Σαράντα χρόνια σύντροφος

Η σχέση των κομμουνιστών –και όσων δηλώνουν τέτοιοι, χωρίς να είναι απαραίτητα- με την εφημερίδα (τους) είναι ιδιαίτερη· σχεδόν ερωτική. Δεν είναι τυχαίο πως στις πιο δύσκολες συνθήκες, όταν το κόμμα έκανε τα πρώτα βήματά του ή όταν έβγαινε στην παρανομία και έπρεπε να τα ξανακάνει από την αρχή, το πρώτο πρακτικό καθήκον που έβαζαν οι σύντροφοι, μόλις μαζευόταν έστω μια μικρή ομάδα, ήταν να εκδώσουν κάποιο φύλλο, για να ανοιχτούν στον κόσμο, να δείξουνε την ύπαρξή τους, να οργανώσουν τη ροή πληροφοριών σε ένα ενιαίο κέντρο, να βοηθήσουν τα μέλη να ενημερώνονται σφαιρικά για όλα όσα γίνονται στην κεντρική πολιτική σκηνή, σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, οπουδήποτε δηλ δρα και παρεμβαίνει το κόμμα.
Εξ ου λοιπόν τα δεκάδες τοπικά εαμίτικα φύλλα κατά τη διάρκεια της κατοχής, τακτικές ή περιστασιακές εκδοτικές προσπάθειες, ερασιτεχνικές και ενίοτε χειρόγραφες, που αποτύπωναν τη ζωτική ανάγκη των αγωνιστών να καταγράφουν τα νέα τους, να υπάρχει ένας «ζωντανός οργανισμός» με συνέχεια, πέρα από τη δική τους αμφίβολη βιολογική συνέχεια, που διακυβευόταν κάθε μέρα στο πεδίο της μάχης. Εξ ου κι οι δεκάδες ηρωικές στιγμές αυτοθυσίας συντρόφων χρεωμένων στα κρυφά τυπογραφεία της οργάνωσης για την παράνομη έκδοση του ριζοσπάστη, που έκλεισε χτες τα σαράντα χρόνια κυκλοφορίας από την επανέκδοσή του και το πρώτο νόμιμο φύλλο της μεταπολίτευσης.

Εξ ου και η επιμονή του βλδίμηρου για τη σημασία ενός κομματικού οργάνου και ο αναντικατάστατος (επιμορφωτικός κι όχι μόνο) ρόλος της ίσκρα στην ενότητα του νεοσύστατου κόμματος (σδεκρ) και τη διαμόρφωση του μπολσεβίκικου ρεύματος. Μόνο που το παράδειγμά του βρήκε μια σειρά κακέκτυπα, που πίστευαν πως το μιμούνται πιστά. Το αριστερό ρεύμα του λαφαζάνη έστησε τη διαδικτυακή ίσκρα, αν και φέρνει μάλλον στον ύστερο πλεχάνοφ και τους συντρόφους του, που αποτελούσαν τη συντακτική επιτροπή της αυθεντικής ίσκρα, μετά από την αποχώρηση του λένιν. Το «πριν», ως μηνιαίο περιοδικό επί ενιαίου συνασπισμού, ήταν ο προάγγελος της συγκρότησης του νέου αριστερού ρεύματος. Ο χώρος της σακε μετεξελίχθηκε σε εφημερίδα («κόντρα»), οπότε μπορεί κανείς να οργανώθηκε ως μέλος σε πολιτική συλλογικότητα, για να βρεθεί μέλος μιας συντακτικής επιτροπής. Παρόμοια πορεία πρέπει να είχε και ο χώρος της κόκκινης ορχήστρας. Γενικά, αν υπήρχε παλιότερα το διαδίκτυο, πολλές διασπαστικές τάσεις θα ξεθύμαιναν εκεί και δε θα έμπαιναν στον κόπο να βαφτίσουν πολιτική κίνηση/κόμμα/οργάνωση την ομάδα/παρέα τους. Στο σύριζα κατάργησαν τις συνιστώσες, αλλά καθεμιά κράτησε την εφημερίδα της (αυγή, εποχή, κτλ) ως χώρο έκφρασης. Ενώ η ανταρσύα, που δεν έχει συνιστώσες (αλλά οργανώσεις), δεν αποτολμά να στήσει μια ενιαία εφημερίδα, γιατί αυτό θα σήμαινε πιθανόν το τέλος της, είτε πολιτικά, με την όξυνση διαφωνιών που θα προέκυπταν, είτε οικονομικά, αν για κάθε θέμα θα πρέπει να αναφέρεται η άποψη όλων των οργανώσεων ξεχωριστά, και βγαίνει κοντά στις εκατό σελίδες το κάθε φύλλο.

Τα 40χρονα του νόμιμου ρίζου συνέπεσαν σχεδόν χρονικά με την κορύφωση των εκδηλώσεων του 40ου φεστιβάλ, όπου κυκλοφόρησε κι η ειδική επετειακή έκδοση του ριζοσπάστη, μια προσεγμένη κι αξιόλογη δουλειά, που θα μπορούσε να ενταχθεί ίσως σε ένα ευρύτερο αφιέρωμα, με το βιντεάκι που θα προβληθεί στην αυριανή εκδήλωση, στην έδρα της κετουκε γι’ αυτήν την επέτειο. Ένα αφιέρωμα, όπου θα είχε θέση κατά τη γνώμη μου, ως προλεγόμενα, ένα σημείο από τον «παράνομο» του κοτζιά για την προδικτατορική αυγή και το διευθυντή της, που του άρεσε να περιγράφει το ειρηνικό πέρασμα με κάτι ακατανόητες χειρονομίες και σχήματα στον αέρα –από τα οποία ούτε το κόμμα ήταν πλήρως απαλλαγμένο, μετά απ’ τη διάσπαση του 68’. Και μετά, εικόνες από τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, όπου το κόμμα δρομολογούσε την ντε φάκτο νομιμοποίησή του (και με την επανέκδοση του ρίζου μεταξύ άλλων). Αναφορά στο σατιρικό ρίζο της δευτέρας· και στην πρώτη, που ήταν ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα της εξέλιξης της ελευθεροτυπίας και των σημερινών απογόνων της, ως στιλ εφημερίδας. Στα ειδικά αφιερώματα για το τσέρνομπιλ και την εοκ· τις επεισοδιακές συνεδριάσεις της κοβ ριζοσπάστη, που διέρρεαν στον αστικό τύπο, όταν μαζί με τη φυσιογνωμία του κόμματος αμφισβητούνταν παράλληλα ο ρόλος της εφημερίδας ως κομματικό όργανο. Στις πλημμύρες του 95’ στον περισσό, που δεν ανέστειλαν ούτε για μια μέρα την κυκλοφορία-λειτουργία της εφημερίδας. Το πρωτοσέλιδο του 91’ για την κόκκινη σημαία, αμέσως μετά την υποστολή της απ’ το κρεμλίνο. Και τον πρωτοσέλιδο τίτλο «γρηγορείτε έλληνες» στους βομβαρδισμούς της γιουγκοσλαβίας. Την ανηφόρα της ανασυγκρότησης (του κκε και του ριζοσπάστη), με τη διεύθυνση του μακαρίτη τσίγκα και του τωρινού γγ, του κουτσούμπα. Και μια ομάδα επίλεκτων με τις καλύτερες γραφίδες-πενάκια που έχουν φιλοξενήσει οι στήλες της εφημερίδας αυτά τα χρόνια: καραντηνός, χουρμουζιάδης, ραφαηλίδης –αν δεν κάνω λάθος, για ένα φεγγάρι-, παπαϊωάννου, ο παλιός στάθης, για να μην πιάσουμε και τα χρόνια πριν από τη δικτατορία (βάρναλης, ζαχαριάδης, διδώ σωτηρίου, καραγιώργης, γληνός και πόσοι άλλοι), ως τους νεότερους και αυτούς που θα αναδειχθούν από την καινούρια φουρνιά, μες στα επόμενα χρόνια.

Ο ριζοσπάστης βγήκε τραυματισμένος από την κρίση και την ανάγκη για περικοπές στις σελίδες του και το έμψυχο δυναμικό του. Ενώ παράλληλα ανοίγει μια συζήτηση για το μέλλον των εφημερίδων συνολικά και τον Τύπο που αργοπεθαίνει στην εποχή του διαδικτύου, χωρίς προοπτικές ανόδου της κυκλοφορίας του –ιδίως όταν κάθε φύλλο ανεβαίνει από το πρωί διαδικτυακά και μπορεί να το διαβάσει δωρεάν κάθε χρήστης, χωρίς να το αγοράσει από το περίπτερο. όπως συμβαίνει δηλ με το ριζοσπάστη. Και δεν ξέρω πολλές εφημερίδες, πλην λακεδαιμονίων, που να το κάνουν αυτό.

Οι εφημερίδες μπορεί να είναι καταδικασμένες να πεθάνουν, όπως άλλωστε κάθε τι εφήμερο –το λέει και το όνομά τους. Ο ριζοσπάστης όμως είναι ‘καταδικασμένος’ να συνεχίσει να υπάρχει, ακριβώς γιατί ειναι διαχρονικό κι αναντικατάστατο εργαλείο, η εφημερίδα που ξεφεύγει από αυτόν τον εφήμερο χαρακτήρα και μπορείς να ανατρέξεις στο αρχείο της για κάθε θέμα για να βρεις παλιά ή καινούρια άρθρα, ζωντανά, επίκαιρα κι ενδιαφέροντα –ακόμα κι αν λείπει η πιο ζουμερή περίοδος πριν από το 95’. Και θα συνεχίσει να έχει λόγο ύπαρξης, όσο εξακολουθεί να γράφει (για) αυτά, που δεν πρόκειται να βρεις πουθενά αλλού, πχ το εργατικό ρεπορτάζ από τους χώρους δουλειάς (κι όχι απ’ τους διαύλους του υπουργείου εργασίας).

Θα υπάρχει, όσο υπάρχουμε (καζαντζίδης) κι όσο υπάρχουν σύντροφοι.. που βλέπουν σαν ιεροτελεστία το διάβασμά του, τον μυρίζουν καθώς τον ξεφυλλίζουν –αν και για κάποιο διάστημα είχε το καλύτερο, οικολογικό φύλλο, χωρίς έντονες μυρωδιές- πριν τον διπλώσουν ευλαβικά στα τέσσερα, για να χωρέσει κλασικά στην κωλότσεπη του παντελονιού. Και όσο θα υπάρχουν παππούδες σύντροφοι που αναζητούν κάθε πρωί τον καθημερινό τους σύντροφο, τον περιμένουν στην πόρτα σε κάθε εξόρμηση, βάζουν τους άλλους να τους τον διαβάζουν, όταν αδυνατίζει η όρασή τους, και δακρύζουν από χαρά και συγκίνηση, όταν θα τους τον φέρουν μετά από καιρό, πχ στο εξωτερικό.

Εξαρτημένα αντανακλαστικά και θρησκοληψίες, μπορεί να σκεφτεί κάποιος. Θα ήταν τέτοια όμως, αν έβλεπαν απλά τον τίτλο και ένα σφυροδρέπανο, χωρίς να τους νοιάζει το περιεχόμενο, χωρίς να έχουν άποψη για όσα γράφει, όπως οι εγκλωβισμένοι αναγνώστες-ψηφοφόροι, που δεν μπορούν να αλλάξουν συνήθειες/κόμμα/εφημερίδα. Αλλά ο ρίζος δεν είναι συνήθεια, ούτε έχει συνηθισμένους αναγνώστες. Δεν είναι καψούρα, αλλά μια συντροφική σχέση που δοκιμάζεται κι επιβεβαιώνεται κάθε μέρα. Γιατί η σχέση των κομμουνιστών με την εφημερίδα τους είναι ιδιαίτερη· σχεδόν ερωτική.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις