Η "Εθνική Στρατηγική Κοινωνικής Ενταξης" και οι προτάσεις της συγκυβέρνησης για τη φτώχεια...

Σύμφωνα με την ΕΣΚΕ «δεν επιλέγεται η χορήγηση 
κοινωνικών παροχών - υπηρεσιών όταν οι ανάγκες του 
ενδιαφερόμενου εξυπηρετούνται αποτελεσματικά από 
άλλα μέλη της οικογένειάς του»! Η ίδια αντίληψη 
διαπερνά και τις κατευθύνσεις της ΕΕ για τα 
συνταξιοδοτικά συστήματα, τα οποία θεωρεί ότι είναι 
ατομική υπόθεση του κάθε ασφαλισμένου
Πριν από λίγες μέρες, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ παρουσίασε το σχέδιο νόμου που, όπως ισχυρίζεται, έχει στόχο την αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής» κρίσης. Η κυβερνητική προπαγάνδα το παρουσιάζει σαν ένα δήθεν καινοτόμο σχέδιο που μπορεί να εκπονήσει μόνο ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτοαποκαλείται αριστερός. Είναι όμως έτσι; Πόση διαφορά έχει η πολιτική της σημερινής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από την πολιτική της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ;
Την αρχή της απάντησης στα ερωτήματα αυτά δίνει η Αιτιολογική Εκθεση του νομοσχεδίου: «Το παρόν νομοσχέδιο εντάσσεται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Κοινωνικής Ενταξης (ΕΣΚΕ)»
Τι είναι λοιπόν η ΕΣΚΕ;
Καταρχάς, είναι μία στρατηγική που εκπονήθηκε όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε από τους ΑΝΕΛ, αλλά από την προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Το τελικό κείμενο 128 σελίδων παρουσιάστηκε το Δεκέμβρη του 2014. Σε αυτό αναφέρεται ότι το ίδιο το κείμενο αποτελεί επικαιροποίηση μελέτης η οποία «ολοκληρώθηκε τον Ιούλη του 2013 και τα πορίσματά της στηρίχθηκανστην αναλυτική καταγραφή και αξιολόγηση των υφιστάμενων πολιτικών ένταξης, σε καλές πρακτικές άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας και τιςκατευθυντήριες αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο πλαίσιο των κοινωνικών στόχων της Στρατηγικής ΕΕ - 2020 για μία "Εξυπνη, Βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς Ανάπτυξη", και των σχετικών Εμβληματικών Πρωτοβουλιών της».
Συνοπτικά το νομοσχέδιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν έχει να κάνει με καμιά αυτοτελή πολιτική της, ούτε έχει σχέση με φιλολαϊκή πολιτική που στοχεύει στην ανάκτηση των απωλειών, όπως ψευδώς παρουσιάζεται από τα κυβερνητικά επιτελεία. Ορίζεται από το στρατηγικό πλαίσιο που εξειδίκευσε και συνέταξε για την Ελλάδα η προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και το οποίο συνδιαμορφώνεται σε επίπεδο ΕΕ, δίνοντας τις βασικές αντιλαϊκές κατευθυντήριες γραμμές. Ο στόχος του στρατηγικού πλαισίου πρέπει να θεωρείται αυτονόητος: Είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων μέσα από την ένταση της αντεργατικής - αντιλαϊκής επίθεσης.
Οι όποιες διαφορές, λοιπόν, μεταξύ των σχεδιασμών της σημερινής από την προηγούμενη συγκυβέρνηση είναι στα επιμέρους, χωρίς να θίγουν στο ελάχιστο την εξουσία των μονοπωλίων.
Στόχος η προστασία της εξουσίας των μονοπωλίων
Το επόμενο ερώτημα που μπαίνει είναι για ποιο λόγο η σημερινή και η προηγούμενη συγκυβέρνηση, η ΕΕ, τα ίδια τα μονοπώλια να νοιάζονται για την αντιμετώπιση της φτώχειας;
Μια πρώτη απάντηση είναι για να απορροφήσουν κραδασμούς σε συνθήκες που εφαρμόζονται αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις και είναι αναγκαίο ένα δίχτυ ασφαλείας για όσους πλήττονται περισσότερο από αυτές τις αναδιαρθρώσεις, έτσι ώστε οι απώλειές τους να γίνονται «διαχειρίσιμες».
Στη ΕΣΚΕ η αλήθεια αυτή αναδεικνύεται με αρκετή σαφήνεια. Η ΕΣΚΕ - σημειώνεται - εξυπηρετεί «επάλληλες προτεραιότητες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής». Στόχος είναι, δηλαδή, να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και ειρήνη, να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις από την ένταση της εκμετάλλευσης, την αύξηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, οι οποίες μπορούν δυνητικά να απειλήσουν τη σταθερότητα της εξουσίας των μονοπωλίων και στέκονται εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. «Η ιδεολογική αφετηρία - σημειώνεται σε άλλο σημείο - της ΕΣΚΕ προσανατολίζεται στη διαφύλαξη και αναζωογόνηση του κοινωνικού ιστού του ελληνικού κράτους».
Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η άποψη που διατυπώνεται ότι το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» στόχο έχει τη θεσμοθέτηση «δικαιωμάτων σε παροχές και υπηρεσίες ώστε τα αποκλεισμένα άτομα: να μην απολέσουν de facto (εκ των πραγμάτων) την ιδιότητα του ενεργού πολίτη, εγείροντας ζητήματα νομιμοποίησης και των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών» (όπου «δημοκρατικοί θεσμοί» θα πρέπει να διαβάζουμε θεσμοί της αστικής δημοκρατίας που αφορά στους κεφαλαιοκράτες σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων). Στη διατύπωση αυτή αποτυπώνεται η έκδηλη ανησυχία των κεφαλαιοκρατών και των πολιτικών εκφραστών τους για μια πιθανή απειλή της κυριαρχίας τους.
Στη βάση αυτή, πρέπει να ερμηνεύσουμε και τα όσα γράφονται για το ζήτημα αυτό στην Αιτιολογική Εκθεση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ: «Οι δράσεις για την αντιμετώπιση της φτώχειας δεν διασφαλίζουν μόνο την κοινωνική συνοχή αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη».
Μια δεύτερη απάντηση βρίσκεται στο σημείο που αναφέρεται στις προτεραιότητες της «οικονομικής ανάπτυξης». Σε τέτοιες συνθήκες, τους απασχολεί πώς τμήματα του πληθυσμού θα βρίσκονται σε φάση ανακύκλωσης της φτώχειας, της ανεργίας, της εξαθλίωσης, ώστε να αποτελούν παράγοντα που δεν απαιτεί μεγάλες κρατικές προνοιακές δαπάνες, και ταυτόχρονα να συγκροτούν μια μάζα - εφεδρεία ικανή να εντάσσεται κατά καιρούς στην αγορά εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Σε κάθε περίπτωση, έξω από το σχεδιασμό τους είναι η κάλυψη των αναγκών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, πολύ περισσότερο η κατοχύρωση δικαιωμάτων.
Πώς αντιμετωπίζουν τη φτώχεια και την εξαθλίωση;
Το επόμενο ερώτημα που τίθεται για τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου συνολικά στην ΕΕ είναι σε ποια έκταση και βάθος μπορούν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Δηλαδή, όχι τι θα ήθελαν αλλά τι μπορούν να κάνουν στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Είναι φανερό ότι σήμερα δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις πολιτικές που ακολούθησαν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αφορούσαν σε κοινωνικές παροχές από το ίδιο το κράτος προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οι οποίες διαμορφώθηκαν με βάση τις ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και τις συνθήκες διεθνούς διεξαγωγής της ταξικής πάλης.
Οπως σημειώνεται στο κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ «Αστικό κράτος και κυβέρνηση» (ΚΟΜΕΠ τ. 1, 2015) «οι όποιες όμως κοινωνικές παροχές έγιναν, ιδιαίτερα μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αντανακλούν παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη, προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα για την καπιταλιστική κερδοφορία, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση και χειραγώγησή της, σε συγκεκριμένες συνθήκες που το κύρος του σοσιαλιστικού συστήματος ασκούσε επιρροή και η ταξική πάλη εμφάνιζε ανοδική πορεία. Αυτές οι παραχωρήσεις είχαν παροδικό χαρακτήρα καθώς παγκόσμια, εκεί που υπήρξαν, αναιρέθηκαν είτε είναι σε πορεία αναίρεσης και κατάργησής τους. Αυτές οι παραχωρήσεις (...) όχι μόνο δεν καταργούσαν τις ταξικές αντιθέσεις, αλλά αντίθετα τις αναπαρήγαγαν με αύξηση της εντατικοποίησης και του βαθμού εκμετάλλευσης».
Αν και εκείνη την περίοδο οι παροχές αυτές δεν αφορούσαν στο σύνολο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, σήμερα, λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, οι λεγόμενες «κοινωνικές πολιτικές» απευθύνονται σε όλο και λιγότερους.
Να τι λέει η ΕΣΚΕ: «Υπό το πρίσμα της υφιστάμενης συγκυρίας, η καθολική κάλυψη του πληθυσμού (...) μέσω δημοσίων μη ανταποδοτικών μεταβιβάσεων και υπηρεσιών δεν επιλέγεται ως βιώσιμο σενάριο στόχευσης της Στρατηγικής».
Αντί, λοιπόν, της «καθολικής» κάλυψης επιλέγεται ένα άλλο μοντέλο και συγκεκριμένα: «Η ΕΣΚΕ σηματοδοτεί μια αποφασιστική παρέμβαση για την αναπτυξιακά προσανατολισμένη μεταρρύθμισης του εθνικού υπολειμματικού μοντέλου κοινωνικής προστασίας». Χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου είναι ότι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών αποτελούν ατομική ευθύνη, είναι υπόθεση των μηχανισμών της αγοράς και της οικογενειακής φροντίδας. Μόνο στην περίπτωση που δεν μπορούν να καλυφθούν τότε αναλαμβάνει το κράτος να παρέχει επιλεκτική βοήθεια σε όσους βρίσκονται λίγο πριν από τα όρια της εξαθλίωσης.
Στην ΕΣΚΕ επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι «δεν επιλέγεται η χορήγηση κοινωνικών παροχών/υπηρεσιών όταν οι ανάγκες του ενδιαφερόμενου μπορούν να καλυφθούν αποτελεσματικά από την απασχόληση ή τα προσωπικά περιουσιακά του στοιχεία (κινητή και ακίνητη περιουσία)» και «όταν οι ανάγκες του ενδιαφερόμενου εξυπηρετούνται αποτελεσματικά από άλλα μέλη της οικογένειάς του»! Δηλαδή, αφαίμαξη των εργαζομένων, των ανέργων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε - για να δούμε τη συνάφεια της λογικής - την αντίληψη της ΕΕ για τα συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία θεωρεί ότι είναι ατομική υπόθεση του κάθε ασφαλισμένου. Στη «Λευκή Βίβλο» για τις συντάξεις (Φλεβάρης 2012) σημειώνεται: «Η βιωσιμότητα και η επάρκεια των συνταξιοδοτικών συστημάτων εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο θα υποστηρίζονται από τις εισφορές, τους φόρους και την αποταμίευση εκ μέρους των ατόμων που βρίσκονται στην αγορά εργασίας»!
Τη λογική των επιλεκτικών κοινωνικών παροχών ενστερνίζεται και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, καθώς όπως ήδη σημειώσαμε το σχέδιο νόμου ορίζεται από την ΕΣΚΕ για την οποία αναφέρει στην Αιτιολογική Εκθεση: «Σε περιόδους δημοσιονομικού περιορισμού, είναι σημαντική η Εθνική Στρατηγική Κοινωνικής Ενταξης».
Ενα επιπλέον στοιχείο που δείχνει τη συμπόρευση της σημερινής συγκυβέρνησης με τις αντιλαϊκές κατευθυντήριες γραμμές που έχει χαράξει η ΕΕ είναι η χρήση των όρων «ανθρωπιστική» κρίση και «συλλογική ευθύνη». Ο τελευταίος όρος αναφέρεται:
  • Στο κείμενο της ΕΣΚΕ, «Η Ελληνική Πολιτεία υιοθετεί για πρώτη φορά το αξίωμα της συλλογικής ευθύνης για την καταπολέμηση των φαινομένων της φτώχειας και του αποκλεισμού».
  • Στην Αιτιολογική Εκθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, «Για την επίτευξη των στόχων συνεργάζεται με φορείς του δημόσιου τομέα, του ιδιωτικού τομέα, της Εκκλησίας, των Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων και των εθελοντικών οργανισμών, αντανακλώντας το αξίωμα της συνολικής συλλογικής ευθύνης για την καταπολέμηση των φαινομένων της φτώχειας και του αποκλεισμού στην ελληνική κοινωνία».
Είναι φανερό ότι ο όρος «ανθρωπιστικός» συγκαλύπτει τις ταξικές αιτίες και συνέπειες της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Στο ίδιο στόχο αποσκοπεί και όρος «συλλογική ευθύνη», δηλαδή εξισώνει το θύτη - καπιταλιστή με τα θύματα - εργατική τάξη/λαϊκά στρώματα και τους θεωρεί συνυπεύθυνους.
Μια άλλη πτυχή της πολιτικής αυτής είναι η εμπλοκή και των ιδιωτών είτε με τη μορφή ΣΔΙΤ είτε μέσω της εξολοκλήρου ανάθεσης σε αυτούς έργων που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα. Οπως ήδη έχει δείξει η εμπειρία, οι ιδιώτες ακόμα και όταν παρουσιάζονται με τη μορφή δήθεν μη κερδοσκοπικών προσώπων, π.χ. ΜΚΟ, στην πραγματικότητα στοχεύουν σε κέρδη, πολλές φορές μερικών εκατομμυρίων ευρώ.
Τα στοιχεία μαρτυρούν την αδυναμία τους
Σύμφωνα με τον αστικό ορισμό, το όριο της φτώχειας ορίζεται με απλά λόγια ως το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Είναι προφανές ότι ο ορισμός αυτός είναι βολικά προβληματικός, καθώς θέτει ως κριτήριο το μέσο εισόδημα και όχι αν το μέσο εισόδημα καλύπτει και σε ποιο βαθμό τις σύγχρονες ανάγκες του λαού.Στην πράξη κουκουλώνεται ο πραγματικός αριθμός των φτωχών, καθώς ακόμα και αυτοί που ξεπερνούν το 60% δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Ετσι, προκύπτει το απαράδεκτο συμπέρασμα ότι το χρηματικό όριο της φτώχειας για τα εισοδήματα του 2012 ανερχόταν στο ετήσιο ποσό των 5.023 ευρώ ανά άτομο και των 10.546 ευρώ για τετραμελή οικογένεια, με δύο ενήλικες και δύο παιδιά κάτω των 14 ετών!
Ομως, ακόμα και με αυτόν τον αστικό ορισμό προκύπτει ότι ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή/και αποκλεισμού φθάνει το 35,7% επί του συνολικού πληθυσμού για το 2013. Δηλαδή, πάνω από ένας στους τρεις. Ο πληθυσμός που αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς καθώς το 2010 ήταν 27,7%. Σε αριθμούς ο πληθυσμός αυτός μεταφράζεται σε 3,9 εκατομμύρια άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή και αποκλεισμού.
Και τώρα προκύπτει το ερώτημα: Πόσα από αυτά τα άτομα σκοπεύει να καλύψει η ΕΣΚΕ και τα σχέδια νόμου που στηρίζονται σε αυτή;
Η απάντηση δίνεται στο ίδιο το κείμενο της ΕΣΚΕ:
«Η κύρια πρόκληση της Ελληνικής Πολιτείας την περίοδο αυτή στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας εντοπίζεται στην αδυναμία να εκπληρωθεί ο εθνικός στόχος της μείωσης του αριθμού των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό (...). Ενώ το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2011 - 2014 προβλέπει ως στόχο τη μείωση του αριθμού των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό κατά 450.000 μέχρι το 2020, παρατηρείται σημαντική αύξηση της σχετικής κατηγορίας την περίοδο 2011 - 2013». Δεν μπορούν, δηλαδή, να πιάσουν ούτε αυτόν τον ελάχιστο στόχο που έθεσαν, να μειώσουν τον πληθυσμό των φτωχών - όπως αυτοί ορίζουν τη φτώχεια - έστω κατά 10% σε δέκα χρόνια!
Είναι φανερό και από το περίφημο νομοσχέδιο για την «ανθρωπιστική κρίση» πως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κινείται σε αυτήν τη λογική, άλλωστε εκκρεμούν αρκετά ζητήματα να οριστούν στο μέλλον με Υπουργικές Αποφάσεις σε σχέση με τους τελικούς αριθμούς δικαιούχων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμίσουμε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός πριν από τις εκλογές μιλούσε για ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης - το χαρακτήριζε έκτακτης ανάγκης - «της τάξης των 2 δισ. ευρώ». Ομως, το σχέδιο νόμου της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ σύμφωνα με την Εκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι εκτιμώμενου ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ για εννέα μήνες!
Η αδυναμία τους να μοιράσουν έστω ψίχουλα δεν πρέπει να εντοπίζεται σε προθέσεις και πρόσωπα. Πηγή της αποτελεί ο ίδιος ο καπιταλισμός που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη φτώχεια, γιατί είναι αυτός που τη γεννάει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις