Φανερές και αθέατες όψεις των αλλαγών στο αστικό πολιτικό σύστημα*
Θα
έλεγα κατ' αρχήν ότι γύρω απ' το θέμα της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού
συστήματος γίνεται πάρα πολύ μεγάλη και κατευθυνόμενη συζήτηση. Λέω
κατευθυνόμενη απ' αυτές βέβαια τις δυνάμεις που ενδιαφέρονται και θέλουν να
γίνει η αναμόρφωση, δηλαδή απ' τις δυνάμεις της αστικής εξουσίας. Ομως αυτή η
συζήτηση γίνεται με έναν τρόπο που εκ των προτέρων καλλιεργεί πολύ μεγάλες
προσδοκίες ή στοχεύει στο να καλλιεργήσει πολύ μεγάλες προσδοκίες. Προσδοκίες
ότι η αναμόρφωση θα φέρει μία σωτηρία απ' την κρίση, την ανεργία, τη φτώχεια,
όλα αυτά τα δεινά με τις διαστάσεις που πήραν την τελευταία πενταετία - λόγω
της κρίσης - δημιουργούν προσδοκίες ότι αν αλλάξουν τα κόμματα, αν τα παλιά
κόμματα αντικατασταθούν από καινούργια, αν οι λεγόμενοι παλιοί πολιτικοί
αντικατασταθούν από νέους πολιτικούς, άμα αντικατασταθεί η μονοκομματική
κυβέρνηση από πολυκομματική, όπως άλλωστε γίνεται κι αυτή τη στιγμή, ότι αυτό
θα δώσει μεγαλύτερες δυνατότητες, στο να υπάρχει μία πιο φιλολαϊκή πολιτική. 'Η
τέλος πάντων να ελέγχεται, όχι μόνο η κυβερνητική πολιτική αλλά και η πολιτική
παρέμβαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κι όλα αυτά τα σχετικά.
Ολα αυτά επενδύονται και
με ορισμένες ερμηνείες για την κρίση των κυβερνητικών κομμάτων, αυτών των
κομμάτων στα οποία αποδίδεται η κρίση και οι συνέπειές της.
Την κρίση της ΝΔ η «μία πλευρά του λόφου» την αποδίδει
στο ότι το πήγε πάρα πολύ φιλελεύθερα, προχώρησε πολύ γρήγορα,
ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών και τα σχετικά, αλλά υπάρχει και η
«άλλη πλευρά του λόφου» που ισχυρίζεται ότι, αντίθετα, ο λαϊκισμός της ΝΔ ήταν
αυτός ο οποίος έκανε αναποτελεσματική την πολιτική της, με αποτέλεσμα να χάσει
τμήματά της προς εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν ή
αναπτύχθηκαν στην πορεία ή ακόμα και τις φασιστικές, ναζιστικές.
Γίνονται παρόμοιες συζητήσεις ερμηνείας της κρίσης του
ΠΑΣΟΚ. Εχουν και αυτές μία γκάμα, ξεκινώντας απ' το ότι το ΠΑΣΟΚ περνάει τέτοια
βαθιά κρίση γιατί έχασε τον σοσιαλδημοκρατικό του χαρακτήρα και πήγε κι
ακούμπησε τελείως στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, μέχρι ότι αυτό που φταίει για
την κρίση του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι ήταν ένα κρατικίστικο κόμμα, στήριξε την οικονομία
πάρα πολύ στην κρατική παρέμβαση, τολμώντας μάλιστα να λένε «στο σοσιαλισμό».
Υπάρχει και μία ραδιοφωνική εκπομπή μεγάλης ακροαματικότητας, η οποία κάθε μέρα
γανώνει τα κεφάλια σ' αυτή τη λογική, προσπαθώντας να πείσει ότι η διακυβέρνηση
ΠΑΣΟΚ ήταν στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Βολική
συζήτηση για να μένει στην αφάνεια ο πραγματικός υπαίτιος
Ολα αυτά γίνονται για να πουν ότι για την ίδια, πρώτα
απ' όλα, την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, για τις μεγάλες
αρνητικές συνέπειες που έφερε στην εργατική, στη λαϊκή πλειοψηφία, φταίνε τα
κόμματα που κυβέρνησαν και όχι η εξουσία, η οικονομική κυριαρχία και πολιτική
εξουσία του κεφαλαίου, αυτό που λέμε το ίδιο το σύστημα το καπιταλιστικό, και
στην οικονομία του και στο εποικοδόμημά του, επομένως και στην πολιτική του.
Αυτή όμως η κουβέντα βολεύει, βέβαια, γιατί ο
πραγματικός αίτιος μένει στην αφάνεια και οι επιμέρους πλευρές μπορούν εύκολα
να αντικατασταθούν κι αυτό είναι που θέλει η αστική εξουσία σε σχέση με την
αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτό που είναι φθαρμένο, αλλά που
δεν είναι η καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος, και μπορεί εύκολα να
αντικατασταθεί.
Φυσικά, αυτή δεν είναι μια συζήτηση, η οποία ξεκίνησε
εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Ηταν μια συζήτηση, που οι παλιότεροι θα τη
θυμούνται, η οποία ξεκίνησε πριν την εκδήλωση της κρίσης κι αυτό δείχνει κάπως
και πώς λειτουργεί η αστική εξουσία. Και μάλιστα ξεκίνησε απ' τα ίδια τα
κόμματα της αστικής διακυβέρνησης που κάνανε άνετα μονοκομματικές κυβερνήσεις,
ελέγχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δηλαδή, ξεκίνησε από πρωτοκλασάτα
στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Πιο αδύναμα στη συζήτηση, για την ανάγκη αναμόρφωσης
του αστικού πολιτικού συστήματος, μπήκαν ακόμα πιο ουσιαστικές πλευρές αυτής
της αναμόρφωσης, που αφορούν αλλαγές στη λειτουργία της Βουλής, κυρίως σε πιο
σχετικά ανώδυνες λειτουργίες π.χ. πόσοι θα είναι οι βουλευτές, αν θα πρέπει να
μειωθούν σε σημαντικό βαθμό, κατά το 1/3 περίπου, αλλά και σε άλλα ζητήματα που
σχετίζονται με πιο ουσιαστικές λειτουργίες της Βουλής κι αν θέλετε σε σχέση και
με λειτουργίες ενός άλλου θεσμού της αστικής εξουσίας που είναι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, ο προβληματισμός επικεντρώνεται στο να ενισχυθούν οι
λειτουργίες του Προέδρου της Δημοκρατίας σε σχέση με ορισμένες λειτουργίες της
Βουλής. Ετσι ώστε, αν θέλετε, να υπάρχει ένας πιο σταθερός παράγοντας απ' αυτόν
της Βουλής, στο πρόσωπο, στο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας που να μπορεί
πιο αποφασιστικά να έχει λόγο στη σύνθεση της κυβέρνησης.
Ολα αυτά παρουσιάζονται σαν καινοτομίες, σαν εργαλεία
αποτελεσματικότητας και της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της παρέμβασης της
αξιωματικής αντιπολίτευσης και γενικά της αντιπολίτευσης. Παρουσιάζονται ως
στοιχεία, τα οποία μπορούν να δώσουν φιλολαϊκή χροιά στην άσκηση της
κυβερνητικής πολιτικής ή, αν θέλετε, στον έλεγχό της απ' το λαϊκό παράγοντα.
Είτε αφορούν τον έλεγχο, την πρόληψη για την κατάχρηση κρατικού ή δημοσίου
χρήματος είτε τη σχέση, τη λειτουργία βουλευτών κ.λπ.
Ομως, αυτό καμιά σχέση δεν έχει με την αλήθεια. Δεν
πρόκειται για καινοτομία, δεν είναι κάτι το καινούργιο, τα αστικά κόμματα να
έχουν έναν πεπερασμένο χρόνο ζωής, πολύ μικρότερο απ' αυτό που λέμε εξουσία του
κεφαλαίου. Είναι μέσα στη ζωή να αντικαθίστανται παλιά από καινούργια. Είναι
μέσα στη ζωή αστοί πολιτικοί και ηγέτες αστικών κομμάτων να μετακινούνται, να
μεταπηδούν απ' το ένα κόμμα στο άλλο και μάλιστα από κόμματα τα οποία
κατατάσσονται σε διαφορετικά ιδεολογικά - πολιτικά ρεύματα μέσα στο αστικό
πολιτικό σύστημα.
Λειτουργία
του αστικού πολιτικού συστήματος και συσχετισμός δυνάμεων
Η αστική εξουσία, πέραν του ότι χρησιμοποιεί κατά
καιρούς και διαφορετικές μορφές, δηλαδή πότε τη στρατιωτική δικτατορία πότε τη
φασιστική δικτατορία, ακόμα και για την αστική δημοκρατία που είναι αυτή η
μορφή η πιο ταιριαστή στην άσκηση της αστικής εξουσίας χρειάζεται οπωσδήποτε
πάνω από ένα κόμμα. Χρειάζεται τουλάχιστον δύο αστικά κόμματα. Οταν είναι δύο
σημαίνει ότι θα είναι και μεγάλα αστικά κόμματα, δηλαδή θα έχουν μεγάλη
δυνατότητα επιρροής στην εργατική - λαϊκή πλειοψηφία, για να εναλλάσσονται μεταξύ
τους, να λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα να είναι σε θέση να
απορροφά τη δυσαρέσκεια τη λαϊκή που προξενεί η έτσι κι αλλιώς αντιλαϊκή
πολιτική του άλλου και να επανέρχονται.
Ωστόσο, δεν αρκείται η λειτουργία του αστικού
πολιτικού συστήματος κυρίως με δύο αστικά κόμματα μόνο. Πάντα υπάρχουν άλλα,
μικρότερα δορυφόροι γύρω από αυτά. Το αν θα έχουν μία αξίωση στη διακυβέρνηση,
ως συνεργαζόμενα, αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Θα ήθελα και
εισηγητικά και για τη συζήτησή μας να αναφερθώ σε ορισμένους από αυτούς τους
παράγοντες που κυρίως είναι οικονομικοί - πολιτικοί παράγοντες. Δηλαδή, υπάρχει
ένα οικονομικό υπόβαθρο, το οποίο δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών κομμάτων
που, σε τελευταία ανάλυση, εξυπηρετούν την ίδια τάξη, τα συμφέροντα της ίδιας
τάξης.
Ενας παράγοντας είναι η ίδια η ταξική πάλη, είναι
δηλαδή αυτό που λέμε ο συσχετισμός δυνάμεων, ο συσχετισμός ανάμεσα σε αντίπαλες
ταξικές δυνάμεις. Ανάλογα πώς είναι αυτός ο συσχετισμός προκύπτει και η ανάγκη,
ή, αν θέλετε, παίρνουν και άλλη ιδεολογική, πολιτική χροιά κόμματα, τα οποία
εξυπηρετούν την τάξη του κεφαλαίου.
Σύντομα να πω το εξής: Γινόταν στο παρελθόν, γίνεται
και τώρα με άλλον τρόπο, πολλή συζήτηση ότι χάος για παράδειγμα χωρίζει
υποτίθεται ένα φιλελεύθερο αστικό κόμμα από ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οτι το
φιλελεύθερο αστικό κόμμα πιο άγρια εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ότι
είναι πιο ανάλγητο απέναντι στις λαϊκές ανάγκες, δεν έχει κοινωνικές
ευαισθησίες ότι τα υποτάσσει όλα στην αγορά, στην ελεύθερη αγορά κ.λπ. Ενώ, αντίθετα,
ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι πιο ευαίσθητο στις κοινωνικές ανάγκες,
ακολουθεί την αγορά, δε συγκρούεται με τις ανάγκες της αγοράς, δηλαδή με τον
καπιταλισμό και το κεφάλαιο, αλλά τα υποτάσσει και σε κάποιες γενικές
κοινωνικές ανάγκες για να τις εξυπηρετήσει. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια
είναι ότι αυτά που ονομάζονται σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία στην
πραγματικότητα ήταν εργατικά κόμματα που μεταλλάχτηκαν πλήρως σε καθαρά αστικά
κόμματα, προέκυψαν από ένα διαφορετικό συσχετισμό ταξικής πάλης σε μία φάση που
ανέβαινε το εργατικό κίνημα, προσέγγιζε να βρεθεί ή και βρέθηκε σε κάποιες
περιπτώσεις σε συνθήκες αυτό που λέμε επαναστατικής κατάστασης. Δηλαδή, βαθιάς
και πολιτικής κρίσης του συστήματος και σε αυτές τις συνθήκες κόμματα τα οποία
είχαν εργατική ρίζα πρόδωσαν τα εργατικά συμφέροντα και εξελίχθηκαν σε αστικά
κυβερνητικά κόμματα. Αυτή ήταν η όλη ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας.
Από εκεί και πέρα, βέβαια, κράτησαν στην αντιπαράθεσή
τους, ή αν θέλετε στον ιδιαίτερο ρόλο τους στο αστικό πολιτικό σύστημα, αυτή
την ιδιαίτερη σχέση τους με το εργατικό κίνημα, προσπαθώντας να συγκαλύψουν την
προδοσία τους, παρόλο που σε συγκεκριμένες φάσεις ήταν άκρως κραυγαλέα, όπως
στην περίπτωση του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που στήριξαν τις επιθετικές ιμπεριαλιστικές
επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας τους.
"Παλιά" αστικά κόμματα και καινούργιες ανάγκες του καπιταλισμού
Αλλά είναι και άλλα ζητήματα, άλλοι παράγοντες με
υπόβαθρο την οικονομία που «δικαιολογούν» κάποια ιδεολογική πολιτική χροιά
διαφοροποιήσεων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ή γενικά κάποιων αστικών
κομμάτων μεταξύ τους και όχι μόνο των σοσιαλδημοκρατικών σε σχέση με τα
φιλελεύθερα αστικά κόμματα. Ποιοι είναι αυτοί: Ορισμένοι από αυτούς - δεν
μπορούμε να πούμε όλους τους παράγοντες αυτήν τη στιγμή και για λόγους χρόνου.
Παραδείγματος χάρη, δεν είναι στατική η ζωή ούτε για τον καπιταλισμό, γεννάει
καινούργιες ανάγκες που απαιτούν κάποιους εκσυγχρονισμούς.
Αλλά ένα παλιό κόμμα, τέλος πάντων, ένα κόμμα που έχει
παίξει για πολλά χρόνια ρόλο κυβερνητικό, με αυτήν την έννοια παλιό, είναι πιο
δυσκίνητο στο να ακολουθήσει αλλαγές που χρειάζονται, αλλαγές, θέλετε να τις
πείτε μεταρρυθμίσεις, αλλά μην τις πείτε με εκείνο το θετικό πρόσημο που έχουμε
συνηθίσει να δίνουμε στις μεταρρυθμίσεις με την έννοια ότι σε κάποια φάση της
καπιταλιστικής εξέλιξης χρειάστηκαν ορισμένες αλλαγές, οι οποίες ήταν θετικές
και για το λαό. Παραδείγματος χάρη, πάρτε το γενικό εκλογικό δικαίωμα, το
χρειάστηκε βεβαίως η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά έφερε κάτι θετικό και για το
λαό, ή αν θέλετε μία άλλη αλλαγή, άλλη προσαρμογή είναι η καθιέρωση της
υποχρεωτικής γενικής εκπαίδευσης, κουτσουρεμένης έτσι και αλλιώς κι αλλιώτικα,
όμως ήταν θετική και για το λαό. Βεβαίως, τη χρειάστηκε η ίδια η εξέλιξη του
καπιταλισμού, γιατί έφτασε σε μία κατάσταση που κάθε βιομηχανικός εργάτης
έπρεπε να ξέρει και να διαβάζει, και να μετράει, και να ξέρει και ορισμένα
πράγματα από τους νόμους της φυσικής για να μπορεί να χειρίζεται τα καινούργια
μέσα παραγωγής τα πιο αναπτυγμένα κ.λπ.
Το ίδιο χρειαζόταν το κράτος των καπιταλιστών για τις
διοικητικές, αλλά και τις άλλες υπηρεσίες που διέθετε, χρειαζόταν μια γενική
μόρφωση των κρατικών υπαλλήλων που θα χρησιμοποιούσε. Ετσι έπρεπε κάποιο
κομμάτι του λαού να φτάσει όχι μόνο να πάρει αυτές τις προηγούμενες γενικές
γνώσεις που είπαμε αλλά και ορισμένες παραπάνω, ώστε να δουλεύει ως κρατικός
υπάλληλος.
Αλλά η ζωή προχωράει ακόμα παραπέρα, δηλαδή δημιουργεί
νέες ανάγκες. Από εκεί, παραδείγματος χάρη, που είχε ανάγκη - και στην Ελλάδα
αλλά και σε όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - να πάρει
το κράτος στις πλάτες του και βέβαια εννοείται με τη φορολόγηση των μαζών, αυτή
τη γενική εκπαίδευση εργατών, υπαλλήλων και τα λοιπά - όχι την εξειδικευμένη
επιστημονική και τεχνολογική - αλλάζουν οι καιροί και δε χρειάζεται πια να έχει
το κράτος στις πλάτες του αυτήν την υπόθεση, πρέπει να περάσει στο ιδιωτικό
κεφάλαιο. Αλλάζουν οι καιροί και χρειάζεται όχι πια το κράτος να έχει το
μονοπώλιο, την κρατική μονοπωλιακή επιχείρηση για την παραγωγή της ηλεκτρικής
ενέργειας, για τις τηλεπικοινωνίες και τα λοιπά, αλλά χρειάζεται να περάσουν
αυτά τα πράγματα στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Ναι, αλλά κοιτάξτε όμως, τα κόμματα τα
οποία ηγήθηκαν στην προηγούμενη κατάσταση συναντάνε δυσκολία να προσαρμοστούν
στην καινούργια και να ηγηθούν στις καινούργιες ανάγκες του κεφαλαίου ως
σύνολο, ως γενικές ανάγκες του κεφαλαίου κι όχι του ενός ή του άλλου. Τότε
γίνεται πιο εμφανής η φθορά των αστικών κομμάτων, είτε είναι φιλελεύθερα είτε
είναι σοσιαλδημοκρατικά, είτε λέγονται κεντρώα, είτε λέγονται αριστερά, δεξιά,
ένας διαχωρισμός ο οποίος δεν είναι πολιτικά δόκιμος και σωστός, αλλά τον
ανέφερα επειδή πολύς κόσμος τον ξέρει έτσι.
Η
επίδραση των διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης
Είναι κι άλλα ζητήματα. Αλλος σημαντικός παράγοντας, ο
οποίος κι αυτός δεν αλλάζει από πενταετία σε πενταετία, θέλει περισσότερη
συγκέντρωση ποσοτικών αλλαγών, είναι οι συμμαχίες της αστικής τάξης μιας χώρας,
οι διεθνείς της συμμαχίες. Δηλαδή, ποια άλλα καπιταλιστικά κράτη χρειάζεται,
επιλέγει, ή επιλέγει γιατί τα χρειάζεται, για να στηριχτεί σε μια περιφέρεια η
καπιταλιστική της εξουσία, είτε και παγκόσμια. Κι αυτή την ανάγκη την έχει κάθε
καπιταλιστικό κράτος, μεγάλο, μικρό, ισχυρότερο οικονομικά, πολιτικά,
στρατιωτικά ή λιγότερο ισχυρό.
Πάρτε ένα παράδειγμα: Είχε γίνει - όχι αυτή τη στιγμή,
πριν ένα χρόνο, δύο χρόνια - πάρα πολλή συζήτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια νέα
πολιτική δύναμη στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ή εν πάση περιπτώσει μια νέα
πολιτική δύναμη, η οποία αμφισβητούσε, λέγανε, τη συμμετοχή της Ελλάδας στην
Ευρωζώνη και κάποιοι λέγανε ότι θα 'πρεπε να αμφισβητήσει και τη συμμετοχή της
στην ΕΕ. Ηταν έτσι τα πράγματα; Σε κείνη τη φάση που έγινε η συζήτηση είναι
αλήθεια ότι επειδή βρισκόταν στην κορύφωσή της όχι μόνο η κρίση στην Ελλάδα,
αλλά και η κρίση στην Ιταλία και την Ισπανία, γενικότερα δηλαδή βρισκόταν,
κλιμακώνονταν, θα ήταν πιο σωστό να πω, οι αποσχιστικές τάσεις μέσα στην
Ευρωζώνη, όπως καταλαβαίνετε όταν γίνεται κάτι τέτοιο τότε θα βγουν και κείνες
οι πολιτικές δυνάμεις, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, που θα προσαρμοστούν στη
νέα κατάσταση και οι παλιότερες θα είναι πιο δυσκίνητες να παρουσιάσουν αυτή
την προσαρμογή. Παραδείγματος χάριν, πιο καθαρά εθνικιστικά αστικά κόμματα, πιο
εύκολα μπορούσαν να μιλήσουν και γι' αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο όμως σήμερα
έχει πάει πίσω, διότι έχει υποχωρήσει τουλάχιστον αυτή την περίοδο αυτή η
αποσχιστική τάση γιατί κάπου εξομάλυναν κάποια πράγματα. Αυτό δε σημαίνει ότι
θα είναι για πολύ καιρό εξομαλυμένα.
Κι έτσι και τον ΣΥΡΙΖΑ βλέπετε σήμερα και τρώει στην
πλάτη τις αντιφάσεις που εμφάνισε στην αρχή του σε σχέση με το θέμα της
Ευρωζώνης. Προσαρμόστηκε βεβαίως πλήρως γιατί η σημερινή κατάσταση δεν απαιτεί
- από τη σκοπιά του κεφαλαίου, όχι από τη σκοπιά των εργατικών αναγκών, της
εργατικής-λαϊκής σοσιαλιστικής οικονομίας - την απομάκρυνση, την απόσχιση της
Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Κι έτσι πήγε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κύριος Τσίπρας,
στο κλειστό συνέδριο στη λίμνη Κόμο και είπε καθαρά και ξάστερα «ε, έλεος, μη
φοβόσαστε, δεν είμαστε μια δύναμη που θα αμφισβητήσουμε τη συμμετοχή της
Ελλάδας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη».
Είναι λοιπόν τα καινούργια κόμματα πιο ευκίνητα σε
αλλαγές, σε προσαρμογές, αρνητικές προσαρμογές, γιατί στις μέρες μας έχει
περάσει το καπιταλιστικό σύστημα σε βαθιά, πολύ βαθιά αντιδραστικότητα. Είναι
πιο ευκίνητα στο να εμφανιστούν ως υπερασπιστές ορισμένων νέων προσαρμογών.
Επαναλαμβάνεται
το ίδιο έργο
Σε χοντρές γραμμές αυτή είναι η ιστορία με την
αντικατάσταση παλιών κομμάτων από νέα κόμματα. Κι έτσι όμως, πίσω από αυτό,
αναπαράγεται με άλλα λόγια, με παραπλήσια διαπάλη συνθημάτων, η ίδια κατάσταση.
Παραδείγματος χάριν, βγαίνουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, και
κάνουν μια μεγάλη φασαρία και επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ ότι δήθεν κάνει μεγάλη
παροχολογία χωρίς να εξασφαλίζει τους ανάλογους οικονομικούς πόρους. Κι
αντίθετα βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και λέει ότι κατηγορείται γιατί τόλμησε να πει ότι
πάνω από όλα είναι η κοινωνική ευαισθησία για την αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής κρίσης και ότι σε αυτό θα είναι σκληρός διαπραγματευτής με την
κατά τ' άλλα ας πούμε σύμμαχο Ευρωζώνη, την οποία δεν αμφισβητεί. Αυτά τα περί
παροχολογίας κ.τ.λ., λίγο να πάμε να δούμε πώς είχε διεξαχθεί η συζήτηση η
προεκλογική ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, όχι πολύ μακριά εγώ σας λέω, το 2009,
θα δούμε ότι επαναλαμβάνονται τα ίδια πράγματα, με άλλα λόγια και με λίγο
διαφορετικές αναφορές. Το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται.
Η ουσία ποια είναι; Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε βέβαια η
συγκυβέρνηση δε δεσμεύονται, ανεξάρτητα τι λένε, ο ένας λέει ότι καλύτερα θα
αξιοποιήσει τα κοινοτικά κονδύλια του ΕΣΠΑ για να μπορέσει να δώσει αυτά τα
ψίχουλα σε κάποιες κατηγορίες της ακραίας φτώχειας, οι άλλοι λένε ότι θα το
κάνουν από τα πλεονάσματα τα πρωτογενή που θα δημιουργήσει η ίδια η πολιτική
τους. Δεν είναι σημαντικές διαφορές αυτά τα πράγματα. Ποια είναι η ουσία; Και ο
μεν ΣΥΡΙΖΑ και οι δε ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν υπόσχονται με τίποτα και δεν μπορούν να το
κάνουν, και δεν μπορούν να το υποσχεθούν γιατί δεν το θέλει το κεφάλαιο σήμερα,
ότι μπορούν να προχωρήσουν σε μια ουσιαστική ανάκτηση των απωλειών του
εργατικού - λαϊκού εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας - εξαετίας. Η
αντιπαλότητα λοιπόν είναι ανάγκη της λειτουργίας της εξουσίας του κεφαλαίου.
Και μη μας εντυπωσιάζουν αυτοί οι έντονοι διαξιφισμοί.
Γιατί σάμπως ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν σκοτωνόντουσαν μεταξύ
τους για να φτάσουν να κάνουν συγκυβέρνηση; Ενώ εδώ κάποιες γέφυρες ήδη
υπάρχουν μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Ελιάς ή ενός κομματιού τους ή της ΔΗΜΑΡ
κ.λπ. Πράγματα που δεν ήταν τόσο έντονα στο παρελθόν μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και
κατά τ' άλλα μια χαρά τα κατάφεραν στις συγκυβερνήσεις σε βάρος του λαού και
πέρασαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα με τη συναίνεση του λαού και δυστυχώς χωρίς να
κουνηθεί φύλλο. Και δυστυχώς γιατί ο τρόπος που λειτούργησαν τα περίφημα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα - το ΠΑΣΟΚ παλιότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα - στη
συνείδηση, αυτό που καταφέρνανε, είναι να τσακίζουν, να αποδυναμώνουν, να
αδρανοποιούν, να απομαχητικοποιούν την εργατική - λαϊκή θέληση, να
απομαζικοποιούν τα σωματεία, να τα γραφειοκρατικοποιούν, να τα εντάσσουν στη
θέληση της εργοδοσίας και των κυβερνήσεων και των θεσμών του κεφαλαίου.
Η
ισχυροποίηση του ΚΚΕ αποφασιστικός παράγοντας για την ανασύνταξη του κινήματος
Αυτό λοιπόν είναι που κρίνεται και αυτή τη στιγμή σε
σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ κι αν θέλετε θα ήταν ολέθριο λάθος ένας άνθρωπος που μπορεί
να σκεφτεί και να πει ότι αφού δεν μπορεί σ' αυτές τις εκλογές να έρθει το ΚΚΕ
στην εξουσία να κάνει την εργατική, την επαναστατική εργατική - λαϊκή
διακυβέρνηση, ας ρίξω αυτή την ψήφο εκεί, δεν χάλασε ο κόσμος, το ΚΚΕ εδώ θα
είναι κι αύριο, θα είναι και στους αγώνες, το ξέρουμε αυτό, ε, ας πάω τώρα εκεί
την ψήφο μου. Οχι! Η μάχη είναι να ακυρωθεί αυτή η σκέψη, γιατί αυτή η κίνηση θα
είναι ολέθρια όχι για το ΚΚΕ, αλλά για το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για τη
δύναμη που έχει ο λαός να μπορεί να αντισταθεί στη βάρβαρη αντιλαϊκή -
αντεργατική πολιτική απ' όποιο κόμμα ή απ' όποια συμμαχία κομμάτων θα κάνει
κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές που δεν θα είναι αργά. Είναι θέμα μηνών...
Αυτό λοιπόν είναι το κύριο. Αντίθετα, τι θα κριθεί; Θα
κριθεί η συσπείρωση, η εμπιστοσύνη, με το ΚΚΕ. Φυσικά, η συσπείρωση δεν είναι
μόνο με την ψήφο στις εκλογές. Είναι πρώτα απ' όλα μέσα στο σωματείο, στον τόπο
δουλειάς, είναι η συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων στην ένωση των
επαγγελματοβιοτεχνών, στον αγροτικό σύλλογο, είναι η συσπείρωση με τις δυνάμεις
του ΜΑΣ στο σπουδαστικό, στο φοιτητικό κίνημα. Είναι η συσπείρωση μέσα στο
μαθητικό χώρο, στο σχολείο.
Αλλά η προοπτική του εργατικού - λαϊκού κινήματος, η
δυνατότητά του να χρησιμοποιήσει τα δικά του μέσα πάλης, την απεργία, τη
μαζική, την αποφασιστική, το συλλαλητήριο που θα συνταράξει τους πάντες, με τις
εκατοντάδες χιλιάδες, αυτά θα εξαρτηθούν, η αναδιάταξη δηλαδή του εργατικού -
λαϊκού κινήματος, θα εξαρτηθεί πρώτα απ' όλα απ' την ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Και
η έκφραση της ισχυροποίησης του ΚΚΕ και με την ψήφο τη βουλευτική δεν είναι
αμελητέα, γιατί δημιουργεί κλίμα, πέραν του ότι δυναμώνει την εργατική - λαϊκή
φωνή και στο Κοινοβούλιο, στην πραγματικότητα όμως δημιουργεί κλίμα που είναι
απαραίτητο και για την εργατική - λαϊκή ανασύνταξη.
Μ' αυτή την έννοια, λοιπόν, η πρωτοπορία τουλάχιστον,
η οποία και πρέπει να διευρυνθεί, πρέπει να σταθεί ακλόνητη στη γραμμή της ταξικής
πάλης, της εργατικής - λαϊκής αντιπολίτευσης, του εργατικού - λαϊκού αγώνα, της
λαϊκής συμμαχίας με ενίσχυση όλων των κυττάρων της, του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΕΒΕ, της
ΠΑΣΥ, του ΜΑΣ, της ΟΓΕ, και με αυτή την έννοια είναι αποφασιστική και η έκφραση
της πολιτικής στήριξης του ΚΚΕ με την ψήφο.
*Αποσπάσματα από την εισηγητική ομιλία της Ελ. Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στη
συζήτηση την Παρασκευή 19/9 στη Λαϊκή Σκηνή στο 40ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΝΕ - "ΟΔΗΓΗΤΗ"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου