Είτε τεχνοκράτες είτε πολιτικοί!

ι τεχνοκράτες με τους τεχνοκράτες και οι πολιτικοί με τους πολιτικούς", επαναλαμβάνουν ο Αλ. Τσίπρας και άλλα στελέχη της κυβέρνησης, για να πείσουν ότι διαπραγματεύονται με διαφορετικό τρόπο από τους προηγούμενους. Η κυβέρνηση δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η πολιτική διαπραγμάτευση μπορεί να έχει φιλολαϊκά αποτελέσματα, ενώ η «ψυχρή» τεχνοκρατική συζήτηση καταλήγει συνήθως σε μέτρα που βαραίνουν το λαό.
Είναι αλήθεια ότι ο τρόπος που διαπραγματεύεται η σημερινή κυβέρνηση είναι διαφορετικός από αυτόν της προηγούμενης. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η κυβερνητική εναλλαγή στηρίχτηκε από ισχυρά τμήματα της πλουτοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά και δυνάμεις εντός και εκτός Ευρωζώνης και ΕΕ. Αυτό, όμως, καθόλου δε σημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση διαπραγματεύεται για το καλό του λαού, ενώ οι προηγούμενες ήταν «έρμαια των δανειστών και των εταίρων», όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ διαπραγματεύεται σθεναρά για να εξασφαλίσει μέτρα χαλάρωσης της κυρίαρχης περιοριστικής πολιτικής, που εκφράζεται κυρίως από τη Γερμανία, για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων. Η διαπραγμάτευση αυτή γίνεται στο έδαφος ισχυρών ανταγωνισμών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που ξεπερνούν τα όρια της ΕΕ.
Η διαπραγματευτική ισχύς κάθε χώρας καθορίζεται από τη θέση της στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, εξαιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και των σχέσεων ανισοτιμίας στον καπιταλισμό. Εκ των πραγμάτων, η διαπραγμάτευση μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να αφορά τα λαϊκά συμφέροντα, είτε γίνεται ανάμεσα σε πολιτικούς, είτε ανάμεσα σε τεχνοκράτες.
Επίσης, πολιτική διαπραγμάτευση «στον αέρα» δεν μπορεί να υπάρξει. Χρειάζεται οικονομικά στοιχεία και δημοσιονομικά δεδομένα, που συλλέγονται από κρατικούς και διακρατικούς μηχανισμούς. Από αυτή τη σκοπιά, τα όρια ανάμεσα στην πολιτική και την τεχνική διαπραγμάτευση είναι δυσδιάκριτα και στην πραγματικότητα καθιστούν το διαχωρισμό επίπλαστο. Αλλωστε, και στην περίπτωση της Ελλάδας, τα λεγόμενα «τεχνικά κλιμάκια» έρχονται να συζητήσουν επί των πολιτικών αποφάσεων που πάρθηκαν στο τελευταίο Γιούρογκρουπ. Τα αποτελέσματα αυτών των διαβουλεύσεων θα καθορίσουν και τις επόμενες πολιτικές αποφάσεις.
Βέβαια, στην πολιτική διαπραγμάτευση υπεισέρχονται κι άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα για ελιγμούς και συμβιβασμούς. Αλλά κι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν έξω και ανεξάρτητα από τη σφαίρα της καπιταλιστικής οικονομίας, των νομοτελειών στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Επομένως, πολιτική διαπραγμάτευση χωρίς να παίρνονται υπόψη τα δεδομένα στην οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει.
Η κυβέρνηση λέει και κάτι άλλο: Οτι η «τεχνική» διαπραγμάτευση γίνεται μεταξύ διορισμένων υπαλλήλων και όχι εκλεγμένων από το λαό, άρα οι αποφάσεις της δεν έχουν νομιμοποίηση. Αντίστροφα, οι αποφάσεις που παίρνει μια εκλεγμένη κυβέρνηση, ακόμα κι αν είναι αντιλαϊκές, είναι de facto νομιμοποιημένες και αδιαμφισβήτητες. Με τέτοιες σοφιστείες θέλουν το λαό χειροκροτητή στη διαπραγμάτευση που κάνουν για το κεφάλαιο και χρησιμοποιούν για «σκιάχτρο» τους διορισμένους τεχνοκράτες.
Μια ακόμα πλευρά: Η κυβέρνηση λέει ότι δεν διαπραγματεύεται με «μη εκλεγμένους» τεχνοκράτες. Τι είναι όμως ο πρόεδρος του ΟΟΣΑ; Τι είναι ο διοικητής της ΕΚΤ και η διευθύντρια του ΔΝΤ, με τους οποίους η κυβέρνηση συναντάται κάθε τρεις και μία; «Αυτοί είναι υψηλόβαθμα στελέχη», θα πει κάποιος. «Η κυβέρνηση δε διαπραγματεύεται με χαμηλόβαθμους», λέει η ίδια άποψη. Ομως, αυτοί οι «κατώτεροι υπάλληλοι» δεν έχουν δικό τους μπαϊράκι. Διαπραγματεύονται με βάση κατευθύνσεις και πολιτικές ίδιες με αυτές των «κορυφών».
Ακόμα και στην Ελλάδα, αυτό που η κυβέρνηση ονομάζει «τεχνοκράτες» είναι ένα ανώτερο τμήμα της κρατικής υπαλληλίας. Στην πραγματικότητα, είναι η «καρδιά» του κράτους, ο μηχανισμός που διασφαλίζει τη συνέχειά του, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνάει. Καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει διαχείριση χωρίς τους μηχανισμούς του κράτους, που εν πολλοίς στελεχώνονται από τεχνοκράτες.
Για παράδειγμα, το ΚΕΠΕ είναι από τους βασικούς συμβούλους των κυβερνήσεων στις αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, που βέβαια γίνονται με πολιτική απόφαση. Θυμίζουμε ακόμα ότι το σχέδιο για την ανάπτυξη που υιοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση, βασίστηκε σε μελέτες του ΙΟΒΕ και άλλων τεχνοκρατικών οργανισμών του εξωτερικού, ενώ και η σημερινή κυβέρνηση ζητάει από τον ΟΟΣΑ να της υποδείξει μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και πάει λέγοντας.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Οτι είναι φενάκη και κάλπικος ο διαχωρισμός ανάμεσα σε τεχνική και πολιτική διαπραγμάτευση, σε τεχνοκράτες και πολιτικούς, σαν να πρόκειται να υπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα ο ένας με τον άλλο. Για το λαό, είτε η συζήτηση γίνεται σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής, είτε ανάμεσα στα τεχνικά κλιμάκια, το κριτήριο πρέπει να είναι ένα: Για λογαριασμό ποιανού γίνεται η διαπραγμάτευση. Κι εδώ η απάντηση είναι δεδομένη...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις