Εξελίξεις που απαιτούν ιδεολογικο-πολιτική ετοιμότητα
Σ
|
το
εσωτερικό πολιτικό σκηνικό κυριαρχούν το τελευταίο διάστημα οι αντιπαραθέσεις
με επίκεντρο την «προεδρολογία» και το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, οι
αντίστοιχες κινήσεις των κομμάτων του συστήματος και οι αντιπαραθέσεις για το
κατάλληλο μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα υποβοηθήσει τη διαφαινόμενη έξοδο
της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας από την κρίση. Τα παραπάνω ζητήματα
διαπλέκονται φυσικά και με αντίστοιχες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στα
υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη, καθώς και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των
ιμπεριαλιστικών κέντρων, οι οποίοι οξύνονται επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα
γεμίζοντας με νέες εστίες πολεμικών συγκρούσεων τον παγκόσμιο χάρτη.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τις εξελίξεις στην οικονομία,
οι οποίες αποτελούν το υπόβαθρο όλων των υπολοίπων. Μέσα στο καλοκαίρι
δημοσιεύτηκαν τα οικονομικά στοιχεία που αποτυπώνουν την οικονομική στασιμότητα
της Ευρωζώνης. Ακόμα και χώρες που είχαν μπει σε τροχιά ανάκαμψης αποδεικνύονται
πολύ ευάλωτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε την κατάσταση στις τρεις μεγαλύτερες
ευρωπαϊκές οικονομίες: η Ιταλία επέστρεψε σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη
Γαλλία διατηρήθηκε η στασιμότητα, ενώ ακόμα και η γερμανική οικονομία σημείωσε
μικρή συρρίκνωση. Την ίδια στιγμή, Αγγλία και ΗΠΑ διατηρούν τους θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης, με σημαντική προσαρμογή ωστόσο προς τα κάτω, ενώ ακόμα και
οι σημερινές πρωταθλήτριες σε ρυθμούς ΑΕΠ του παγκόσμιου καπιταλισμού, οι
λεγόμενες BRICS, παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης.
Πέρα
από τα ζητήματα τρέχουσας οικονομικής διαχείρισης, το κάθε καπιταλιστικό
κράτος, η κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία κινείται στρατηγικά στη διεθνή σκακιέρα
για την εξασφάλιση πιο ευνοϊκών συνθηκών κερδοφορίας για τα μονοπώλιά της.
Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τις - κεκλεισμένων των θυρών - διαπραγματεύσεις
μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τη σύναψη της λεγόμενης Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης
Εμπορίου και Επενδύσεων. Από την άλλη πλευρά, οι λεγόμενες BRICS ίδρυσαν το
καλοκαίρι στη Βραζιλία Αναπτυξιακή Τράπεζα και Αποθεματικό Ταμείο με
αρμοδιότητες αντίστοιχες και δυνάμει αντιπαραθετικές της σύνταξης με την
Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ταυτόχρονα ο Πούτιν,
Πρόεδρος της Ρωσίας, πρότεινε για το άμεσο μέλλον και τη σύσταση μιας
«ενεργειακής ένωσης των BRICS».
Οπως είναι φανερό, οι παραπάνω κινήσεις απλώνονται σε
όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης και συνοδεύονται από αντίστοιχες επιδιώξεις
για ανακατατάξεις σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Σε αυτό το έδαφος φυτρώνουν το
τελευταίο διάστημα όλο και νέες εστίες στρατιωτικής έντασης. Επικίνδυνη όξυνση
της διαπάλης για τον έλεγχο αγορών κι εδαφών καταγράφεται στην Ευρασία και
ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή, όπου το Ισραήλ εκτέλεσε ένα μεγάλο κύκλο μαζικών
δολοφονικών επιθέσεων στην περιοχή της Γάζας. Εξελίσσεται μια σύνθετη προσπάθεια
των ΗΠΑ για αλλαγή συσχετισμών και συνόρων στην περιοχή, καθώς και για
προσέλκυση του Ιράν, χωρίς τη διατάραξη της σχέσης τους με το Ισραήλ και τη Σ.
Αραβία, αξιοποιώντας το ζήτημα των τζιχαντιστών και την εξάπλωση του λεγόμενου
ισλαμικού χαλιφάτου. Παράλληλα, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το όπλο της κλιμάκωσης των
οικονομικών κυρώσεων για το ουκρανικό ζήτημα, ώστε να διαρρήξουν τις σχέσεις
Γερμανίας - Ρωσίας.
Η
|
παραπάνω εικόνα αποτυπώνει τις δυσκολίες
διαχείρισης των καπιταλιστικών οικονομιών και την όξυνση των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, οδηγώντας σε εξελίξεις, όπως η παραίτηση
ολόκληρης της κυβέρνησης της Γαλλίας, καθώς και η παραίτηση του αντικαγκελάριου
της Αυστρίας Μίχαελ Σπίντελεγκερ. Σε επίπεδο ΕΕ και Ευρωζώνης, το σταθερό
πέρασμα στη φάση της καπιταλιστικής ανόδου αποδεικνύεται πολύ δύσκολο,
εξαναγκάζοντας τους αστούς διαχειριστές να αναζητούν λύσεις και στην κατεύθυνση
πιο επεκτατικών οικονομικών πολιτικών για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής
κερδοφορίας, όπως διαφάνηκε και από τις δηλώσεις του προέδρου Μ. Ντράγκι στο
συμπόσιο των Κεντρικών Τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ των ΗΠΑ.
Η παραπάνω κινητικότητα επηρεάζει βέβαια και τις
οικονομικές εξελίξεις σε μία σειρά κράτη. Στη χώρα μας υπήρξε σημαντική
οικονομική πίεση από το ρωσικό εμπάργκο σε συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα. Οι
εξελίξεις αυτές - και άλλες που πιθανώς τροφοδοτηθούν από την ένταση στην
περιοχή της Μέσης Ανατολής - αποτελούν κινδύνους για το διαφαινόμενο πέρασμα
της ελληνικής οικονομίας από τη φάση της κρίσης στη φάση της σχετικής σταθεροποίησης,
αν και προς το παρόν δε φαίνεται να αντιστρέφεται αυτή η τάση.
Στο παραπάνω διεθνές οικονομικό και πολιτικό
περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε δύο βασικά
ζητήματα: Στη διαχείριση του υπερσυσσωρευμένου κρατικού χρέους και το λεγόμενο
«Νέο Εθνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο», κυρίως σε στοχευμένους τομείς, οι οποίοι
αναμένεται να λειτουργήσουν ως μοχλοί ανάπτυξης όλης της οικονομίας.
Ταυτόχρονα, προωθεί και όλους τους άλλους όρους που απαιτούνται για τη
δημιουργία «ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος»: Τις ομαδικές απολύσεις, την
κατάργηση των τριετιών στις αποδοχές των εργαζομένων, το παραπέρα ψαλίδισμα των
ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας, τις αντίστοιχες φορολογικές προσαρμογές
(μείωση φορολογίας επιχειρήσεων με ταυτόχρονη φοροαφαίμαξη των λαϊκών
στρωμάτων, βλ. εξελίξεις με ΕΝΦΙΑ, συζήτηση για ενιαιοποίηση ΦΠΑ κ.λπ.).
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει
προπαγανδιστικά τη γενίκευση του λεγόμενου «ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος».
Το συγκεκριμένο «επίδομα», πέρα από το στόχο διαχείρισης της ακραίας φτώχειας,
θα υπηρετήσει και το χτύπημα των όποιων προνοιακών επιδομάτων υπάρχουν, αφού το
εισόδημα αυτό θα λειτουργεί ως «ταβάνι» του αθροίσματος όλων αυτών των
επιδομάτων. Θα συνδεθεί με την υποχρεωτική παροχή φθηνής εργασίας που θα
προσφέρεται από τα γνωστά «δουλεμπορικά» γραφεία εύρεσης εργασίας, στα οποία θα
εντάσσονται οι δικαιούχοι του σχετικού επιδόματος. Αντίστοιχη είναι, άλλωστε, η
αξιοποίησή του από το σύνολο σχεδόν των χωρών της ΕΕ στο οποίο έχει υιοθετηθεί
εδώ και χρόνια.
Ο
|
ΣΥΡΙΖΑ, με τη σειρά του, δεν μπορεί να
αντιπαρατεθεί ουσιαστικά στην αντιλαϊκή επίθεση, ακριβώς επειδή η πολιτική του
εκκινεί από θέσεις υπεράσπισης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή της
καπιταλιστικής κερδοφορίας. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιφάσεις των στελεχών
του κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας της κυβερνητικής του πρότασης ενόψει της
ΔΕΘ. Είτε οι προτάσεις περί «δημιουργίας ενός ενδιάμεσου δημόσιου, κοινωνικά
ελεγχόμενου, φορέα διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους» (με τον οποίο οι
εργαζόμενοι θα φορτωθούν μέσω του προϋπολογισμού τα βάρη των χρεών των
καπιταλιστών) είτε οι ασαφείς φορολογικές του προτάσεις (οι οποίες θα πρέπει να
λειτουργήσουν αντισταθμιστικά προς την πιθανή κατάργηση φόρων όπως ο ΕΝΦΙΑ)
είτε οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που υπόσχεται υπέρ της υγιούς
επιχειρηματικότητας κινούνται «εντός των τειχών» της επιδίωξης της
καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικές ήταν οι πρόσφατες δεσμεύσεις του Α.
Τσίπρα απέναντι στον Κ. Μίχαλο, πρόεδρο της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων
Ελλάδας, για νομοθετικές πρωτοβουλίες στο πεδίο των χρεών και οφειλών των
καπιταλιστών, αλλά και της μείωσης του κόστους της Ενέργειας στη βιομηχανία. Η
συνάντηση αυτή, όπως και άλλες αντίστοιχες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ εντός και
εκτός Ελλάδας, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, έχουν μεταξύ άλλων και μία
ιδιαίτερη σημειολογία όσον αφορά την πολιτική κατεύθυνση μιας ενδεχόμενης
«κυβέρνησης όλων των Ελλήνων», όπως είχε χαρακτηρίσει ο Α. Τσίπρας την πιθανή
κυβέρνησή του στη μετεκλογική παρέμβασή του στον ΣΕΒ. Καθόλου τυχαίος δεν είναι
άλλωστε ο χαρακτηρισμός των επιμελητηρίων ως «βασικών φορέων για την ανάπτυξη
της υγιούς επιχειρηματικότητας σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο».
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης
με τις κυρίαρχες δυνάμεις της καπιταλιστικής κοινωνίας στο εσωτερικό και το
εξωτερικό: Τους σημαίνοντες συλλογικούς φορείς του κεφαλαίου, κυβερνητικά
στελέχη ξένων κρατών, διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Οσο κι αν δε φαίνεται καθαρά, ωστόσο η παραπάνω
αντιπαράθεση ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, γύρω από τους οποίους
συσπειρώνονται και τα υπόλοιπα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα, εντός κι
εκτός Βουλής, δεν αμφισβητεί τις πηγές της αντιλαϊκής επίθεσης. Και οι δύο
πόλοι της αντιπαράθεσης κινούνται στην κατεύθυνση περιφρούρησης και στήριξης
της καπιταλιστικής κερδοφορίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης ανάπτυξης της
καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται κάτι παραπάνω απ' ό,τι η σημερινή
κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι, όμως, πως ό,τι δώσει με το ένα χέρι θα το πάρει με
το άλλο, γρήγορα θ' ακυρωθεί, γιατί αυτό απαιτεί η καπιταλιστική
ανταγωνιστικότητα.
Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι τίποτα καλό δεν μπορούν
να περιμένουν οι εργαζόμενοι χωρίς σύγκρουση και ρήξη με την καπιταλιστική
ιδιοκτησία και εξουσία. Μια ματιά στις πρόσφατες εξελίξεις στην Αργεντινή
μπορεί να το επιβεβαιώσει. Τόσο η καπιταλιστική άνοδος των προηγούμενων ετών
όσο και ο νέος - μετά το 2001 - σημαντικός κλονισμός της αργεντίνικης οικονομίας
αποδεικνύουν ότι καμία διαχείριση του καπιταλισμού, καμία αλλαγή της διεθνούς
ισοτιμίας του εγχώριου νομίσματος, καμία αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους,
καμία αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής δεν μπορεί να οδηγήσει στη λαϊκή
ευημερία στο έδαφος της κυριαρχίας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η προσέγγιση των
εξελίξεων στην Αργεντινή από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από άλλα κόμματα και
ιστοσελίδες. Ολοι μαζί προβάλλουν την αστική κυβέρνηση Κίρχνερ που διαπραγματεύεται
προς όφελος της αστικής τάξης της χώρας της σχεδόν ως το νέο ...Τσε Γκεβάρα.
Χαρακτηριστικά είναι τα σχετικά άρθρα του Γ. Μηλιού, καθώς και η αναδημοσίευση
από την οπορτουνιστική ιστοσελίδα «Εργατικός Αγώνας», άρθρου του Δημήτρη Καζάκη
του ΕΠΑΜ με τίτλο «Η Αργεντινή μας δείχνει το δρόμο της λύτρωσης», συνοδευόμενο
από φωτογραφία της Κίρχνερ με απλωμένο το χέρι, δείχνοντας προφανώς ...το
δρόμο.
Αποδεικνύεται και από τα παραπάνω ο ρόλος του
οπορτουνισμού ως ιμάντα τραβήγματος του εργατικού κινήματος στο κουβάρι των
ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ως ιμάντα ιδεολογικής -
πολιτικής χειραγώγησής του.
Τ
|
ο ΚΚΕ αναδεικνύει την ουσία των παραπάνω
αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και διεθνώς, για να προετοιμάσει
την αντίδραση του εργατικού κινήματος με ταξική αυτοτέλεια. Προειδοποιεί την
εργατική τάξη ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έχει να περιμένει από τις αναδιατάξεις
μεταξύ των καπιταλιστών στον εσωτερικό και διεθνή οικονομικό στίβο. Φωτίζει τις
αντικειμενικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για την ικανοποίηση των
κοινωνικών αναγκών και προβάλλει ριζοσπαστική γραμμή πάλης, με αφετηρία την
ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του λαού την περίοδο της κρίσης. Η κατάκτηση της
πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος αποτελεί όρο της ανασυγκρότησής
του, όρο της διεύρυνσης των δυνάμεων που κινούνται σε κατεύθυνση σύγκρουσης με
τον καπιταλισμό και το πολιτικό του σύστημα. Αλλωστε, η πολιτικοποίηση του
εργατικού κινήματος σε αυτήν την κατεύθυνση είναι που τρομάζει την αστική τάξη
και όχι γενικά οι κινητοποιήσεις. Γι' αυτό και η αστική παρέμβαση επιχειρεί να
προσανατολίσει και να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα είτε στο ρόλο του υπηρέτη
της εναλλαγής αστικών κυβερνήσεων είτε στο στενό οικονομισμό, στη
διαπραγμάτευση των όρων της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, χωρίς
αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, παρόλο που σήμερα δεν μπορεί
με ευελιξία ν' αντιμετωπίσει κάποια αιτήματα.
Η αστική παρέμβαση εκδηλώνεται πολύμορφα και
περιλαμβάνει νόμιμα, ακόμα και συνταγματικά μέτρα. Σε κάποια κράτη η κήρυξη
απεργίας μπορεί να γίνει μόνο με την επιλογή συγκεκριμένων αιτημάτων,
καθορισμένων από το κράτος, σε άλλα απαγορεύεται να έχει χαρακτήρα αλληλεγγύης
και ν' απειλήσει τα λεγόμενα εθνικά συμφέροντα. Αντίστοιχες νομοθετικές
προσαρμογές ετοιμάζονται και στη χώρα μας. Η συζητούμενη αλλαγή του νομοθετικού
πλαισίου για την κήρυξη απεργιών, η δυνατότητα των καπιταλιστών να απαντούν με
ανταπεργία (το λεγόμενο λοκ άουτ) αποτελούν προληπτικό πόλεμο της αστικής τάξης
απέναντι στο εργατικό κίνημα, ενώ προβάλλονται ανοιχτά ως απαραίτητοι όροι για
την «προσέλκυση επενδύσεων», για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αρκεί να σκεφτούμε
μόνο τον αριθμό των απεργιών που χαρακτηρίζονται παράνομες και καταχρηστικές με
το ισχύον νομικό πλαίσιο, για να καταλάβουμε τι επιφυλάσσουν τα αστικά
δικαστήρια στις εργατικές κινητοποιήσεις στο βαθμό που περάσουν οι παραπάνω
αλλαγές.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η συζήτηση γύρω από
το λεγόμενο - και μόνο - «Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο», μέσω του οποίου
επιχειρείται η νομοθετική κατοχύρωση της καταστολής οποιασδήποτε άποψης
κρίνεται ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» ή «γενοκτονία» από τα αστικά
δικαστήρια και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Εχουμε άλλωστε αρκετά
δείγματα γραφής. Η ίδια η ΕΕ έχει υιοθετήσει ψήφισμα του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το οποίο ο λιμός στην Ουκρανία την περίοδο 1932 - 1933
χαρακτηρίζεται «τεχνητός» και αναγνωρίζεται ως έγκλημα κατά του ουκρανικού λαού
και της ανθρωπότητας. Ανάλογες προσπάθειες γίνονται και στην κατεύθυνση
αντίστοιχης απόφασης υιοθέτησης της χαλκευμένης από τον ίδιο τον Γκέμπελς
συκοφαντίας σε βάρος της ΕΣΣΔ για τη σφαγή στο Κατίν.
Αρθρο
της Σύνταξης της ΚΟΜΕΠ τεύχος 5 (Σεπτέμβρης - Οκτώβρης) του 2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου