Ρεπορτάζ από μια πορεία
Τώρα μπορώ να το παραδεχτώ. Από την πρώτη στιγμή που το εξήγγειλε ο δήμαρχος, με είχανε ζώσει τα φίδια. Καλέ, τί είπε ο άνθρωπος; Για να διατρανώσουμε την συμπαράστασή μας στους ανέργους και για να υπογραμμίσουμε την θέλησή μας να αγωνιστούμε μαζί μ’ αυτούς, να κάνουμε πορεία διαμαρτυρίας από την Πάτρα μέχρι την Πλατεία Συντάγματος! Θέλει και τα λέει αυτά;
Σηκώθηκαν οι τρίχες σ’ όλο μου το κορμί. Και ποιός θα έρθει σ’ αυτή την πορεία, δήμαρχε; Εκείνοι που έχουν μάθει να περπατάνε με σκυμμένο το κεφάλι και δεν τολμούν να βγουν από το καβούκι τους; Εκείνοι που λένε “πάλι καλά” όταν βρουν κανένα voucher ή καμμιά τρίωρη δουλειά με δυόμισυ κατοστάρικα μισθό και χωρίς ασφάλιση; “Δική μας δουλειά είναι να τους αφυπνίσουμε”, επέμεινε ο δήμαρχος. Μα θα γελάει ο κόσμος μαζί μας αν η πορεία καταντήσει σε μια χούφτα ταλαίπωρων που θα σέρνονται μέχρι να φτάσουν στην Αθήνα για την τιμή των όπλων. “Και δυο άτομα να μείνουμε, η πορεία θα γίνει”, έδωσε τέλος στην κουβέντα ο δήμαρχος.
Τί να κάνουμε κι εμείς; Υποχρεωθήκαμε να συμμορφωθούμε. Ξαμολυθήκαμε στις γειτονιές, στα καφενεία, στους δρόμους… μιλήσαμε με άνεργους κι εργαζόμενους… μιλήσαμε με οιονεί άνεργους, όπως οι σημερινοί φοιτητές… με γονείς που συντηρούν άνεργα παιδιά… Και αμέσως αρχίσαμε να δοκιμάζουμε την μια ευχάριστη έκπληξη μετά την άλλη. Δεν ήσαν μόνο τα συχαρίκια για την πρωτοβουλία. Κυρίως ήσαν οι απανωτές εκδηλώσεις ενδιαφέροντος για συμμετοχή στην πορεία. Κι όσο βλέπαμε πως η πρωτοβουλία είχε απήχηση, τόσο περισσότερο παλεύαμε για την επιτυχία της. Όμως, κάπου μέσα μου ο σπόρος της ανησυχίας παρέμενε ζωντανός. Άλλο πράγμα το να δηλώνεις ότι θα πάρεις μέρος στην πορεία κι άλλο το να πάρεις μέρος πραγματικά. Όσο κι αν τα μηνύματα στήριξης και συμπαράστασης έφταναν από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και από το εξωτερικό, το σαράκι με έτρωγε. Κι αν…
Μα καθώς οι μέρες περνούσαν, αναθαρρούσαμε όλο και περισσότερο. Στην πορεία θα έρχονταν διαδηλωτές κι από την Ικαρία… κι από την Θεσσαλονίκη… κι από την Κεφαλονιά… κι από την Στοκχόλμη… κι από την Ισπανία… κι από… κι από… Κι όλοι οι δήμοι, απ’ όπου ήταν προγραμματισμένο να περάσει η πορεία, δήλωναν ότι και θα βοηθήσουν στην υλοποίησή της και θα συμμετέχουν, ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση των δημάρχων τους. Ρε, για κοίτα που είχε δίκιο ο δήμαρχος! Τώρα έπρεπε να το παλέψουμε περισσότερο. Αυτό που φάνταζε στα μάτια μας ως φωνή διαμαρτυρίας, έδειχνε πως μπορούσε να εξελιχθεί σε σεισμό.
Οι τελευταίες ανησυχίες μου διαλύθηκαν το βράδυ τού Σαββάτου, στην προσυγκέντρωση της Πλατείας Γεωργίου. Όχι πως η πλατεία βούλιαξε από τον κόσμο αλλά γύρω μου έβλεπα πρόσωπα που δεν είχα ξαναδεί. Δεν βρισκόμουν ανάμεσα σε γνωστούς, στους ίδιους που μαζευόμαστε κάθε φορά στα συλλαλητήρια. Όχι. Εκείνο το πλήθος ήταν κάτι άλλο. Προς απογοήτευση πολλών, δεν ήταν η “κομματική πελατεία του δημάρχου”, όπως έλεγαν. Δεν ήταν “μια χούφτα βαρεμένοι”. Ήσαν λαϊκοί άνθρωποι από παντού. Και ήσαν πολλοί.
Η προβοκάτσια από μέρους της προσκείμενης στον ΣυΡιζΑ δημοτικής ομάδας είχε λυσσάξει. Στην αρχή μας ειρωνεύτηκαν. “Γιατί να πάμε περπατώντας στην Αθήνα και όχι στις Βρυξέλλες;”, είπαν στο δημοτικό συμβούλιο. “Να πάμε”, τους απαντήσαμε, “αλλά εσείς θα πάτε μπροστά”. Κώλωσαν. Τις τελευταίες μέρες άλλαξαν τροπάρι. “Ο Πελετίδης θα πάει τους διαδηλωτές στον Περισσό”, γράψανε οι τοπικές εφημερίδες. Γελάσαμε. Δεν αντιδράσαμε. Τους παραδώσαμε στην χλεύη των συμπολιτών μας.
Ώσπου χτες το πρωί, λίγο πριν τις εννιά, διαλύθηκε και η τελευταία μου ανησυχία. Εκεί, στην ίδια πλατεία, που τώρα βούλιαζε από κάθε ηλικίας πρόσωπα γελαστά κι αποφασισμένα. Εκεί κι ο κυρ-Αντώνης, με την μεταμοσχευμένη καρδιά, που ήρθε να περπατήσει εκατό μέτρα. Εκεί κι ο Βασίλης, ο Κώστας, ο Αντρέας… να στηρίζουν τα εβδομήντα-βάλε χρόνια τους στα μπαστούνια τους και με το σακκίδιο στην πλάτη να διαλαλεί πως ήσαν αποφασισμένοι να πάνε πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα νόμιζαν πολλοί. Εκεί και το Μαράκι, με το λευκό μπαστούνι των τυφλών… και δυο νέα παιδιά σε αναπηρικά αμαξίδια… και πιο πέρα μια κοπέλλα με δεκανίκια… Εκεί και νεολαία, πολλή νεολαία. Εκεί όλοι.
Κι όταν στις εννιά ακριβώς δόθηκε το σύνθημα να ξεκινήσουμε, κοίταζα γύρω κι έτριβα τα μάτια μου. Καθώς το ποτάμι ξεχυνόταν και προχωρούσε, πίσω του η πλατεία έδειχνε να το τροφοδοτεί αστείρευτα. Την ώρα που έμπαινα κι εγώ στο πλήθος, το κεφάλι της πορείας είχε χαθεί στο βάθος. Πίσω μου άρχισαν το βιολί τους η ντουντούκα και τα συνθήματα. “Οι κνίτες”, σκέφτηκα και γύρισα να δω. Ναι, αυτοί ήσαν. Μόνο που τούτοι ήσαν πολύ λίγοι, σε σχέση με την νεολαία που είχα δει λίγο πρωτύτερα στην πλατεία. Οι υπόλοιποι; Νάτοι! Μπροστά. Δηλαδή; Τι δηλαδή, αγόρι μου; Γιατί πίστεψες πως όλοι οι νέοι που είδες ήσαν κνίτες; Τόσες βδομάδες δουλειά και δεν πίστεψες πως τούτη η προσπάθεια είχε την δυναμική να κινητοποιήσει τον κόσμο; Να βγάλει τους σκυμμένους από το καβούκι τους, όπως έλεγε ο δήμαρχος;
“Τι πορεία είναι αυτή;” ρώτησε μια γιαγιά, που έστεκε παραξενεμένη στην γωνία. “Για την ανεργία”, της απάντησα, “αυτή που θα φτάσει μέχρι την Αθήνα σε μια βδομάδα”. Κούνησε το κεφάλι. “Αχ, να μη με κρατάνε τα πόδια μου”, έκανε. “Θα ερχόσουν;” ρώτησα χαμογελώντας. Το βλέμμα της σκοτείνιασε. “Έτσι που μας κάνανε, στην άκρη του κόσμου θα πήγαινα”, είπε με πείσμα…
Χαζεύω. Το πανώ που βρίσκεται στην κεφαλή της πορείας έχει χαθεί στο βάθος. Έχει περάσει την οδό Καρόλου κι εμείς βρισκόμαστε ακόμη στην Κολοκοτρώνη. Όσο αραιά κι αν περπατάμε, μπροστά μου βρίσκονται σίγουρα πάνω από τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι και πίσω μου έρχεται και η ΚΝΕ. Βλέπω έναν παππού να σταματάει. “Το πνεύμα πρόθυμον αλλά η σαρξ ασθενής” του λέω χαμογελώντας. Με κοιτάει σοβαρά. “Ήθελα να φτάσω μέχρι τα διόδια αλλά δεν μπορώ”, μου απαντάει στενοχωρημένος, σφίγγοντας το μπαστούνι του. “Έχω κλεισμένα τα ενενήντα”. Το βλέμμα του φωτίζεται αναπάντεχα καθώς σηκώνει το χέρι και δείχνει στο βάθος. “Αλλά μπροστά πάνε οι εγγόνες μου”. Του σφίγγω το χέρι.
Παρακάτω άρχισαν οι πρώτες αποχωρήσεις. Οι ανάπηροι, οι ηλικιωμένοι, οι γονείς με τα παιδιά… Ε, και; Για κάθε έναν που αποχωρούσε επειδή τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του, καινούργιοι διαδηλωτές έμπαιναν στην πορεία. Στο Πανεπιστήμιο του Ρίου προστέθηκαν δεκάδες φοιτητών… στον Αη-Βασίλη μπήκαν κάτοικοι της περιοχής και μαζί τους -έκπληξη- ο επίσκοπος Πατρών… και στα Αραχωβίτικα το ίδιο… και πιο πέρα…
Μόλις η πορεία πέρασε το μέσο της απόστασης από το Αίγιο, όλοι σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα: θα τα καταφέρουμε! Έσπρωχνε ο ένας τον άλλο δίχως να το καταλαβαίνουμε. Κι όλους μαζί μάς έσπρωχναν εκείνοι που έμπαιναν στην πορεία από τον Λόγγο, από τις Καμάρες, από τα Σελιανίτικα… Πώς να λιποψυχήσεις; Κι όταν βλέπεις πως έρχονται να σε προϋπαντήσουν και να ενωθούν μαζί σου διαδηλωτές από το Αίγιο και τα γύρω χωριά, η κούραση εξαφανίζεται και στις 8 το βράδυ μπαίνεις στην πόλη ως θριαμβευτής. Και προς μεγάλη έκπληξή σου, έχεις κουράγιο και δύναμη να συμμετέχεις στην πανηγυρική εκδήλωση που ετοίμασε ο δήμος στην Πλατεία Αγίας Λαύρας…
Τώρα ξέρεις. Όσο κι αν εσύ δεν έχεις πια τις δυνάμεις να πας μέχρι το τέλος, το ποτάμι θα συνεχίσει την πορεία του. Κι όταν το απόγευμα της Κυριακής θα εκβάλει την ορμή του στο Σύνταγμα, θα είσαι κι εσύ εκεί. Όχι επειδή κατάλαβες ότι μπορείς αλλά για να κάνεις κάποιους να ανησυχήσουν βλέποντας ότι τώρα ξέρεις ότι μπορείς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου