"Βαφτίσια" και επικίνδυνοι προσανατολισμοί

Εκτός από τα «βαφτίσια» στα οποία έχει επιδοθεί η συγκυβέρνηση για τις προπαγανδιστικές ανάγκες της (το «μνημόνιο» ονομάστηκε «συμβόλαιο», η «τρόικα» βαφτίστηκε «Brussells Group», οι «τεχνοκράτες» διαχωρίζονται από τους «εκλεγμένους» κ.λπ.),υπάρχουν πιο επικίνδυνες και ουσιαστικές ιδεολογικές παρεμβάσεις με στόχο την εργατική - λαϊκή συνείδηση. Κύριο στοιχείο αυτών των παρεμβάσεων είναι η «εθνικιστική ρητορεία» που βαφτίζεται πατριωτισμός και εθνική αξιοπρέπεια, καλυμμένη με αριστερό και προοδευτικό περιεχόμενο με αναφορές σε ιστορικές επαναστατικές και ριζοσπαστικές παραδόσεις του εργατικού - λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα. Δεν είναι παράξενο δυνάμεις που αποτελούσαν κήρυκες του ιμπεριαλιστικού κοσμοπολιτισμού τα προηγούμενα χρόνια, απολογητές της ΕΕ, όπως οι δυνάμεις που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα να υιοθετούν εθνικιστικά συνθήματα. Δεν είναι άλλωστε κάτι καινούργιο. Ιστορικά η σοσιαλδημοκρατία βάφτιζε «διεθνισμό» τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, την αποθέωση της τάσης του κεφαλαίου να συγκροτεί διεθνείς ενώσεις και την επιλογή του κάθε «εθνικά συγκροτημένου» κεφαλαίου να συμμετέχει δραστήρια σε αυτές. Ταυτόχρονα, βάφτιζε «αντιιμπεριαλιστικό πατριωτισμό» τον «εθνικισμό», τη στράτευση δηλαδή κάτω από τη σημαία της εγχώριας αστικής τάξης (και όχι μόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια) στη διαπραγμάτευσή της, στις κόντρες της και την αναζήτηση συμβιβασμών με άλλα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη και ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αυτά τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν και παίρνει προβάδισμα αυτό που είναι κάθε φορά αναγκαίο για το κεφάλαιο. Στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουμε τυπική εκδήλωση αυτού του φαινομένου. Αλλωστε, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα με καθαρά αστικό, εθνικιστικό προφίλ, δείχνει τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την κατεύθυνση επίσης ερωτήματα δημιουργεί η στάση τμήματος της κυβέρνησης απέναντι στη Χρυσή Αυγή, με χαρακτηριστικότερη τη στάση της προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου, που με σειρά ενεργειών, εμφανίζεται να αβαντάρει τα φασιστοειδή, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό του κόμματός της.
Τα εθνικιστικά συνθήματα υπήρξαν βασικό στοιχείο της λεγόμενης «αντιμνημονιακής ρητορικής» που κυριάρχησε την προηγούμενη 5ετία. Με επιμέλεια συγκαλύφθηκαν το ποια είναι η πραγματική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής που ακολουθείται. Το ελληνικό κεφάλαιο για λογαριασμό του οποίου εφαρμόστηκε αυτή η πολιτική - και που για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών του συμφερόντων η Ελλάδα συμμετέχει στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη, στο ΝΑΤΟ, δανείζεται από το ΔΝΤ κ.λπ. - έμεινε στο απυρόβλητο, «βγήκε λάδι». Το πρόβλημα εστιάστηκε αποκλειστικά απέναντι στη Γερμανία, στο μνημόνιο και τους «υπηρέτες» του. Αυτή η ιστορία, αυτή η λογική, συνεχίστηκε και συνεχίζεται ίσως με μεγαλύτερη ένταση μετά τις εκλογές της 25ης Γενάρη με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Ο «εθνικισμός» αυτός, όπως εκδηλώνεται στις συγκεκριμένες συνθήκες, γίνεται προσπάθεια να ντυθεί με την αίγλη των λαϊκών αγώνων ενάντια στη ναζιστική κατοχή της περιόδου 1941 - 1945, με την αίγλη του ΕΑΜικού κινήματος, ξεκόβοντάς τους από το ταξικό τους περιεχόμενο. Παράλληλα, προωθείται η λογική της εθνικής ενότητας όλων, ανεξάρτητα από τάξεις, ενάντια στους «ξένους δυνάστες», του πατριωτικού καθήκοντος, και σε αυτή την κατεύθυνση δεν είναι τυχαίες οι από κοινού αναφορές σε ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, κ.λπ. Κρύβοντας ότι στο πλαίσιο της περιόδου 1941 - 1945 διεξαγόταν ταξική πάλη. Οτι δεν ήταν όλοι οι «Ελληνες μαζί», ότι απέναντι στο λαό δεν ήταν μόνο οι «γερμανοτσολιάδες» αλλά και το τμήμα της αστικής τάξης που ήταν με τους «συμμάχους», τη Μ. Βρετανία, τις ΗΠΑ και οι οποίοι επιχείρησαν να τσακίσουν το λαϊκό κίνημα το Δεκέμβρη του 1944 προκειμένου να σταθεροποιηθεί η αστική εξουσία. Κρύβουν επίσης ότι συνέχεια αυτής της περιόδου ήταν η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα, ο αγώνας του ΔΣΕ. Δεν υπάρχει καμιά φάση της Ιστορίας της χώρας που εργαζόμενοι και φτωχά λαϊκά στρώματα να είχαν κοινά συμφέροντα με την άρχουσα τάξη, με το κεφάλαιο.
Στο στόχαστρο μπαίνει αποκλειστικά η Γερμανία και η ηγετική της θέση στην ΕΕ. Ομως, έτσι λειτουργούν ο καπιταλισμός, οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Στο έδαφος της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού κάποιο κράτος έχει μεγαλύτερη δύναμη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική και με αυτή τη δύναμη συμμετέχει στα διεθνή ιμπεριαλιστικά παζάρια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος, επιβάλλοντας τη θέλησή του στους λιγότερο ισχυρούς. Ολα αυτά εγγράφονται στους «κανόνες» λειτουργίας του συστήματος, είναι στη φύση του. Είναι λοιπόν καταρχήν ουτοπικό να ζητάει κανείς σε συνθήκες καπιταλισμού ισοτιμία ανάμεσα στα κράτη. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Γι' αυτό άλλωστε ενώ με το ένα χέρι η κυβέρνηση κουνά το δάχτυλο λέγοντας ότι στην ΕΕ δεν υπάρχουν ενοικιαστές και νοικάρηδες αλλά είμαστε όλοι ιδιοκτήτες, με το άλλο υπογράφει φαρδιά - πλατιά την αποδοχή όλων των δεσμεύσεων που συνεπάγεται η συμμετοχή στην ΕΕ και που ουσιαστικά σημαίνει παραχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας του ελληνικού αστικού κράτους (όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα κράτη - μέλη). Από αυτή την άποψη τα περί εθνικής υπερηφάνειας είναι αποπροσανατολιστικά και στοχεύουν να αποσπάσουν τη λαϊκή στήριξη σε μια διαπραγμάτευση που γίνεται για λογαριασμό του ελληνικού κεφαλαίου.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πολλές φορές πίσω από υπερπατριωτικές και εθνικιστικές κορόνες κρύβεται η επιδίωξη στήριξης σε άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο, η ενίσχυση μιας συμμαχίας εις βάρος μιας άλλης, η υποστήριξη μιας ισχυρής δύναμης στη μάχη της με άλλες για την πρωτοκαθεδρία σε περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο. Το ρεύμα του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» στην ΕΕ αυτό εκφράζει, δηλαδή την προσπάθεια να αδυνατίσει η γερμανική ηγεσία στην ΕΕ για λογαριασμό της αστικής τάξης άλλων κρατών, ιδιαίτερα των ισχυρότερων ανταγωνιστών της εντός ΕΕ, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, αλλά και των διατλαντικών «συμμάχων» της των ΗΠΑ. Πολλές φορές, λοιπόν, πίσω από τα «εθνικά σημαιάκια» που κουνιούνται με υπερηφάνεια, κρύβονται σημαίες ιμπεριαλιστικών κέντρων και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανείς. Είναι φανερό ότι η νέα συγκυβέρνηση επιδιώκει να ακουμπήσει στις «πλάτες των ΗΠΑ» στον ανταγωνισμό τους με τη Γερμανία δηλώνοντας την πρόθεσή της να ενταχθεί με κάθε τρόπο στα αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Ν/Α Μεσογείου, κάνοντας μάλιστα προσπάθεια αυτή η συμμετοχή να έχει και την εργατική - λαϊκή συναίνεση εμφανίζοντάς την ως αποτέλεσμα ενεργητικής και περήφανης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ως διαπραγματευτικό χαρτί, ξεπερνώντας έτσι λαϊκές αντιδράσεις που υπήρχαν σε ανάλογες περιπτώσεις όπως το 1999 (ΝΑΤΟική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία) και 2003 (πόλεμος στο Ιράκ). Σε προπαγανδιστικό επίπεδο από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης οι ΗΠΑ και ο Μπ. Ομπάμα προβάλλονται ως οι «μεγάλοι φίλοι της Ελλάδας». Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι όλοι οι κατά καιρούς «ισχυροί φίλοι» της άρχουσας τάξης της χώρας μας ποτέ δεν ήταν φίλοι του ελληνικού λαού, των εργαζομένων αυτής της χώρας και όποτε ο λαός μας εναπόθεσε τις ελπίδες του στη στήριξη του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου βγήκε χαμένος, την ίδια ώρα που η αστική τάξη λογάριαζε τα κέρδη της.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις