν και να αποκρούσουν τη λευκή τρομοκρατία.

Από τα κατοπινά ντοκουμέντα φαίνεται ως ευτυχής σύμπτωση το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΣΕ (αλλά και του ΚΚ Κίνας) ταλαντεύτηκαν «μόνο» έως τις 3 Νοέμβρη ανάμεσα στην υποχώρηση και στην απάντηση στην αντεπανάσταση. Οι εκατοντάδες προγραφές επαναστατών, που θα γίνονταν βάσει σχεδίων στις 4 του ίδιου μήνα στην επαρχία, τουλάχιστον αποτράπηκαν.

Τη στιγμή του καθοριστικού «ποιος ποιον», η παραμέληση του διεθνιστικού καθήκοντος (και όχι η «επέμβαση») θα έθετε τη σοβιετική ηγεσία αλλά και συνολικά το διεθνές επαναστατικό κίνημα μπροστά σε σοβαρότατες και ασυγχώρητες ευθύνες.

Αν το 1919, το διεθνές προλεταριάτο δεν είχε δυνατότητα να αποτρέψει τις σφαγές των τέκνων και θυγατέρων του, από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού στην Ουγγαρία, το 1956 διέθετε πλέον ολόκληρα κράτη (δηλαδή σοσιαλιστική εξουσία) που μπορούσαν να αποτρέψουν μια παρόμοια, δεύτερη τραγωδία. Και απετράπη από το στρατό της σοβιετικής εξουσίας και τα ένοπλα τμήματα των Ούγγρων επαναστατών, με τις σκληρές μάχες που έδωσαν κυρίως στη Βουδαπέστη, καθώς στις άλλες περιοχές, οι εγκληματίες και πρώην «αφεντάδες» προτίμησαν εξαρχής το δρόμο της φυγής προς την Αυστρία.

Η Ουγγαρία εισήλθε στην πρώτη μεταπολεμική φάση, με πάρα πολλές αρνητικές «κληρονομιές» του παρελθόντος:

  • Ως αγροτική - βιομηχανική χώρα εμφάνιζε μια σχετικά ολιγάριθμη εργατική τάξη. Π.χ. ακόμα και το 1949, οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία αποτελούσαν μόλις το 23% του συνόλου των απασχολούμενων, ενώ αυτοί της αγροτικής παραγωγής το 62,1%1.
  • Το ΚΚ Ουγγαρίας επανήλθε στη νομιμότητα, όταν ο Σοβιετικός Στρατός απελευθέρωνε την Ουγγαρία από τα χιτλερικά στρατεύματα. Θυμίζουμε ότι μετά την ήττα της Επανάστασης του 1919, περίπου 5.000 επαναστάτες δολοφονήθηκαν, 70.000 φυλακίστηκαν και άλλες δεκάδες χιλιάδες εγκατέλειψαν τη χώρα. Το ΚΚ σε σκληρές συνθήκες παρανομίας προσπάθησε αμέσως να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και το εργατικό κίνημα. Το κόμμα παρέμεινε 25 συνεχόμενα χρόνια στην παρανομία.
  • Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστολής, η αντικομμουνιστική σοσιαλδημοκρατία μπόρεσε να ασκεί ανενόχλητα την επιρροή της στην εργατική τάξη.
  • Τα μεσαία στρώματα της χώρας ήταν βαθιά επηρεασμένα από τον επεκτατικό εθνικισμό της αστικής τάξης και του κλήρου, που εξέφραζε το καθεστώς Χόρτι. Η Ουγγαρία είναι η μόνη χώρα από τους δορυφόρους της χιτλερικής Γερμανίας, που κατά την ανακωχή της με τις αντιφασιστικές δυνάμεις δεν μπόρεσε να συγκροτήσει στράτευμα, για να πολεμήσει τη Γερμανία στο πλευρό των Συμμάχων.
  • Με δεδομένη τη μικρή επιρροή του διεθνιστικού προλεταριακού κόμματος, ο εθνικισμός δυνάμωσε την επίδρασή του στα λαϊκά στρώματα, όταν τα εδάφη που είχε παραχωρήσει ο Χίτλερ στη σύμμαχο Ουγγαρία, επανήλθαν στην επικράτεια των γειτονικών κρατών, επαναφέροντας σε ισχύ μια άλλη ιμπεριαλιστική συνθήκη, αυτή του Τριανόν (Βερσαλλιών) του 1920.
  • Αμεση συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν και η μεταπολεμική, αυξημένη επιρροή πάνω σε σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων της Ουγγαρίας, που ασκούσαν και μεταπολεμικά εκείνα τα τμήματα της αστικής τάξης, που στήριξαν ανεπιφύλακτα τη σύμπλευση με το γερμανικό φασισμό.
  • Οι δυσμενείς για το λαϊκό κίνημα συσχετισμοί άλλαξαν με πολύ αργούς ρυθμούς και μέσα από έντονη κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Μόλις στα μέσα του 1947 είναι πλέον εμφανής η αλλαγή των συσχετισμών και όχι τόσο με την άνοδο της επιρροής του ΚΚ Ουγγαρίας, που στις εκλογές εκείνου του έτους (31/8/47) λαμβάνει 22%, όσο μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των κομμάτων, που εκπροσωπούν τα μεσαία στρώματα και την πλειοψηφία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, η οποία τον επόμενο χρόνο (12/6/1948) θα συνενωθεί με τους κομμουνιστές στο Κόμμα των Ούγγρων Εργαζομένων Κ.Ου.Ε. Αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης των μικροαστικών κομμάτων προς τα αριστερά, είναι και η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, που στις εκλογές του Μάη του 1949 θα λάβει το 95% των ψήφων. Ακόμα και τότε όμως, σε επαρχίες που αργότερα θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την αντεπανάσταση, η αστική αντιπολίτευση θα διατηρήσει ποσοστά της τάξης του 21-29%.
  • Η συνένωση του ΚΚ με το Σοσιαλδημοκρατικό, έστω και σε μαρξιστική - λενινιστική βάση, επέφερε μια ακόμα παραπέρα άμβλυνση των επαναστατικών χαρακτηριστικών της κομματικής βάσης, καθώς παρόμοιο πρόβλημα εμφάνιζε το ΚΚ Ουγγαρίας ήδη πριν από αυτήν τη συνένωση, λόγω των υπερβολικά ραγδαίων ρυθμών στρατολόγησης (περίπου 2.500 μέλη το Δεκέμβρη 1944, 300.000 τον Αύγουστο του 1946 και 883.000 τον Ιούνη του 1948, δηλαδή μόλις 152.000 λιγότερα μέλη απ' ό,τι οι ψηφοφόροι του ένα χρόνο νωρίτερα!).

Το 1948, όταν ουσιαστικά ολοκληρώνεται η μεταπολεμική ανασυγκρότηση, και οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής ήδη αρχίζουν και κυριαρχούν, τα νέα καθήκοντα που προκύπτουν βρίσκουν τα κομμουνιστικά κόμματα χωρίς σοβαρές ιδεολογικές επεξεργασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις εκείνη την περίοδο, η σχέση λαϊκής δημοκρατίας και δικτατορίας του προλεταριάτου απασχολεί σοβαρά τα κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας. Οι προβληματισμοί αναπτύσσονταν γύρω από το αν για το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη η λαϊκή δημοκρατία, ή ακόμα και γύρω από το αν η μετάβαση της λαϊκής δημοκρατίας στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Μετά από πολυάριθμες συναντήσεις και συνεργασίες των ηγετών τους, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το Στάλιν, θα καταλήξουν στις αρχές του 1948, ότι η «λαϊκή δημοκρατία» αποτελεί πλέον μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου2.

Με την επέκταση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και κυρίως κατά την κρατικοποίηση και των επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων, οι αστικές δυνάμεις αποπειρώνται να οργανώσουν ανοιχτή σύγκρουση με το σοσιαλιστικό κράτος, με ηγέτη τον καρδινάλιο Μιντσέντι (Mindszenty) και με τη συμμετοχή σημαινόντων καπιταλιστών, όπως ο κόμης Εστερχάζι, ο μεγαλύτερος μετά την εκκλησία γαιοκτήμονας της χώρας. Η απόπειρα ξεσκεπάστηκε έγκαιρα από τις κρατικές υπηρεσίες.

Φαίνεται ότι από τότε ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσανατολίζεται και στην πολύμορφη αξιοποίηση της ρήξης της Γιουγκοσλαβίας με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες.

Ο Ιμρε Νάγκι, στα τέλη του 1947 αντιτάχθηκε στην προοπτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, εμμένοντας ότι άμεσος στόχος του Κόμματος πρέπει να είναι η διαχείριση ενός «κρατικού καπιταλισμού» (υπό κρατικό έλεγχο). Θεωρούσε πρωτεύον την ανάπτυξη της εμπορευματικής αγροτικής παραγωγής και όχι την κολεκτιβοποίηση. Το Σεπτέμβρη του 1949, η ΚΕ τον καθαιρεί από μέλος του ΠΓ και ο ίδιος, όχι μόνο αποδέχεται την απόφαση, αλλά και ασκεί «δριμύτατη» αυτοκριτική. Το 1951 ο Νάγκι ξαναμπαίνει στο ΠΓ και το 1952 γίνεται και Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.

Το 1953 ο οπορτουνισμός ενισχύεται κυρίως από τις αλλαγές στους προσανατολισμούς της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, μετά το θάνατο του Στάλιν, τον Μάρτη του ίδιου έτους. Με επίφαση πλέον την καταπολέμηση του «δογματισμού» και του «σεχταρισμού», «η ηγεσία του ΚΚΣΕ άσκησε συντροφική κριτική στην πολιτική του ΚΟυΕ. Αυτή η κριτική έγινε αποδεκτή από την ΚΕ του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων και λήφθηκε υπόψη στην κατάληξη των αποφάσεων»3. Ως αποτέλεσμα αυτής της «συντροφικής κριτικής», τον Ιούνη του 1953, η ΚΕ αποφασίζει να απαλλάξει τον Ράκοσι από τη θέση του Προέδρου της κυβέρνησης και στη θέση του να προτείνει τον Νάγκι.

Είναι ακριβώς η στιγμή που και η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα αρχίζει να εξυμνεί τον «εθνικό κομμουνιστή ηγέτη» Νάγκι, δίνοντας το σύνθημα για τη στήριξή του από τους Ούγγρους αστούς. Η εσωκομματική διαπάλη, που γίνεται μόνο μέσα στις γραμμές της ΚΕ, χωρίς ανάπτυξη αντίστοιχης ιδεολογικής δουλειάς στις γραμμές του Κόμματος, θα επιφέρει άλλη μια απομάκρυνση του Νάγκι από τις θέσεις που κατείχε (Απρίλης 1955) και τη διαγραφή του από το Κόμμα, το φθινόπωρο του ίδιου έτους.

Στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης '56) και της άμεσα ακολουθούμενης υστερίας για «εγκλήματα και παραβιάσεις» της περιόδου της «προσωπολατρίας», οι δεξιές δυνάμεις εντός της ηγεσίας του ΚΟυΕ περνάνε στην επίθεση με τη σημαία του «αντισταλινισμού» και της «αποκατάστασης της νομιμότητας». Τον Ιούλη η ΚΕ «απαλλάσσει για λόγους υγείας» τον Ράκοσι από ΓΓ και αποφασίζει τη διεύρυνσή της, κυρίως με μέλη που πρόσφατα είχαν αποφυλακιστεί και αποκατασταθεί. Ελέγχοντας πλήρως τα κομματικά όργανα και έντυπα, η αντεπανάσταση «από τα μέσα» μπορεί πλέον όχι μόνο να εκμηδενίζει τη δράση των επαναστατικών οργάνων, αλλά και να μπλοκάρει κάθε διάθεση αντίδρασης της κομματικής βάσης.

Η τρίτη πλέον «αποκατάσταση» του Νάγκι στα κομματικά και κυβερνητικά όργανα (13 Οκτώβρη), με την ανοχή αν όχι προτροπή της σοβιετικής και γιουγκοσλαβικής ηγεσίας, 10 μόλις μέρες πριν το ξέσπασμα της αντεπαναστατικής εξέγερσης, ήρθε ως επιστέγασμα της δράσης των «εθνικών δυνάμεων» εντός και εκτός Κόμματος.

Στις 23 Οκτώβρη, όταν (κατά σύμπτωση;) η ουγγρική κομματική ηγεσία επιστρέφει από το ταξίδι της στη Γιουγκοσλαβία, η αντεπανάσταση βρίσκεται πλέον στους δρόμους.

1. Βλ. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις «Ακάδημος», Αθήνα 1981, τ. 26, σελ. 66.

2. Ινστιτούτο για την κομματική ιστορία στην ΚΕ του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, «Ιστορία του ουγγρικού επαναστατικού εργατικού κινήματος από τις αρχές του έως το 1962», (γερμανική έκδοση) Βερολίνο 1983, σελ. 588. (Στα ουγγρικά εκδόθηκε το 1976).

3. Στο ίδιο σελ. 597.

Ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν για την αντεπανάσταση

Ολοι οι μεγάλοι επαναστάτες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο της αντεπανάστασης. Στο κέντρο της διαμάχης ανάμεσα στις διάφορες τάσεις των αστών και των μικροαστών (π.χ. Ιακωβίνοι και Γιρονδίνοι), στη διάρκεια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης μετά το 1789, βρισκόταν κύρια αυτό το πρόβλημα. Αλλά όταν το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό - που δεν έθιγε την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε την εκμετάλλευση, ούτε το διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, αλλά έφερνε μια άλλη τάξη εκμεταλλευτών στην εξουσία - προκάλεσε την πιο λυσσαλέα επίθεση της αντεπανάστασης, πόσο οξύτερα ήταν φυσικό να τεθεί το πρόβλημα της αντεπανάστασης, όταν με την εργατική τάξη έμπαινε στον παγκόσμιο ιστορικό στίβο εκείνη η δύναμη που είχε σα στόχο την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εξάλειψη κάθε είδους εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η ίδια η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα σφυρηλατηθεί με κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί. Κι όμως υπήρχαν κιόλας τόσο πολλές εμπειρίες, ώστε ο Μαρξ και ο Ενγκελς αναγκάστηκαν να γράψουν στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» ότι «όλες οι δυνάμεις της γηραιάς Ευρώπης» ενώθηκαν για να κηρύξουν «έναν ιερό πόλεμο» κατά του κομμουνισμού. Η αντεπαναστατική λύσσα ενάντια στην εργατική τάξη άρχισε δηλαδή πολύ πριν ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή της και μάλιστα προτού κατακτήσει κάπου την εξουσία.

Οι κλασικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού αφιέρωσαν πολύ χρόνο και κόπο στη μελέτη της πείρας όλων των προηγούμενων επαναστάσεων με σκοπό να αντλήσουν διδάγματα για τους δικούς τους αγώνες ενάντια στην αντεπανάσταση. Πολλές από τις βασικές τους θέσεις για την επανάσταση και την αντεπανάσταση έχουν τέτοια γενική ισχύ για την ταξική πάλη, ώστε εδώ μπορεί πραγματικά να γίνει λόγος για νομοτέλειες. Καθοριστικό ρόλο στην επεξεργασία των διδαγμάτων της επανάστασης και της αντεπανάστασης έπαιξε η πρώτη προλεταριακή επανάσταση στον κόσμο, ο ηρωικός αγώνας των Κομμουνάρων του Παρισιού. Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έδειξε - πράγμα που επιβεβαίωσαν μεταγενέστερες επαναστάσεις - ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της μπορούν να πάρουν την εξουσία γρήγορα, σχετικά αναίμακτα και με ελάχιστα θύματα, μόνο στην περίπτωση που η δράση τους είναι αποφασιστική και ενιαία και η αντίσταση της αστικής τάξης τσακίζεται με συνέπεια.

Απ' αυτήν ακριβώς την άποψη τα λάθη, ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας, είναι διδακτικά. Χρειάστηκε να πληρωθούν ακριβά με τη δολοφονία 30.000 οπαδών της Κομμούνας από την αντεπανάσταση. «Δύο λάθη κατέστρεψαν... τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο έμεινε στα μισά του δρόμου. Αντί να προχωρήσει στην "απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών", βαυκαλίστηκε με το όνειρο ότι η ύψιστη δικαιοσύνη θα γινόταν πραγματικότητα στην ενωμένη με το πανεθνικό καθήκον χώρα. Δεν εθνικοποιήθηκαν τέτοια ιδρύματα όπως, για παράδειγμα, η τράπεζα, ενώ μεταξύ των σοσιαλιστών κυριαρχούσαν ακόμα οι προυντονιστικές θεωρίες της "δίκαιης ανταλλαγής" κλπ. Το δεύτερο λάθος ήταν η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Επρεπε να είχε εξοντώσει τους εχθρούς του, αντί γι' αυτό, όμως, προσπαθούσε να τους επηρεάσει ηθικά. Υποτίμησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να στέψει τη νίκη του στο Παρίσι με μια αποφασιστική επίθεση στις Βερσαλλίες, αμφιταλαντεύτηκε κι έδωσε έτσι καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σκότους και να τις εξοπλίσει για τη ματωμένη βδομάδα του Μάη» (Β.Ι.Λένιν: «Για την Παρισινή Κομμούνα», έκδοση «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φραγκφούρτη 1971, σελ. 11).

Η Παρισινή Κομμούνα έδειξε ολοκάθαρα: Η αστική τάξη δεν ανέχθηκε ποτέ κοντά στη δική της εξουσία και μια εργατική εξουσία. Για την «... αστική τάξη ο αφοπλισμός των εργατών ήταν λοιπόν πρώτη επιταγή» (Β.Ι.Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ. τομ. 28, σελ. 248). Αυτό είναι ένα δίδαγμα, που ισχύει ανάλογα και για την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να επιτρέψει, να δημιουργηθεί μέσα στο σοσιαλισμό ένα δεύτερο και μάλιστα εξοπλισμένο κέντρο εξουσίας. Η αστική τάξη ποτέ δε συμβιβάζεται με τη μοίρα της, όταν έχει διωχτεί από την εξουσία. Ηταν και είναι πάντα έτοιμη, να χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση και την αιματηρή τρομοκρατία. Αν δεν τσακιστεί λοιπόν αποφασιστικά η αντίσταση της αστικής τάξης, τότε αυτή θα χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση, και μ' αυτήν ακριβώς την έννοια μια μισοτελειωμένη επανάσταση προκαλεί κατά κανόνα μια ολοκληρωμένη αντεπανάσταση. Γι' αυτό ο ασυμβίβαστος αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια σε κάθε προσπάθεια αντεπαναστατικής δραστηριότητας, είναι προϋπόθεση κάθε επιτυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αυτό επιβεβαιώνει η συντριβή της Παρισινής Κομμούνας από τη διεθνή αντεπανάσταση όπως και η νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν. Η νικηφόρα εργατική τάξη πρέπει να οικοδομεί την πολιτική εξουσία της σε συμμαχία με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τόσο για να περάσουν όλα τα βασικά μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, όσο και να υπερασπίσει αποφασιστικά τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού ενάντια στην αστική τάξη. Αυτή, όσο ακόμα υπάρχει, θα προσπαθεί να επανακτήσει τη χαμένη εξουσία της, τα προνόμιά της. Αυτή την αλήθεια υπογράμμιζαν πάντα ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν.

«Η ιστορική... αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ - έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι - οι εκμεταλλευτές δε θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους... Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δε δέχονταν ούτε σκέψη γι' αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος, για να πάρουν πίσω το χαμένο "παράδεισο"... Και... πίσω από τους εκμεταλλευτές - καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης, που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μυξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο...» (Β.Ι.Λένιν: Απαντα, ελλ. έκδ., «Σύγχρονη Εποχή», τομ. 37, σελ. 264-265).

Από την πάλη για την κατάκτηση των μαζών εξαρτάται τελικά η «τύχη» της επανάστασης ή της αντεπανάστασης. Η αντεπανάσταση αρχίζει αναντίρρητα με το γενικό σύνθημα: «πολιτική ελευθερία», «λαϊκά συμφέροντα». Ο Ενγκελς έγραφε σχετικά το 1884 στον Μπέμπελ: «Σε κάθε περίπτωση ο μοναδικός μας αντίπαλος τη μέρα της κρίσης και την επόμενη, είναι η συνολική αντίδραση που συσπειρώνεται γύρω από την καθαρή δημοκρατία»(Μαρξ - Ενγκελς: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ.36, σελ. 253).

Αυτό το πρόβλημα είναι συνδεδεμένο με τη λύση πολλών δύσκολων προβλημάτων. Γιατί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, «γιατί η νέα οργάνωση της παραγωγής είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και γιατί οι ριζικές αλλαγές σ' όλα τα επίπεδα της ζωής χρειάζονται χρόνο και τελικά γιατί η πανίσχυρη δύναμη της συνήθειας στη μικροαστική και αστική οικονομία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μακρόχρονο επίμονο αγώνα... Σ' ολόκληρο αυτό το διάστημα θα προβάλλουν αντίσταση τόσο οι καπιταλιστές και ταυτόχρονα οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους από την αστική διανόηση που είναι συνειδητά αντίθετοι, όσο και η τεράστια μάζα των εργαζομένων που είναι βραχυκυκλωμένοι σε μικροαστικές συνήθειες και παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών, και που γενικά αντιτίθενται όχι συνειδητά. Οι αμφιταλαντεύσεις είναι αναπόφευκτες σ' αυτά τα στρώματα» (Β.Ι. Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ., τομ. 29, σελ. 377, κ.ε.).

Ο Λένιν λέει παρακάτω ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «είναι το έργο μιας μακρόχρονης, δύσκολης, σκληρής, ταξικής πάλης, που δε σταματά μετά την πτώση της εξουσίας του κεφαλαίου, μετά την καταστροφή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως το φαντάζονται μερικοί χοντροκέφαλοι από τον παλιό σοσιαλισμό και την παλιά σοσιαλδημοκρατία), αλλά αλλάζει μορφές και μάλιστα από πολλές απόψεις γίνεται σκληρότερη. Στον ταξικό αγώνα ενάντια στην αντίσταση της αστικής τάξης, ενάντια στην αδράνεια, τον κομφορμισμό, την αναποφασιστικότητα και τις αμφιταλαντεύσεις των μικροαστών, το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει την εξουσία του, να εντείνει την οργανωτική του επιρροή, να πετυχαίνει την "ουδετερότητα" εκείνων των στρωμάτων, που φοβούνται να εγκαταλείψουν την αστική τάξη και ακολουθούν το προλεταριάτο πολύ διστακτικά» (Β.Ι. Λένιν, Απαντα, γερμ. Εκδ., τομ. 29, σελ. 378).

«Εδώ όμως προσπαθεί να στηριχτεί η αντεπανάσταση. Για να πετύχει τους στόχους της, εκμεταλλεύεται τη μια ή την άλλη κρίση στην εργατική εξουσία, τα πολιτικά λάθη που γίνονται και που αφήνουν να δημιουργηθεί μια ρωγμή, από την οποία θα μπορούσε να περάσει η δυσαρέσκεια των μαζών. Αυτό σημαίνει, ότι για μια πραγματική αντεπανάσταση δεν αρκεί μόνο η επιθυμία της αστικής τάξης, αλλά και να κάνουν λάθη οι επαναστάτες. Και όχι μόνο αυτό: Για να πετύχει η αντεπανάσταση το σκοπό της, συμμαχεί στην ανάγκη, χωρίς να διστάσει ούτε μια στιγμή, με τον εχθρό ολόκληρου του έθνους» (Β.Ι. Λένιν: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ. 15, σελ. 28).

Αυτό αποδείχτηκε με κλασικό τρόπο στη συμπεριφορά της γαλλικής αστικής τάξης το 1871, όταν για να μπορέσει να χτυπήσει την Παρισινή Κομμούνα συνθηκολόγησε με την Πρωσική Γερμανία του Μπίσμπαρκ, του οποίου οι στρατιές πολιορκούσαν την πρωτεύουσα.

Αν η Παρισινή Κομμούνα ήταν ένα ηρωικό παράδειγμα, που άφησε βαθιά ίχνη στη σκέψη και τη δράση της διεθνούς εργατικής τάξης κι έδωσε επανειλημμένα στους κλασικούς του μαρξισμού αφορμή για αναλύσεις, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Οχτωβριανή Επανάσταση. Εδώ έσπασε για πρώτη φορά η αλυσίδα του καπιταλισμού στο ένα έκτο της Γης. Και αν η Παρισινή Κομμούνα στάθηκε αιτία για τη σύμπραξη της αστικής τάξης, των «εθνικών εχθρών» Γαλλίας και Γερμανίας κατά της εργατικής τάξης του Παρισιού, ενώ από την άλλη μεριά οι επαναστατικές δυνάμεις ολόκληρου του κόσμου συμπαραστέκονταν στην Παρισινή Κομμούνα, η Οχτωβριανή Επανάσταση οδήγησε σε μια διεθνή συμμαχία ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, που έγινε ιδιαίτερα εμφανής στον επεμβατικό πόλεμο 14 ιμπεριαλιστικών κρατών, που άρχισε το καλοκαίρι του 1918.

Και η αστική τάξη δεν κουράστηκε από τότε, να οργανώνει συνεχώς νέα στρατιωτικά σύμφωνα, νέες συμμαχίες, νέες μηχανορραφίες κατά του νικηφόρου σοσιαλισμού μέχρι και τη μεγάλη γενοκτονία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Προσπάθησε επανειλημμένα, να οργανώσει κι άλλες μορφές αντεπανάστασης, όπως η απόπειρα να ανατρέψει το σοσιαλισμό στη ΓΛΔ τον Ιούνη του 1953, να κάνει το ίδιο πράγμα το φθινόπωρο του 1956 στην Ουγγαρία και μετά πάλι το 1968 στην Τσεχοσλοβακία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις